Ο ενθουσιασμός μου που θα γνωρίσω (επιτέλους) από κοντά τον Μάριο Σουάμπ δεν περιγράφεται και ένα γνώριμο αίσθημα, αυτού του άγχους που έχεις όταν συναντάς κάποιον για πρώτη φορά, με κατακλύζει καθώς χτυπάω το κουδούνι της Zeus+Δione στο νεοκλασικό κτίριο στου Ψυρρή. Ο θαυμασμός μου για το έργο του κρατάει χρόνια, από τότε που παρουσίαζε τις συλλογές του στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου, ενώ μέχρι σήμερα ακόμα αναζητώ με σταθερή συχνότητα σταθερά τις δημιουργίες του σε διαδικτυακά καταστήματα με second hand θησαυρούς. Τι να πρωτοπεί κανείς για τον ασταμάτητο Μάριο που κατάφερε να κλέψει την καρδιά της διεθνούς σκηνής μόδας από τα πρώτα του κιόλας βήματα με τις θελκτικές body conscious σιλουέτες του τις οποίες έχουν φορέσει γνωστές σταρ, όπως η Κέιτ Μος και η Κρίστεν Στιούαρτ;
Για να μην αναφερθούμε στις διακρίσεις και τα βραβεία του – ανάμεσά τους και αυτό του Καλύτερου Νέου Σχεδιαστή στα British Fashion Awards το 2006. Ανήκει στη γενιά σχεδιαστών (Κρίστοφερ Κέιν, Ερντέμ Μοράλιογλου, Τζόναθαν Σόντερς) που όριζε τη μόδα του Λονδίνου περίπου 15 χρόνια πριν. Μεθοδικός, πρεσβευτής της κονσεπτικής μόδας και λάτρης του διαχρονικού κάλλους, κρατάει μέχρι σήμερα τη βάση του σχεδιαστικού πυρήνα του γύρω από τον μινιμαλισμό, ενώ δίνει προσοχή στον τρόπο που κινείται το ύφασμα πάνω στο γυναικείο σώμα. Έχοντας τρέξει τον δικό του μαραθώνιο στη βιομηχανία, το καινούριο επαγγελματικό του ταξίδι τον έφερε πίσω στην Ελλάδα για να αναλάβει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο ελληνικό brand Zeus+Δione, μια ταιριαστή δημιουργική διασταύρωση που αποτελεί τον καλύτερο οιωνό για τα επόμενα βήματα της ελληνικής μόδας.
«Έζησα μέχρι τα 15 μου χρόνια στην Ελλάδα και αφού άρχισα να αντιλαμβάνομαι την κλίση μου για τον καλλιτεχνικό τομέα, ψάξαμε οικογενειακώς, βρήκαμε μια σχολή στην Αυστρία και οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν εκεί. Μου άρεσε πάρα πολύ η ραπτική και το σχέδιο και έφυγα έφηβος από την Αθήνα για το Σάλτσμπουργκ και τη σχολή Anna of, γνωστή για την εκπαίδευση στην κλασική ραπτική. Ήμουν το πρώτο αγόρι που έγινε δεκτό στη σχολή».
Πολύ προοδευτική κίνηση, πάντως, για την εποχή να σας στείλουν οι γονείς σας σε εφηβική ηλικία στο εξωτερικό. Eίχαν οι ίδιοι σχέση με τη μόδα;
O μπαμπάς μου ήταν διευθυντής στην εταιρεία Triumph στην Αθήνα και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στην επιλογή του επαγγέλματός μου όσο και στη μετέπειτα σταδιοδρομία μου, ενώ η μητέρα μου σπούδασε στο Γκρατς της Αυστρίας Tοπογραφία και μετέπειτα μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Οπότε, ναι, συμμεριζόντουσαν τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες.
Τι ακολούθησε στην πορεία;
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου στην Αυστρία, πήγα στο Βερολίνο όπου έκανα ένα BA course και το 2003 βρέθηκα στο Λονδίνο. Δυσκολεύτηκα να βρω δουλειά αρχικά και αποφάσισα να ξεκινήσω το master μου στο Γυναικείο Ένδυμα στο Central Saint Martins. Στην πορεία δούλεψα σε δύο-τρία ατελιέ. Στο Σάλτσμπουργκ έμαθα αρκετά καλά το εργόχειρο και έναν τρόπο να κοιτάζω την τεχνική πλευρά του ρούχου – γνώσεις που αξιοποίησα στη μετέπειτα πορεία μου. Στο Λονδίνο ήταν διαφορετικά γιατί οι πιο πολλοί φοιτητές έστρεφαν την προσοχή τους κυρίως στο σχέδιο. Νομίζω ότι η προσήλωσή μου στο τεχνικό κομμάτι με ώθησε πιο πολύ να καταλάβω καλύτερα τι μπορώ να κάνω ως δημιουργός.
Πώς εξελιχθήκατε επαγγελματικά στο Λονδίνο;
Όταν αποφοίτησα από το Central Saint Martins με ρώτησε ο Κιμ Τζόουνς, ένας σχεδιαστής που σήμερα είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ανδρικής σειράς του Dior, εάν θα ήθελα να δημιουργήσω τη γυναικεία του κολεξιόν. Εκείνη την εποχή για να καταφέρεις να πάρεις ως σχεδιαστής τη χρηματική επιδότηση από το British Fashion Council για να παρουσιάσεις στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου, έπρεπε να είχες womenswear συλλογή. Κι έτσι, για να μπορέσει να πάρει ο Κιμ Τζόουνς αυτή τη χρηματοδότηση, με ρώτησε αν θέλω να επιμεληθώ το γυναικείο κομμάτι της συλλογής του. Στην επίδειξη κάποιος Γιαπωνέζος επιχειρηματίας είδε την κολεξιόν και μου πρότεινε να πουλήσω κάποια δικά μου κομμάτια σ’ ένα πολύ γνωστό κατάστημα στο Τόκιο. Παράλληλα, χωρίς να το πολυκαταλάβω, δημιουργήθηκε μια εταιρεία που θα έλεγα ότι ήταν εντελώς «ερασιτεχνική», με τον τότε σύντροφό μου, που ήταν μισός Ιταλός, μισός Γιαπωνέζος και δουλεύαμε μαζί για το περιοδικό Dazed & Confused.
Στην αρχή η βοήθεια που λάμβανες ήταν κυρίως οικονομική, δηλαδή έπαιρνες ένα συγκεκριμένο ποσό το οποίο θα σε βοηθούσε να κάνεις μια επίδειξη μόδας, ενώ δεν υπήρχε υποστήριξη σε επίπεδο mentoring. Όλα τα άλλα θα έπρεπε να τα προσφέρεις εσύ. Ήταν πολύ δύσκολο να πας στο Παρίσι. Έπρεπε να βρεις ένα showroom το οποίο θα μπορούσε να σε υποστηρίξει και να πάρει το ρίσκο για ένα νέο, μικρό σχεδιαστή. Στην πορεία γνώρισα την επιχειρηματία μόδας Μαρία Λαιμού, η οποία υποστηρίζει ουσιαστικά τα ανερχόμενα ταλέντα στη βιομηχανία της μόδας, της άρεσε η δουλειά μου κι έτσι αρχίσαμε μια συνεργασία η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, πούλησε αρκετά καλά η συλλογή, υπήρξε ένα buzz γύρω από το όνομα και από εκεί και πέρα έγιναν όλα όσα ακολούθησαν, οι συνεργασίες και το brand έγινε πιο γνωστό.
Και μετά ακολούθησε η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στον οίκο Halston;
Η δουλειά με τον οίκο Halston ήρθε μετά από τρία-τέσσερα χρόνια. Εκείνη την εποχή έτρεχα παράλληλα και το «Marios Schwab» και το «Halston». Δεν έμενα στη Νέα Υόρκη αλλά πηγαινοερχόμουν συχνά. Παράλληλα είχα και την παραγωγή στην Ιταλία, όλα τα ρούχα φτιάχνονταν στη Φλωρεντία και έτσι αναπτύχθηκε μια ωραία συνεργασία, η οποία μου άνοιξε έναν επαγγελματικό ορίζοντα πέρα από το Λονδίνο. Ανοίχτηκα σε ένα διεθνή χώρο o οποίος μου επέτρεψε να έχω μια πιο σφαιρική παγκόσμια ματιά στον τρόπο που χειρίζομαι τα στάδια παραγωγής του ρούχου. Η θητεία μου στον οίκο Halston ήταν μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία επειδή μου έφερε περισσότερες ευκαιρίες ακόμα και για την προσωπική μου συλλογή στην Αμερική: άνοιξαν αρκετές πόρτες, έγινε καλή διαφήμιση και για το δικό μου όνομα.
Τι διδαχτήκατε απ’ όλη αυτή την εμπειρία στο εξωτερικό;
Υπήρξαν πολλά άτομα τριγύρω μου που συντέλεσαν στην επιτυχία της δουλειάς μου. Πάντοτε επέλεγα να συνεργάζομαι με τους κατάλληλους συνεργάτες και στάθηκα πολύ τυχερός. Μου αρέσει να συνεργάζομαι με άτομα που είναι ανοιχτόμυαλα, όπως επίσης προτιμώ ένα εργασιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα μπορούμε να συζητήσουμε πέρα από τα θέματα δουλειάς και άλλα πράγματα με άτομα που το πάθος τους μπορεί να μην έχει να κάνει με τη μόδα, αλλά να να τους αρέσει ο κινηματογράφος, η αρχιτεκτονική, η τέχνη, το χειροτέχνημα. Είναι σημαντικό να ενδιαφέρεσαι και για το τεχνικό κομμάτι πέρα από τον σχεδιασμό των ρούχων.
Ποιες γυναίκες αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή έμπνευσής σας;
Σίγουρα οι γυναίκες μέσα στην οικογένειά μου, η μητέρα μου, η θεία μου. Είχαν και έχουν πολύ συγκεκριμένο τρόπο να ντύνονται και να επιλέγουν υφάσματα παρόλο που είναι αρκετά διαφορετικές η μία από τον άλλη. Γενικά στην οικογένεια υπάρχει μια λεπτότητα όσον αφορά τα πράγματα γύρω μας. Μου αρέσει να επηρεάζομαι από το περιβάλλον μου αλλά να τροποποιώ τα πράγματα με έναν αυθόρμητο τρόπο. Όταν ζωγραφίζω, αυτή η στιγμή της έμπνευσης και της κίνησης με το μολύβι μπορεί να φέρει στην επιφάνεια στοιχεία από το υποσυνείδητο. Όλη αυτή η εμπειρία της έρευνας και της επεξεργασίας, της δημιουργίας, εκείνη η στιγμή, είναι το πιο ωραίο κομμάτι. Συμβαίνουν βέβαια και πολλά μετά από το πρώτο σχέδιο. Βλέπεις δηλαδή ένα σχέδιο και το αλλάζεις στην πορεία. Γύρω από το θέμα έμπνευσης από τις γυναίκες ή κάποιο στυλ ενδυμασίας υπάρχουν πολλές αναφορές αλλά είναι πολλές φορές και το mood που σε εμπνέει, ο χαρακτήρας, κάτι άσχετο με τη μόδα αυτή καθαυτή.
Η επιστροφή στη χώρα ήταν κάτι που σκεφτόσασταν;
Το σκεφτόμουνα αλλά όχι τόσο νωρίς. Έλεγα στον εαυτό μου, «εντάξει στην Ελλάδα θα έρθεις στα 60 σου για να χαλαρώσεις». Oταν πλέον ήρθα για οικογενειακούς λόγους λόγω της πανδημίας, είχα ήδη μια συνεργασία με τη Zeus+Δione. Επέστρεψα τις πρώτες ημέρες όταν θα έκλειναν τα σύνορα, ενώ μετά το δεύτερο lockdown ξεκίνησα να πηγαινοέρχομαι για κάποιες διαλέξεις στο London College of Fashion στο οποίο δίδασκα. Η επιστροφή στην Ελλάδα έγινε σταδιακά, αλλά περνάω αρκετό χρόνο και στο εξωτερικό.
Έχοντας αποκτήσει όλη αυτή την εμπειρία από το εξωτερικό τι θέλατε να φέρετε πίσω;
Σίγουρα υπήρχε και υπάρχει περιθώριο στο πώς μπορείς να προμηθευτείς την πρώτη ύλη και να δώσεις ζωή σε δημιουργίες που εναρμονίζονται με την αισθητική της Zeus+Δione σε μια πιο μοντέρνα εκδοχή – κι αυτό πιστεύω ότι το έχω καταφέρει. Πέρα από αυτό, δεν ήμουνα ποτέ ο άνθρωπος που πιστεύει ότι στον καταναλωτή πρέπει να επιβάλλεται να φοράει κάτι συγκεκριμένο, δεν πιστεύω στις τάσεις, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Επίσης το να δημιουργείς κάτι που σε ένα επίπεδο έχει το στοιχείο της πολυτέλειας, η οποία αναδύεται μέσα από την επεξεργασία και το χειροποίητο κομμάτι, χρειάζεται concept το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για το storytelling ενός οίκου. Είναι η ποιότητα, η διαχρονικότητα, η εντύπωση που θα δώσεις με το ρούχο που επιλέγεις, το οποίο κατ’ εμέ πρέπει να συμβαδίζει με το χαρακτήρα σου, με τον τρόπο ζωής σου, τον τρόπο που εκφράζεσαι.
Τι θυμάστε από την περίοδο που ζούσατε στην Ελλάδα;
Εκείνη την εποχή είχαν αρκετό ενδιαφέρον τα πράγματα. Είχαμε αξιόλογους σχεδιαστές, μάλιστα υπήρχαν δύο πολύ ταλαντούχοι που μου άρεσαν πολύ ο Χάρης (σ.σ.: Χουρμούζης) και ο Άγγελος (σ.σ.: Τάσης). Θαύμαζα πολύ το έργο του Μηνά και της Μαρουλίνας. Υπήρχαν μοναδικά concept stores και καλή, ποιοτική μουσική. Αυτά λίγο χαθήκανε μετά, θα έλεγα. Και τώρα νομίζω επανερχόμαστε με φρέσκιες ιδέες, δεν έχεις και πολύ περιθώριο. Πρέπει να κάνεις κάτι ενδιαφέρον γιατί από οικονομικής πλευράς είχαμε μεγάλο πρόβλημα, έκλεισαν εταιρείες και για να ξανανοίξει κάτι πρέπει να έχεις κάτι διαφορετικό να προτείνεις.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τη Zeus+Δione;
Έγινε σταδιακά. Ξεκίνησε με μια συλλογή που δυστυχώς δεν κατάφερε να μπει στα μαγαζιά λόγω της πανδημίας. Μετά κάναμε τη «1821», με έμπνευση από την Ελληνική Επανάσταση, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία και διεθνώς – και συνεχίζω τη δημιουργία. Πολύ συναρπαστική αυτή η «ένωση» γιατί μπόρεσα κι εγώ μέσω αυτής της δουλειάς να συναντήσω ενδιαφέροντα άτομα απ’ όλη την Ελλάδα. Από το Σουφλί μέχρι την Πελοπόννησο και το Άργος ταξίδεψα σε μέρη που δεν είχα επισκεφτεί για έρευνα στο δημιουργικό κομμάτι. Όλες αυτές οι συνέργειες με τους τοπικούς τεχνίτες δεν ήταν για να πάρεις εσύ κάτι αλλά και να δώσεις. Η ιδέα είναι να είμαστε κοινωνικά ενήμεροι για το τι μπορείς να κάνεις μέσα από μια συνεργασία, ώστε η τεχνοτροπία την οποία γνωρίζει κάποιος να εξελιχθεί μέσα από διαρκή καλλιτεχνικό διάλογο.
Μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα από τον τρόπο που γίνονταν οι διαδικασίες παλιά και να τις φέρουμε στο σήμερα γιατί πολλές τεχνικές είναι περισσότερο φιλικές προς το περιβάλλον. Έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί παίρνουν την πρώτη ύλη με σωστό τρόπο και την επεξεργάζονται με σωστό τρόπο επίσης. Μπορούμε να μάθουμε πάρα πολλά, υπάρχει καλή θέληση, η οποία δυστυχώς πολλές φορές μπορεί να βγαίνει σε αδράνεια όταν δεν βλέπεις γρήγορο αποτέλεσμα. Η συνέπεια είναι πάρα πολύ σημαντική, είναι αυτό που έλεγε ο παππούς μου στην Αυστρία, «πρέπει να έχεις πειθαρχία». Η ευτυχία έρχεται μετά από σκληρή δουλειά και πειθαρχία. Η Zeus+Δione ήταν από τα πρώτα brands που ασχολήθηκαν με τις διαφορετικές τεχνικές που υπάρχουν ανά γεωγραφική περιοχή στη χώρα. Αυτοί οι άνθρωποι με τον ίδιο ενθουσιασμό θα σε πάρουν τηλέφωνο και θα σου πουν «το προσπάθησα και θα το προσπαθήσω», θα σου βρουν τον τρόπο τον οποίο θέλεις εσύ για να βγει το αποτέλεσμα. Αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο, είναι ένα success story.
Νομίζω ότι έχουμε μια πάρα πολύ ωραία ταυτότητα, τουλάχιστον εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου, την οικογένειά μου, μου δώσανε πάρα πολύ ωραία παραδείγματα και αξίες δυνατές οι οποίες υπάρχουν ακόμα στην καθημερινότητά μας. Υπομονή πρέπει να έχεις και το μεράκι που λέγαμε, συνέπεια και επίσης αυθεντικότητα. Ο καθένας μπορεί να κάνει στον τόπο που ζει κάτι αυθεντικό. Δεν χρειάζεται να κοιτάμε την επιτυχία του διπλανού μας και μετά να προσπαθούμε να κάνουμε το ίδιο. Είναι ωραίο να βλέπεις κάτι που είναι ενδιαφέρον, καινούριο, πρωτοποριακό, να μην είναι πάντοτε περίπλοκο. Μας αρέσει να κάνουμε πολλές φορές τα πράγματα περίπλοκα. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Ας το καταλάβουμε επιτέλους ότι η απλότητα είναι αυτό που είναι όμορφο στην Ελλάδα!
Μόδα και περιβάλλον. Πόσο κοντά είναι αυτοί οι χώροι;
Ένας τομέας που πρέπει να προβληματιστούμε πολύ είναι η ισορροπία με τη φύση. Βλέπουμε πλαστικά παντού. Η ατομική συμπεριφορά είναι σημαντική αλλά είναι και θέμα μεγάλων βιομηχανιών πώς συμπεριφέρεσαι στη θάλασσα, που για μας έχει τεράστια τουριστική σημασία. Είναι και το κομμάτι διαχείρισης της πρώτης ύλης. Από τη στιγμή που θέλουμε να ανέβει οικονομικά η χώρα πρέπει να αρχίσουμε να ενδυναμώνουμε τα στάδια παραγωγής. Αυτό που προσωπικά με προβληματίζει είναι πώς θα μπορέσει το εργόχειρο να ανθήσει σε πιο μεγάλη κλίμακα.
Κατά πόσο ένας οίκος μπορεί να ενσωματώσει πιο βιώσιμες πρακτικές;
Ένας οίκος δεν μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου βιώσιμος, αυτό είναι ψευδαίσθηση. Δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί μέχρι όλοι μας να μπορέσουμε να καταλάβουμε την αλυσίδα απόκρισης του ενδύματος από την πρώτη ύλη μέχρι την πώληση. Ποιο είναι το ταξίδι του ρούχου… Είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε να επεξεργαζόμαστε αυτό που έχουμε γύρω μας με το σωστό τρόπο. Γι’ αυτό λέω «κοίτα τι κάναμε στο παρελθόν για να μπορέσεις να κάνεις κάτι καινοτόμο με αυτή την ιδέα». Δεν χρειάζεται η πρώτη ύλη να έρχεται πάντα από το μαλλί, μπορεί να προκύψει από κάτι άλλο, από ένα φυτό, για παράδειγμα.
Πώς μπορεί όλο αυτό να εξελιχθεί σε κάτι σύγχρονο χωρίς να χάσει την ταυτότητά του;
Ο τρόπος με τον οποίο θα σχεδιαστεί κάτι μπορεί να συνδεθεί με την προέλευσή του, όπως συνέβη στη δική μας την περίπτωση με το «σπαθωτό» μεταξωτό ύφασμα. Επίσης η εξέλιξη του κεντήματος έχει ενδιαφέρον γιατί μπορεί πέρα από τη διακόσμηση να ενσωματωθεί στη ραφή του ρούχου. Πρέπει δηλαδή να κοιτάς όχι μόνο πώς δείχνει κάτι αυτή τη στιγμή αλλά πώς μπορεί να γίνει. Μπορείς να πάρεις κάτι από το παρελθόν και να το φέρεις στο σήμερα αλλά έχει να κάνει με την αντίληψη και τη μεταποίηση!
Από τη στιγμή που έχετε αναλάβει μέχρι σήμερα ποιο είναι το δικό σας storytelling;
Αρχικά είναι η έμπνευση που έρχεται από το περιβάλλον και την καθημερινότητα αλλά και κάποια δικά μου στοιχεία τα οποία έφερα στην εταιρεία. Από εκεί και πέρα ο καταναλωτής επιλέγει επειδή του αρέσει η εφαρμογή. Προσπαθείς να είσαι συμπεριληπτικός και να αφουγκράζεσαι τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Η κληρονομιά της παράδοσης, η καινοτομία, το να δημιουργείς κάτι λειτουργικό και διαχρονικό, αυτό είναι που με συναρπάζει. Δεν σχεδιάζεις κάτι μόνο για τους επόμενους έξι μήνες, αλλά όπως στο παρελθόν που οι άνθρωποι σχεδίασαν όμορφα και ωραία, όχι για μια σεζόν. Αγοράζεις κάτι επειδή σου αρέσει και θα το ξαναφορέσεις με διαφορετικούς τρόπους. Σίγουρα είναι σημαντικό να απολαμβάνουν οι καταναλωτές αυτό που δημιουργείς, να υπάρχει ανταπόκριση και το προϊόν σου να σέβεται το περιβάλλον και τις κοινωνικές απαιτήσεις.