H Καλλιόπη Χάσκα είναι ένα από τα πιο παθιασμένα με τη δουλειά τους πλάσματα που έχω συναντήσει. Εχει μία τρομερή ενέργεια και όταν μιλάει για το ρόλο της τα μάτια της λάμπουν. Καταλαβαίνεις αμέσως πως η Ιουλιέτα της δεν μπορεί παρά να είναι ένα αγρίμι. Πλάι της ο Ρωμαίος της, ο Τούρκος ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου της Κωνσταντινούπολης Alp Ünsal, είναι μια ήρεμη δύναμη, ένα γλυκό, ευγενικό παιδί. Η αιματοβαμμένη ιστορία στην οποία συμπρωταγωνιστούν έχει γενναίες δόσεις βίας, ακόμη και ενδοοικογενειακής, γονείς που θέλουν να κατευθύνουν τα παιδιά τους πώς να ζήσουν τη ζωή τους και άνδρες διψασμένους για εκδίκηση. Πώς φυτρώνει το λουλούδι του έρωτα σε αυτή την κοπριά; Αυτήν και άλλες λιγότερο βρόμικες ερωτήσεις έκανα ένα ζεστό μεσημέρι στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι της διεθνούς συμπαραγωγής που ζωντανεύει την τραγική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με τους δικούς της πολύ σημερινούς και πολύ βαλκανικούς όρους.
Η Καλλιόπη έλεγε από μικρή ότι θέλει πολύ να παίξει το ρόλο, όσο της το επιτρέπει η ηλικία της. Πέρσι το χειμώνα, είχε μόλις επιστρέψει από τις σπουδές της στην Αμερική (δράμα στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ) για να παίξει τη «Μεταξία» στην τηλεοπτική «Μάγισσα», όταν έμαθε για το ανέβασμα του σαιξπηρικού έργου από το Εθνικό Θέατρο.
«Στεναχωρήθηκα γιατί σκέφτηκα ότι πάει, έχασα μία ευκαιρία να παίξω την Ιουλιέτα… Σπούδασα πολλά χρόνια Σαίξπηρ στην Αμερική και ήταν ένας ρόλος που τον ήθελα πάρα πολύ». Πού να φανταστεί τότε ότι ο ρόλος την περίμενε στη γωνία. «Θυμάμαι ότι ήμουν στο σπίτι του Βασίλη Μηλιώνη (ο “Τζανής” στη “Μάγισσα”) όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν ο σκηνοθέτης Λευτέρης Γιοβανίδης. “Θα ανεβάσουμε ένα έργο του Σαίξπηρ σε τρεις γλώσσες, με παραστάσεις στην Τουρκία και την Ελλάδα…”. Σημείωνα όσα άκουγα για να τα διαβάζει ο Βασίλης και να μου δίνει πληροφορίες για ό,τι δεν γνώριζα. “Για ποιο έργο είπατε ότι πρόκειται;”. Νομίζω ότι η φωνή μου ήταν απολύτως cool, αλλά όταν άκουσα το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” ανέβηκα όρθια πάνω στον καναπέ».
Πήγε λοιπόν στη συνάντηση -γνωρίζοντας ήδη απέξω κι ανακατωτά τους μονολόγους της Ιουλιέτας- και πήρε το ρόλο. «Με τον σκηνοθέτη τα βρήκαμε αμέσως, μιλήσαμε για τις σπουδές μου, συμφωνήσαμε για το πόσο διαφορετικό είναι να μιλάς απλώς καλά αγγλικά από το να απαγγέλλεις Σαίξπηρ, συζητήσαμε για το θηρίο που είναι η γλώσσα του Σαίξπηρ».
Ο Aλπ την ακούει προσεκτικός και χαμογελαστός. Η κουβέντα μας γίνεται στα αγγλικά, αν και οι δύο ηθοποιοί έχουν κάνει φιλότιμες προσπάθειες να μάθουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Υπάρχουν και οι κοινές ρίζες βέβαια. Αλλά γι’ αυτό θα πούμε μετά. Προέχει η ιστορία τού πώς ο Ρωμαίος πήρε το χρίσμα.
«Χτύπησε το τηλέφωνό μου και ήταν ο υπεύθυνος του Κρατικού Θεάτρου της Κωνσταντινούπολης. Παραξενεύτηκα γιατί ήταν εκτός βάρδιας, 8 το βράδυ. Κι ενώ είχα άγχος τι μπορεί να με θέλουν από το θέατρο τέτοια ώρα, ακούω: “Αλπ, πας στην Ελλάδα“. Εντάξει, σκέφτομαι, επειδή μιλάω αγγλικά με στέλνουν. “Θα μείνεις δύο μήνες”. Λέω, για κανένα σεμινάριο θα είναι. “Θα είναι μία συμπαραγωγή του ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’ με Ελληνες και Τούρκους ηθοποιούς”. Ωραία σκέφτομαι. “Και θα είσαι ο Ρωμαίος”. Παύση. Ενα χρόνο πριν, είχα συντρίψει το γόνατό μου σε ένα ατύχημα -με χτύπησε μοτοσικλέτα-, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ άσχημα, είχα αμφιβολίες για το αν θα μπορούσα να πατήσω το πόδι μου ξανά ή αν θα συνέχιζα αυτή τη δουλειά. Ηθελα πολύ να τα καταφέρω, να μην τελειώσει άδοξα η καριέρα μου. Και έπειτα συνέβη αυτό!».
Οι πρόβες τους ξεκίνησαν τρεις μήνες πριν, εδώ στην Ελλάδα, όπου ο Αλπ ήρθε μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους ηθοποιούς. Και οι δύο μιλούν με τεράστιο ενθουσιασμό για όλους τους συντελεστές της σειράς -ανάμεσά τους και τον πολύ δημοφιλή Ekin Eti, που υπογράφει τη μουσική- και τον τρόπο που ο θίασος έχει αγαπηθεί τόσο πολύ – η Καλλιόπη τούς αποκαλεί ήδη τον καθένα με το δικό του χαϊδευτικό.
«Στο δικό μας ανέβασμα δεν έχω οικογένεια, έχω μόνο τους φίλους μου και τον πατέρα Λαυρέντιο, έναν άγιο άνθρωπο. Το έργο δεν διαδραματίζεται ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία, αλλά κάπου στα Βαλκάνια, σε έναν τόπο λίγο έξω από το χρόνο, με ήρωες που ανήκουν σε δύο διαφορετικές μειονότητες των Βαλκανίων». Κι ενώ οι Τούρκοι Μοντέγοι γονείς απουσιάζουν, οι Ελληνες Καπουλέτοι είναι εδώ και είναι υποκριτικά μία dream family. «Εχω τη Ρούλα Πατεράκη παραμάνα, τη Μαρία Διακοπαναγιώτου για μαμά και τον Νίκο Καραθάνο για μπαμπά», εξηγεί η Καλλιόπη, εκστασιασμένη που δουλεύει μαζί τους. «Α, τον Νίκο Καραθάνο για μπαμπά τον ήθελα κι εγώ», θα πει ο Aλπ.
Οι οικογένειές τους είναι νεόπλουτες, ο Aλπ μού εξηγεί την αντίστοιχη τουρκική λέξη που σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν χρήματα, αλλά όχι γνώσεις, δεν είναι σε καμία περίπτωση αριστοκράτες. «Νομίζω ότι προσπαθούμε να καυτηριάσουμε τα κακώς κείμενα και στις δύο πλευρές. Αυτά τα δύο παιδιά προέρχονται από οικογένειες που είναι ό,τι χειρότερο έχει να προσφέρει η κάθε χώρα», λέει η Καλλιόπη. «Οι Καπουλέτοι αντιπροσωπεύουν ό,τι δεν μου αρέσει στην Ελλάδα. Κι όμως η Ιουλιέτα, αν και προέρχεται από αυτούς, δεν είναι σαν αυτούς, αντιπροσωπεύει ό,τι καλό και φωτεινό έχει αυτή η χώρα». Ο Aλπ εξηγεί πόσο συζήτησαν με τον σκηνοθέτη και τους υπόλοιπους ηθοποιούς για την κουλτούρα που ενώνει και την ίδια στιγμή χωρίζει τους δύο λαούς.
«Είμαστε τέσσερις Τούρκοι ηθοποιοί, οι τρεις από εμάς για πρώτη φορά στην Ελλάδα και, όπως και να το κάνεις, κουβαλάμε στους ώμους μας το βάρος της Ιστορίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Η αλήθεια είναι ότι μεγαλώνοντας μας γίνεται πλύση εγκεφάλου και από το σχολείο και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την ιστορία ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεν χρειάζεται να είσαι εθνικιστής -κι εγώ απέχω από αυτή την έννοια, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν- για να κουβαλάς μία λανθασμένη εικόνα για την Ελλάδα. Μας κάνουν επικριτικούς, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να μην ξέρουμε τίποτα για τη χώρα. “Οι Ελληνες είναι έτσι, οι Τούρκοι είναι αλλιώς”. Ομως εμείς είμαστε η γενιά της παγκοσμιοποίησης, δεν υπάρχουν πια τεράστιες διαφορές στον τρόπο που μεγάλωσε και σκέφτεται αυτή η γενιά. Είμαι 30 χρόνων και πιστεύω ότι αν συναντήσω έναν Γερμανό τριαντάρη, θα βρούμε πολλά κοινά: ακούμε τα ίδια συγκροτήματα, βλέπουμε τις ίδιες ταινίες, ανησυχούμε για τα ίδια πράγματα: το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την παγκόσμια πολιτική σκακιέρα. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν Ελληνα.
Ομως στη γενιά των μαμάδων και των γιαγιάδων μας δεν ήταν έτσι. Το δικό τους βάρος το κουβαλάμε κι εμείς μέχρι ένα σημείο, όπως το κουβαλάνε ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα: είναι αδιανόητο να ερωτευτούν, έναν Μοντέγο εκείνη, μία Καπουλέτου αυτός. Είναι εχθροί. Αλλά τους συμβαίνει και αμέσως μετά θέλουν να αλλάξουν αυτή την έχθρα, πρώτα για τον εαυτό τους και μετά για τον κόσμο. Θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο με την αγάπη τους ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ».
Η Καλλιόπη υπογραμμίζει το πάθος της Ιουλιέτας της που δεν σκέφτεται καν τέτοιους διαχωρισμούς, εθνικούς ή άλλους. «Αυτοί οι δύο άνθρωποι μεγάλωσαν ο καθένας στο δικό του σάπιο, σαθρό περιβάλλον, αλλά έγιναν έξυπνοι, καλόκαρδοι και ανοιχτόμυαλοι». Πώς γίνεται κάποιος καλόκαρδος και ανοιχτόμυαλος σε ένα σάπιο περιβάλλον; «Είναι όπως όταν βλέπεις ένα λουλούδι να ξεπροβάλλει μέσα από έναν βράχο. Σκέφτεσαι, μα πώς φύτρωσε, πού βρήκε το χώμα;»
Πόσο εύκολο είναι για έναν νέο άνθρωπο να ξεφεύγει από την οικογένειά του, από τις προκαταλήψεις που του κληροδοτεί;
«Το έκανα κι εγώ ο ίδιος, το κάνουν όλοι οι νέοι άνθρωποι γύρω μας. Κι όταν έρχομαι στην Ελλάδα και βλέπω τους Ελληνες λέω, γελώντας καμιά φορά, ότι είμαστε Τούρκοι ορθόδοξοι χριστιανοί κι εσείς Ελληνες μουσουλμάνοι. Τόσο μοιάζουμε. Πήρα ένα ταξί για να έρθω στη συνέντευξη το πρωί και ο οδηγός με ρώτησε αν μπορεί να καπνίσει. Ενιωσα αμέσως σαν να είμαι στην Κωνσταντινούπολη.
Μοιραζόμαστε τόσα πράγματα, ακόμη και τη λέξη που χρησιμοποιούμε για να καβγαδίσουμε: καβγάς. Οι δυο τους κάνουν μία επανάσταση με τον έρωτά τους. Κάπως έτσι και η παράστασή μας, δεν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Οταν ερωτεύεσαι κάποιον δεν κοιτάς από πού προέρχεται ούτε την εθνικότητά του», υποστηρίζει ο Αλπ.
«Εχω δει πολύ μίσος και φυλετικό μίσος παντού όπου έζησα στην Αμερική, σε διάφορες πόλεις και στις δύο ακτές, αλλά και στην Ελλάδα, όπου μεγάλωσα στην επαρχία, στη Ρόδο. Το συμπέρασμά μου είναι ότι οι άνθρωποι που γεννιούνται σε οικογένειες που προάγουν αυτό το μίσος, θα γίνουν είτε το ίδιο με τους γονείς τους ή το ακριβώς αντίθετό τους», συνεχίζει η Καλλιόπη.
«Ευτυχώς η γενιά μας, εξαιτίας όλων των επιλογών που έχει στη διάθεσή της για να μορφωθεί, να γνωρίσει τον κόσμο, ακόμη και εξαιτίας των social media, βλέπω όλο και περισσότερους να απομακρύνονται από το μίσος μέσα στο οποίο ενδεχομένως μεγάλωσαν. Δεν ακυρώνω το τραύμα που μας μεταφέρουν οι προηγούμενες γενιές, γιατί καταλαβαίνω τι μπορεί να σημαίνει να μεγαλώνεις μέσα στον πόλεμο ή στον απόηχό του, αλλά πρέπει να συνεχίζουμε πέρα από αυτό. Εχω πολλούς Τούρκους φίλους από το πανεπιστήμιο στην Αμερική και τώρα γνώρισα και τους συναδέλφους μας στην παράσταση. Είμαστε ίδιοι άνθρωποι, καταλαβαίνουμε αμέσως ο ένας τον άλλο, έχουμε την ίδια κουζίνα, ίδιες συνήθειες. Νομίζω ότι σκεφτόμαστε και με τον ίδιο τρόπο, η γενιά μας τουλάχιστον, δεν έχω συναντήσει άτομα της τρίτης ηλικίας.
Οσο για το τραύμα που οι οικογένειες κληροδοτούν στα παιδιά τους, είναι νομίζω η ιστορία της γενιάς μας. Σήμερα είναι λιγότερο ορατό. Το πρώτο βήμα για να το λύσουμε είναι να το αναγνωρίσουμε. Βλέπω ότι η γενιά μου κάνει θεραπεία γι’ αυτό… Παλιά το να βλέπεις ψυχολόγο ήταν δηλωτικό ενός προβλήματος. Το ότι σήμερα είναι φυσιολογικό να κάνεις ψυχοθεραπεία είναι ένα τεράστιο βήμα. Υπάρχει ελπίδα».
«Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με το παρελθόν μας και να μάθουμε να λέμε συγγνώμη», συμπληρώνει ο Αλπ. «Αυτός είναι ο κανόνας μου. Εχω μάθει να απολογούμαι και να μη νιώθω άσχημα που το κάνω. Αν πλήγωσες κάποιον, είναι καλό για εσένα τον ίδιο να του ζητήσεις συγγνώμη. Μόνο έτσι θα πάει μπροστά αυτός ο κόσμος, με τη συγχώρεση».
Στο έργο βλέπουμε τον πατέρα Καπουλέτο να βιαιοπραγεί ενάντια στην κόρη του. Τι έχετε να πείτε για τον τρόπο που οι οικογένειες αποφασίζουν τι θα σπουδάσουν, πώς θα βιοποριστούν, ποιον θα παντρευτούν τα παιδιά τους, ακόμη και σήμερα;
«Στην Τουρκία έχει τεράστια διαφορά η συμπεριφορά προς το αγόρι και προς το κορίτσι της οικογένειας. Υπάρχει απίστευτη πίεση προς τα αγόρια να γίνουν άντρες, με τη μάτσο έννοια του όρου. Οι ρόλοι είναι πολύ διακριτοί, οι άνδρες πρέπει να ξέρουν να φέρονται σαν άντρες και οι γυναίκες να είναι σωστές, καθωσπρέπει, γυναίκες. Είναι μέρος της κουλτούρας μας. Η οικογένειά μου ήταν προοδευτική, δεν μπορώ να τους αποκαλέσω συντηρητικούς, ούτε τηρούν αυστηρά τις παραδόσεις, κι όμως ακόμη κι εκείνοι έχουν κάποια στεγανά, μερικά πράγματα είναι απαράδεκτα ακόμη και γι’ αυτούς, τους ανοιχτόμυαλους. Για παράδειγμα, η γιαγιά μου έπεσε σε κατάθλιψη όταν έμαθε για την απόφασή μου να γίνω ηθοποιός. Ισως γιατί και ο πατέρας μου είναι ηθοποιός και με τη μητέρα μου χώρισαν τελικά. Η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, εξισώνει πλέον τους ηθοποιούς με τον Σατανά τον ίδιο», λέει ο Αλπ γελώντας. «Από την άλλη, πρέπει να επισημάνω ότι κάθε τουρκική οικογένεια είναι ξεχωριστή, υπάρχουν δέκα χιλιάδες διαφορετικά παραδείγματα».
«Νομίζω ότι η βία είναι πολύ σημαντική στο έργο, σχεδόν όσο και ο έρωτας. Οταν ο Καπουλέτος χτυπάει την Ιουλιέτα με σοκάρει γιατί είναι η μοναχοκόρη του και λίγο πριν έχει δείξει να την υπεραγαπά… Μεγάλωσα σε μία οικογένεια που ο ένας γονιός προέρχεται από ένα περιβάλλον πολύ καθωσπρέπει, ενώ το περιβάλλον του άλλου είναι λίγο πιο άνθρωποι της πιάτσας, κάπως έχω εικόνα και των δύο κόσμων, ανθρώπους των γραμμάτων και πιο… streetwise. Μου αρέσει να βάζω αυτή τη δυαδικότητα στους ρόλους μου. Λατρεύω τα άκρα. Μου αρέσει που από τη μια βλέπουμε σε τι άκρα μπορούν να φτάσουν οι Καπουλέτοι και από την άλλη βλέπουμε το ζευγάρι, δύο ανθρώπους ευγενικούς, ειλικρινείς και τρυφερούς, που νοιάζονται ο ένας για τον άλλο, όπως και για τον συνάνθρωπό τους. Ο,τι ίσως μισείς σε έναν Ελληνα το έχουν οι Καπουλέτοι, αλλά και ό,τι μπορείς να αγαπήσεις σε έναν Ελληνα το έχει η Ιουλιέτα», συνεχίζει η Καλλιόπη.
«Είναι λίγο λοξοί, τους διακατέχει ένας παραλογισμός. Ολα γύρω από το ζευγάρι μοιάζουν παράλογα. Αλλά αυτοί οι δύο παραμένουν καθαροί και λογικοί. Βέβαια, η Ιουλιέτα μου είναι ο διάολος ο ίδιος, με την καλή έννοια, είναι πονηρή, τους φέρνει όλους βόλτα, είναι τόσο θαρραλέα! Και το σημειώνω, γιατί ακούμε συνήθως πόσο αγγελική και αγνή είναι. Διαπραγματεύεται, διεκδικεί, παίρνει αυτό που θέλει».
Υπάρχει πολλή βία στο έργο, πολλά χέρια βρίσκονται ήδη πάνω στα σπαθιά, πράγμα που στις μέρες μας είναι παραδόξως επίκαιρο με αυτή την έξαρση της σχολικής βίας. Ο Αλπ καταλαβαίνει αμέσως για τι πράγμα μιλάω. «Η κοινωνία στο έργο μοιάζει με αυτήν στην οποία μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη. Ανήκω σε μια ενδιάμεση γενιά που μεγάλωσε και παίζοντας έξω στους δρόμους της πόλης, αλλά και μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή. Οταν πήγαινα με τη μητέρα μου στο σπίτι της γιαγιάς μου στα προάστια, ήμουν το κολεγιόπαιδο, σίγουρα λιγότερο άγριος από τα παιδιά της γειτονιάς της… Νομίζω πως η γενιά μας είναι πιο ελεύθερη, πιο απελευθερωμένη, πιο ανοιχτόμυαλη. Αλλά είμαστε και αιθεροβάμονες. Δεν σκεφτόμαστε πρακτικά. Η προηγούμενη γενιά ήταν πιο δραστήρια. Εμείς ξέρουμε ότι είμαστε ενάντια στον ρατσισμό. Πρακτικά όμως τι κάνουμε γι’ αυτό;»
Η Καλλιόπη βλέπει τη γενιά τους ως μια γενιά ενσυναίσθησης. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αλλάξει κανείς τον κόσμο κι εγώ βλέπω τη γενιά μου να βγαίνει στον δρόμο, να διεκδικεί. Οταν ήμουν παιδάκι έβλεπα ρατσισμό ενάντια στους Αλβανούς, δεν τον βλέπω πια γύρω μου. Και νομίζω πως έχει να κάνει με τον τρόπο που οι άνθρωποι προσαρμόζονται και αφομοιώνουν άλλες κουλτούρες. Ισως είμαι υπεραισιόδοξη, αλλά νομίζω ότι η γενιά μας συνδυάζει την ενσυναίσθηση και τη δράση».
Πριν τους αφήσω να φωτογραφηθούν με την ησυχία τους, τους ρωτάω αν υπάρχει χώρος για τον έρωτα στις μέρες μας. «Έλα, Αλπ, δώσε την κυνική σου απάντηση», προτρέπει η Καλλιόπη τον συμπρωταγωνιστή της. «Μα τι να πω, όλα είναι εκεί στο Διαδίκτυο. Μόλις γνωρίσεις κάποιον τον ψάχνεις στα social media, μαθαίνεις τα πάντα γι’ αυτόν, κι αυτό σκοτώνει το vibe. Προτιμώ το μυστήριο. Για μένα η μαγεία έρχεται από τη σταδιακή ανακάλυψη του άλλου».
Η Καλλιόπη πάλι έχει εμμονή με τον έρωτα. «Δεν με νοιάζει τίποτε άλλο. Το να αγαπώ είναι τρόπος να υπάρχω. Είναι η διάθεσή μου για τα πράγματα, το μέγεθος της ενέργειας που επενδύω στη δουλειά και τους φίλους μου. Το να παθιάζομαι με κάτι είναι το πιο σημαντικό στη ζωή μου. Θέλω να κάνω κάτι με όλη μου την ενέργεια, με όλο μου το είναι ή καθόλου».
Τελικά, τι κρατάει τους ανθρώπους μαζί; «Δεν ξέρω», λέει ο Αλπ και ετοιμάζεται να απαντήσει διπλωματικά: «Ας πούμε μία παθιασμένη φιλία. Οχι μόνο το πάθος, αυτό μπορεί να είναι τοξικό μερικές φορές. Οχι μόνο η φιλία, μπορεί να γίνει βαρετή. Αλλά αν έπρεπε να διαλέξω, θα διάλεγα τη φιλία».
Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος