Συναντηθήκαμε με τη Θεοδώρα Τζήμου ένα μεσημέρι της περασμένης εβδομάδας, στο αγαπημένο στέκι της γειτονιάς της που βρίσκεται ίσως στον ομορφότερο δρόμο της Αθήνας , την Καλλιδρομίου. «Σήμερα δεν έκανα το καθιερωμένο μου περπάτημα αλλά έκανα χθες που ήταν Κυριακή, 19 χιλιόμετρα. Κάνουμε πρόβες για τους Πέρσες στο Μαρούσι και πηγαίνω από τα Εξάρχεια με τα πόδια. Είναι τέλειο ζέσταμα», θα μου πει και θα ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας για το marieclaire.gr, ρωτώντας τη γιατί της αρέσει τόσο να πηγαίνει παντού με τα ομολογουμένως ωραία της πόδια: «Το εντατικό περπάτημα ξεκίνησε τυπικά στην καραντίνα, αλλά πάντα μου άρεσε. Με θυμάμαι πάντα ν’ ακούω μουσική και να περπατάω. Αδειάζω, είναι σα να ζω σε βίντεο κλιπ, σε ταινία. Είναι σα να μεταφέρομαι έξω από την πραγματικότητα.»
Και να μην τη γνωρίζεις η αύρα της αμέσως μαρτυρά πως είναι καλλιτέχνις, ενώ η οικειότητα που μεταδίδει σε κάνει να θες να γίνει φίλη σου. Υποψήφια ουκ ολίγες φορές μέχρι σήμερα για βραβεία, κερδίζοντας μία από αυτές το Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για την ερμηνεία της στην «Πανδώρα» του Γιώργου Σταμπουλόπουλου, φαίνεται πως δεν χαρακτηρίζεται τυχαία ως μια από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της.
Αυτή την περίοδο η Θεοδώρα με τη σημαντική πορεία στο ελληνικό σινεμά, στο θέατρο, αλλά και στην τηλεόραση προετοιμάζεται για τους Πέρσες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, συμμετέχοντας στο Χορό. Η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της αρχαιότερης σωζόμενης τραγωδίας, θα πραγματοποιηθεί στις 15 και 16 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Toν τελευταίο καιρό της πανδημίας, πήρες μαζί με το θέατρο κι εσύ το χρόνο σου;
«Όχι ιδιαίτερα. Ίσως για ένα μικρό διάστημα, το πρώτο τρίμηνο της καραντίνας, αλλά ξεκίνησα διαδικτυακές πρόβες για τους “Ιχνευτές” του Σοφοκλή, που τελικά δεν έγιναν πρόπερσι και αμέσως μετά ξεκίνησα πρόβες για τη σειρά της Μυρτούς Κοντοβά, “Σχεδόν Ενήλικες”, οπότε ουσιαστικά δεν έχω πάρει μεγάλη απόσταση. Θεατρικά δηλαδή ναι, αλλά επαγγελματικά όχι και καλύτερα για εμένα, γιατί ανήκω σε εκείνους που δυκολεύονται να διαχειριστούν τον εαυτό τους. Αισθάνομαι ότι η δουλειά μου με συγκεντρώνει, με πειθαρχεί… Είναι ο μόνος τρόπος να βάζω όρια. Αν δε δουλεύω, δεν ξέρω τι να με κάνω. Το λέω και ως καλό και ως κακό αυτό. Δεν με καταλαβαίνω πολύ, δεν καταλαβαίνω τι είμαι, τα όριά μου, τη θέση μου, πολλά πράγματα. Η δουλειά με επαναπροσδιορίζει. Φέτος σίγουρα χαίρομαι που βλέπω τα πράγματα να κυλάνε φυσιολογικά, φοβάμαι μην ξανασυμβεί κάτι γιατί ακούγονται διάφορα, αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε με αυτή την κανονικότητα.»
Αν δε δουλεύω, δεν ξέρω τι να με κάνω. Το λέω και ως καλό και ως κακό αυτό. Δεν με καταλαβαίνω πολύ, δεν καταλαβαίνω τι είμαι, τα όριά μου, τη θέση μου, πολλά πράγματα.
Αν έμενες δηλαδή για δυο χρόνια δίχως δουλειά, μπορεί και να έβρισκες τον εαυτό σου.
«Συμφωνώ απόλυτα, αλλά δεν αντέχω να το κάνω. Κάποια στιγμή ίσως χρειαστεί σίγουρα.»
Προετοιμάζεσαι για τους Πέρσες, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Πώς είναι η συνεργασία σας;
«Συνεργαζόμαστε για τρίτη φορά. Κάναμε μαζί τις “Νεφέλες” και πρόβες για το “Θείο Βάνια”, που σταμάτησε λόγω κορωνοϊού αλλά θ’ ανέβει στο θέατρο Προσκήνιο, τον Οκτώβρη. Είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ κι αισθάνομαι τυχερή που συνεργάζομαι μαζί του.»
Θα βρίσκεστε μαζί με την Αλεξία Καλτσίκη, στον Χορό των Περσών. Ποια είναι η συμβολή του γενικότερα και ποια αυτή των δυο γυναικών σε αυτόν;
«Ο Χορός είναι ένα φοβερά κομβικό σημείο για το κείμενο των Περσών, γιατί βλέπεις το πέρασμα μια ολόκληρης εποχής μέσα από αυτά τα πλάσματα. Μ’ αρέσει ιδιαίτερα ο τρόπος που το αντιμετωπίζει ο Δημήτρης Καραντζάς. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο Χορό μια αγέλη ανθρώπων, εδώ όμως βλέπουμε διαφορετικές στάσεις και θέσεις ανθρώπων, απέναντι σε αυτό που συμβαίνει και που έρχεται. Μέσα στο κείμενο ακούμε συνέχεια να γίνεται αναφορά στις Περσίδες, οι οποίες έχουν μείνει σπίτι μόνες ποθώντας τον άντρα που έχει χαθεί, οπότε για εμένα είναι ένα σοβαρό στοιχείο το ότι βλέπουμε δυο γυναικείες μορφές μέσα σε αυτό τον Χορό.»
Ποιο είναι το σημαντικότερο ζήτημα ύπαρξης που συναντούμε στη συγκεκριμένη τραγωδία και που αντανακλά στη σημερινή εποχή;
«Θα μιλήσω προσωπικά γιατί δε μ’ αρέσει να γενικεύω. Ενώ βλέπουμε κάποιους ανθρώπους στο τέλος να παλεύουν με το ήδη υπάρχον σύστημα, υπάρχει ένα σημείο, σε ένα στάσιμο, που καταλαβαίνουμε ότι δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν αυτό που τους συμβαίνει. Αισθάνομαι ότι διανύουμε μια εποχή που ενώ συμβαίνουν πολλά διαφορετικά πράγματα, θα τα διαχειριστούμε πολύ αργότερα. Κάπως ταυτίζομαι με αυτό το κομμάτι. Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα για τον κωρονοϊό, δεν μπορώ να μιλήσω για τον πόλεμο, όντας εν βρασμώ. Θεωρώ όλο αυτό που μου συμβαίνει εσωτερικά εξαιτίας της τριγύρω ενέργειας με όσα συμβαίνουν, δεν μπορώ να το διαχειριστώ αυτή τη στιγμή, αλλά είναι κάτι που θα διαχειριστούμε τόσο εγώ όσο και οι υπόλοιποι αρκετά αργότερα. Οι Πέρσες βρίσκονται σε αυτό το σημείο και ταυτίζομαι πολύ σε σχέση με αυτό. Το έργο είναι επίκαιρο και σχετίζεται πολύ με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Και οι ίδιοι τοποθετήθηκαν πολύ αργότερα.»
Ενώ βλέπουμε κάποιους ανθρώπους στο τέλος να παλεύουν με το ήδη υπάρχον σύστημα, υπάρχει ένα σημείο, σε ένα στάσιμο, που καταλαβαίνουμε ότι δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν αυτό που τους συμβαίνει. Αισθάνομαι ότι διανύουμε μια εποχή που ενώ συμβαίνουν πολλά διαφορετικά πράγματα, θα τα διαχειριστούμε πολύ αργότερα. Κάπως ταυτίζομαι με αυτό το κομμάτι.
Τι συνιστά για εσένα ισότιμη συμπερίληψη όλων των πολιτών;
«Νομίζω πως πρόκειται για ένα ιδανικό αγαθό πολιτεύματος που δεν μπορεί να υπάρξει, λυπάμαι που το λέω. Παρόλο που είμαι πολύ ρομαντική και θα ήθελα να πιστεύω σε αυτό, θεωρώ εκ των πραγμάτων ότι δε γίνεται. Όμως, έχει ενδιαφέρον μόνο και μόνο η σκέψη και η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό ανοίγει ένα κομμάτι ελευθερίας, άλλου τύπου.»
Αυτή η σκέψη και η προσπάθεια που λες, υπάρχει στις μέρες μας;
«Μόνο πολύ ιδιωτικά και πιστεύω πως μπορεί κάτι ν’ αλλάξει μόνο από την προσωπική σχέση που έχουμε πια με τα πράγματα.»
Στους Πέρσες βλέπουμε έναν λαό που από την πίστη, περνά στην αμφισβήτηση. Εσύ περνάς τέτοιες φάσεις;
«Κάθε μέρα. ‘Οχι μόνο για το τι συμβαίνει γύρω μας, αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό μου. Η αμφισβήτηση είναι ένα συστατικό που με φλερτάρει καθημερινά. Μου είναι πολύ οικεία. Είναι ένας τρόπος τοποθέτησης στα πράγματα. Δεν είναι απαραίτητα κάτι καλό, αλλά ούτε και κακό, άλλωστε δεν πιστεύω ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Πιστεύω όμως στον τρόπο που ο καθένας έχει μάθει μεθοδικά να διαχειρίζεται τον εαυτό του. Και για μένα αυτός είναι ένας τρόπος.»
Έχεις το δικό σου “ησυχαστήριο”; Φεύγεις από την Αθήνα;
«Ναι, γενικά είμαι του βουνού. Πηγαίνω στα Γιάννενα συχνά κι έχω κι ένα μικρό σπίτι στην Πίνδο.»
Ποια είναι η σχέση σου με τα Γιάννενα;
«Είναι κάπως μοιραία. Δεν είμαι ακριβώς από εκεί, αλλά βρεθήκαμε με τη μητέρα μου που είναι γιατρός κι εργαζόταν στο νοσοκομείο της πόλης. Στην Γ’ Λυκείου γνώρισα το Γιώργο Νάκο, ο οποίος έχει το Θεατρικό Εργαστήρι Ηπείρου κι εκείνος ήταν που με παρότρυνε να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Η μητέρα μου ήταν τελείως αντίθετη, αλλά γνωρίστηκαν μεταξύ τους, ερωτεύτηκαν κι έτσι εγώ κατάφερα να δώσω εξετάσεις. Αλλιώς δε θα ήταν εύκολα τα πράγματα… Τώρα που πέρασαν τα χρόνια είναι ήσυχη η μητέρα μου, αλλά πάντα μ’ εμπιστευόταν.»
Επαγγελματικά ποια είναι η αγαπημένη σου εποχή;
«Κάθε φορά που κάνω κάτι, μου φαίνεται πως είναι πιο σημαντικό από το προηγούμενο. Είμαι άνθρωπος της στιγμής και του τώρα. Δεν θα πω ποτέ, “πω πω τι ωραία που ήταν τότε ή τι ωραία θα είναι μετά”. Όταν αφοσιώνεσαι πραγματικά σε κάτι που κάνεις, νομίζεις ότι είναι ό,τι καλύτερο έχεις κάνει.»
Όταν αφοσιώνεσαι πραγματικά σε κάτι που κάνεις, νομίζεις ότι είναι ό,τι καλύτερο έχεις κάνει.
Είσαι από τις πιο χαρακτηριστικές εκπροσώπους του κύματος που ήρθε στον ελληνικό κινηματογράφο σχεδόν 20 χρόνια πριν. Είχες ένα πιο γήινο, αληθινό στυλ στις ερμηνείες σου. Πώς το βίωσες εσύ αυτό;
«Δεν με απασχόλησε ποτέ αυτό. Μου άρεσαν πολύ όσα έκανα, αλλά δεν μπήκα και δεν μπαίνω ποτέ στη διαδικασία να με απασχολήσει η εικόνα μου και προς τα πού πάει. Δεν με αφορά.»
Υπήρξε για εσένα ταινία σταθμός;
«Δεν θα μιλούσα για το αποτέλεσμα μιας ταινίας, αλλά ας πούμε πως το “Από την άκρη της πόλης” ήταν μια διαφορετική εμπειρία. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιζα σε μια ταινία, όπου οι ηθοποιοί δεν ήταν επαγγελματίες, οπότε για μένα όλη αυτή η διαδικασία ήταν πρωτόγνωρη και είχε και πολύ ενδιαφέρον.»
Πώς είναι ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στις συνεργασίες του; Αυστηρός;
«Είναι ένας άνθρωπος που τον ενδιαφέρει πολύ αυτό που κάνει και κατά τη γνώμη μου όταν συμβαίνει αυτό, κάποιες φορές μπορεί να γίνεσαι και πιο αυστηρός σε σχέση με αυτά που ζητάς. Όλοι δεν έχουμε τις δυσκολίες μας; Κι εγώ μεγαλώνοντας αισθάνομαι ότι γίνομαι πιο αυστηρή στη δουλειά μου κι ότι δεν κάνω εύκολα παραχωρήσεις.»
Έχεις νιώσει ποτέ σε συνεργασία σου ότι κάποιος ξεπέρασε τα όρια ως προς τη συμπεριφορά;
«Όχι. Αν και γενικά είμαι πολύ ανασφαλής και μπορώ να παίρνω εύκολα τα πράγματα προσωπικά, αν ποτέ συνέβαινε κάτι, κάπως είχα την ψυχραιμία να σκέφτομαι ότι αυτό που συμβαίνει τώρα, είναι δικό του πρόβλημα, δικό του ζήτημα και κάπως έμενα απ΄έξω. Αυτό το καταφέρνω μόνο στη δουλειά, στην προσωπική μου ζωή συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο.»
Θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση. Έχεις προτίμηση;
«Μπορώ να ξεχωρίσω το θέατρο και το σινεμά, για έναν λόγο και μόνο. Στη δουλειά αισθάνομαι ότι χρειάζομαι κάποιο χρόνο για ό,τι κάνω. Με δυσκολεύει ο ρυθμός της τηλεόρασης. Αν είχα την πολυτέλεια του χρόνου που χρειάζομαι, δε θα είχα πρόβλημα. Αισθητικά γίνονται ωραίες δουλειές στην τηλεόραση και κάποιες που δε μ’ ενδιαφέρουν καθόλου.»
Θα σε δούμε σύντομα σε αυτή;
«Ναι, ετοιμάζω κάτι για τη νέα σεζόν, αλλά δεν μπορώ ακόμη να πω λεπτομέρειες.»
Τι απολαμβάνεις μεγαλώνοντας;
«Το ότι μπορώ να αντέξω περισσότερο τον εαυτό μου, να μείνω μόνη μου. Μικρότερη δεν άντεχα να το κάνω αυτό, μεγαλώνοντας είναι σα να το επιβάλλω στον εαυτό μου, το έχω βαθιά ανάγκη. Λειτουργώ σα να θέλω ν’ αναπληρώσω όλα εκείνα τα χρόνια που δε με άντεχα, τώρα. Απομονώνομαι πια, αλλά μ’ αρέσει.»
Μεγαλώνοντας έχει αλλάξει και η αντίληψή σου για τον έρωτα;
«Όχι, γι’ αυτό και είμαι μόνη μου. Αν είχε αλλάξει η αντίληψή μου, θα ήμουν μαζί με κάποιον άνθρωπο τώρα. Έχω πολύ εφηβική σχέση με τον έρωτα. Μου ξυπνάει εποχή γυμνασίου – λυκείου και αυτό δε φεύγει με τίποτα από πάνω μου. Ερωτεύομαι εμμονικά και πολλές φορές είναι επώδυνο, δεν το αντέχω.»
Έχω πολύ εφηβική σχέση με τον έρωτα. Μου ξυπνάει εποχή γυμνασίου – λυκείου και αυτό δε φεύγει με τίποτα από πάνω μου.
Οι φίλοι σου είναι μόνο από το χώρο της υποκριτικής; Πριν από λίγο χτύπησε το τηλέφωνό σου από το Γιάννη Στάνκογλου.
«Έχω πολλούς φίλους από το θέατρο, αλλά οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι είναι εκτός θεάτρου. Ο Γιάννης είναι αδερφός μου.»
Πώς περάσατε στα γυρίσματα της σειράς “Σχεδόν Ενήλικες”;
«Γελάσαμε πάρα πολύ! Ήμουν μόνη μου με αυτά τα αγόρια που με πρόσεχαν μεν πολύ, αλλά με κορόιδευαν κιόλας. Ήταν πολύ ωραία.»
Έχεις πει σε παλιότερη συνέντευξη του marie claire, πως αν δεν ήσουν ηθοποιός θα ήσουν μαγείρισσα. Τι μαγειρεύεις για τους φίλους σου;
«Μ’ αρέσει η μαγειρική, ναι. Μαγειρεύω τα πάντα. Θυμάμαι παλιά, μπορεί να χτυπούσε το κουδούνι στις 5:00 το πρωί από φίλους που είχαν ξενυχτήσει και ξυπνούσα να τους μαγειρέψω με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο. Μ’ αρέσει πολύ όταν έχω λίγες επιλογές στα υλικά, με γοητεύει και είμαι περισσότερο δημιουργική όταν υπάρχουν όρια. Παλιότερα και ως νέα, έκανα όλα τα φαγητά πιο πολύπλοκα. Κυρίως μ’ αρέσει η ιταλική κουζίνα. Σ’ ένα ταξίδι στη Σικελία, ανακάλυψα και την ομορφιά της απλότητας στις συνταγές. Είχαμε καθίσει σε μια τρατορία κι έβγαζαν τα τρία – τέσσερα μοναδικά πιάτα τού μενού σε όλους. Ένα από αυτά ήταν μια μακαρονάδα που άφηνε μια γλυκιά, υπέροχη γεύση και μ’ ενθουσίασε. Στα υλικά της συνταγής υπήρχε κρεμμύδι που είχε βράσει πολλή ώρα σε κρασί και είχε λιώσει. Τα μισά μακαρόνια τα έβραζαν σε αυτό το χυλό, στη συνέχεια σέρβιραν με παρμεζάνα και αυτό ήταν όλο. Από τότε τη φτιάχνω κι εγώ και κάπως έτσι ξεκίνησα να εκτιμώ περισσότερο τις πιο βασικές γεύσεις.»
Ο κόσμος σε αγαπά πολύ. Πιστεύεις ότι χάνεις κάτι απ΄όλο αυτό, απέχοντας από τα social media;
«Όχι. Η δουλειά μου είναι να είμαι στη σκηνή κι εκεί σταματάει. Μετά ξεκινάει η δική μου ζωή.»
Η φωτογράφιση έγινε στο cafe bistrot Viola, Καλλιδρομίου 64.
Πληροφορίες για τους Πέρσες σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
Πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στις 15 και 16 Ιουλίου, στελεχωμένη από μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος), προεξάρχουσας της Ρένης Πιττακή,η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σ’ έναν οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε έναν συντετριμμένο κόσμο.
Γραμμένη το 472 π.Χ., η τραγωδία του Αισχύλου αποτελεί ίσως την παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω και η βασίλισσά τους, Άτοσσα που βασανίζεται από κακούς οιωνούς, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τη φριχτή έκβαση της μάχης της Σαλαμίνας: ο περσικός στρατός και οι επίλεκτοι αρχηγοί του έχουν συντριβεί. Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει. Ο ένδοξος βασιλιάς καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και θεία βούληση και προβλέπει περισσότερες ακόμη καταστροφές. Με την άφιξη του Ξέρξη, κορυφώνεται η συντριβή. Η ζυγαριά γέρνει πλέον αποφασιστικά προς τον τρόμο του τέλους.
Το έργο διατρέχουν ατέλειωτοι κατάλογοι ονομάτων: εκείνοι που πρώτα φώτιζαν το δρόμο για την ελπίδα, τη νίκη και την ομοψυχία, τώρα πέφτουν ένας-ένας, χάνονται στα σκοτάδια ενός τόπου ρημαγμένου, ενός λαού στο όριο της φρίκης, της λογικής και της υπακοής.
Οι Πέρσες ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, άλυτα ανά τους αιώνες, γίνονται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καραντζά, κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα. Το θέατρο είναι ο δημόσιος χώρος, η Εκκλησία του Δήμου, η Πόλη. Ο Χορός των Περσών, η «κοινωνία», ξεκινάει με την
πίστη και την υπακοή, καταλήγοντας, μετά τον αφανισμό, ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς.
Συντελεστές:
Μετάφραση Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς
Συνεργασία στη δραματουργία – Φωτογραφίες – Εικαστική σύνθεση – Βίντεο Γκέλυ
Καλαμπάκα
Σκηνικό Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση Τάσος Καραχάλιος
Μουσική σύνθεση – ζωντανή εκτέλεση Γιώργος Πούλιος
Φωνητική προετοιμασία – σύνθεση Ανρί Κεργκομάρ
Φωτισμοί Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη Μαρίσσα Φαρμάκη
Βοηθός σκηνογράφου Φιλάνθη Μπουγάτσου
Βοηθός ενδυματολόγου Ιφιγένεια Νταουντάκη
Παίζουν Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης
Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος
Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος
Με τη συμμετοχή 40 εθελοντών
Συμπαραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – Εταιρεία «Το Θέατρο» – 2023 EΛEVΣIS Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης