Πέρσι την άνοιξη η Lara Martins βρισκόταν στην Ελλάδα συμμετέχοντας σε ένα εξαιρετικά δημοφιλές ανέβασμα του «Φαντάσματος της Όπερας», όπου τραγουδούσε το ρόλο της Καρλότας. Ένα χρόνο μετά, κυκλοφορεί το πρώτο της άλμπουμ «Canção», που ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και είναι, όπως λέει η ίδια, ο καλλιτεχνικός καθρέφτης της: μία γυναίκα που, αφού ισορροπεί για μερικά χρόνια ανάμεσα σε σπουδές Νομικής και Μουσικής, αποφασίζει να δώσει την καρδιά της στη μουσική και λίγο αργότερα στο Λονδίνο, το οποίο έγινε τα τελευταία 22 χρόνια το σπίτι της και το σπίτι της οικογένειάς της.
Το καινούριο μου άλμπουμ «Canção» (που στα πορτογαλικά σημαίνει τραγούδι) είναι κάτι που ήθελα να κάνω εδώ και καιρό, αλλά το πρόγραμμα των παραστάσεων στις οποίες συμμετείχα, δεν μου το επέτρεπε, ούτε μου άφηνε χρόνο να το σκεφτώ. Δεν ήθελα απλώς να ηχογραφήσω μία προσωπική δουλειά, ήθελα να εκφράσω όσο πιο αυθεντικά μπορώ ποια είμαι ως καλλιτέχνις και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να το πετύχει κανείς τρέχοντας από τη μία δουλειά στην επόμενη. Οπότε, όταν η πανδημία μάς περιόρισε, άδραξα την ευκαιρία που μου πρόσφερε η Artway Records, από την οποία κυκλοφόρησε τελικά το «Canção».
Το Canção είναι το πρώτο προσωπικό μου άλμπουμ και ήθελα να εκφράζει αυτό που είμαι ως καλλιτέχνις. Και αυτό αποτυπώνεται τέλεια μέσα από τραγούδια σε διαφορετικά στυλ και γλώσσες: κάποια που στέκονται σε ένα σταυροδρόμι αρκετών πολιτισμών. Είμαι από την Πορτογαλία, παντρεμένη με Γάλλο και ζω στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η οικογένειά μου έχει ρίζες στην Αφρική. Οι Πορτογάλοι είναι οι θαλασσοπόροι της Ιστορίας που συνδέθηκαν με πολλές διαφορετικές κουλτούρες και αυτό είναι ένα στοιχείο της κληρονομιάς μου που ήθελα να είναι εμφανές στο άλμπουμ μου. Ηθελα ο δίσκος να αγγίξει ανθρώπους με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές και μοιάζει να το καταφέρνει, πράγμα που αποδεικνύει την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής, που καθιστά αδιάφορο το αν μιλάς ισπανικά, πορτογαλικά ή γαλλικά, η μουσική της σε υποχρεώνει να την εκτιμήσεις. Πιστεύω πως η μουσική είναι ένας πολύ δυναμικός τρόπος να βοηθήσεις διαφορετικές κουλτούρες να συναντηθούν.
Οι αφιξιονάδος της κλασικής μουσικής κοιτούν αφ’ υψηλού οτιδήποτε ποπ. Νομίζω ότι το να έχω τη δυνατότητα -και την επιθυμία- να αγκαλιάσω πολύ διαφορετικά ρεπερτόρια και στυλ, αποτελεί σίγουρα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην καριέρα μου. Ο κόσμος της μουσικής και του θεάτρου αγαπά την κατηγοριοποίηση και τις ετικέτες, αλλά εγώ αντιστέκομαι σε αυτό και συνεχώς ξεπερνώ τα όρια αυτών που μπορώ να τραγουδήσω. Μου είναι το ίδιο εύκολο να τραγουδήσω σε στυλ καμπαρέ σε ένα μικροσκοπικό στέκι, άριες σε ένα γκαλά όπερας, σε μιούζικαλ σε σκηνή του West End ή σύγχρονη μουσική με μία ορχήστρα 60 μουσικών!
Στο άλμπουμ μου θα βρει κανείς τάνγκο, μουσική από τη Βραζιλία, φάδος, αλλά δεν είχα ποτέ πρόθεση να τραγουδήσω Αστορ Πιατσόλα, όπως θα τραγουδούσε μία τραγουδίστρια του τάνγκο ή των φάδος αντίστοιχα. Αυτό είναι το ταπεινό μου αφιέρωμα στη μουσική που γέννησαν αυτές οι κουλτούρες. Δεν προσπάθησα να μπω στη θέση των τραγουδιστών του είδους, γιατί δεν θα μπορούσα. Αυτό που ακούει κανείς στο «Canção» είναι η δική μου ερμηνεία, με τα δικά μου χρώματα, αυτής της όμορφης μουσικής.
Το Λονδίνο είναι ένας λαός της αριστείας για τις τέχνες, ζει και αναπνέει για τη μουσική και το θέατρο!
Είναι επίσης μία πόλη με πολλά πρόσωπα, η καλλιτεχνική κοινότητα είναι μία χοάνη διαφορετικών πολιτισμών και εθνοτήτων που την κάνουν τόσο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική. Και γι’ αυτό πρέπει να είσαι εκεί! Τα ταλέντα που συρρέουν στην πόλη κάνουν τον ανταγωνισμό πολύ σκληρό και γι’ αυτό όταν βρίσκεις δουλειά σε αυτή την πόλη είναι σαν να κέρδισες το λότο! Ζω στο Λονδίνο περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι έχω ζήσει στην πατρίδα μου. Ήρθα εδώ για να σπουδάσω στην Guildhall School of Μusic and Drama και δεν έφυγα ποτέ. Έχουν περάσει 22 χρόνια.
Κάτι που με συνδέει έντονα με την Πορτογαλία είναι ότι είμαστε ένας λαός εξερευνητών! Είμαστε πολύ δουλευταράδες και περίεργοι και δεν φοβόμαστε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας δοκιμάζοντας πράγματα που μας τρομάζουν. Κάτι άλλο που είναι πολύ δικό μας χαρακτηριστικό είναι η τρυφερότητα και η αγάπη που μας ενώνει με την οικογένεια και τους φίλους μας, είναι πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα των Πορτογάλων αυτό. Η οικογένεια και οι φίλοι μου είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μου. Είμαι πολύ δεμένη μαζί τους, ακόμη κι αν μας χωρίζουν ολόκληρες χώρες, διατηρούμε πάντα έναν πολύ δυνατό δεσμό.
Έχω υπέροχες αναμνήσεις από την περίοδο που βρισκόμουν στην Ελλάδα λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, συμμετέχοντας στις παραστάσεις του «Φαντάσματος της Όπερας». Είχα ξαναεπισκεφτεί την Ελλάδα στο παρελθόν, για διακοπές, αλλά ήταν υπέροχο να έχω την ευκαιρία να περάσω τέσσερις μήνες απολαμβάνοντας τον πολιτισμό σας. Εξάλλου, έχω πάθος με την Ιστορία. Οι Έλληνες έβαλαν τις βάσεις για την Ιατρική, τη Φιλοσοφία, το Θέατρο, τη Δημοκρατία και ήταν απίστευτο για μένα το ότι μπόρεσα να βρεθώ εκεί όπου γεννήθηκαν όλα αυτά. Το να ξυπνώ κάθε πρωί και να ανεβαίνω στην Ακρόπολη, να κάνω βόλτα στη Ρωμαϊκή Αγορά ή στο πανέμορφο Πάρκο του Ιδρύματος Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, χωρίς τους περιορισμούς που έχει ένα τουριστικό ταξίδι, ήταν ανεκτίμητης αξίας για μένα. Μου άρεσε επίσης πολύ και η όμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης. Μείναμε εκεί τρεις εβδομάδες για παραστάσεις και επιτρέψτε μου να σας πω ότι εκεί είδα τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της ζωής μου!
Οι Έλληνες είναι τόσο θερμοί και γενναιόδωροι, μας υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκαλιές, ο ζεστός σας ήλιος, οι γαλάζιοι ουρανοί, η εκπληκτική σας κουζίνα και βέβαια μία γοητευτική, αλλά επικίνδυνη νέα μου ανακάλυψη, η ρακή!
Θα μου άρεσε πολύ να συνεργαστώ με Έλληνες καλλιτέχνες! Νομίζω πως θα ήταν εξαιρετική ιδέα να προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε ελληνική παραδοσιακή μουσική και φάδος, το πορτογαλικό παραδοσιακό τραγούδι. Ο ήχος του μπουζουκιού μού θυμίζει πολύ την πορτογαλική κιθάρα. Ισως αυτό είναι το επόμενο πρότζεκτ που έχω να σκεφτώ…
Είναι δύσκολο να διαλέξω μόνο ένα τραγούδι που με γεμίζει χαρά… Ισως το «Friday, I’m in Love» των Cure. Ηταν το αγαπημένο μου συγκρότημα όταν ήμουν έφηβη και αυτό το τραγούδι με κάνει πάντα να χοροπηδάω και να το τραγουδάω δυνατά! Το αγαπώ!
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Marie Claire Μαΐου που κυκλοφορεί.