Ένα από τα πιο ταλαντούχα κορίτσια του ελληνικού θεάτρου, η Κίττυ Παϊταζόγλου, δίνει κάτι από τη φρεσκάδα της στο έργο της Λένας Κιτσοπούλου, «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», που παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Ζίνα, δέκα χρόνια μετά από το πρώτο του ανέβασμα, σε σκηνοθεσία Δήμητρας Δερμιτζάκη. Η καλή ηθοποιός, που απολαύσαμε το καλοκαίρι στην «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» ως κορυφαία του χορού, μας μιλάει για το πώς συναντήθηκε με αυτή την τραγελαφική, αμφιλεγόμενη, αλλά και τόσο αληθινή ηρωίδα, που μπορεί να είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας.
Πώς είναι να βρίσκεσαι μόνη πάνω στη σκηνή, μετά τη μεγάλη επιτυχία μίας τόσο καλής ομαδικής δουλειάς που ήταν η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» το καλοκαίρι που πέρασε;
«Ήταν πολύ συγκινητική η εμπειρία της Επιδαύρου, και λόγω χρονικής στιγμής, ειδικά μετά από αυτό που περάσαμε με το καλλιτεχνικό τοπίο να έχει νεκρώσει. Ήταν πολύ συγκινητικά και όσα ακούγονταν επί σκηνής, αλλά και μόνο που ξανασυναντηθήκαμε όλοι, εμείς οι ηθοποιοί μεταξύ μας και όλοι μας με το κοινό… Ήρθαμε πολύ κοντά με τα κορίτσια του χορού. Ήταν κάτι μαγικό, ο Άγγελος Τριανταφύλλου είχε τρομερή έμπνευση, είχε γράψει μουσική μόνο για φωνές, χωρίς μουσικά όργανα, πενταφωνίες, εξαφωνίες, εφταφωνίες, ακούγαμε τα κομμάτια και λέγαμε, “φανταστικά! Ελπίζουμε να μπορέσουμε να το κάνουμε”. Χρειαζόσουν πειθαρχία για να συμβεί αυτή η μέθεξη, αλλά ερχόταν και το συναίσθημα μετά και ολοκλήρωνε τη σκηνή.
»Τώρα, στο Θέατρο Ζίνα, είναι μια πολύ μοναχική εμπειρία και λίγο τρομακτική, γιατί δεν υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος να του πεις, “σου πιάνω το χέρι και πάμε μαζί”, να ακουμπήσεις έτσι λίγο πάνω του. Είναι μια πολύ μοναχική διαδικασία, αλλά κάπως έχει νόημα, αυτό είναι το νόημα του έργου. Γιατί αν αυτή η γυναίκα είχε κάποιον δίπλα της ίσως να μην συνέβαινε αυτό που της συμβαίνει στο τέλος. Είναι μια γυναίκα που γαντζώνεται από τα αντικείμενα, αρχίζει και μιλάει στα έπιπλα και μετά φτιάχνει κόσμους και φανταστικούς ανθρώπους με τους οποίους συνομιλεί. Τη φαντάστηκα κάπως σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, που πέφτει σε μια μαύρη τρύπα και βγαίνει από την άλλη μεριά, αλλιώς, διαφορετική. Ή μπορεί και να μην βγει καθόλου, να μείνει κάτω».
Είχες δει το έργο στο πρώτο ανέβασμά του;
«Όχι, δυστυχώς, αλλά κοίτα τι παιχνίδια παίζει η ζωή: Στο πρώτο ανέβασμα πρωταγωνιστούσε η Μαρία Πρωτόπαπα, με την οποία συνεργάζομαι στην πρώτη παράσταση στην οποία συμμετέχω το 2022, την “Αντιγόνη” του Ανούιγ, την οποία και σκηνοθετεί. Όσοι την είχαν δει, λένε πως η Μαρία ήταν ανατριχιαστική, σε ένα τελείως άλλο πράγμα γιατί τότε, δέκα χρόνια πριν, δεν είχαμε βιώσει οικονομική κρίση, πανδημία…».
Σίγουρα σήμερα γνωρίζουμε όλοι καλύτερα τι σημαίνει απομόνωση.
«Η δική μου γενιά δεν ήξερε καθόλου, δεν είχε ζήσει πριν τέτοιες καταστάσεις, νομίζω. Αποφασίσαμε με τη σκηνοθέτη της παράστασης, τη Δήμητρα Δερμιτζάκη, να κατεβάσουμε την ηλικία της ηρωίδας, που στο κείμενο είναι 37, γιατί αυτό το μπούχτισμα έρχεται πολύ νωρίτερα πλέον, δυστυχώς, στα 30 σ’ τη χτυπάει ήδη την πόρτα. Αποφασίσαμε ότι θέλουμε να είναι ένα πολύ σύγχρονο κορίτσι που θα μπορούσε ιδανικά να τα κάνει όλα τέλεια στη ζωή της, έχει δουλειά, μπορεί να σχετίζεται, ωστόσο κάτι δεν συμβαίνει, κάτι λείπει».
«Αποφασίσαμε με τη σκηνοθέτη της παράστασης, τη Δήμητρα Δερμιτζάκη, να κατεβάσουμε την ηλικία της ηρωίδας, που στο κείμενο είναι 37, γιατί αυτό το μπούχτισμα έρχεται πολύ νωρίτερα πλέον, δυστυχώς, στα 30 σ’ τη χτυπάει ήδη την πόρτα».
Πού συναντήθηκες με την ηρωίδα σου;
«Το πρώτο πράγμα μέσα στο οποίο μπορώ να δω τον εαυτό μου είναι ότι έχει μια τόση δίψα, μια τέτοια πείνα για κάτι πολύ μεγαλύτερο, που είναι σαν να μη χωράει σε αυτή την πραγματικότητα. Λαχταράει συνέχεια να πετάξει κι έρχεται η πραγματικότητα και τη χτυπάει στη μούρη γκρεμίζοντάς τη. Από μικρή με έτρωγε να μπαίνω στα πράγματα απόλυτα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι συμβαίνει κάτι κι εγώ δεν συμμετέχω, δεν είμαι εκεί. Ήθελα να είμαι μάρτυρας κι αυτής κι εκείνης της εμπειρίας και της άλλης, με έπιανε μια λύσσα σχεδόν, που όσο περνούν τα χρόνια θα ήθελα να ηρεμήσει. Ανέκαθεν ξεκινούσα από μια πολύ μεγάλη περιέργεια για τους ανθρώπους και τα πράγματα, ήθελα να τα γευτώ όλα. Ήμουν πολύ στα κόκκινα. Και κάπως ήρθε κι έδεσε με το κόκκινο της παράστασης, της ηρωίδας δηλαδή, που η Δήμητρα τη σκέφτηκε στα κόκκινα. Αμέσως ταυτίστηκε το μέσα μου με το έξω της».
Ακούγοντας κανείς τη φράση «Πάμε να δούμε τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», σκέφτεται ένα γυναικείο πρόσωπο, το υποκοριστικό ενός ονόματος, ενώ δεν είναι ακριβώς έτσι. Πρόκειται για κάτι που προτρέπει στην παράδοση, στην αδράνεια, στην αυτοκαταστροφή…
«Ναι, είναι ένα αρκτικόλεξο για ένα χάπι… Ξέρεις, μού θύμισαν πολλά σημεία του έργου αυτό που λέει ο Άμλετ: “Να εξερευνήσουμε αυτή τη χώρα που βρίσκεται μετά από εμάς. Αλλά ποιος το τολμάει; Γι’ αυτό καθόμαστε και αντέχουμε αυτή τη ζωή, γιατί δεν έχουμε το θάρρος να σταματήσουμε και να φύγουμε”. Αλλά αυτή η ηρωίδα το κάνει. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με ένα τραγικό γεγονός, ένα τόσο ευαίσθητο θέμα που εννοείται ότι θέλει διαχείριση με τρυφερότητα και προσοχή. Είναι τεράστια θέματα με τα οποία αναμετρηθήκαμε με αφορμή την παράσταση και προβληματιστήκαμε πολύ. Το δικαίωμα στη ζωή είναι κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στο θάνατο όμως;».
Κάνεις τον κόσμο να γελά πολύ εύκολα.
«Επί σκηνής, πρέπει να βρίσκεσαι συνεχώς στην κόψη. Υπάρχουν μέρες που λίγο να στρίψω ή λίγο το κοινό να μη θέλει να γελάσει και βγαίνεις σε μια πολύ μαύρη περιοχή. Κι άλλες μέρες, που ο κόσμος γελάει με την ψυχή του και δεν θέλει με τίποτα να σιωπήσει στα πιο μαύρα σημεία του κειμένου. Τις προάλλες ήταν έτσι το κοινό, γέλαγε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να σταματήσει. Μπαίνεις, σε οδηγεί το κείμενο σε περιοχές που είναι πιο σκοτεινές και το κοινό δεν θέλει να σε ακολουθήσει. Γι’ αυτό βάλαμε και την τραμπάλα πάνω στη σκηνή, ως σύμβολο της ισορροπίας, ξέρεις, όπως είναι η ζωή, μια το ένα, μια το άλλο. Η τραμπάλα είναι για μένα ένα παιδικό παιχνίδι που συμβολίζει την περιέργεια.
»Πιστεύω πώς το κοινό στο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. έχει συντονιστεί με μια συγκινητική διάθεση. Ένα βράδυ, στη σκηνή όπου κάνω μία μεγάλη παύση επί σκηνής, μία κυρία από τα δεξιά μου φώναξε, “έλα, ξύπνα”. Πάγωσε το κοινό. Ήταν σοκαριστικό και συγκινητικό. Ένα άλλο βράδυ μία θεατής άρχισε να μου μιλάει την ώρα της παράστασης, να μου λέει “ναι ρε συ, έτσι είναι”.
»Μου αρέσει ο θεατής να έρχεται ανοιχτός να καταβάλει κι αυτός λίγη προσπάθεια».
Ποιο γράμμα στο αρκτικόλεξο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. είναι το αρχικό της λέξης με τη μεγαλύτερη βαρύτητα από τις υπόλοιπες για σένα;
«Το “λυτρώσου”, ίσως. Το λάμδα στο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α., αυτό μου έρχεται αυθόρμητα. Ανοίγει μια τεράστια κουβέντα για το τι είναι λύτρωση για τον καθένα. Κάποιος μπορεί να το βρει στην αποχώρηση από τη ζωή, κάποιος στη σχέση του με τους ανθρώπους. Δεν λένε πως για να αντιμετωπίσεις το φόβο του θανάτου, ισχυροποίησε τη σχέση σου με τους ανθρώπους. Αλλά και το πρώτο άλφα, που αντιστοιχεί στο “αντιστέκεσαι”».
Ποιες ανησυχίες και παράπονα μοιράζεσαι με την ηρωίδα σου;
«Πολλά από τα πράγματα που ξεστομίζω στην παράσταση είναι σαν να τα λέω εγώ η ίδια. Το αγαπημένο μου κομμάτι είναι αυτό όπου η ηρωίδα απαριθμεί τι μπορεί να την κρατήσει στη ζωή: “ο ήχος του φελλού, το σαλιωμένο τσιγάρο, τα σύκα, οι άνθρωποι που είναι χρόνια μαζί και περπατάνε χέρι-χέρι…”. Σε αυτή την αναζήτηση του τι μπορεί να την κρατήσει στο εδώ και τώρα, συνδεόμουν με το καλημέρα σας με το συναισθηματικό κομμάτι της ηρωίδας. Τα πιο ρομαντικά, πιο συγκινητικά σημεία του έργου ήταν εύκολα για μένα. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζω κυνικά τα πάντα. Όχι όμως πως βλέπω τη ζωή μόνο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Με την κανίβαλο, την αθυρόστομη, την κυνική είναι που δυσκολεύομαι να συνδεθώ. Όταν λέω κανίβαλος, το λέω με την έννοια ενός άγριου κλόουν, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σου τραβήξει το χαλί, να σου ρίξει δύο γαμοσταυρίδια και μετά να σε πάρει αγκαλιά και να κλαίτε παρέα. Δυσκολεύτηκα στο τελευταίο μέρος της παράστασης, που η ηρωίδα έχει πάει στον άλλο κόσμο. Στην παράστασή μας υπάρχει ένα τεράστιο, υπογραμμισμένο “μετάνιωσα”. Για εμάς ήταν πεντακάθαρο ότι δεν είναι αυτή η λύση».
«Το αγαπημένο μου κομμάτι είναι αυτό όπου η ηρωίδα απαριθμεί τι μπορεί να την κρατήσει στη ζωή: “ο ήχος του φελλού, το σαλιωμένο τσιγάρο, τα σύκα, οι άνθρωποι που είναι χρόνια μαζί και περπατάνε χέρι-χέρι…”».
Πόσο περίεργο είναι που και στην επόμενη παράσταση που πρωταγωνιστείς, την «Αντιγόνη», που θα δούμε στο θέατρο Τέχνης τον Φεβρουάριο, η ηρωίδα σου διαλέγει το θάνατο;
«Η Μαρία Πρωτόπαπα που παίζει και σκηνοθετεί είναι πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος από τότε που είχαμε συναντηθεί και συνεργαστεί στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” το 2013. Έκτοτε, έχουμε συναντηθεί και σε άλλες παραστάσεις, στον “Αύγουστο”, στην “Έμμα” και κάπως αναπτύξαμε ένα κοινό λεξιλόγιο. Είναι πολύ δοτικός άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία, οπότε όταν μου πρότεινε να κάνω την Αντιγόνη… Δέος και φόβο νιώθω, λαχτάρα ακόμη περισσότερο και εμπιστοσύνη στη Μαρία, το όραμά της και στους ηθοποιούς της παράστασης. Τι να πει κανείς για τον Γιάννη Τσορτέκη, που κάνει τον Κρέοντα, αλλά και τους Χρήστο Στέργιογλου, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Δημήτρη Μάμιο. Ξέρεις, αυτό το κείμενο είναι πολύ διαφορετικό από του Σοφοκλή, η ηρωίδα φτάνει να οδηγείται σε αυτή την πράξη επειδή η ευτυχία την οποία της προτείνει ο Κρέοντας είναι σε ένα πλαίσιο που δεν της αρέσει, μέσα στο οποίο δεν θέλει να ζει. Και επιλέγει το δρόμο της ηρωίδας στη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. Στο έργο του Ανουίγ, λέει σε κάποια στιγμή ο χορός, που είναι ένας άνθρωπος, “κι αυτοί που υποστήριξαν τα μεν και αυτοί που υποστήριξαν τα δε, πέθαναν”. Γιατί αυτό συμβαίνει σε έναν πόλεμο, οδηγούνται όλοι στον όλεθρο είτε υπερασπίζονταν το σωστό, είτε το άδικο».
Τίνος την αποδοχή έχεις ανάγκη για να είσαι καλά;
«Κανονικά θα έπρεπε να απαντάμε όλοι: “Κανενός”. Χρειάζεται να είσαι ανεξάρτητος, να έχεις αυτοπεποίθηση, να πατάς στα πόδια σου για να υπάρχεις σε αυτό τον κόσμο, μαζί, αλλά και ανεξάρτητα από τους άλλους. Μόνο έτσι μεγαλώνεις, ωριμάζεις, γίνεσαι καλύτερος».
Πριν την αποχαιρετήσω για να τρέξει στην πρόβα της Αντιγόνης, λέμε με την Κίττυ στα πεταχτά και για την ομάδα Patari Project, με την οποία μας έχουν χαρίσει τόσο ωραίες δουλειές, όπως η «Θεογονία» που είδαμε στο Μικρό Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου το 2019. Μου υπόσχεται πως η φοβερή ομάδα θα επιστρέψει: «Το Patari το αγαπάω και είναι σπουδαίοι όλοι τους. Και θα ξανασυνεργαστούμε σίγουρα. Γιατί κανένας μεγάλος ρόλος δεν αξίζει αν δεν συναντιέσαι, αν δεν συνεργάζεσαι με ωραίους ανθρώπους».