«Η ηγεσία είναι γένος θηλυκού». Ενα τσιτάτο που χαϊδεύει αυτιά; Ή μήπως ένας οδικός χάρτης για τη μελλοντική ισότιμη εκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική; Ισως μια αναγνώριση για όλες εκείνες που πρωτοπορούν αναλαμβάνοντας όλο και συχνότερα το τιμόνι χωρών;
Η λίστα, άλλωστε, μεγαλώνει και αυτή ακριβώς η διεύρυνση είναι που κάνει την παραπάνω ατάκα να ακούγεται σχεδόν αληθοφανή. Πράγματι, μετά την πρώην καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ που κυβέρνησε από το 2005 έως το 2021 την πρώτη ευρωπαϊκή οικονομική δύναμη, εμφανίστηκαν νέα και φρέσκα πρόσωπα στον παγκόσμιο πολιτικό στίβο. Στο pick της νεότητάς τους διεκδίκησαν και κέρδισαν θέσεις εξουσίας.
Ενα από αυτά ήταν η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Αρντερν. Η ανακοίνωση της αιφνιδιαστικής παραίτησής της, όμως, ρίχνει φως σε μια άλλη πτυχή του δίπτυχου «γυναίκες και πολιτική», που υπερβαίνει την ίδια και άπτεται τόσο της πρωθυπουργού της Φινλανδίας, της Ισλανδίας, της Δανίας και εντέλει καθεμιάς που επιχείρησε να διαβεί τον ανηφορικό, δύσβατο και μακρύ δρόμο προς την ισότητα ανδρών και γυναικών στη δημόσια σφαίρα.
Δείτε το βίντεο: Η Τζασίντα Άρντερν αντιμέτωπη με τον σεξισμό των δημοσιογράφων
Το BBC World συμπύκνωσε τον προβληματισμό με τον τίτλο «Η Τζασίντα Αρντερν παραιτείται: Μπορούν πράγματι οι γυναίκες να τα έχουν όλα;». Πολλοί αντέδρασαν χαρακτηρίζοντάς τον σεξιστικό. Μήπως, όμως, αποκαλύπτει μια άβολη αλήθεια; Δηλαδή, ότι τόσο αυτή που έφυγε, όσο και οι άλλες που παραμένουν, εκτός από σύμβολα προόδου, αποτελούν και τη ζωντανή απόδειξη ότι ο σεξισμός και τα στερεότυπα και καιροφυλαχτούν και παραμένουν γένους θηλυκού…
Πολιτική και σεξισμός
«Νιβ, η μαμά δεν βλέπει την ώρα να είναι δίπλα σου όταν θα ξεκινήσεις το σχολείο. Και, Κλαρκ, ας παντρευτούμε επιτέλους», ήταν η τελευταία ατάκα της τελευταίας πράξης της Τζασίντα Αρντερν στην πλέον απαιτητική σκηνή του κόσμου: στην πολιτική αρένα! Η 42χρονη πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας είχε καταστεί κάτι σαν τοτέμ των απανταχού προοδευτικών – και όχι τυχαία. Εγινε η νεότερη γυναίκα επικεφαλής κυβέρνησης στον κόσμο όταν εξελέγη πρωθυπουργός το 2017, σε ηλικία μόλις 37 ετών.
Σημείωσε σαρωτική νίκη στις εκλογές. Ηταν εκείνη που έβαλε τη Νέα Ζηλανδία ξανά στον χάρτη και έσωσε τους Εργατικούς από βέβαιο εκλογικό καταποντισμό. Εκτοτε κατάφερε να περάσει νόμο που διασφαλίζει ίσες αμοιβές γυναικών και ανδρών, να χειριστεί με συνέπεια την πανδημία στη χώρα της και να μειώσει τον μισθό της χαρακτηρίζοντάς τον «υπερβολικά υψηλό σε σχέση με αυτόν των συμπολιτών μου». Εχει επιπλέον επαινεθεί για την υποδειγματική στάση της μετά τη χειρότερη τρομοκρατική επίθεση που συνέβη στη χώρα της και στοίχισε τη ζωή 51 ατόμων, ενώ άλλαξε και τον νόμο περί οπλοκατοχής.
Μαζί με τον Εμανουέλ Μακρόν προήδρευσε της συνόδου κορυφής για την αποτροπή μετάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου μέσω Διαδικτύου. Εν μέσω όλων αυτών απέκτησε και το πρώτο της παιδί και έγινε η δεύτερη μόλις εκλεγμένη ηγέτιδα παγκοσμίως που γέννησε ενώ ήταν στην εξουσία. Μετά από τόσα ρεκόρ και τόσες πρωτιές, καινοτόμησε για μία ακόμα φορά: ανακοίνωσε την εκούσια απομάκρυνσή της από την πολιτική με έναν αδιανόητο για τα πολιτικά ήθη τρόπο.
Δήλωσε άνθρωπος και ως τέτοιος κουρασμένη, εξασθενημένη, ανήμπορη να συνεχίσει και αποφασισμένη να αφοσιωθεί στην οικογένειά της που είχε στερηθεί. Μετά την απόφασή της, μάλιστα, παραδέχτηκε ότι, αν και λυπημένη, το συναίσθημα που κυριαρχεί μέσα της είναι αυτό της ανακούφισης. «Επιτέλους κοιμήθηκα βαθιά μετά από πολύ καιρό», δήλωσε. Αν και όλοι αιφνιδιάστηκαν, αρκεί μια αναδρομή για να κατανοήσει κανείς το πρόβλημα. Μόλις εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια αγκαλιά με το μωρό της, ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε: «Πώς θα μπορέσετε πλέον ως νέα μαμά να συνεχίσετε το έργο σας;». «Είναι εντελώς απαράδεκτο να πρέπει οι γυναίκες να απαντούν σε μια τέτοια ερώτηση», αποκρίθηκε εκείνη. «Είναι δυνατόν το γεγονός αυτό να καθορίζει αν η γυναίκα θα πάρει μια δουλειά ή όχι; Αν θα την κάνει καλά ή όχι;». Φαίνεται ότι τότε το ρεζερβουάρ της ήταν ακόμα γεμάτο. Σήμερα δηλώνει ότι έχει ξεμείνει από βενζίνη.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Guardian», «η συνεχής διαπόμπευση, οι προσβολές και οι προσωπικές επιθέσεις» που δεν θα συνέβαιναν σε τέτοια έκταση και ένταση σε έναν άνδρα συνέβαλαν σε αυτή την εξουθένωση. Το 2022 η αστυνομία της Νέας Ζηλανδίας ανέφερε ότι οι απειλές κατά της πρωθυπουργού σχεδόν τριπλασιάστηκαν μέσα σε τρία χρόνια. Εντύπωση προκαλεί ότι ορισμένοι βουλευτές -ακόμα και της αντιπολίτευσης- υποστηρίζουν ότι «εκδιώχθηκε από το αξίωμα», καλώντας τη Νέα Ζηλανδία να επανεξετάσει την πολιτική της κουλτούρα.
Δεν είναι, άλλωστε, η μοναδική χώρα που έχει ακόμα δρόμο. Η 34χρονη Σάνα Μάριν κατέρριψε το ρεκόρ της νεότερης πρωθυπουργού στον κόσμο που κατείχε μέχρι τότε η Τζασίντα Αρντερν, όταν εξελέγη πρωθυπουργός της Φινλανδίας τον Δεκέμβριο του 2019. Η νεαρή γυναίκα έσπευσε να στελεχώσει το υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής της με συνομήλικές της. Μετά το πρώτο κύμα ενθουσιασμού, ένα διθυραμβικό εξώφυλλο στο εμβληματικό περιοδικό «Time» και πολλά ακόμα αφιερώματα, το κλίμα άλλαξε. Η δημοσίευση μιας φωτογραφίας της πρωθυπουργού με λευκό κολάν εκτόπισε τη συζήτηση από το πολιτικό της έργο σε άλλα ζητήματα, όπως στο «αν και πόσο γυμνάζεται για να διατηρεί τέλειο το πίσω ακαταμάχητο μέρος του σωματός της», όπως έγραψε μια εφημερίδα χαρακτηριστικά. Το συγκεκριμένο φωτογραφικό στιγμιότυπο εστιαζόταν στα οπίσθιά της, την ώρα που εκείνη έσπρωχνε, ανύποπτη, το παιδικό καροτσάκι.
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού που δημοσίευσε τη φωτογραφία υπερασπίστηκε το γεγονός λέγοντας ότι ήταν μια «ειδησεογραφική εικόνα». Οταν τον ρώτησαν αν θα έκανε το ίδιο με έναν άνδρα πολιτικό, απάντησε ότι «πιθανότατα κανείς δεν θα ήθελε να δει τα οπίσθια ενός άνδρα»! Λίγο καιρό νωρίτερα, η νεαρή πολιτικός είχε πάλι βρεθεί στο επίκεντρο μιας διαδικτυακής διαμάχης. Αυτή τη φορά για τη φωτογράφησή της στο δημοφιλές περιοδικό μόδας της χώρας «Trendi», στο οποίο είχε παραχωρήσει συνέντευξη. «Υπερβολικά σέξι», «ματαιόδοξο» και «όχι σοβαρό» ήταν κάποια από τα σχόλια που της έκαναν.
Παρά τα υψηλά ποσοστά αποδοχής που απολάμβανε, τα οποία άγγιζαν το 58%, τα Μέσα είχαν πάθει εμμονή με το λεγόμενο «Breakfastgate». Ενα υποτιθέμενο σκάνδαλο για το πόσο κόστιζε το πρωινό γεύμα της ή τη συνήθειά της να καθαρίζει μόνη της την επίσημη κατοικία της. Το «Partygate», όμως, ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα και ενδεικτικό παράδειγμα της ιδιαίτερης κουλτούρας ακόμα και της «προοδευτικής Φινλανδίας». Φωτογραφίες και βίντεο που διέρρευσαν από ιδιωτικό πάρτυ στο οποίο παραβρέθηκε πρωταγωνίστησαν στην επικαιρότητα. Αναγκάστηκε να κάνει τεστ ναρκωτικών, το οποίο και βρήκε αρνητικό.
Εντέλει, η ανεξάρτητη αρχή τη δικαίωσε, καθώς έκρινε ότι πρόκειται για προσωπικές στιγμές και δεν συνιστούν αμέλεια καθήκοντος. Τότε είχε δηλώσει φανερά φορτισμένη: «Εχω κι εγώ ανάγκη από χαρά, διασκέδαση, φως μέσα στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε. Εστω κι αν αυτό περιλαμβάνει φωτογραφίες ή βίντεο τα οποία προσωπικά δεν ήθελα ούτε εγώ να δω, αλλά ούτε κι εσείς. Είμαι ένα ανθρώπινο ον…». Στο πλευρό της Σάνα Μάριν έσπευσε η Χίλαρι Κλίντον, η οποία δημοσίευσε μια δική της φωτογραφία που χορεύει γράφοντάς της: «Εδώ είμαι στην Καρταχένα ενώ ήμουν εκεί για μια επίσημη συνάντηση ως υπουργός Εξωτερικών. Συνέχισε να χορεύεις, Σάνα Μάριν».
Αποστείρωση
Η πρωθυπουργός της Δανίας Μέτε Φρεντέρικσεν σε συνέντευξή της δήλωσε ότι έχει αναγκαστεί πολλές φορές να κρύψει τη γυναικεία φύση της και να θωρακιστεί σε έναν «αποστειρωμένο ρόλο». Ακριβώς όπως και η Ανγκελα Μέρκελ που πέρασε την πολιτική της σταδιοδρομία προσπαθώντας να βάλει στην άκρη το φύλο της.
Το μάθημα αυτό η Μέτε Φρεντέρικσεν το εμπέδωσε όταν η προκάτοχός της Ελε Σμιντ έγινε πρώτη είδηση επειδή τόλμησε να καθίσει δίπλα στον Μπαράκ Ομπάμα στην κηδεία του Νέλσον Μαντέλα. Υποτίθεται ότι αυτό δυσαρέστησε τη σύζυγο του Μπαράκ, Μισέλ, ειδικά όταν έβγαλαν μια selfie με τον Αμερικανό πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον.
Ξαφνικά όλοι την έμαθαν για τους λάθος λόγους και όχι γιατί ήταν η πολιτικός εκείνη που επανέφερε την οικονομία της χώρας της σε ήρεμα νερά μετά την κρίση του 2008. Την ίδια περίπου περίοδο αποκαλύψεις γυναικών δημοσιογράφων για παρενόχληση από άνδρες συναδέλφους της οδήγησαν τη Μέτε Φρεντέρικσεν να υποσχεθεί την άμεση διερεύνηση αυτών των βαρύτατων κατηγοριών και να ανακοινώσει τη σύσταση ανεξάρτητης επιτροπής νομικών που θα αναλάβει την έρευνα. «Πραγματικά πόσο δρόμο έχουμε ακόμα να διανύσουμε για να μας πάρει κάποιος σοβαρά», λέγεται ότι είπε φανερά εκνευρισμένη στους συνεργάτες της.
Παρά τα βήματα προόδου, τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την κακομεταχείριση που έχει επιφυλάξει η Iστορία διαχρονικά στις ισχυρές γυναίκες. Η συγγραφέας Μέρι Μπερντ στο βιβλίο της «Γυναίκες και Εξουσία» απευθύνεται στους μισογύνηδες και στα τρολ ανά τον κόσμο που ανηλεώς επιτίθενται στις γυναίκες -πολύ συχνά στις ισχυρές- και τις μειώνουν.
Εντοπίζει τις απαρχές αυτού του μισογυνισμού στην αρχαιότητα, εξετάζοντας τις παγίδες του φύλου και τους τρόπους με τους οποίους η Iστορία ταπεινώνει και αποδυναμώνει τις ισχυρές γυναίκες από αρχαιοτάτων χρόνων. «Εάν θεωρούμε πως οι γυναίκες δεν βρίσκονται πλήρως εντός των δομών της εξουσίας, είμαστε βέβαιοι ότι χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε τις γυναίκες και όχι την ίδια την εξουσία;» αναρωτιέται.
πηγή: protothema.gr