Μια καθηγήτρια με ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν της διορίζεται αναπληρώτρια σε Επαγγελματικό Λύκειο μιας κωμόπολης κοντά στη Φλώρινα. Σε μια προσπάθεια να καλλιεργήσει την ιστορική συνείδηση των μαθητών της δημιουργεί έναν Όμιλο Προφορικής Ιστορίας. Οι μαθητές της πείθουν αρκετούς από τους «ντόπιους» κατοίκους της περιοχής να τους διηγηθούν τις ιστορίες τους και να μοιραστούν μαζί τους τις τραυματικές μνήμες τους. Όμως δεν βλέπουν όλοι τέτοιες πρωτοβουλίες με καλό μάτι: ο Διευθυντής του Λυκείου, απόγονος Μακεδονομάχου, ντόπιοι λόγιοι και νεολαίοι με «παντελόνια παραλλαγής και ξυρισμένα κεφάλια» έχουν κάποιες αντιρρήσεις…
Αυτά συμβαίνουν στη «Θάλασσα στο Χιόνι» της Ελευθερίας Κυρίμη που γεννήθηκε το 1968. Η συγγραφέας σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά, που ως λιμάνι-πέρασμα αλλά και σπίτι πολλών διαφορετικών πληθυσμών, γίνεται η αφετηρία της κουβέντας μας.

Είμαι γέννημα θρέμμα Πειραιώτισσα, αγαπώ την πόλη μου με τα καλά και τα άσχημά της, μελετώ την πλούσια ιστορία της, θαυμάζω ανθρώπους και συλλογικότητες που αγωνίζονται για τη διάσωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της. Παράλληλα όμως θλίβομαι με τις πληγές που τις προκάλεσαν κατά καιρούς  η αδιαφορία ή η αλαζονεία της εξουσίας. Λάθη του παρελθόντος -και όχι μόνο- οδήγησαν στην μπουλντόζα της αντιπαροχής, την  υποβάθμιση των σημείων που κουβαλάνε την ιστορία της πόλης, την καταστροφή των ιστορικών της κτιρίων –ποιος δεν έχει δει για παράδειγμα σε κάποια κιτρινισμένη καρτ ποσταλ το παλιό ρολόι -Δημαρχείο του Πειραιά που κατεδάφισε ο Σκυλίτσης στα χρόνια της Χούντας; Ο Πειραιάς έχει ανοιχτούς  ορίζοντες, με την  πραγματική αλλά και τη συμβολική  σημασία. Ως λιμάνι, ήδη από την αρχαιότητα δεχόταν ανθρώπους αλλά και ιδέες που έρχονταν από μακριά. Φανταστείτε ότι την περίοδο της μεγάλης ακμής του αρχαίου Πειραιά οι μέτοικοι (ξένοι) έφταναν τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Αλλά κι οι γειτονιές του νεότερου Πειραιά μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους δημιουργήθηκαν από εσωτερικούς μετανάστες, ενώ πολλές συνοικίες του είναι προσφυγομάνες. Κι όμως! Στο κέντρο αυτής  της πόλης μέχρι πρότινος λειτουργούσαν γραφεία της Χρυσής Αυγής!
Ο Πειραιάς είναι η πόλη της καρδιάς μου και για αυτό στα βιβλία μου, διαδραματίζει πάντα ένα σημαντικό ρόλο, τόσο  στη «Θάλασσα στο Χιόνι»- έστω κι αν εκεί δεν αναφέρεται ρητά το όνομά του- όσο και στο επόμενο που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο.

Ήταν η ιστορία που σας οδήγησε στη λογοτεχνία ή το αντίθετο;
Από το Λύκειο ακόμα Ιστορία και Λογοτεχνία ήταν τα αγαπημένα μου μαθήματα.  Συνειδητά επέλεξα να σπουδάσω Ιστορία. Ήταν η μόνη σχολή που δήλωσα στο μηχανογραφικό. Και στο ίδιο μήκος κύματος συνέχισα και στις μεταπτυχιακές σπουδές. Οπότε θα έλεγα πως η επιστήμη της Ιστορίας μου έδωσε την πρώτη ύλη, τα ερωτήματα και τις ανησυχίες σχετικά με το πώς η μεγάλη εικόνα, η ιστορική συγκυρία επηρεάζει το μικρόκοσμο, τις ζωές των  απλών καθημερινών ανθρώπων. Βρίσκω συναρπαστικό και συνάμα προκλητικό αυτό το πάντρεμα της ιστορίας με τη λογοτεχνία. Αυτό  άλλωστε επιχείρησα να κάνω με τη «Θάλασσα στο Χιόνι», αποφεύγοντας ελπίζω τις συνήθεις κακοτοπιές: από τη μια το καπέλωμα της Λογοτεχνίας από την  Ιστορία κι από την άλλη τη δημιουργία ενός κούφιου ιστορικού πλαισίου που θα λειτουργεί απλώς ως ντεκόρ, ως ατμόσφαιρα για να στηθεί ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα του συρμού.

Ο τίτλος του βιβλίου σας, «Θάλασσα στο Χιόνι», θα ταίριαζε πολύ σε ποιητική συλλογή. Ποια είναι η σχέση σας με την ποίηση;
«Η ποίηση είναι μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη, γιατί διώχνει την ξηρότητα της καθημερινότητας». Φράση του αγαπημένου μου σκηνοθέτη Θεόδωρου Αγγελόπουλου που γνώριζε να κάνει ποίηση και μέσα από τον κινηματογράφο. Καταφύγιο λοιπόν για μένα η ποίηση, την οποία όμως προσεγγίζω αποκλειστικά και μόνο ως αναγνώστρια. Ποτέ δεν επιχείρησα να γράψω ποιήματα κι ούτε νομίζω ότι θα το κάνω στο μέλλον. Νομίζω ότι όσα έχω να πω, τα λέω καλύτερα μέσα από τις ιστορίες ανθρώπων που αφηγούμαι στα βιβλία μου.

Στη «Θάλασσα στο Χιόνι» η Ιστορία συναντά την προσωπική ιστορία μίας καθηγήτριας που πηγαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει σε επαγγελματικό λύκειο σε μια κωμόπολη έξω από τη Φλώρινα. Η καθηγήτρια, όπως και οι άνθρωποι της πόλης, έχουν προβλήματα με το παρελθόν τους. Πώς συνδέονται οι ιστορίες τους;
Το βιβλίο ξεδιπλώνει τη μικρή ιστορία μιας φιλολόγου που αφήνει πίσω την οικογένειά της και ταξιδεύει σε έναν άγνωστο παγωμένο τόπο του βορρά, κουβαλώντας μαζί με τις αποσκευές της, μνήμες από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Η ηρωίδα αναζητά διέξοδο στη δημιουργία ενός Ομίλου Προφορικής Ιστορίας μαζί με τους μαθητές της, που πείθουν κατοίκους της περιοχής να μιλήσουν για τις τραυματικές μνήμες τους, το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν για τη σλαβοφωνία τους. Αρκετοί είναι αυτοί που δε βλέπουν με καλό μάτι την πρωτοβουλία της καθηγήτριας να φέρει στο φως μαρτυρίες που απειλούν το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα, ανάμεσά τους ο Διευθυντής του Σχολείου, απόγονος Μακεδονομάχου και τα παιδιά με τα παντελόνια παραλλαγής και τα ξυρισμένα κεφάλια. Το ατομικό τραύμα της μητρικής απουσίας ακολουθώντας υπόγειες διαδρομές συναντιέται με το συλλογικό τραύμα του «εθνικά ύποπτου» και μέσα από αυτή τη συνάντηση καταφέρνει τελικά να επαναπροσδιοριστεί.

 

Ακούμε συχνά ότι η οικογένεια είναι η μητέρα όλων των προβλημάτων. Αυτό συμβαίνει και στο βιβλίο σας; (Σεξισμός και ενδοοικογενιακή βία δεν λείπουν από τις αναμνήσεις της κυρίας Κουράκου, της κεντρικής ηρωίδας σας).
Πόσες είναι οι  οικογένειες που κρατάνε θαμμένα μυστικά; Πόσο απέχει η αλήθεια από την εξιδανικευμένη εικόνα της αγίας οικογένειας που κάποιοι αρέσκονται να προβάλλουν; Πόσες δυσλειτουργίες της ενήλικης ζωής ανάγονται σε τραύματα που προκάλεσε μια προβληματική οικογένεια; Στον αντίποδα βρίσκεται η εικόνα της γιαγιάς της ηρωίδας, ο φύλακας άγγελός της  που με την αγάπη της παλεύει να γιατρέψει τις πληγές της μικρής εγγονής της. Κι αυτή οικογένεια είναι. Να μην το ξεχνάμε.

Στη «Θάλασσα στο Χιόνι» πρωταγωνιστεί με ένα τρόπο η λήθη. Πότε μας ωφελεί να ξεχνάμε και πότε αυτό είναι καταστροφικό τελικά;
Καταστροφικό είναι όταν κρύβουμε όσα μας ξεβολεύουν κάτω από το χαλί, όταν θυμόμαστε τις δικές μας πληγές και ξεχνάμε τις πληγές των άλλων. Η κατανόηση και η ενσυναίσθηση, η ικανότητα να μπαίνουμε  στα παπούτσια του «Άλλου» επουλώνουν τα τραύματα και μας βοηθάνε να προχωρήσουμε.

Σλαβόφωνος με ελληνική παιδεία. Που ανήκει αυτός ο άνθρωπος; Είναι σημαντικό για τους ανθρώπους να ανήκουν;
Όλοι μας έχουμε ανάγκη να ανήκουμε κάπου. Αυτό όμως που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι ο καθένας από εμάς μπορεί να έχει πολλές και διαφορετικές ταυτότητες, να ανήκει σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους σύνολα. Η εθνικιστική αντίληψη που στηρίζεται αποκλειστικά στην καταγωγή, τη γλώσσα και τη θρησκεία είναι μια αντίληψη αποκλεισμών. Προσωπικά πιστεύω στην «ανοιχτή» έννοια του Έλληνα πολίτη. Η ελληνική παιδεία  με χαρακτηριστικά εξωστρέφειας μπορεί να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο σε αυτό το σύνολο των Ελλήνων πολιτών στο οποίο έχουν θέση όλοι όσοι ζουν εδώ και βλέπουν το μέλλον τους σε αυτό τον τόπο, όλοι όσοι συνδέουν την προσωπική τους προκοπή με τη συλλογική προκοπή της Ελλάδας. Σε μια τέτοια προσέγγιση δεν έχει σημασία αν είσαι ελληνικής ή αλβανικής καταγωγής, αν είσαι ορθόδοξος ή άθεος, αν οι συχωριανοί σου μιλάνε ελληνικά, βλάχικα ή κάποιο σλάβικο ιδίωμα. Αν ο προπάππους σου κατάγεται απευθείας από τον Περικλή, ήταν Αρβανίτης από το Σούλι που πολέμησε για τη λευτεριά, αν ξεβράστηκε με την ανταλλαγή πρόσφυγας από την Καππαδοκία σε κάποιο λιμάνι της Ελλάδας χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά, ή ζούσε στη Συρία πριν οι απόγονοί του φύγουν κυνηγημένοι να σωθούν από τον πόλεμο. Σημασία έχει να νοιάζεσαι τούτο τον τόπο και να θέλεις να τον δεις να προκόβει. Προτιμώ την πατρίδα από επιλογή παρά την πατρίδα του αίματος που ζέχνει ρατσισμό.

 Τι κίνησε την προσοχή σας προς την αδικία που συνέβη (και συμβαίνει) στα σλαβόφωνα χωριά της Ελλάδας;
Ο λόγος που έγραψα το βιβλίο, δεν είναι γιατί το Μακεδονικό πουλάει. Άλλωστε όποιος το διαβάσει θα καταλάβει ότι κινείται εκτός του πλαισίου που ορίζει η «εθνική» ορθότητα. Όταν το ξεκίνησα θεωρούσα τα συλλαλητήρια του ‘92 μια μακρινή υπόθεση. Διαψεύστηκα βέβαια από τις εξελίξεις. Ούτε κι έχω κάποια σχέση με την περιοχή. Μόνο σε κάποια οικογενειακή εκδρομή την έχω επισκεφτεί, κι αυτό πριν από πολλά χρόνια. Το Μακεδονικό ζήτημα όμως με ενδιαφέρει, το παρακολουθώ συστηματικά μέσα από επιστημονικά βιβλία, εφημερίδες, συνέδρια. Δεν είχα όμως σκεφτεί ποτέ να γράψω ένα σχετικό βιβλίο και μάλιστα με λογοτεχνική ματιά. Το έναυσμα δόθηκε από κάποιες συζητήσεις που είχα με μαθητές Λυκείων του Πειραιά στο πλαίσιο μιας έρευνας μου για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Ιστορίας στο σχολείο. Με λύπη διαπίστωσα τότε  την πλήρη άγνοια που επικρατούσε για το θέμα. Στα μάτια αυτών των παιδιών, όλοι οι κάτοικοι της Μακεδονίας είναι  γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι ως τέτοιοι δεν μπορούν να μιλάνε καμία άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά. Έτσι προέκυψε και η ιδέα του βιβλίου.

Στο βιβλίο σας μιλάτε και για το ρόλο των δασκάλων και των παπάδων στους πολέμους που γίνονται σε μικρόκοσμους. Πώς κερδίζονται αυτοί οι πόλεμοι;
Στις προνεωτερικές κοινωνίες οι άνθρωποι αυτοπροσδιορίζονταν κατά βάση μέσα από το θρήσκευμά τους. Αισθάνονταν δηλαδή ότι ανήκαν στην κοινότητα των χριστιανών, των εβραίων, των μουσουλμάνων. Αυτό τους ξεχώριζε και όχι η εθνική καταγωγή, η οποία δεν ήταν πάντα και τόσο ξεκάθαρη. Όταν εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας τα αιτήματα για τη δημιουργία εθνικών κρατών,  η θρησκεία συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο, ως φορέας εθνικής ιδεολογίας πια, αλλά τώρα στο πλευρό της έχει αρωγό και την εκπαίδευση. Είναι λοιπόν προφανές πόση συμβολική εξουσία φέρουν ο παπάς κι ο δάσκαλος στο μικρόκοσμο ενός χωριού και πόσο βαραίνει η γνώμη τους όταν ξεσπά ο πόλεμος, όχι μόνο των όπλων αλλά κυρίως των ιδεών. Στις ιδέες άλλωστε είναι που κερδίζονται οι μάχες. Είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια του εμφυλίου τις δηλώσεις μεταμέλειας και αποκήρυξης του κομμουνισμού τις τοιχοκολλούσαν στην εκκλησιά και το σχολειό του χωριού;

«Το έθνικ πουλάει αρκεί να μην κουβαλάει επικίνδυνες συνδηλώσεις», είναι μία από τις σκέψεις που κάνει η κεντρική ηρωίδα της θάλασσας στο χιόνι. Θα περίμενε κανείς να έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια με τις μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά μήπως τα πράγματα απλώς χειροτερεύουν;
Όταν περιοριζόμαστε στη μόδα του έθνικ, καλλιεργούμε απλώς ένα είδος φολκλόρ προς μαζική κατανάλωση. Αυτό δε βοηθά ουσιαστικά τη συνύπαρξη. Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών τα τελευταία χρόνια εντείνουν την καχυποψία, τα στερεότυπα και δυστυχώς σε κάποιες περιπτώσεις εκτρέφουν ρατσισμό και μισαλλοδοξία. Όμως όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από περιστατικά μετακίνησης πληθυσμών. Δεν είναι κάτι που πρέπει να μας φοβίζει. Και σε καμιά περίπτωση δεν κινδυνεύει η ταυτότητα και ο πολιτισμός μας. Κάθε άλλο. Οι επιρροές και οι αλληλεπιδράσεις μπολιάζουν τις κουλτούρες των ανθρώπων. Κανένας πολιτισμός δεν προήλθε από παρθενογένεση ούτε άκμασε στην απομόνωση. Αυτό που πρέπει να μας φοβίζει είναι ο φανατισμός απ’ όπου κι αν προέρχεται. Δεν υποστηρίζω βέβαια ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, κυρίως στις περιοχές που δέχονται το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων και μεταναστών κι  είναι ευθύνη των ευρωπαϊκών αλλά και των εθνικών θεσμών να εργαστούν για την επίλυσή τους. Αν χάσουμε όμως την ανθρωπιά μας τι θα μας έχει  απομείνει;

Τι σημαίνει για εσάς η λέξη πατριώτης, μία λέξη που έχει κατά τη γνώμη μου κακοπάθει στα χείλη εξτρεμιστών κάθε είδους;
Όντως πρόκειται για μια από τις πιο κακοπαθημένες έννοιες. Ας συμφωνήσουμε πρώτα από όλα για το τι δεν είναι  Πατριώτης. Δεν είναι σίγουρα  αυτός που θεωρεί ότι ανήκει στον περιούσιο λαό, στο ανάδελφο έθνος που όλοι το απειλούν και όλοι το επιβουλεύονται. Δεν είναι αυτός που με εθνικιστικές κραυγές ξερνά περιφρόνηση και μίσος  για τον «Άλλο», τον διαφορετικό. Δεν είναι αυτός που εξαντλεί την αγάπη του στην πατρίδα σε γραφικότητες, πλαστικά σημαιάκια στις παρελάσεις και συλλαλητήρια με λάβαρα για το Μακεδονικό.
Πατριώτης είναι όποιος και όποια μελετά την ιστορία της χώρας του χωρίς παρωπίδες, όποιος και όποια συμμετέχει ενεργά στα κοινά, νοιάζεται για τη γειτονιά του, την πόλη, το περιβάλλον, τον πολιτισμό. Κάθε άνθρωπος που με τη δουλειά του βάζει ένα λιθαράκι στην προκοπή αυτού του τόπου είναι πατριώτης. Κάθε άνθρωπος που επιδιώκει τη συνεργασία με τους γείτονες και εργάζεται για την ειρηνική επίλυση των διαφορών, αυτός είναι για μένα πατριώτης.

Τον Απρίλιο αναμένεται από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το καινούργιο σας βιβλίο. Τι να περιμένουμε;
Μια πρόγευση για την υπόθεση: «Νεαρή δημοσιογράφος φτάνει σε ένα μικρό  παραθαλάσσιο χωριό της μέσα Μάνης για το αφιέρωμα στο βραβευμένο αρχοντικό που λειτουργεί ως πολυτελές ξενοδοχείο. Γρήγορα συνειδητοποιεί  πως πίσω από την τουριστική βιτρίνα κρύβεται το σκοτεινό παρελθόν όχι μόνο του αρχοντικού αλλά και ολόκληρης της περιοχής.»
 Όπως αντιλαμβάνεστε και σε αυτό το βιβλίο η  Ιστορία θα είναι  και πάλι παρούσα!

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below