Τρεις μήνες και λίγες ημέρες μέσα στο 2024 και ήδη έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα 5 γυναικοκτονίες. Όποιες κι αν είναι οι επιφυλάξεις απέναντι στη νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία, δεν υπάρχει πλέον περιθώριο να μη γίνει δημόσια η σχετική συζήτηση.
Η δολοφονία της Κυριακής Γρίβα μπροστά από το Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων πριν από λίγα 24ωρα μάς έχει παγώσει. Δεν υπάρχει πλέον γυναίκα που να μην έχει φοβηθεί ότι μπορεί να της συμβεί κάτι κακό σε οποιοδήποτε μέρος, οποιαδήποτε ώρα και από οποιονδήποτε δράστη. Η ανοχή που δείχναμε, συχνά χωρίς να το καταλαβαίνουμε, απέναντι σε κακοποιητικές συμπεριφορές (γιατί έτσι είχαμε μάθει να κάνουμε) έχει τελειώσει έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια.
Δεν ζούμε πια με τύψεις ότι «σηκώσαμε κεφάλι», μια φράση που θα ήταν πολύ αστεία, αν δεν μας προκαλούσε τρόμο. Οι παλιότερες γενιές ίσως να μην κατάφερναν να σπάσουν τον κύκλο της θυματοποίησης. Η Κυριακή τα κατάφερε, απευθύνθηκε στις αρχές. Και δεν ζει πια εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων ανθρώπων που, όπως όλα δείχνουν, δεν πήραν στα σοβαρά τα λεγόμενά της.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα αδιέξοδο. Η κοινωνία βράζει. Το μέσα μας βράζει. Και λύση δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά. Πρέπει να εξεταστεί κάθε πιθανό μέτρο που θα μπορέσει να αποτελέσει εμπόδιο για τον οποιονδήποτε επίδοξο δολοφόνο γυναίκας, και ένα από αυτά είναι η νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία.
Η καταστολή δεν πρέπει να είναι η προτεραιότητα του νομοθέτη, εδώ όμως δεν προσεγγίζουμε το θέμα με αυτή την οπτική. Τυχόν θέσπιση διάταξης για τη γυναικοκτονία σημαίνει πρωτίστως αναγνώριση των διαστάσεων του προβλήματος και ορατότητα του γυναικείου φύλου. Αυτό έχει συμβεί σε τρεις ακόμα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Κροατία, την Κύπρο και την Μάλτα. Στην περίπτωση της Κύπρου, το αδίκημα της γυναικοκτονίας είναι ιδιώνυμο και επισύρει ποινή κάθειρξης δια βίου, ενώ στην Κροατία συνεπάγεται κατώτατη ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.
Ο ορισμός ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, απαιτεί βαθιές νομικές γνώσεις και επαφή του επίδοξου νομοθέτη με την κοινωνία σε πραγματικό επίπεδο, αλλιώς κινδυνεύουμε με μία σειρά από διατάξεις που ίσως θα καθησυχάσουν τον κόσμο και επί του πρακτέου θα είναι ανεπαρκείς για την προστασία των γυναικών και την τιμωρία των δραστών.
Ο δημόσιος διάλογος έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια, έφτασε όμως η στιγμή να γίνει οργανωμένα η αρχή του επίσημου πολιτικού διαλόγου, που θα έχει συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιαγράμματα. Χρειαζόμαστε δημόσια διαβούλευση για τη γυναικοκτονία. Να ακουστούν οι απόψεις των γυναικών, των θυμάτων βίας, όλων όσες φοβόμαστε να περπατήσουμε μόνες μας στο δρόμο – πλέον και ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας.
Πώς θα έβλαπτε την κοινωνία η δημιουργία μίας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, που θα αποτελούνταν από γνώστριες και γνώστες του αντικειμένου και που θα είχε σκοπό να θέσει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ένα νομοσχέδιο προς δημόσια διαβούλευση; Κι αν δεν είναι νομοπαρασκευαστική επιτροπή, μπορεί να είναι κάποιου άλλου είδους όργανο, μια ομάδα ανθρώπων που θα πάρει την εντολή να ερευνήσει το θέμα διεξοδικά και θα παρουσιάσει προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η συγκέντρωση δεδομένων και η λήψη υπόψιν παραγόντων που θα έχουν επιπτώσεις σε διάφορους τομείς, στην περίπτωση της θέσπισης μίας τέτοιας διάταξης, έπρεπε ήδη να έχουν ξεκινήσει και οι συζητήσεις να μην εξαντλούνται με την ολοκλήρωση κάθε κύκλου νέων.
Η ψυχή μας σπαράζει για μία ακόμα ζωή που αφαιρέθηκε. Οτιδήποτε μπορεί να αποτρέψει μία μελλοντική γυναικοκτονία πρέπει να τεθεί στο τραπέζι της συζήτησης σήμερα. Όσο δεν συμβαίνει τίποτα σε θεσμικό επίπεδο, στέλνεται ένα στρεβλό μήνυμα σε όλους τους κακοποιητές, που εκλαμβάνουν ότι η πολιτεία τούς κλείνει το μάτι. Δεν θέλουμε οι ζωές μας να αντιμετωπίζονται όπως ο κύκλος των νέων και σίγουρα δεν θέλουμε να έχουν την ίδια διάρκεια.