«Η εντατική υποδέχεται βαριά περιστατικά, τροχαία, εμφράγματα, εγκεφαλικές αιμορραγίες… Αυτό που άλλαξε εδώ και περισσότερο από ένα μήνα, αφότου ο Ευαγγελισμός έγινε κέντρο αναφοράς για ασθενείς με COVID19, είναι ο τρόπος που δουλεύουμε εξαιτίας όλων των απαραίτητων μέτρων που πρέπει να παίρνουμε για να μην κινδυνέψουμε να νοσήσουμε κι εμείς οι ίδιοι. Στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Ευαγγελισμού βρίσκονται αυτές τις μέρες γύρω στους 25 βαριά νοσούντες με COVID19 ασθενείς, διασωληνωμένοι. Έχουμε τη δυνατότητα να νοσηλεύσουμε συνολικά 65 σοβαρά περιστατικά COVID19 στη ΜΕΘ, πράγμα που ελπίζουμε να μη συμβεί ποτέ.
Η καθημερινότητά μου στη δουλειά δεν έχει αλλάξει εκτός από τα ωράρια, που τροποποιήθηκαν σε βάρδιες γιατί δεν μπορείς να αντέξεις πολλές ώρες φορώντας τη μάσκα και τον εξοπλισμό. Έχει όμως αλλάξει η υπόλοιπη κοινωνική μου ζωή, που δεν υπάρχει πια -φίλους και οικογένεια τους βλέπω εξ αποστάσεως.
Έχω ένα μικρό φόβο την ώρα που μπαίνω στο νοσοκομείο γιατί πρόκειται να ασχοληθώ με ασθενείς που μπορεί να μου μεταδόσουν τον ιό. Προσέχω πάρα πολύ όταν φοράω τον εξοπλισμό. Σκέφτομαι ότι δεν θέλω να νοσήσω. Το υγειονομικό προσωπικό δεν πρέπει να νοσήσει. Όταν όμως μπαίνω να δω τους ασθενείς, έχω πάντα στο μυαλό μου τη σκέψη των ανθρώπων που αγαπώ και ξεχνώ το φόβο μου. Έχω να φροντίσω ανθρώπους. Οι ασθενείς μου στην εντατική δεν περιμένουν από μένα ενθαρρυντικά λόγια γιατί είναι συνήθως σε καταστολή διασωληνωμένοι. Δεν προλαβαίνουμε συχνά ούτε να επικοινωνήσουμε, ούτε να δεθούμε μαζί τους. Με τις οικογένειές τους όμως είναι αλλιώς. Αυτοί οι άνθρωποι μαθαίνουν και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα από μακριά, από το τηλέφωνο. Τους βαραίνει πολύ που δεν μπορούν να δουν τους ανθρώπους τους. Όσοι βγαίνουν από τη ΜΕΘ, μας ζητούν να επικοινωνήσουμε εκ μέρους τους και όσοι τους περιμένουν απέξω στέλνουν ευχές και ενθαρρυντικά λόγια.
Κάτι πρωτόγνωρο για μένα, είναι που με εμψυχώνουν οι συγγενείς των ασθενών. Δουλεύω περισσότερα από 15 χρόνια στο χώρο, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε τύχει να ακούσω «Καλή δύναμη». Είναι πολύ συγκινητικό. Εμείς δίνουμε την ίδια μάχη που δίναμε και πριν, τώρα όμως φαίνεται ότι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτή τη φορά τη δίνουμε διακινδυνεύοντας άμεσα τη σωματική μας ακεραιότητα.
Όχι δεν είμαστε υπερήρωες, όπως λέτε, δεν το βλέπω έτσι. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή για εμάς. Το μόνο που ζητάμε εμείς οι γιατροί είναι να έχουμε τον εξοπλισμό (έμψυχο και άψυχο) για να βοηθήσουμε τον κόσμο, είναι η μόνη μας απαίτηση. Είδαμε πόσοι γιατροί νόσησαν και πέθαναν στην Ιταλία λόγω τέτοιων ελλείψεων. Γιατί όταν είσαι γιατρός, δεν σκέφτεσαι ούτε τι ώρα είναι, ούτε αν έχεις κοιμηθεί, αν είσαι κουρασμένος, αν έχεις κακή ψυχολογική διάθεση ή προβλήματα στο σπίτι. Σκέφτεσαι τι πρέπει να γίνει για να βοηθήσεις τον άλλο, σε συνεπαίρνει η αδρεναλίνη και η διάθεση της προσφοράς.
Δεν κάνω σκέψεις περί φαρμάκων και εμβολίων, αυτά είναι δουλειά άλλων, πιο ειδικών επιστημόνων. Είμαι φύσει αισιόδοξη κι έχω πίστη στη γνώση και τη δύναμη της επιστήμης. Θα φτάσουμε στη λύση. Τα μέτρα πάρθηκαν έγκαιρα, ο κόσμος υπάκουσε, πρέπει να συνεχίσει να υπακούει και να μείνει σε απόσταση, στο σπίτι. Ούτε σε παγκόσμιο πόλεμο δεν είδαμε τέτοια γενίκευση της κατάστασης. Αυτό που ζούμε δεν αφορά μία χώρα ή μία ήπειρο, αφορά όλο τον πλανήτη».