Ένα παραδοσιακό τραγούδι στάθηκε η αφορμή για να γραφτεί το νέο βιβλίο της Σοφίας Δημοπούλου που εξερευνά την ιστορία του Νάσιου και της Λισσάβως. Ένα νεαρό ζευγάρι που θα βιώσει το πέρασμα από την τουρκοκρατία στην Ελλάδα, θα χωρίσει, θ’ αλλάξει και θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Θα καταφέρουν, άραγε οι δύο νέοι να ζήσουν ευτυχισμένοι, όπως ονειρεύονταν;
Στο νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Καλύτερα να σ’ ελεγαν Λισσάβω», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η συγγραφέας εστιάζει στην αγάπη των δύο κεντρικών ηρώων, την οποία πλαισιώνουν τα κοινωνικά «πρέπει» και οι δυσκολίες της εποχής, ενώ οι ιστορικές συγκυρίες την παρασύρουν αλλάζοντας διαρκώς τα δεδομένα της.
Η ίδια λέει για το βιβλίο της: «Αυτό το βιβλίο ξεπήδησε από την δική μου αγάπη για τη Δυτική Μακεδονία, έναν τόπο με τον οποίον με συνδέουν άσβεστοι συναισθηματικοί δεσμοί και όπου πάντα νοερά θα επιστρέφω. H ιδέα ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, τότε που μαθαίνοντας παραδοσιακούς χορούς σ’ έναν λαογραφικό Σύλλογο, ήρθα σε επαφή με το τραγούδι “Της Λισσάβως” και μέσα από αυτό γεννήθηκε η κεντρική ηρωίδα, που μου υπαγόρευσε τον τόπο και το χρόνο. Κι όταν συνάντησε το Νάσιο, η ιστορία της είχε ήδη αρχίσει.».
Πώς γεννήθηκε η επιθυμία να γράψετε για την περιοχή του Ρουμλουκιού και τι ρόλο έπαιξε σ’ αυτή σας την απόφαση η Πηνελόπη Δέλτα και τα «Μυστικά του Βάλτου»;
Όταν είχα διαβάσει μικρή το «Στα μυστικά του βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα, είχα σχηματίσει με τη φαντασία μου το σκηνικό. Η λίμνη, οι βάρκες, οι καλαμιές, είχαν στο νου μου γίνει το απόλυτο φόντο για μια ιστορία με περιπέτειες, αλλά και ανθρώπινο πόνο. Αργότερα, μαθαίνοντας περισσότερα για την περιοχή του Ρουμλουκιού, του Ρωμιότοπου της Ημαθίας, η επιθυμία μου να γράψω για την περιοχή αυτή ζωντάνεψε. Πρόκειται για μια περιοχή με πλούσια πολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία που αξίζει να μάθει κανείς περισσότερα γι’ αυτή.
Σε ποιες ιστορικές περιόδους μας γυρίζει πίσω το καινούριο σας μυθιστόρημα και πώς αυτές επηρεάζουν την πορεία των ηρώων σας;
Η ιστορία του βιβλίου ξεκινά στα 1911, λίγο μετά τον Μακεδονικό αγώνα και πριν την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους το 1912. Διατρέχει όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, παρακολουθώντας τους ήρωες, επομένως σταθμεύει στους βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο κι έπειτα τον εμφύλιο που ακολούθησε. Ένα τόσο πλούσιο σε γεγονότα χρονικό πλαίσιο, είναι αδύνατο να μην επηρεάσει και τη ζωή των ηρώων του βιβλίου. Η Ιστορία τους παρασύρει στη δίνη της και αλλάζει τη ρότα της ζωής τους, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές συγκυρίες. Όλα θα ήταν διαφορετικά και η εξέλιξη της μυθοπλασίας επίσης, αν η Ιστορία είχε αλλιώς αποφασίσει.
Ένας χορός και ένα τραγούδι, «Της Λισσάβως» έδωσαν το όνομα στην κεντρική σας ηρωίδα. Μιλήστε μου λίγο για την Λισσάβω σας. Ποια είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της, ποια τα δυνατά της σημεία και ποιες οι αδυναμίες της.
Πράγματι, εμπνεύστηκα την κεντρική ηρωίδα από ένα παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής, «της Λισσάβως», όσο μάθαινα να χορεύω τα βήματα του χορού. Η Λισσάβω είναι μια γυναίκα με τεράστια ψυχικά αποθέματα. Παρ’ ότι έχει περάσει πολλά, βρίσκει τη δύναμη να προχωρά και να παίρνει τη ζωή στα χέρια της. Δεν αφήνεται να την παρασύρουν οι συμφορές, έχει θέληση και «τσαγανό». Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη αδυναμία της είναι πως αποφεύγει να έχει επαφή με τα συναισθήματά της, αντιμετωπίζει τα γεγονότα της ζωής σαν πρόκληση περισσότερο, παρά σαν βιωτές καταστάσεις. Η ζωή γι΄ αυτήν είναι μια υποχρέωση που της επιβλήθηκε και πρέπει να την ακολουθήσει.
Μεγαλώνοντας η Λισσάβω γίνεται Λίζα. Η αλλαγή ονόματος είναι αποτέλεσμα της χειραφέτησής της ή απλά μια μόδα της εποχής;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Λισσάβω αλλάζει το όνομά της γιατί θέλει να σηματοδοτήσει την αλλαγή στη ζωή της. Έχει φύγει από την πατρίδα της, έχει αφήσει πίσω ό,τι αγάπησε κι ό,τι την πλήγωσε, θέλει να «αναγεννηθεί» σε μια καινούρια ζωή. Αλλάζοντας το όνομά της, εγκολπώνεται έναν νέο τρόπο ζωής, θέλει να αφήσει πίσω την πληγωμένη παιδούλα του χωριού της και κυρίως την ανάμνηση του Νάσιου.
Το μυθιστόρημα, εκτός από το ιστορικό πλαίσιο, εστιάζει και σ’ έναν μεγάλο έρωτα: Της Λισσάβως και του Νάσιου. Πολλά τα χρόνια, τεράστια τα εμπόδια. Τι κρατά το πάθος τους άσβεστο; Υπάρχουν τέτοιοι έρωτες, θεωρείτε, και στην πραγματική ζωή;
Ο Νάσιος αγαπά τη Λισσάβω με τρόπο σχεδόν εμμονικό κι αυτό γιατί ο έρωτας αυτός δεν ακολουθεί τα φυσιολογικά στάδια εξέλιξης. Καθώς οι καταστάσεις της ζωής αλλά και της Ιστορίας τους απομακρύνουν διαρκώς, ο έρωτάς παραμένει ανεκπλήρωτος, δεν προλαβαίνει να φθαρεί και να φθίνει, δεν βρίσκει το χώρο και τον χρόνο να ριζώσει και να μετεξελιχθεί. Όπως όλοι οι εμποδισμένοι δυνατοί έρωτες, κρατούν για χρόνια, σαν φωτιά που σιγοκαίει. Κι αυτό συμβαίνει και στην πραγματική ζωή.
Από ποια προσωπική ή και δημιουργική ανάγκη πηγάζει η τάση σας να επιστρέφετε στο παρελθόν μέσα από τα βιβλία σας;
Γράφοντας, αγάπησα την Ιστορία. Κι έχω την αίσθηση πως στο παρελθόν μπορούμε να βρούμε αρκετά ερείσματα για το σήμερα. Με ενδιαφέρει να μελετώ το παρελθόν για τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε για το μέλλον. Στο παρελθόν βρίσκονται πολλές απαντήσεις για τα λάθη μας και τα πάθη μας, δεν έχουμε παρά να τα αναγνωρίσουμε και να τα αποδεχτούμε ως άνθρωποι και ως κοινωνία. Επιπλέον, μελετώντας τις ζωές ανθρώπων μέσα στη δίνη της Ιστορίας, προσωπικά αντλώ δύναμη για να αντιμετωπίσω τις καταστάσεις και τις προκλήσεις της σύγχρονης ζωής. Αν εκείνοι οι άνθρωποι τα κατάφεραν, γιατί όχι κι εγώ, γιατί όχι κι εμείς;
Είστε πολιτικός μηχανικός, συγγραφέας, μητέρα, προσφάτως και γιαγιά. Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στους τόσους και ιδιαίτερα απαιτητικούς σας ρόλους;
Ακούγεται τετριμμένο, αλλά είναι η δική μου αλήθεια δεν υπάρχει κάτι που αγαπάς και δεν μπορείς να το καταφέρεις. Αγαπώ τη δουλειά μου, η συγγραφή είναι το μεράκι μου, για την οικογένειά μου θα έκανα τα πάντα. Ο χρόνος μου μοιράζεται λοιπόν σε ό,τι αγαπώ, δίνοντας κάθε φορά προτεραιότητα σε ό,τι και όποιον με χρειάζεται περισσότερο. Ασφαλώς και η οικογένειά μου δεν μπαίνει στη ζυγαριά, γι΄ αυτό και άργησα αρκετά να ασχοληθώ με τη συγγραφή. Δεν σας κρύβω πως υπάρχουν στιγμές που λυγίζω κάτω από το βάρος της καθημερινότητας, αλλά το επιτρέπω αυτό στον εαυτό μου, γιατί ξέρω πως την επομένη θα τα καταφέρω καλύτερα.
Γινόμαστε μάρτυρες όλο και περισσότερων περιστατικών έμφυλης βίας. Πώς μπορεί να θωρακιστεί, αλλά και να ενδυναμωθεί, μια γυναίκα σήμερα;
Πρώτα απ’ όλα να πιστέψει στην αξία και τις δυνατότητές της, ώστε να μην δέχεται κανενός είδους υποτίμηση και βία σε καμιά μορφή της, ούτε κατ’ ελάχιστο. Να αποδράσει από την σιωπή, να σπάσει τον κύκλο της βίας αν την υφίσταται, να ακολουθήσει τα όνειρά της, να αποτινάξει το φόβο. Είναι επιτακτική ανάγκη να εκπαιδεύσουμε τα αγόρια μας να δείχνουν στις γυναίκες σεβασμό κι αυτό δυστυχώς θα πάρει χρόνο. Η ισότητα των φύλων αποτελεί πια υποχρέωση και είναι η απάντηση στη βία, στο διχασμό και στον συντηρητισμό.
Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την συζήτηση με μια δική σας ευχή για το μέλλον.
Ας επιτρέψουμε τη συμπόνια και την ανθρωπιά να καθοδηγήσουν τα όνειρα και τους στόχους μας. Ας επιτρέψουμε ωραίες, ειρηνικές και αξιοσέβαστες πράξεις να γίνουν οδηγοί μας. Ας στηρίξουμε κάθε τι που μας ανυψώνει προς το φως. Ας ζήσουμε όλοι με ειρήνη και γαλήνη στις ψυχές και στη σκέψη μας.