Συναντάω τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στο Θέατρο Ακροπόλ, εκεί όπου σε λίγες μέρες ανεβαίνει η παράσταση «Underground» σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. Ενώ μιλάμε σε ένα καφέ πλάι στο θέατρο, ένας ευγενέστατος κύριος που μόλις έχει βγει από κάποια παιδική παράσταση με το παιδί του μας διακόπτει για να τον χαιρετήσει και προτρέπει τον γιο του να κάνει ευγενικά το ίδιο. Στο τέλος της συνέντευξης μαθαίνουμε, καθυστερημένα, ότι μας κέρασαν τους καφέδες μας. Καλέ μου κύριε, αν διαβάζετε αυτή τη συνέντευξη, ο Βασίλης σας ευχαριστεί και χαίρεται πολύ που πηγαίνετε το παιδί σας στο θέατρο, καλλιεργώντας την ψυχή του, εξοικειώνοντάς το με την τέχνη και βοηθώντας το τελικά να γίνει καλύτερος άνθρωπος. «Κάτι τέτοια ανανεώνουν την αγάπη μου γι’ αυτή τη δουλειά. Οπως και η συνεργασία με ανθρώπους με τους οποίους θέλεις να δουλέψεις και να ξαναδουλέψεις. Σε αυτή την παράσταση η χαρά τού να βρίσκομαι με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη δεν περιγράφεται. Είχαμε να παίξουμε μαζί από τη “Λυσιστράτη” στο Εθνικό το 2010, στην απαρχή της συνεργασίας μου με τον Γιάννη Κακλέα. Είναι μια παράσταση που θα μου μείνει αξέχαστη για πολλούς λόγους και τη φυλάω μέσα μου σαν φυλαχτό. Με τον Γιάννη Τσορτέκη, πάλι, είχαμε συνεργαστεί σε μια υπέροχη δουλειά στην τηλεόραση, το “10” του Καραγάτση. Χαίρομαι τόσο πολύ που ξαναβρίσκομαι με τον Γιάννη. Η λαχτάρα για συνεργασία που γίνεται πραγματικότητα είναι λόγος ύπαρξης».
Οι τρεις σας πρωταγωνιστείτε στη θεατρική εκδοχή του «Underground», της θρυλικής ταινίας του Εμίρ Κουστουρίτσα από το μακρινό 1995. Πέρα από την ταινία, η λέξη έχει πολλές σημασίες. Ποιος είναι ο δικός σου ορισμός;
Όταν εκεί που δεν το περιμένεις γεννιέται ή αναγεννιέται κάτι πολύ όμορφο. Είναι όπως όταν φυτρώνει ένας σπόρος. Underground είναι για μένα κάτι που από το σκοτάδι γεννάει φως. Δεν είναι τυχαίο που στην εφηβική ηλικία το κυνηγάμε, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στο σινεμά. Είναι γιατί δεν θέλουμε να μείνουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων, θέλουμε να σκάψουμε βαθιά, να βρούμε έναν λόγο για να υπάρχουμε.
Μιλώντας για σκοτάδι και φως, νιώθεις ότι μοιράζεις φως μέσα από τη δουλειά σου;
Από μικρός, όταν έβλεπα στεναχωρημένους ανθρώπους, ένιωθα την ανάγκη να προσπαθώ να τους κάνω να ξεχάσουν τη στεναχώρια τους. Είναι σαν να βλέπω το σκοτάδι τους και να θέλω να το φωτίσω. Είναι στο χαρακτήρα μου. Και αυτό ισχύει σε όλη μου τη ζωή, όχι μόνο στη δουλειά. Αναζητώ μία αρμονία γιατί πιστεύω ότι την έχουμε όλοι μέσα μας. Δεν είμαι της ρήξης, είμαι διπλωμάτης, εξισορροπιστής. Ήμουν περισσότερο ρομαντικός παλιότερα, αλλά η αισιοδοξία μου, η πίστη μου σε ένα καλύτερο αύριο βάλλεται καθημερινά. Νιώθω λίγο Δον Κιχώτης, με τη διαφορά ότι εγώ βλέπω ότι έχω απέναντί μου ανεμόμυλους, αναγνωρίζω ότι με αυτούς παλεύω και παρ’ όλα αυτά συνεχίζω, λέω, δεν πειράζει, αρκεί που παλεύω, που αντιστέκομαι. Τον αγαπώ πολύ αυτό τον ήρωα.
Να ένας ρόλος που σε περιμένει στο μέλλον.
Μ’ αρέσει αυτό που είπες. Θα το ήθελα.
Γελάω με κάτι που θα με πείσει ότι είναι αληθινό, πέρα από κωμικό. Μου έρχεται στο μυαλό η περίπτωση του Θανάση Βέγγου, μία σπάνια γλυκόπικρη περίπτωση.
Είσαι ο καλός ή ο κακός μαυραγορίτης στο «Underground»;
Είμαι το λαμόγιο της υπόθεσης, ο πολιτικάντης. Μου πάει νομίζω ο Μάρκο, είδα κατευθείαν τον εαυτό μου σε αυτόν, ίσως να ταιριάζει σε αυτό που σου έλεγα, ότι μου αρέσει να είμαι πιο διπλωμάτης και εξισορροπιστής.
Θυμάσαι τον εαυτό σου όταν είδες την ταινία;
Ήταν μια εποχή που ζούσαμε τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας δίπλα μας κι εγώ σίγουρα δεν ήμουν αρκετά ώριμος για να καταλάβω τη σημασία αυτής της ταινίας παγκοσμίως. Γιατί ξεφεύγει από μια ιστορία που συμβαίνει σε μία χώρα των Βαλκανίων που μοιάζει πάρα πολύ με τη δική μας. Βλέπεις στις ανθρώπινες σχέσεις και τις συγκρούσεις αυτών των δύο χαρακτήρων τις σχέσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα σε ολόκληρες χώρες, τον τρόπο που χειραγωγούν, προδίδουν ή εκμεταλλεύονται η μία την άλλη, τον τρόπο που δεν νοιάζονται για την ανθρώπινη ύπαρξη και τις παράπλευρες απώλειες, αλλά μόνο για τη δύναμη και το κέρδος.
Αντιπολεμικό έργο, σπουδή στην ανθρώπινη φύση και μεγάλο πανηγύρι μαζί; Τι ταμπέλα θα έβαζες στο «Undergound»;
Η τρέλα ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο που ονομάζεται ζωή. Μια ζωή απρόβλεπτη που μέσα της γεννιέται το καλό και το κακό κι εσύ πρέπει να διαλέξεις στρατόπεδο. Που ποτέ δεν είναι σίγουρο ότι διάλεξες το σωστό. Μαθαίνεις να συναναστρέφεσαι με τον πόνο, τον έρωτα, την προδοσία, την αγάπη, έχοντας πάντα σε ετοιμότητα ένα ψεύτικο χαμόγελο μπροστά στο απρόβλεπτο που σε κάνει να τα χάνεις. Πέφτεις, ξανασηκώνεσαι και το παλεύεις, δεν παραδίνεσαι, μα συνεχίζεις για κάτι καλύτερο για σένα, για τους άλλους, κι ας ξέρεις ότι δεν υπάρχει αύριο, μόνο τώρα για σένα, για όλους. Κι εκεί που λες ότι τέλειωσε, τίποτε δεν τελειώνει. Για σένα σίγουρα, για κάποιους άλλους όμως αρχίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με καινούρια και απροσδόκητα συστατικά, αλλά με την ίδια ακριβώς κατάληξη. Μια ταμπέλα λοιπόν για όλους, και για το έργο μας: Η ζωή είναι μια τρέλα!
Εκεί ένιωσα ότι η δουλειά μας είναι λειτούργημα: όταν βλέπεις μία γυναίκα που φοράει μπαντάνα επειδή κάνει χημειοθεραπεία και έχει χάσει τα μαλλιά της να γελάει, να τη συνεπαίρνει η ιστορία, να ξεχνάει ποιον βλέπει πάνω στη σκηνή
Δεν μπορώ να σου κρύψω το θαυμασμό μου για τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. Οι «Πέρσες» του στην Ελευσίνα φέτος το καλοκαίρι είναι κάτι που θα θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Μετά τον «Πλούτο» το 2018, αυτή είναι η δεύτερη συνεργασία σας. Πώς προσεγγίσατε το έργο;
Με τον Μιλιβόγεβιτς γνωριστήκαμε όταν ήρθε να με δει στο Θέατρο Βρετάνια και να μου προτείνει να υποδυθώ τον Πλούτο στον Αριστοφάνη που θα σκηνοθετούσε στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του ’18. Γνώρισα έναν καλοσυνάτο, πράο άνθρωπο με συγκεκριμένο όραμα που ήταν αδύνατον να μη θες να συνεργαστείς μαζί του. Στο σύντομο ταξίδι της περιοδείας, που περιείχε και παραστάσεις στη Σερβία, έπεσε η ιδέα να μπορούσε να γίνει το «Underground» θεατρική παράσταση. Βλέπεις, προϋπήρχε και μια φιλική σχέση του Μιλιβόγεβιτς με τον Κουστουρίτσα, τον Κοβάσεβιτς και τον Μπρέγκοβιτς. Όταν λοιπόν ο Μιλιβόγεβιτς μου είπε ότι πήρε το ΟΚ από τον Κουστουρίτσα, καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου, αλλά και η προσμονή… Και φυσικά πιστέψαμε ότι κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να αγγίξει βαθύτερα το αντιπολεμικό πνεύμα της ταινίας από τον Νικίτα, αφού είναι βαθιά εμπλεκόμενος και έχει βιώσει και ο ίδιος τη μυρωδιά του πολέμου τη δεκαετία του ’90… Φυσικά είναι δύσκολο να βγουν από μια γλυκόπικρη μαύρη κωμωδία όλα αυτά τα μηνύματα, καταλαβαίνεις ότι χρειάζεται μεγάλη αφοσίωση και ξενύχτια. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες αφού δεν είναι αναπαράσταση της ταινίας, αλλά μια μείξη με το θεατρικό έργο του Κοβάσεβιτς που προϋπήρχε.
Είσαι ο άνθρωπος που χαρίζει τη χαρά τρεις ολόκληρες δεκαετίες (τις μετράω από τότε που αποφοίτησες από τη σχολή). Εσένα, τι σε κάνει να γελάς;
Πολύ πιο εσωτερικά πράγματα. Θέλω λίγο να μου τρυπήσει τον εγκέφαλο η κωμωδία. Γελάω με κάτι που θα με πείσει ότι είναι αληθινό, πέρα από κωμικό. Μου έρχεται στο μυαλό η περίπτωση του Θανάση Βέγγου, μία σπάνια γλυκόπικρη περίπτωση. Αυτός ο άνθρωπος έκρυβε τόση αλήθεια μέσα του, ένα θησαυρό, που ξεκίνησε να εκφράζει μέσα από γκανγκ και έφτασε, ειδικά με τις τελευταίες ταινίες του, να σε κάνει με την υποκριτική του τέχνη να θέλεις και να γελάσεις και να δακρύσεις.
Παρακολουθείς αυτή τη γενιά των star κωμικών, Αμερικανών κυρίως, που ακροβατούν στα όρια του χιούμορ και θίγουν πρόσωπα και καταστάσεις σοκάροντας και ενοχλώντας συχνά είτε συντηρητικούς είτε κάθε λογής μειονότητες;
Αριστοφανίζουν όλοι αυτοί. Σε κάθε δραματικό αγώνα ο Αριστοφάνης έπρεπε να απευθυνθεί στο λαϊκό στρώμα, αλλά και στην τάξη εξουσίας της εποχής. Θέλοντας να καυτηριάσει την πραγματικότητα έκανε σκληρή πολιτική με τα έργα του. Και η ελληνική επιθεώρηση αυτό έκανε στο παρελθόν.
Είναι πιο δύσκολο να κάνεις τους ανθρώπους να γελάσουν όταν ζουν σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες ή όταν στη γειτονιά τους συμβαίνει μια γενοκτονία;
Η κωμωδία είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που βγάζουν από την τσέπη τερτίπια κωμικά. Ξεκινάω με την αλήθεια τη δική μου μπερδεμένη με την αλήθεια του ήρωα που θέλω να υποδυθώ. Μπορεί να γελάσεις μαζί μου, αλλά μπορεί και να συγκινηθείς. Αυτός είναι ο ευσεβής μου πόθος.
Περάσαμε πριν από 3 χρόνια κάτι απίστευτο, κλειστήκαμε στα σπίτια μας με το φόβο του θανάτου και χωρίς καμία ελευθερία. Σήμερα είναι λες και αυτό συνέβη πριν από 30 χρόνια. Οταν καταφέραμε να ξαναγυρίσουμε στο θέατρο μετά από αυτό ένιωσα το λόγο που κάνω αυτή τη δουλειά. Κάναμε τον «Κουρέα της Σεβίλλης», μία τεράστια επιτυχία, και έβλεπες τον κόσμο, με μάσκες, να μη σταματά να έρχεται. Εκεί ένιωσα ότι η δουλειά μας είναι λειτούργημα: όταν βλέπεις μία γυναίκα που φοράει μπαντάνα επειδή κάνει χημειοθεραπεία και έχει χάσει τα μαλλιά της να γελάει, να τη συνεπαίρνει η ιστορία, να ξεχνάει ποιον βλέπει πάνω στη σκηνή ή τα δικά της προβλήματα, τότε νιώθεις ότι κάνεις κάτι παραπάνω από το να είσαι γελωτοποιός, όπως ίσως κάποιοι σε αποκαλούν απαξιωτικά. Όταν σκέφτηκα το ανέβασμα του «Underground» δεν ήταν η πρώτη σκέψη μου να κάνω τους ανθρώπους να γελάσουν· σκέφτηκα πώς θα τους κάνω να κρατήσουν την ανάσα τους, να σκεφτούν.
Από μια ματιά στο λογαριασμό σου στο Ιnstagram, βλέπω έναν τύπο που αγαπάει πολύ τα σκυλιά και τη δουλειά του.
Με ενδιαφέρει να είμαι στα social για τη δουλειά μου. Πέρα από αυτό, αφήνω να φανεί κι ένα μικρό κομμάτι της προσωπικής μου ζωής, που είναι η αγάπη μου για τα σκυλιά. Ξέρω ότι προβάλλοντας τη σχέση μου μαζί τους, την πραγματική μου αγάπη γι’ αυτά, κάνω κάτι καλό στον τρόπο που ο κόσμος αντιμετωπίζει τα ζώα. Θέλω να δίνω το παράδειγμα για να συνειδητοποιήσει ότι τα ζώα μας είναι η οικογένειά μας. Το πρώτο μας σκυλί είναι η Χριστίνα, ένα ελεύθερο, φοβερό σκυλί, διασταύρωση τσοπανόσκυλου με Καυκάσου, που τη φροντίζαμε στο Πήλιο όταν αποφάσισε ότι θέλει να μας υιοθετήσει. Πριν καταφέρουμε να τη φέρουμε στην Αθήνα, χάθηκε. Τρελαθήκαμε με τη Λίνα, τη γυναίκα μου, πήγαμε στις Μηλιές και την ψάχναμε, γυρίζαμε τα χωριά με τη φωτογραφία της. Τον πρώτο χρόνο που μας έλειπε, ένας φίλος μάς έκανε δώρο ένα κουταβάκι, ένα μαύρο Λαμπραντόρ που το φωνάζουμε Λου, για να ξεχάσουμε τη λύπη μας. Ένα χρόνο μετά βρέθηκε η Χριστίνα, που είχε κάνει τρελή ζωή εντωμεταξύ. Στον κορωνοϊό, ενώ ταΐζαμε αδέσποτα στο δρόμο, βρήκαμε μέσα στον κάδο των σκουπιδιών πεταμένο και σφηνωμένο κάτω-κάτω ένα κουτάβι. Είναι η βενιαμίν μας, η Σφήνα, διασταύρωση Τζακ Ράσελ με κοκόνι. Είμαστε πέντε νοματαίοι στο διαμέρισμα, μια πενταμελής οικογένεια. Είναι υπέροχη ευθύνη το να έχεις ένα ζώο κοντά σου. Παίρνουμε τεράστια αγάπη από αυτά τα πλάσματα. Ένα ξέρω, ότι όποιος έχει ένα ζώο κοντά του είναι καλύτερος άνθρωπος. Αρκεί να μην το βλέπει σαν ιδιοκτησία του. Είναι μια ψυχούλα και έχεις την ευθύνη της ζωής της.
Τι θα έλεγες πως κάνει τις σχέσεις να αντέχουν στο χρόνο;
Αν αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να αναλύεις. Σημασία σε μια σχέση δεν έχει να κρατάς ημερολόγιο και να σημειώνεις γιορτές, γενέθλια, επετείους. Σημασία έχει να γελάτε μαζί, να ονειρεύεστε μαζί. Είναι ζήτημα χημείας, σίγουρα, αλλά και να καλλιεργείς σχέση εμπιστοσύνης και θαυμασμού. Δεν κρατάει μία σχέση στο χρόνο με μία υπογραφή γάμου. Είναι σαν να παίζεις Τζόκερ, που θα καταλάβεις πολλά χρόνια μετά αν το κέρδισες. Στην πορεία, όμως, μπορείς να νιώθεις κερδισμένος.
Φωτογράφος: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (D-TALES).