Ήταν μια νωχελική Παρασκευή, από αυτές που θες να αποφύγεις τη βαβούρα των μπαρ, αλλά ταυτόχρονα αρνείσαι και να κάτσεις σπίτι. «Ευκαιρία να δούμε την “Ευτυχία”», σκέφτηκα. Έξι εβδομάδες είχαν μεσολαβήσει από τις 19 Δεκεμβρίου που έκανε πρεμιέρα, πίστευα πως δε θα δυσκολευόμασταν ιδιαίτερα, ακόμη κι αν πηγαίναμε τελευταία στιγμή. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά μας εκείνο το βράδυ· αλλάξαμε τρεις (!) κινηματογράφους για να βρούμε δύο από τις «τελευταίες θέσεις» -όπως μας ενημέρωσαν στο ταμείο.
Είτε μου άρεσε είτε όχι αυτό που θα παρακολουθούσα, είχα μόλις αποκτήσει σοβαρό κίνητρο για να ξαναμιλήσω μετά από περίπου ενάμιση χρόνο με τον Άγγελο Φραντζή, αυτήν τη φορά για ένα πρότζεκτ που εκ πρώτης όψεως δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι θα τον ενδιέφερε να φέρει την υπογραφή του. Για την ιστορία, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, και ούσα στην 7η εβδομάδα προβολής της στις ελληνικές αίθουσες η «Ευτυχία» έχει κόψει 610.878 εισιτήρια και συνεχίζει ακάθεκτη, γεγονός σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Ο ενθουσιασμός μου λοιπόν στο ξεκίνημα της κουβέντας μας ήταν ευδιάκριτος και οι απορίες στο μυαλό μου, εύλογες.
Αλήθεια, πώς προέκυψε η Ευτυχία;
Η Tanweer είχε ήδη έτοιμο το σενάριο από την Κατερίνα Μπέη και ενώ δεν κάνω ποτέ ταινίες που προέρχονται από ιδέα κάποιου άλλου, η συγκεκριμένη πρόταση που μου έκαναν ήταν διαφορετική για μένα. Το σενάριο με ενθουσίασε και και η προσωπικότητα της Ευτυχίας τόσο γοητευτική και με τόσο πολύ «ψωμί» που είπα πολύ γρήγορα το «ναι».
Μιας και δεν έχει καμία σχέση με όσα έχετε κάνει ως τώρα, ισχύει το «ποτέ μη λες ποτέ»;
Προσωπικά δεν είμαι τόσο μονοκόμματος. Ναι, δε μου αρέσει να κάνω τα ίδια. Κάθε μου ταινία κινείται σε ένα άλλο περιβάλλον-πλαίσιο-θέμα. Με ιντριγκάρει πολύ το να κάνω πράγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, οπότε κι αυτό ήταν ένα στοιχείο για να πω το «ναι».
Θέσατε τους δικούς σας περιορισμούς όσον αφορά στο ύφος της δουλειάς για να μην αποκλίνει ποιοτικά από τη μέχρι τώρα πορεία σας;
Δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Ήμασταν από την αρχή πολύ σύμφωνοι σε σχέση με το τί πάμε να κάνουμε και με ποιο τρόπο θα αποτυπωθεί, οπότε δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα συγκρούσεις ή κάποιου είδους παρεμβατικότητα «όχι θα το κάνεις έτσι ή αλλιώς». Ήταν μία πολύ γόνιμη συνεργασία.
Είχατε στο μυαλό σας ότι μπορεί να πουν: «Κοίτα ο Φραντζής έκανε κάτι εμπορικό»;
Θυμάμαι ότι όταν είχα κάνει «Το όνειρο του σκύλου» υπήρχε πάρα πολύς κόσμος που μου έλεγε συγκριτικά με το «Polaroid», την πρώτη μου ταινία «τι είναι αυτά;», «πήγε και πήρε τηλεοπτικούς ηθοποιούς» κλπ. Εμπορική ταινία κατά μία έννοια είναι η εισπρακτική επιτυχία, αλλά αυτό το βλέπεις εκ του αποτελέσματος. Από την άλλη σίγουρα η Ευτυχία ως ταινία έχει μία «ηθελημένη» εξωστρέφεια, με την έννοια του ότι δεν κάναμε εκπτώσεις ώστε να βγει συμβατή με τι; Με το μέσο γούστο; Όχι. Δεν πήγαμε σε μία τέτοια λογική. Πάντως, ούτε κι εμείς περιμέναμε να πάει τόσο καλά. Ξέραμε πως είχε καλή επικοινωνία και ότι θα έκανε κάτι καλό αλλά τόση επιτυχία δεν την περιμέναμε.
Είστε ενθουσιασμένος δηλαδή;
Είναι πάρα πολύ ευχάριστο, γιατί τα εισιτήρια δε λένε απαραίτητα για μία ταινία ότι είναι καλή ή κακή. Αυτό που συγκινεί εμένα προσωπικά είναι ότι υπάρχει πολύς κόσμος που έχει βρει μια επικοινωνία, έναν πολύ προσωπικό διάλογο με την ταινία. Και στο επίπεδο της συγκίνησης, του χαρακτήρα και της δύναμης που μας λένε ότι έχουν πάρει βλέποντάς την… Για μένα αυτό είναι το ουσιαστικό. Υπάρχει πολύς ενθουσιασμός και αυτός με χαροποιεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Τι σας λένε;
Πολλά καλά λόγια που δεν θα ήθελα να μεταφέρω. Πολλές φορές αναρωτηθήκαμε τι είναι αυτό στην Ευτυχία που αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο. Δε νομίζω ότι είναι ένα πράγμα πάντως. Σίγουρα είναι η ίδια η Παπαγιαννοπούλου. Είναι μία προσωπικότητα τόσο δυνατή που με μοναδικό τρόπο υπερβαίνει κάθε δυσκολία στη ζωή, αλλά ταυτόχρονα και ένα πλάσμα με πάρα πολλές αντιφάσεις που η ίδια αποδέχεται και αγκαλιάζει… Όταν λέω αντιφάσεις εννοώ την καλλιτεχνική της φύση, τη χαρτοπαιξία και τα πάθη της, τη σκληρότητα αλλά και τη δοτικότητά της ταυτόχρονα. Αυτά σε συνδυασμό με την αντισυστημικότητα του χαρακτήρα της -είναι μία γυναίκα εντελώς ασυμβίβαστη με την ανδροκρατούμενη τότε εποχή. Είναι πιστεύω ένα κομμάτι με το οποίο ταυτίστηκε ο κόσμος.
Είχατε το άγχος της… καρικατούρας;
Έχοντας δύο τόσο σπουδαίες ηθοποιούς να την υποδύονται, δεν είχα τέτοιο άγχος. Ήταν ήδη ένας πολύ καλογραμμένος χαρακτήρας στο σενάριο, περνάει ομαλά από την κωμωδία στο δράμα και ξανά στην κωμωδία και όλο αυτό είναι ένα. Όμως κάναμε και πολλή δουλειά για να φτάσουμε στο σημείο να βρούμε ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε εμείς την Ευτυχία.
…ή της αγιογραφίας μιας βαρετής βιογραφίας;
Προφανώς τα περισσότερα πράγματα μέσα στην ταινία βασίζονται στη ζωή της, έτσι όπως τουλάχιστον την έχει αφηγηθεί η εγγονή της, Ρέα Μανέλη, αλλά και σε μια σειρά από μαρτυρίες και συνεντεύξεις. Υπάρχει όμως και καθαρή μυθοπλασία στο σενάριο και έτσι την αντιμετωπίσαμε: Είπαμε ότι πάμε να κάνουμε μία ταινία όχι να αφηγηθούμε απλώς μία ζωή. Να σας πω την αλήθεια, οι βιογραφίες δεν είναι το είδος των ταινιών που με συγκινεί συνήθως. Και φυσικά δε θέλαμε να κάνουμε μία αγιογραφία της Παπαγιαννοπούλου.
Προϋπήρχε στο μεταξύ και ένα είδος «γραφής» για την ίδια, στο θέατρο.
Ναι, βέβαια, παρόλο που ακούω από όλους τα καλύτερα, δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση.
Αντιλαμβάνομαι πως η Κάτια Γκουλιώνη είναι κάτι σα χαμαιλέων για εσάς, αν κρίνω από τις φορές που έχετε συνεργαστεί μαζί της.
Κοιτάξτε, η Κάτια είναι μία ηθοποιός που έχει μία μοναδικότητα στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τους ρόλους, που εμβαθύνει. Ανοίγει μπροστά μου ένα πεδίο διαφορετικό σε σχέση με τον κάθε χαρακτήρα που υποδύεται. Επίσης, δουλεύει πάρα πολύ, κάνει έρευνα και επιπρόσθετη δουλειά και εννοείται ότι ταιριάζουμε καλλιτεχνικά πάρα πολύ.
Υπήρχε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της ταινίας στο οποίο ενδεχομένως να αισθανθήκατε έξω από τα νερά σας;
Η μόνη πραγματική μεγάλη δυσκολία ήταν ο χρόνος. Παλεύαμε ενάντια στο χρόνο. Σκεφτείτε ότι πήρα στα χέρια μου το σενάριο το Μάιο και η ταινία ήταν στις αίθουσες 19 Δεκεμβρίου. Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι ελάχιστο. Οπότε η δυσκολία ήταν το πώς δε θα κάνουμε καμία έκπτωση σε σχέση με την ποιότητα και το αποτέλεσμα της δουλειάς μας διότι η ημερομηνία εξόδου της ταινίας είχε προκαθοριστεί από πολύ νωρίτερα.
Γιατί προγραμματίστηκε σε τόσο στενά περιθώρια;
Στο πλαίσιο της παραγωγής συντελούνται καθυστερήσεις, αλλεπάλληλα γεγονότα και ξαφνικά βρίσκεσαι σε ένα πράγμα με προθεσμία. Η συγκεκριμένη ημερομηνία θεωρείται ιδανική για μία ταινία που σκοπεύει να βγει σε πολλές αίθουσες και να έχει απήχηση.
Αυτό άρα ήταν το μόνο «πρόβλημα»;
Πιο πολύ τα αναγνωρίζουν οι άλλοι τα προβλήματα παρά εσύ που βρίσκεσαι μέσα σε αυτά. Κάθε μέρα γυρίσματος είναι μία νέα περιπέτεια, προκύπτουν δεκάδες θέματα προς λύση και ταυτόχρονα συντελούνται μικρά θαύματα. Είναι σα να χτίζεις έναν κόσμο που κάθε μέρα βλέπεις μία μικρή πλευρά του.
Στο άλλο άκρο ήταν αν θυμάμαι καλά το προηγούμενό σας πρότζεκτ το «Ακίνητο Ποτάμι», τα γυρίσματα του οποίου λόγω των καιρικών συνθηκών είχαν διαρκέσει χρόνια.
Ενδιαμέσως γύρισα το «Σύμπτωμα», οπότε δεν ήταν όλος ο χρόνος αυτός μόνο για το Ακίνητο Ποτάμι. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με αργή χρηματοδότηση και εμπόδια σε αυτά τα δύο χρόνια γυρισμάτων σε Ρωσία και Λετονία, απαιτούσε όντως πάρα πολύ χρόνο.
Ποια είναι η αγαπημένη σας σκηνή από την Ευτυχία;
Θα σας πω δύο: Αγαπώ πάρα πολύ τη σκηνή του θανάτου της Μαριόγκας και μου αρέσει επίσης και εκείνη που η Ευτυχία μαθαίνει ότι η Ρέα θα φύγει στην Αμερική.
Μπορώ να υποθέσω το γιατί της πρώτης με την υπέροχη Ντίνα Μιχαηλίδου.
Η δεύτερη δείχνει την απώλεια με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από τις σκηνές των θανάτων, αλλά παρόλα αυτά οδηγεί την Ευτυχία στην τελική της μοναξιά που κι αυτή μετά τροφοδοτείται από τον εγγονό της μαζί με τον οποίο πηγαίνουν σινεμά. Η διαδοχή και ο τρόπος με τον οποίο έχει «δουλέψει» η σκηνή ερμηνευτικά θεωρώ ότι έχει μία απλότητα με βάθος.
Είναι τρομερό πάντως το πόσο μπροστά από την εποχή της ήταν.
Σκεφτείτε: Τη δεκαετία του ’20-’30 εγκατέλειψε όλη την άνεση μιας μεγαλοαστικής ζωής στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός στα μπουλούκια. Που όλοι ξέρουμε τι σήμαινε τότε ο ηθοποιός – πόσω μάλλον για μία γυναίκα. Είχε μία φοβερά διεισδυτική ματιά απέναντι στην πραγματικότητα και τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω της. Διαφαινόταν από τους στίχους της.
Τον Λουκά σα χαρακτήρα τον φοβηθήκατε;
Ίσα ίσα τον αγάπησα πάρα πολύ από την πρώτη στιγμή που διάβασα το σενάριο. Βεβαίως, κάναμε πάρα πολλή δουλειά και έρευνα με τον Θάνο Τοκάκη για να αποφύγουμε δύο πράγματα: Μία στερεοτυπική ματιά ενός γκέι χαρακτήρα όπως αυτός απεικονιζόταν πολλές φορές στις παλιές ελληνικές ταινίες -προφανώς δεν το θέλαμε αυτό- αλλά από την άλλη δε θέλαμε μία politically correct σύγχρονη ερμηνεία. Ήταν μία εποχή στην οποία η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη, διωκόταν ποινικά. Θέλαμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο γραμμές και να φτιάξουμε ένα χαρακτήρα που δε φοβόταν τη γκέι πλευρά του. Έχει κάτι πολύ θαρραλέο, όπως και η Ευτυχία. Γι’ αυτό από την πρώτη μέρα τον βάζει σπίτι της και καταλήγει να είναι συνέχεια δίπλα της μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Μία μικρή παρέμβαση, για μένα ο Τοκάκης ξεχωρίζει με την ερμηνεία του.
Ο Θάνος είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός που αγωνιά για να βρει τις λεπτομέρειες αυτές που θα κάνουν τον ρόλο πειστικό. Δεν θα παίξει με τις ευκολίες του.
Πώς δουλέψατε τη μετάβαση από τη νεότερη Ευτυχία της Κάτιας Γκουλιώνη στη μεγαλύτερη σε ηλικία Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ώστε να είναι ομαλή;
Την απόφαση να υποδυθούν δύο ηθοποιοί την Ευτυχία την είχαμε πάρει εξαρχής. Όσο και να δουλέψει κανείς σε μακιγιάζ και μαλλιά, η ηλικία δε θα μπορούσε να αποδοθεί σωστά. Ο στόχος ήταν να έχουμε έναν ενιαίο χαρακτήρα, γι’ αυτό και δουλέψαμε οι τρεις μας ώστε να βρούμε τα κοινά στοιχεία που θα τις ένωναν. Προφανώς δεν εννοώ το στιλιστικό κομμάτι. Κάναμε αρκετούς αυτοσχεδιασμούς στους οποίους η μία έμπαινε στο ρόλο ή συνέχιζε τη σκηνή της άλλης. Ή κάναμε αυτοσχεδιασμούς με τον Πυγμαλίωνα (Δαδακαρίδη) και το Θάνο (Τοκάκη) που και οι δυο παίζουν με τις δύο Ευτυχίες, στους οποίους έβγαινε η Κάτια κι έμπαινε μέσα η Καριοφυλλιά και τούμπαλιν για να βρούμε αυτό που συνθέτει ένα πράγμα και όχι δύο.
Έχετε συνειδητοποιήσει φαντάζομαι πόσο οξύμωρο είναι να σκηνοθετείτε μία Ευτυχία που η ζωή της ήταν σε μεγάλο βαθμό δυστυχία…
Ακριβώς. Αυτό που λέτε σχετίζεται με τις αντιθέσεις που η Ευτυχία καταφέρνει να μετατρέπει σε συνθέσεις. Ο τρόπος με τον οποίο τα πολύ σοβαρά και δραματικά γεγονότα της ζωής της τα ενσωματώνει, τα βιώνει δραματικά αλλά ταυτόχρονα τα ξεπερνάει μέσα από άλλα πράγματα και με σύμμαχο το μόνιμο χιούμορ της είναι νομίζω αυτό που δίνει αυτήν την αντίφαση στο τέλος. Τελικά, πιστεύω πως αυτό είναι το πιο συγκινητικό, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα πράγματα είναι σα μία νίκη της ζωής επί του θανάτου σχεδόν.
Η Ευτυχία πάντως, είναι όνομα και πράγμα για το ελληνικό σινεμά.
Μακάρι!
Έχει φέρει πάρα πολύ κόσμο στις αίθουσες, αυτό όσο μετριόφρων κι αν είστε, είναι γεγονός. Και ίσως να βοηθήσει γενικότερα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος να σας πω την αλήθεια. Μακάρι. Αυτό το πάντρεμα πραγμάτων που αγγίζει τον κόσμο και ταυτόχρονα έχει δημιουργηθεί με σοβαρότητα και χωρίς καθόλου προχειρότητα, ελπίζω να είναι ένα παράδειγμα για οτιδήποτε γίνεται.
Ποια είναι λοιπόν, η τελική επίγευση;
Η πιο συναισθηματική προσέγγιση της ταινίας απέναντι στα πράγματα χωρίς να είναι κλισέ ή μελό ήταν ένα πολύ ωραίο άνοιγμα για μένα. Γιατί νομίζω ότι αν κάνουμε σινεμά ή τέχνη γενικότερα, είναι για να μπορούμε με κάθε μας έργο να διαρρηγνύουμε και κάτι. Κάτι εσωτερικό, κάποιο δικό μας κομμάτι. Να διευρυνόμαστε με κάποιο τρόπο. Οπότε ναι, μου έχει αφήσει μία πολύ ωραία γεύση.