Άσχημα τα πράγματα, αγωνία και μία αλλόκοτη αναμονή που τέλειωσε την ίδια μέρα. Αυτό ήταν το κλίμα ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στο γραφείο, ενώ στη μια άκρη της τηλεφωνικής γραμμής βρισκόταν ο Βασίλης Μπισμπίκης, έξω από τον τεχνοχώρο «Cartel», με θορύβους από περαστικά φορτηγά και νταλίκες soundtrack στην κουβέντα μας. Εγώ πάλι δυναμώνω τον ήχο του «Cause I said so» των Godfathers, ενός τραγουδιού που μου φαίνεται ότι ταιριάζει σαν γάντι στo δυναμισμό, το μαγνητισμό και τη φόρα με την οποία ο Βασίλης σάρωσε τη χρονιά που πέρασε θέατρα και κινηματογράφους. Έπαιξε και σκηνοθέτησε το -για δεύτερη χρονιά sold out- «Άνθρωποι και Ποντίκια», που συγκίνησε τους θεατές στον τεχνοχώρο «Cartel», και τον «Πατέρα», που σόκαρε και κέρδισε το κοινό με την ακραία ρεαλιστική προσέγγισή του, στο θέατρο Αποθήκη. Στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ο Μπισμπίκης είναι ο Μάνος, ένας ξεπεσμένος λαϊκός τραγουδιστής που εξαφανίζεται μετά από μία μεγάλη επιτυχία, αλλά συνεχίζει να έχει πέραση στις γυναίκες. Ξεκινάμε την κουβέντα από αυτόν.
Πιστεύω πως τον αγάπησες τον ήρωα που υποδύεσαι στην ταινία, τον Μάνο.
Είναι ωραίος τύπος ο Μάνος, τον κατάλαβα, τον βρήκα μέσα από αντιστοιχίες που έχω δει να συμβαίνουν στο θέατρο. Ξέρεις, έχω ακούσει πολλούς γύρω μου σε αυτή τη δουλειά να λένε «Με φάγανε τα κυκλώματα» ή «Εγώ πήρα μία θέση σε όλο αυτό που γίνεται…», δικαιολογίες δηλαδή. Εντάξει, είναι αδύναμος χαρακτήρας. Αγεται και φέρεται από τη μαμά του, δεν παίρνει θέση καθαρή απέναντι στη γυναίκα που θέλει, είναι ένας τύπος ψιλοχαμένος. Τον αγαπάω πολύ, τον στήριξα όσο μπορούσα, αλλά είναι μακριά από μένα. Είναι αδύναμος, ακραίος τύπος, και εννοείται πως όσα κάνει για το χρήμα δεν θα τα έκανα ποτέ. Αλλά βλέπουμε και μια μητέρα από πάνω που είναι πολύ ισχυρή και παίζει τον μεγάλο ρόλο στην ιστορία, όπως κάνουν και οι μαμάδες μας γενικότερα στη ζωή μας.
Να υποθέσω ότι η μητέρα σου είναι δυναμική γυναίκα;
Ε, βέβαια. Η μητέρα είναι μια πάρα πολύ δυναμική γυναίκα. Αυτή κάνει το κουμάντο.
Αυτή σε έμαθε να σέβεσαι τις άλλες γυναίκες;
Προφανώς και έχει να κάνει με την οικογένεια αυτό και ειδικά με τη μητέρα. Η μαμά είναι ιστορία, αγαπάμε τη μαμά μας, ολόκληρα σύνδρομα πήραν το όνομά τους από αυτή την αγάπη, ξέρεις, οιδιπόδειο, να σκοτώσω τον πατέρα, να πάω με τη μάνα, είναι ένα θέμα που απασχόλησε πολλούς και στην τέχνη. Για τ’ αγόρια είναι τεράστιο θέμα αυτό, το ’χουν πει όλοι. Γιατί αγαπάμε τη μαμά μας;
Δεν ξέρω, πες μου εσύ που έχεις κι αγόρι, έχει αδυναμία στη μαμά του;
Ου, ναι, μαμάκιας, σοβαρός! Τον δικαιολογώ γιατί λείπω πολλές ώρες από το σπίτι λόγω των προβών, των παραστάσεων, κι έτσι είναι πολλές ώρες μόνος μαζί της. Εντάξει, είναι και μια σπουδαία μαμά, οπότε σώζει με έναν τρόπο την απουσία μου από το σπίτι. Είμαι τυχερός.
Η αγαπημένη μου σκηνή στην «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» είναι η στιγμή που ένας πληρωμένος δολοφόνος συναντά το ίνδαλμά του. Σου έχει συμβεί ποτέ να δεις κάποιον και να θέλεις να του πεις ότι είναι ο ήρωάς σου;
Μπορώ να σου πω πολλές τέτοιες ιστορίες. Μια φορά πέτυχα στις Σπέτσες τον Ρέιφ Φάινς, αυτό τον μεγάλο Αγγλο ηθοποιό. Τον είδα και τον πήρα στο κυνήγι. Κάθισε σ’ ένα ουζερί και κάθισα κι εγώ λίγο παραπέρα και τον θαύμαζα και δεν τόλμησα καν να τον πλησιάσω και να του πω το παραμικρό. Τον θαύμαζα από μακριά. Αλλά μου έχει συμβεί πολλές φορές με ποδοσφαιριστές. Ο πατέρας μου ήταν προπονητής κι εγώ Παναθηναϊκός και δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Σαραβάκο και πήγα κι έβγαλα φωτογραφία μαζί του. Ηταν σαν να συναντούσα ποιον να σου πω τώρα, τον Μαραντόνα, τον Πελέ! Μιλάμε για τεράστια ικανοποίηση, μιλάμε για δέος μπροστά σε αυτή την προσωπικότητα. Ο Σαραβάκος!
Στις σκηνοθεσίες σου υπήρχε ανέκαθεν μια ένταση, αλλά έχω την αίσθηση ότι στο «Ανθρωποι και Ποντίκια» και στον «Πατέρα» έφτασε στο μάξιμουμ.
Πάντα ήταν έτσι οι παραστάσεις μου, ειδικά στο «Cartel». Ισως τις είχε δει λιγότερος κόσμος. Ηταν ακόμη πιο σκληρά τα έργα, παράδειγμα το «Shopping & Fucking» του Ρέβενχιλ. Ισως τώρα άλλαξε λίγο ο κώδικας της υποκριτικής, ο ποιητικός ρεαλισμός έγινε ακραίος, νατουραλιστικός ρεαλισμός. Ισως είχε να κάνει και με τη συνεργασία μου με τον Γιάννη Οικονομίδη, που μου ξεκλείδωσε πράγματα, «έκλεψα» κάτι από τον τρόπο που δουλεύει με τους ηθοποιούς και μετά το χρησιμοποίησα στο «Ανθρωποι και Ποντίκια». Αυτό που μας διαφοροποιεί είναι η φόρμα.
Είχαμε κάνει μια συνέντευξη καμιά δεκαριά χρόνια πριν και έκτοτε διέγραψες μία αξιοζήλευτη πορεία που είναι για μένα ο ορισμός του success story. Μου φάνηκε ότι είπες στον εαυτό σου: «Ή θα κάνω το θέατρο που θέλω ή δεν θα κάνω καθόλου θέατρο».
Αυτός ήταν ο στόχος, να δημιουργήσω κάτι δικό μου, προσωπικό. Ηθελα να υπηρετήσω το προσωπικό μου όραμα, όχι κάποιου άλλου, να δείξω πώς σκέφτομαι και αντιλαμβάνομαι το θέατρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα συνεργαστώ με κόσμο έξω από την ομάδα μας, όπως τώρα, που περιμένω με χαρά να συνεργαστώ με ανθρώπους που εκτιμώ πολύ στον «Φιλοκτήτη» με τον Τσέζαρις Γκραουζίνις και τον Γιώργο Κιμούλη. Εχω πολλά να μάθω από αυτούς.
Πώς ορίζεις την επιτυχία;
Πάντως δεν είναι ακριβώς η καριέρα. Είναι η ευτυχία του να βρεις την ισορροπία ανάμεσα σε οικογένεια, φίλους, ομάδα. Επιτυχία είναι να είσαι ευτυχισμένος. Νιώθω ευτυχής που είμαι στο Cartel και επικοινωνώ τόσο καλά με αυτή την ομάδα… που μοιράζομαι στιγμές με τον γιο μου… Νομίζω πως η επιτυχία είναι συχνά πολύ μακριά από την ευτυχία. Αλλά εγώ αυτό θέλω, να είμαι ευτυχισμένος. Θέλω λοιπόν να βρω τη δομή, να φτιάξω τη συνθήκη που θα μου χαρίσει πολλές ευτυχισμένες στιγμές. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργώ. Αν θα έρθει η επιτυχία είναι ανεξάρτητο. Ευτυχισμένος ήμουν και πριν από τρία, τέσσερα χρόνια που κουβαλούσαμε πράγματα εδώ στο Cartel, φτιάχναμε μόνοι μας τα σκηνικά, βάφαμε, ήμασταν εδώ όλη μέρα. Είμαι το ίδιο ευτυχισμένος όπως τότε. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι η επιτυχία έφερε και χρήματα, οπότε αισθάνομαι πιο ήρεμος, μια ασφάλεια σε σχέση και με το θέατρο, με το παιδί μου. Και μπορώ να ονειρευτώ μεγαλύτερα πράγματα στο θέατρο, πιο τολμηρά. Δεν είμαι της άποψης ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να ζει στην εξαθλίωση.
Αναρωτιέμαι αν έχεις πει ποτέ στη δουλειά σου “αποκλείεται, αυτό δεν το κάνω με τίποτα”.
Έχω πει αποκλείεται σε κάποια σίριαλ, ήταν απαγορευτικά για μένα. Έχω κάνει βέβαια τηλεόραση και καθημερινά σίριαλ, αλλά κάποιες συνεργασίες με ξεπερνάνε.
Εσένα σου έχουν πει ποτέ οι συνεργάτες σου, “δεν θέλω να κάνω αυτό που μου ζητάς”;
Ναι, αμέ, έχει συμβεί, αλλά έχει γίνει με συζήτηση, χωρίς τσαμπουκάδες, ποτέ! Επειδή σκηνοθετώ περισσότερο στο Cartel, εκεί είμαστε παρέα, είμαστε μία ομάδα με πολύ ειδικό κώδικα, συζητάμε πολύ, χωρίς φωνές ή προσβολές. Πάω πολύ με τον ηθοποιό, αν κάπου κολλάει, τσινάει κάποιος, το βρίσκουμε, δεν καλουπώνω πράγματα.
Τι θα κάνεις τώρα που κλεινόμαστε μέσα αναγκαστικά;
Έχω μαζέψει αρκετά βιβλία. Θέλω να διαβάζω το Μια φυσιολογική ζωή του Βασίλη Παλαιοκώστα, του ληστή. Είναι όλη η ιστορία του, οι αποδράσεις από τις φυλακές…
Βλέπω μία ταινία να έρχεται προς το μέρος μας…
Ξέρεις, είναι δύσκολο οι παραγωγοί να στηρίξουν μια τέτοια ταινία. Παλιότερα είχα ψάξει τον Κώστα Σαμαρά, άλλο φοβερό ληστή με αφορμή το τρομερό βιβλίο του με τίτλο Καταζητείται. Είχα πάει στα Τρίκαλα όπου έμενε για να τον πείσω να μου δώσει τα δικαιώματα του βιβλίου για να γίνει ταινία. Τελικά μου τα έδωσε, πήγα σε έναν παραγωγό, ήταν δύσκολο να βρούμε χρήματα για να κάνουμε μία ταινία με πρωταγωνιστή έναν ληστή. Φοβήθηκαν μην ηρωοποιήσουμε τον ληστή, αλλά θα το ήθελα πολύ να γυρίσω μια τέτοια ιστορία. Αλλά το φοβήθηκαν.
Εσύ τι φοβάσαι;
Ο μεγαλύτερος φόβος είναι ο θάνατος.
Και πώς τον ξεγελάς;
Τον ξορκίζω με τη δουλειά, με τη δημιουργία.
* Οι πρόβες για τα «Κόκκινα Φανάρια» ολοκληρώνονταν όταν έγινε αυτή η συνέντευξη. Η πρεμιέρα τους πάγωσε όμως, μαζί με τη χώρα που έμεινε σπίτι.