Η πρώτη, η Maria Grazia Chiuri, είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior. Η δεύτερη, η κόρη της, Rachele Regini, 24 χρόνων, την ξανασυναντά εκεί με την ιδιότητα της πολιτιστικής συμβούλου σε θέματα που αφορούν την εποχή μας: ζητήματα φύλου, πολιτιστικής ταυτότητας και περιβάλλοντος. Δύο γυναίκες αποφασισμένες και δεμένες από την ίδια έντονη επιθυμία να απελευθερώσουν το σώμα και τη μόδα από το ζυγό τους. Αυτές οι γυναίκες που σπάνια δίνουν συνεντεύξεις μαζί δέχτηκαν να το κάνουν τώρα, για εμάς.
Από την Catherine Castro Φωτογραφίες Inès Manai
Oταν τη συναντάς για πρώτη φορά, μια λέξη έρχεται στο μυαλό σου: «ηφαίστειο». Oχι μεγαλόσωμη, αλλά σίγουρα επιβλητική, η Maria Grazia Chiuri δεν έχει ανάγκη το κολ μολύβι-φετίχ της για να υπογραμμίσει τη φωτιά που καίει στο βάθος των ματιών της. Μαλλιά πλατινέ πιασμένα με κορδέλα, γυμνά πόδια μέσα σε μινιμαλιστικά μαύρα σανδάλια, λευκό T–shirt και τζιν, τι άλλο; Ένα δαχτυλίδι με νεκροκεφαλή του Attilio Codognato, μυθικού Βενετσιάνου κοσμηματοπώλη. Ένα παράδοξο, μια γυναίκα της επανάστασης και των άκρων, που κατάφερε να σταθεί στο ύψος της απέναντι στους ισχυρούς άνδρες της πολυτέλειας που της έδωσαν δουλειά. Μία κατηγορία από μόνη της. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior, στο τιμόνι του οίκου υψηλής ραπτικής εδώ και τέσσερα χρόνια, διάλεξε ξεκάθαρα την κατηγορία της και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή του φαίνεσθαι. Το να είναι ο εαυτός της και τίποτε άλλο παρά ο εαυτός της, χωρίς καμία προσποίηση, με όλα όσα εκείνη αντιπροσωπεύει, το ταλέντο, την ελευθερία, την κουλτούρα. Το πάθος. Η Maria Grazia λέει ότι το ρούχο είναι το πρώτο σπίτι του σώματος. Βλέποντάς την, σκέφτεται κανείς γι’ αυτή ότι το πιο όμορφο ρούχο για μια γυναίκα είναι η εξυπνάδα της. Και βλέποντάς την πλάι στην κόρη της Rachele Regini κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης σκέφτεται κανείς ότι η αγάπη που δένει αυτές τις δύο γυναίκες είναι το Νο 1 πλεονέκτημά τους. Η Rachele, 24, επανασυνδέεται με τη Maria Grazia στον οίκο Dior, στη θέση της πολιτιστικής συμβούλου. Μεγαλόσωμη και εντυπωσιακή μέσα στο denim της, που συνδύασε με έναν δερμάτινο κορσέ σε χρώμα ταμπά, είναι ένα μικρό ηφαίστειο με μάτια που καίνε σαν φωτιές, όπως εκείνα της μητέρας της. Καθώς ποζάρουν μπροστά στο φακό, παρακολουθούμε μια ζωντανή ένωση. Τα πρόσωπα τους λιώνουν σαν ένα χωνάκι Ιταλικό παγωτό βανίλια, τα χαρακτηριστικά τους μαλακώνουν και γίνονται πιο αχνά, είναι σκέτη τρέλα πόση δύναμη μπορεί να κουβαλά ένα βλέμμα. Το βλέμμα της Maria Grazia Chiuri είναι του ανθρώπου που όχι μόνο μπορεί να διακρίνει τα πράγματα, αλλά μπορεί και να εμπνέει δύναμη σε εκείνους που νομίζουν ότι δεν έχουν καθόλου: τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται για τις συλλογές της, τεχνίτες από την Αφρική, την Ινδία και την Πούλια, τις γυναίκες που εκείνη μεταμορφώνει όχι σε κούκλες από σιλικόνη αλλά σε ελεύθερες υπάρξεις που προχωρούν στη ζωή με μεγάλες δρασκελιές. Μαζί της η μόδα γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, δεν είναι πια απλώς παραγωγή πανέμορφων, πανάκριβων ρούχων. Πέρα από τις κολεξιόν με τα ρούχα της, τόσο όμορφα και τόσο εύκολα να φορεθούν έξω στο δρόμο ακόμη και από το πρωί, αυτό που η Ιταλίδα που πατά τόσο γερά στη γη προτείνει στις γυναίκες είναι ένα ταξίδι. Μια εξερεύνηση της σχέσης μας με τον κόσμο, με τους άλλους, με τον ίδιο μας τον εαυτό, με τους κώδικες. «We should all be feminists» δήλωσε το 2016 πάνω σε ένα T-shirt των 550 ευρώ, μια επιτυχία που έγινε viral και την είδαμε στη συνέχεια να εμφανίζεται στις πορείες των φεμινιστριών ενάντια στον Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Θα έπρεπε να είμαστε όλοι φεμινιστές» είναι η φράση της συγγραφέως από τη Νιγηρία Chimamanda Ngozi Adichie με την οποία η Chiuri επίλεξε να συνεργαστεί για την πρώτη της συλλογή στον Dior, δείχνοντας τη διάθεσή της. Η καλλιτεχνική διευθύντρια αυτού του οίκου υψηλής ραπτικής με το τεράστιο κοινό παγκοσμίως σκόπευε να εργαστεί για την αποδόμηση των στερεοτύπων, την ανατροπή των συνόρων, να ανεβάσει στις πασαρέλες την ίδια την εποχή μας με όλα τα ζητήματά της και να τα κάνει όλα αυτά με απόλυτη χάρη. Είναι αδιανόητη η δύναμη ενός ρούχου. Τέσσερα χρόνια και μία πανδημία μετά, η δουλειά της Maria Grazia προκαλεί με την εμπορική της επιτυχία. Συναντήσαμε μάνα και κόρη μερικές ημέρες πριν από την πιο πρόσφατη επίδειξη. Η Maria Grazia το έσκασε για λίγο από τη φωτογράφηση για να βγει να καπνίσει στην ταράτσα του γραφείου της, ταράτσα που η ίδια έχει σχεδιάσει σαν ιταλικό κήπο και θυμίζει το σπίτι της στη Ρώμη. Λιόδεντρα, μέντες, λεμονιές και στο βάθος ο Πύργος του Αϊφελ. Ανάγκη για αέρα. Μέσα σε μία εβδομάδα, το Παρίσι θα ζούσε την πρώτη Εβδομάδα Μόδας μετά την καραντίνα. Η σκηνογραφία του ντεφιλέ του Dior για την άνοιξη του 2021 θα είναι κρυπτογραφική. Στο πόντιουμ τα μοντέλα, όχι μόνο της λευκής φυλής και χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα φύλου, θα παρουσιάσουν αιθέρια ενδύματα που εκφράζουν μια μόδα που ακούει όσα συμβαίνουν στον κόσμο γύρω της. Και για το φινάλε, η έκρηξη στο πρόσωπο ενός ακτιβιστή της Extinction Rebellion (σ.σ.: κοινωνικοπολιτικό κίνημα που χρησιμοποιεί μη βίαιη αντίσταση για να διαδηλώσει για την κλιματική αλλαγή), που κρατά μια σημαία: «Είμαστε όλοι θύματα της μόδας», μια φράση που θα μας κάνει να σκεφτούμε: Άραγε αυτή η υγιής διαμαρτυρία δεν θα ήταν πιο ταιριαστή στην πασαρέλα ενός brand της fast fashion; Σίγουρα, αλλά σε κάθε περίπτωση η Maria Grazia και η μούσα της, η Rachele, κάτι θα κερδίσουν από αυτό. Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο πως η γιορτή της υπερβολής που ήταν μέχρι σήμερα η Fashion Week μοιάζει πλέον κάτι που αντηχεί σαν παραδοξότητα μιας εποχής που έχει παρέλθει.
Ο κόσμος σήμερα «είναι σαν θρησκεία χωρίς εκκλησίες», λέει με θλίψη η Maria Grazia τραβώντας μια ρουφηξιά από το Chesterfield που καπνίζει. Η υγειονομική κρίση σημάδεψε έντονα τη δημιουργό που έκανε δική της τη λατινική έκφραση «memento mori», «θύμιζε στον εαυτό σου τη θνητότητά του». Αυτές οι λέξεις, που μουρμούρισε ένας σκλάβος στ’ αυτιά των θριαμβευτών Ρωμαίων στρατηγών για να τους υπενθυμίσει να είναι ταπεινοί, είναι το σύνθημα στα δαχτυλίδια Codognato που φοράει. Στην αρχή αυτής της συναρπαστικής συνάντησης αποφασίζουμε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι αυτές οι λέξεις πρέπει να γίνουν η υπογραφή της Maria Grazia. Μετά από δύο ώρες κουβέντας τις αποχωρίζομαι έχοντας μείνει με την εντύπωση ότι εισέπραξα ένα μεγάλο και θαυμάσιο χαστούκι. Ανέλπιστα.
Maria Grazia, από τη στιγμή που αναλάβατε στον Dior, αμφισβητήσατε τη γυναικεία ταυτότητα. Είναι η έννοια της θηλυκότητας ανέκαθεν έγκυρη;
MARIA GRAZIA CHIURI: Έχει τόσες εκφάνσεις μέσα μας, τόσες αντιφάσεις, όλα αυτά δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε μία μόνο άποψη περί θηλυκότητας.
RACHELE REGINI: Είναι ο κόσμος των λέξεων που έχουν δημιουργηθεί για να χωρίζουν τα φύλα. Ένας τύπος ενδυμάτων πηγαίνει σε αυτό το κουτί, του θηλυκού, και ένας άλλος στο κουτί του αρσενικού και όλοι αισθάνονται ασφαλείς. Βρίσκω κάτι παραπάνω από γελοίο να μην αμφισβητείς τις δομές που έχεις κληρονομήσει.
M.G.C.: Αυτό ακριβώς είναι ακόμη πιο αστείο, ειδικά σήμερα. Η πανδημία επηρέασε σε βάθος τις σχέσεις μας όχι μόνο με τους άλλους, αλλά και εμάς τις ίδιες, τον εαυτό μας και το σώμα μας. Αναγκασμένες καθώς ήμασταν να μείνουμε σπίτι, στερηθήκαμε την ανθρώπινη επαφή, που μας βοηθά να υπάρξουμε και μας καθορίζει. Κοιταζόμαστε στον καθρέφτη χωρίς τις αναφορές, τις δομές, με μια λέξη, χωρίς τα «κουτιά» μέσα στα οποία μπαίνουμε γιατί μας βοηθούν να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, είναι δύσκολο. Επιτέλους, είναι το ίδιο σημαντικό να έχεις μια καλή σχέση με τους άλλους όσο και με τον εαυτό σου.
R.R.: Αυτός είναι ο κανόνας Νο 1.
Συμφωνείτε με τον κανόνα Νο 1;
M.G.C.: Ναι, απολύτως. Μπορώ να τα καταφέρω καλύτερα, αλλά έχω μια καλή εικόνα του εαυτού μου. Δούλεψα πολύ για να φτάσω ως εδώ. Είναι πολύ περίπλοκο να έχεις μια καλή σχέση με τους άλλους αν δεν αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου.
R.R.: Είναι δύσκολο για μένα. Είμαι των άκρων.
Θεωρείτε τη μητέρα σας πρότυπο;
R.R.: Ναι, φυσικά. Όχι. (γελάει) Ναι, είσαι πρότυπο. Και το στυλ σου. Φανταζόμαστε τα πρότυπα ως κάτι το τέλειο. Η μητέρα μου είναι το πρότυπό μου ακριβώς γιατί δεν είναι τέλεια και δεν τη νοιάζει. Εγώ πιέζω τον εαυτό μου για να γίνω η καλύτερη σε κάθε τομέα. Εκείνη μου έδειξε ανέκαθεν πως μπορείς να μην είσαι τέλειος και παρ’ όλα αυτά να καταφέρνεις αυτό που θέλεις.
M.G.C.: Αυτή η πίεση, ειδικά για τη νέα γενιά, να είναι πρώτοι σε όλα δεν είναι κάτι καλό. Μου φαίνεται πιο ουσιαστικό το να εκτιμάς και να απολαμβάνεις αυτό που κάνεις.
Αυτό σημαίνει να είναι κανείς ελεύθερος;
M.G.C.: Όχι μόνο αυτό. Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει ανάγει σε υπέρτατο ιδανικό την ευδαιμονία.
R.R.: Ναι, νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με την ελευθερία. Γιατί το να κάνεις ό,τι θέλεις σημαίνει να είσαι ελεύθερος σε σχέση με τους άλλους, σε σχέση με την κοινωνία που σου λέει τι έχεις δικαίωμα να κάνεις και τι όχι. Είναι δύσκολο να το καταφέρεις αυτό.
M.G.C.: Δεν έχει να κάνει καθόλου με την ηλικία, όπως κάποτε. Το κόλπο είναι να λες στον εαυτό σου ότι κάθε μέρα μπορείς να κάνεις κάτι καινούριο. Να επιλέξεις να συνεχίσεις την πορεία σου αντί να μείνεις στάσιμος εκεί που έφτασες. Δεν ξέρω που πηγαίνω, δεν με νοιάζει. Απολαμβάνω καθημερινά το δρόμο που διάλεξα.
Από πού προέρχεται αυτό το όραμα ζωής;
R.R.: Από δέκα χρόνια ψυχοθεραπείας, αγαπητή!
M.G.C.: Είναι αλήθεια, χωρίς αμφιβολία οφείλεται και σε αυτό, αλλά η προσέγγισή μου δεν ήταν ποτέ πολύ διαφορετική. Θα έλεγα ότι σήμερα είμαι πολύ πιο συνειδητοποιημένη.
Κι εσείς απολαμβάνετε τη διαδρομή ή βλέπετε έναν στόχο;
R.R.: Είμαι περισσότερο το είδος ανθρώπου που επιδιώκει όσα θέλει. Παλιά, είχα μία λίστα: να τελειώσω το πανεπιστήμιο στα 23, να αρχίσω το μεταπτυχιακό μου τον επόμενο χρόνο, να κάνω το ένα, να κάνω το άλλο. Κάποια στιγμή η μητέρα μου μου είπε «Σταμάτα».
M.G.C.: Φτάνει.
R.R.: Γι’ αυτό τα πάμε τόσο καλά οι δυο μας. Εκείνη είχε το θάρρος, και λέω θάρρος γιατί μπορώ να γίνω πολλή επιθετική, να με πιάσει από τους ώμους εν ολίγοις και να πει: «Αρκετά».
M.G.C.: Οφείλουμε στ’ αλήθεια να σκεφτούμε αυτό που περιμένουμε από τη ζωή μας. Κάνουμε πολλά πράγματα γιατί πιστεύουμε ότι έτσι πρέπει να γίνει, και ότι αν κάναμε κάτι διαφορετικό θα προξενούσαμε την προσοχή ή ακόμη και την κριτική των άλλων. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να το δούμε με τα ίδια μας τα μάτια, όχι με τα μάτια των άλλων. Αυτό είναι το νόημα της δουλειάς μου. Σας προτείνω εμφανίσεις για να παίξετε με αυτές.
R.R.: Εν ολίγοις, λες: «Δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να είσαι γοητευτική, να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Μπορείς να είσαι πολλαπλές εκδοχές του εαυτού σου».
Συμφωνείτε με την Chimamanda Ngozi Adichie που είπε ότι ένα T–shirt με στάμπα «We should all be feminists» δεν πρόκειται να αλλάξει τον κόσμο;
M.G.C.: Ναι, μοιάζει δύσκολο. Αλλά κάθε μία από εμάς, με το ταλέντο της, μπορεί να παίξει το ρόλο της, να βάλει τα δυνατά της. Η δουλειά μου εκτείνεται πέρα από το σχεδιασμό μιας συλλογής, είναι η αποστολή μου. Θέλω να χρησιμοποιήσω το γεγονός ότι δουλεύω για τον Dior σαν μία ευκαιρία να εκφράσω το όραμά μου για τον κόσμο, να δώσω φωνή στις γυναίκες, να βοηθήσω εταιρίες που εκπροσωπούν κάτι σημαντικό να γίνουν πιο γνωστές.
Έχει πια νόημα να ασχολείται κανείς με τη μόδα μέσα σε αυτή την κρίση που ζούμε;
M.G.C.: Η μόδα δεν έχει να κάνει μόνο με τα ρούχα, μιλάει για την εποχή της, την ερμηνεύει. Μπορεί κανείς να στοχάζεται μέσω της μόδας. Δείτε όλα όσα συμβαίνουν με την πολιτισμική οικειοποίηση, το φύλο των ανθρώπων. ‘Ολο αυτό το σκεπτικό βρίσκεται στο κέντρο της δουλειάς μας.
R.R.: Η μόδα μιλάει για την ταυτότητα. Και για το περιβάλλον. Μέρος της ταυτότητάς μας έχει να κάνει με το περιβάλλον στο οποίο ζούμε.
M.G.C.: Πάρτε, για παράδειγμα, το ύφασμα. Ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που κατασκεύασαν οι άνθρωποι. Η ιστορία της υφαντικής, της κλωστοϋφαντουργίας είναι η ιστορία της ανθρωπότητας.
Η μόδα δεν έχει να κάνει μόνο με τα ρούχα, μιλάει για την εποχή της, την ερμηνεύει. Μπορεί κανείς να στοχάζεται μέσω της μόδας. Δείτε όλα όσα συμβαίνουν με την πολιτισμική οικειοποίηση, την ταυτότητα φύλου.
Maria Grazia, φοράτε τζιν κι ένα λευκό T–shirt. Εσείς, Rachele, μία πολύχρωμη μίνι φούστα και ένα λευκό T–shirt. Τι λέει για εσάς αυτή η επιλογή ρούχων;
M.G.C.: Τα ρούχα είναι το πρώτο σπίτι του σώματος. Διάλεξα να φορέσω ρούχα μέσα στα οποία το σώμα μου αισθάνεται καλά και με κάνουν να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Δεν με απασχολεί τίποτε άλλο πέρα από την άνεση.
R.R.: Αισθάνομαι το ίδιο για τα παπούτσια. Απεχθάνομαι το να μην μπορώ να περπατήσω, να κινηθώ, να με εμποδίζουν σε όλα αυτά τα παπούτσια που φοράω.
Δεν θέλετε τίποτα να σταθεί εμπόδιο στην πορεία σας…
R.R.: Ούτε να μας σταματήσει, ούτε να μας εμποδίσει, ούτε να μας παγώσει. Και να είμαστε ξανά στο πεδίο της θηλυκότητας. Παραδοσιακά, αν είσαι γεμάτη θηλυκότητα δεν κινείσαι, όλα τα ρούχα σου εφαρμόζουν.
M.G.C.: Για μένα, το να προμοτάρω την ιδέα μιας γυναίκας που δεν αισθάνεται ελεύθερη είναι αδιανόητο.
Μα έχετε σχεδιάσει έναν κορσέ, όχι; Δεν είναι αντιφατικό αυτό;
M.G.C.: Μια γυναίκα είναι ελεύθερη να φορέσει έναν κορσέ αν αυτό θέλει. Αλλά πρέπει να μπορεί να τον φορέσει έξω στο δρόμο. Αυτός που δημιούργησα είναι πολύ ελαφρύς και άνετος.
R.R.: Ο κορσές είναι μεγάλη συζήτηση στη μόδα σήμερα. Αν βάλεις έναν κορσέ στη συλλογή σου, ακόμη και αν δεν καταπιέζει το σώμα, δεν είσαι φεμινίστρια.
Πολιτικά, ο κορσές παραμένει ένα σύμβολο καταπίεσης των γυναικών;
M.G.C.: Μα γιατί να μη σχεδιάσω έναν κορσέ; Αυτό που δεν μου αρέσει και που είναι ένας από τους λόγους που συνεργάστηκα με την Chimamanda είναι το στερεότυπο ότι μια φεμινίστρια δεν μπορεί να είναι θηλυκή, δεν μπορεί να φορά κραγιόν, τακούνια ή ντεκολτέ. Ένα ρούχο παραμένει μια μεταμφίεση, ένα παιχνίδι! Μας επιτρέπει να φλερτάρουμε με τις διαφορετικές εκδοχές της προσωπικότητάς μας. Γιατί να μην έχω την ελευθερία να ντυθώ σαν τη βασίλισσα Ελισάβετ αν αυτό είναι που επιθυμώ;
R.R.: Έτσι κι αλλιώς, μέσα στον κορσέ που σχεδίασες μια γυναίκα μπορεί να αναπνεύσει, αυτό είναι που τον διαφοροποιεί, που τον κάνει μοναδικό. Και δεν χρειάζεσαι κάποιον άλλο για να τον φορέσεις. Στις δημιουργίες της Maria Grazia υπάρχει η επιθυμία να απομακρυνθούμε από οτιδήποτε πολύπλοκο, να είμαστε φεμινίστριες και να φοράμε κορσέ, να σχεδιάζουμε ψηλά τακούνια, να συνεργαζόμαστε με μοντέλα με διαστάσεις κούκλας μοδίστρας και όχι με άλλα μεγέθη. Η δουλειά της εξερευνά τον κόσμο στον οποίο ζούμε, έναν κόσμο γεμάτο από συμβιβασμούς, μπορούμε πάντα να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε τα πράγματα, έτσι δεν είναι;
M.G.C.: Έτσι είναι, τίποτα δεν είναι άσπρο – μαύρο. Ας αφήσουμε τις απλοποιήσεις κατά μέρος, η πραγματικότητα είναι υπερβολικά πολύπλοκη. Φυσικά, πάντα θα υπάρχει κόσμος που θα πιστεύει πώς -ό,τι κάνουν πολλοί σχεδιαστές μόδας- είναι επιφανειακό, επιπόλαιο.
Από αυτή την άποψη, πιστεύετε ότι το τέλος της μόδας είναι βέβαιο;
M.G.C.: Λατρεύω στ’ αλήθεια τη μόδα. Και η μόδα είναι την ίδια στιγμή πόθος. Είναι γνωστό ότι η βιομηχανία της μόδας έχει συνέπειες για το περιβάλλον. Είναι λύση το να σταματήσουμε να παράγουμε το παραμικρό; Είμαστε άνθρωποι, οι επιθυμίες μας μας κινητοποιούν. Ως σχεδιαστές πρέπει να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στο ακανθώδες ζήτημα του αποτυπώματος στο περιβάλλον και της επιθυμίας μας να δημιουργήσουμε.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις που έχει η βιομηχανία της μόδας στο περιβάλλον είναι αδιαμφισβήτητες…
Μ.G.C.: Είναι περίπλοκο το θέμα. Τόσο οι επιπτώσεις όσο και η προσπάθεια για βιωσιμότητα δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα ρούχα, αλλά και με την εργασία των ανθρώπων που απασχολούνται σε αυτούς τους τομείς. Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο. Προφανώς, αυτό το πολιτικό σύστημα έχει το μέγιστο αρνητικό αποτύπωμα για το περιβάλλον. Ωραία, αλλά πιστεύει κανείς πώς όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή; Κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει αυτό. Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε τρόπους συμβιβαστούμε και να ελαττώσουμε το αποτύπωμά μας ενώ συνεχίζουμε να δίνουμε δουλειά στον κόσμο.
Rachele, η γενιά σου γεννήθηκε μέσα στην κλιματική κρίση. Ποια είναι η άποψή σου για το κόστος που έχει για το περιβάλλον η μόδα;
R.R.: Η βιομηχανία της μόδας επεκτείνεται σε πολλές διαφορετικές πραγματικότητες – για παράδειγμα, στην παραγωγή. Η παραγωγή στην Ευρώπη δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η γενιά μου βρίσκει πως η μόδα στην ολότητά της είναι ένα και το αυτό πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολλά. Μπορεί μια γυναίκα να αγοράζει vintage ρούχα ή ρούχα που αντέχουν στο χρόνο, αλλά η επιθυμία για τη μόδα παραμένει γνήσια.
M.G.C.: Δεν πρέπει να πιστεύουμε πώς υπάρχει μόνο μία λύση ούτε ότι είναι τόσο εύκολο να βρεθεί. Το σημαντικό είναι να κάνει ο καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί.
R.R.: Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που εργάζονται σε αυτή τη βιομηχανία. Έστω ότι αποφασίζουμε να σταματήσουμε την παραγωγή σε κάποιο μέρος. Τι θα απογίνει όλος αυτός ο κόσμος που εργάζεται εκεί; Έχουν ανάγκη αυτό το 1 ευρώ την ώρα, πώς θα βρουν άλλη δουλειά; Ας δούμε τι σημαίνει βιωσιμότητα και για τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με το αγγλικό περιοδικό «Grazia» η Rachele είναι «το μυστικό όπλο της Maria Grazia».
M.G.C.: (Εκείνη γελά λάμποντας από χαρά) Α, ναι! Η Rachele είναι μια λέαινα.
Rachele, εργάζεστε στον Dior, στη θέση της συμβούλου πολιτιστικών θεμάτων, σωστά;
R.R.: Ναι, στην πραγματικότητα η δουλειά μου είναι να συνεχίσω τη συζήτηση σε σχέση με το φύλο, την πολιτισμική οικειοποίηση, όλα αυτά τα θέματα για τα οποία, κατά βάθος, κανείς δεν νοιάζεται. Και την ίδια στιγμή φροντίζω ώστε κάθε κολεξιόν ακολουθεί το πρόγραμμα της συμπερίληψης.
Συγκεκριμένα, πώς ακριβώς συνεργάζεστε με τον οίκο;
R.R.: Ξεκινάμε με βιβλία, ταινίες. Η Maria Grazia ορίζει το κυρίως θέμα της αναζήτησης. Για την πρόσφατη Cruise collection ήταν η Απουλία, όλα όσα μάθαμε από αυτήν και η σύνδεση της Maria Grazia με την περιοχή. Συζητάμε πολύ. Θυμήθηκα ένα βιβλίο το «South and Magic» του De Martino, που μεταδίδει όλη την ενέργεια της περιοχής και κατέληξε να γίνει ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα αναφοράς που έθρεψε την έμπνευσή μας. Παρακολούθησα επίσης το «Portrait of the Girl on Fire» της Céline Sciamma. Η σκηνή στην παραλία με τις ηθοποιούς να φοράνε αυτά τα ωραία φουλάρια υπήρξε μεγάλη πηγή έμπνευσης για το στυλιζάρισμα των μαντηλιών στην επίδειξη μόδας.
M.G.C.: Η πρώτη της αντίδραση ήταν να αρνηθεί τη θέση.
R.R.: Όταν δουλεύουμε, με αντιμετωπίζει ως επαγγελματία, τίποτε άλλο. Μερικές φορές χρειάζεται να της θυμίσω ότι είμαι η κόρη της.
Όταν δουλεύουμε με αντιμετωπίζει ως επαγγελματία, τίποτε άλλο. Μερικές φορές χρειάζεται να της θυμίσω ότι είμαι κόρη της.
Είστε πολύ απαιτική;
M.G.C.: Είμαι πολύ αυστηρή με τους συνεργάτες μου, με τους πάντες. Γιατί είμαι έτσι και με τον εαυτό μου.
Τι σας προσφέρει η Rachele;
M.G.C.: Μου λέει πάντα την αλήθεια, χωρίς καμία διάθεση να με κολακέψει. Με βοηθά να μη χάνω την επαφή μου με την πραγματικότητα, να μη μένω κλεισμένη στη φούσκα μου.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με μία λέξη;
R.R.: ‘Εντονη.
M.G.C.: ‘Εντονη. Είμαστε μα οικογένεια μέσα στις εντάσεις. Συζητάμε καθημερινά τη σχέση μας, δεν εφησυχάζουμε ποτέ, δεν έχουμε μια χλιαρή σχέση.
Rachele, δεν είναι τρομακτικό να μεγαλώνεις πλάι σε μια τόσο δυναμική μητέρα;
R.R.: Θέλει δουλειά, αλλά δεν είναι τρομακτικό. Δεν είναι εύκολο να με έχεις κόρη. Είναι μια μαμά σπουδαία, την ξέρω καλά ως άνθρωπο. Είναι η μαμά μου, αλλά είναι και μια προσωπικότητα.
Και τι είδους κόρη είναι η Rachele;
M.G.C.: Με τη δική της δυναμική προσωπικότητα. Πολύ σκληρή με τον ίδιο της τον εαυτό και μερικές φορές και με τους άλλους. Ελπίζω να βρει την ισορροπία.
Μεγαλώσατε τα παιδιά ενώ εργαζόσασταν πολύ σκληρά. Έχετε την εντύπωση ότι ως μητέρα δεν ήσασταν αρκετά διαθέσιμη;
M.G.C.: Καθόλου.
R.R.: Ο αδερφός μου κι εγώ περνάμε πολύ χρόνο με τον πατέρα μας, αλλά εκείνη δεν ήταν ποτέ μακριά μας. Εργάζεται σκληρά, το ίδιο και ο πατέρας μου, είναι φυσιολογικό. Δεν θα μου άρεσε να την είχαμε μέσα στα πόδια μας όλη την ώρα. Θα ήταν εφιάλτης!
M.G.C.: Υπήρξαν συγκεκριμένες στιγμές στη ζωή μου που ένιωσα την επιθυμία να σταματήσω να δουλεύω. Ο Πάολο, ο σύζυγός μου, δεν το βρήκε τόσο καλή ιδέα. Όταν γεννήθηκε ο Νικολό, χρειάστηκε επίσης να κάνω ένα διάλειμμα. Στην αρχή ο Πάολο μου είπε: «Φτάνει, γύρνα στον καθημερινό μόχθο».
Το ντεφιλέ Dior 2020-2021 πραγματοποιήθηκε στην Πούλια, τη γενέθλια πόλη σας. Γιατί εκεί;
M.G.C.: Ένας οίκος όπως ο Dior έχει την απαραίτητη ευαισθησία για να εδραιώσει ένα διάλογο με τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα σε κάθε χώρα και να προάγει αυτόν το διάλογο. Είναι σημαντικό, ειδικά αυτή την εποχή που το ζήτημα της πολιτιστικής οικειοποίησης συζητιέται τόσο πολύ. Από τη θέση μου στον Dior θέλω να βοηθήσω να ακουστούν οι δημιουργοί από κάθε γωνιά της Γης, συχνά γυναίκες, που δεν έχει αναγνωριστεί η ομορφιά της δουλειάς τους.
Κάτι τελευταίο, σας είδα να χορεύετε κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης…
M.G.C.: Λατρεύω το να χορεύω.
R.R.: Καμιά φορά τη σταματάω.
M.G.C.: Το να χορεύεις σου δίνει καλή ενέργεια. Είναι ζωτικής σημασίας, ειδικά αυτή την εποχή, όπου δεν έχουμε πολλές αντοχές. Χορέψαμε πολύ στο σπίτι μας κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Τι θα σας έκανε να πεταχτείτε από την καρέκλα και να χορέψετε σε δύο δευτερόλεπτα;
M.G.C.: Donna Summer, Diana Ross… Ανήκω στη γενιά της disco, τις λατρεύω.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου του Marie Claire