Από τον Βασίλη Δημαρά 

Πηγαίνοντας στο ραντεβού με την Αγάπη Μιχελή, στο χαριτωμένο «Ohh Boy» στην Αρχελάου, στο Παγκράτι, υπήρχε ένα δίλημμα στο μυαλό μου: να ζητήσω crumble cheesecake ή μηλόπιτα; «Μα μηλόπιτα, δεν τίθεται θέμα συζήτησης», μου λέει η Αγάπη ενώ με περίμενε πίνοντας ήδη έναν cappuccino στο μεγάλο κεντρικό τραπέζι της σάλας. Την Αγάπη τη γνωρίσαμε στο μαγειρείο «Η Λόντζα της Γειτονιάς» στα Εξάρχεια, όπου ετοιμάζει καθημερινά πιάτα με ζεστή νοστιμιά. Για περίπου οκτώ χρόνια μαγείρευε στη δανέζικη πρεσβεία και πλέον έχει αναλάβει και το μενού του all day «Ohh Boy». Προτιμά να την αποκαλούν μαγείρισσα καλύτερα και όχι σεφ. Είναι χειμαρρώδης, αυθόρμητη, ονειροπόλα. Αντιμετωπίζει τη ζωή χωρίς φόβο, της αρέσει ο σκέτος καφές και τα σκέτα ποτά, τα απλά πράγματα, απεχθάνεται τα στεγανά single μητέρα και αγαπά την 9χρονη κόρη της όσο τίποτα.

Το μικρόβιο της μαγειρικής ήταν πάντα στο αίμα της. «Στο σπίτι δεν είχαμε την κλασική φιγούρα της μαμάς μέσα στην κουζίνα. Μου έλειπε αυτό και επειδή ήμουν πολλές ώρες μόνη ήθελα να κάνω κάτι για να απασχολούμαι. Eτσι έμπαινα στην κουζίνα και ετοίμαζα διάφορα. Hταν ένας τρόπος να δίνω χαρά στους δικούς μου αλλά και να τη λαμβάνω. Στην κουζίνα ένιωθα πάντα άνετα και ζεστά. Hταν ο χώρος μου», εξομολογείται η Αγάπη. Βέβαια είχε να μοιάσει, μια και τόσο ο παππούς όσο και ο πατέρας της ήταν καλοί στη μαγειρική.

«Τον πατέρα δεν τον έβλεπα συχνά και όταν ερχόταν μπαίναμε πάντα στην κουζίνα να φτιάξουμε κάτι. Hταν ένας τρόπος να περάσουμε ώρες μαζί». Στα 21 της χρόνια βρέθηκε να μαγειρεύει για τη δανέζικη πρεσβεία. «Τυχερό ήταν», αναφέρει. «Eμαθα ότι θα άνοιγε η θέση και ήμουν από τους πρώτους που έστειλαν βιογραφικό. Επειτα από δύο μήνες δοκιμασιών, πήρα τη θέση». Στα οκτώ χρόνια που έμεινε στην κουζίνα της πρεσβείας έφτιαξε ένα ελληνικοδανέζικο mix and match συνδυάζοντας τις δύο κουζίνες σε μία, χωρίς όμως πολλά μπαχαρικά και μυρωδικά. Εκανε τους Δανούς να αγαπήσουν τα όσπρια, που δεν τα γνώριζαν αλλά και τις πίτες. Εμαθε πολλά και εξελίχθηκε τόσο ως άνθρωπος όσο και ως μαγείρισσα.

Στα δύο χρόνια που είναι στην πρεσβεία, αποκτά την κόρη της Αριάδνη. Και εκεί αρχίζουν λίγο τα δύσκολα. «Ημουν μόλις 22 στα 23, χωρίς χρήματα ή οικογενειακό back up. Ετσι είχα την Αριάδνη στο μάρσιπο ή στο relax από δύο μηνών στην κουζίνα μαζί μου», αναφέρει. Οι φιλοδοξίες της μπαίνουν για λίγο στην άκρη και αυτό την αποδιοργανώνει.

«Ξαφνικά η δημιουργικότητα και το πάθος μου περιορίστηκαν. Hμουν ασυγκέντρωτη και ακριβώς επειδή με ενδιέφερε πολύ η δουλειά μου, δεν μπορούσα πια να δίνω το 100% που ήθελα. Eπρεπε να βρω μια ισορροπία. Δεν τα παράτησα όμως. Σύντομα συνειδητοποίησα κάτι πολύ σημαντικό: οι γυναίκες που δεν περιμένουν ένα παιδί να τις ολοκληρώσει ή να τις κάνει ευτυχισμένες είναι συνήθως αυτές που αισθάνονταν όμορφα πριν από τη μητρότητα γιατί είχαν βρει τη χαρά στην εργασία και κατ’ επέκταση στη ζωή. Οταν αυτό συμβαίνει, η ισορροπία δεν αργεί να έρθει. Δεν πέφτεις πια σε τίποτα με τα μούτρα έχοντας μεγάλες προσδοκίες». Κι έτσι έκανε. Απενοχοποίησε τον τίτλο της εργαζόμενης μητέρας που κουβαλάει μια μιζέρια από την κοινωνία κι έφτιαξε το δικό της ρόλο, αυτόν της εργαζομένης που είναι και μητέρα.

Και μετά ήρθε στη ζωή της η «Λόντζα». «Ηταν από αυτά τα πράγματα που έρχονται για να σου αλλάξουν τη ζωή», διαπιστώνει. «Περνούσα μια κατάθλιψη και αναζητούσα τη ρουτίνα που χρειαζόταν η μητρότητα». Αν και δεν ήταν τόσο κοντά στη δική της φιλοσοφία, της θύμισε την παιδική της ηλικία και είπε «ναι» χωρίς να το πολυσκεφτεί. «Αυτό που ήθελε να κάνει ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης, συνιδιοκτήτης, ήταν ένα μαγειρείο. Δεν κάναμε όμως ένα ακόμα new age μαγειρείο. Του δώσαμε τη δική μας προσωπικότητα. Γιατί το φαγητό αν δεν έχει προσωπικότητα, είναι απλώς… φαγητό», μου λέει. Πώς; Παίζοντας με την εποχικότητα, τις προσεγμένες πρώτες ύλες και φυσικά τις συνταγές της Αγάπης. «Τα πιάτα που σερβίρουμε είναι επηρεασμένα από συνταγές γιαγιάδων απ’ όλη την Ελλάδα. Εχει μια πιο σύγχρονη ματιά, χωρίς να είναι βαρύ. Είναι το φαγητό που θα έβρισκες στο σπίτι και ελπίζουμε και ακόμα καλύτερα. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, όλες οι μαμάδες δεν μαγειρεύουν καλά».

Τη ρωτάω αν ήταν επιλογή της να επανδρωθεί η κουζίνα με γυναίκες. «Έτυχε», μου λέει γελώντας. «Ολοι μάς έλεγαν ότι το κάναμε επίτηδες, όμως δεν ήταν πρόθεσή μας και ούτε το επιδιώξαμε. Απλά κούμπωσαν στην ομάδα μας τα συγκεκριμένα άτομα, που τύχαινε να ήταν γυναίκες». Επειτα από λίγο καιρό, έσπασε το μονοπώλιο και στην κουζίνα μπήκαν και άνδρες. «Η εργασία στην κουζίνα είναι από τη φύση της απαιτητική και εξαντλητική. Οχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άνδρες. Δεν ήθελα ποτέ να το δω σεξιστικά, ακόμη και αν ήξερα πως είναι ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα», μου αναφέρει. Τη ρωτάω αν αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι γυναίκες μέσα στην ιεραρχία της κουζίνας και μου απαντά θετικά. «Πρέπει να είσαι κάποια για να σκύψουν το κεφάλι και ακόμη και αν είσαι, μπορεί να βρουν τρόπο να σε υπονομεύσουν. Γι’ αυτό πρέπει να μπαίνεις στην κουζίνα με το κεφάλι ψηλά, με όλη την κρυμμένη σου αυτοπεποίθηση ακόμη και αν δεν είσαι τόσο καλή. Για να το κάνεις αυτό το αγαπάς πολύ και να μην τα παρατάς». Οσο για τη γυναικεία ενδυνάμωση, «πρέπει να στηρίζουμε λίγο περισσότερο η μια την άλλη, νομίζω, γιατί έχουμε ενσυναίσθηση όσον αφορά το σώμα μας και τις ανάγκες του, αυτό έλειπε άλλωστε. Μην αυταπατάστε, όμως, όσο σκληρός μπορεί να γίνει ένας άνδρας με μια γυναίκα, άλλο τόσο μπορεί να γίνει μια γυναίκα προς μια άλλη». 

 

«Μην αυταπατάστε όμως, όσο σκληρός μπορεί να γίνει ένας άνδρας με μια γυναίκα, άλλο τόσο μπορεί να γίνει μια γυναίκα προς μια άλλη».

Με τη μικρή Αριάδνη κάνουν πολλά ταξίδια μαζί και μοιράζονται αρκετό χρόνο. Είναι από τα πράγματα που της δίνουν χαρά. «Στο παρελθόν είχα πολλά χόμπι. Ασχολούμουν με την κεραμική και έφτιαχναν τα δικά μου πιάτα και ποτήρια, γρατζουνούσα το πιάνο στο σπίτι και έπαιζα βόλεϊ. Ομως, το τελευταίο τρίμηνο δεν έχω χρόνο και λυπάμαι που το λέω αυτό – μόνο λίγη γυμναστική κάνω. Ωστόσο, έχω χρόνο για την κόρη μου. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό». Εχει βάλει στόχο να φτιάξει το δικό της βιβλίο μαγειρικής, προτού πατήσει τα 33 – δεν έχει μπει καν σε αυτή τη δεκαετία. «Θέλω να αρχίσω να ταξιδεύω γαστρονομικά, να καταγράφω συνταγές και να τις μαζέψω σε ένα βιβλίο. Είναι ένα παιδικό όνειρο που θέλω να το εκπληρώσω μαζί με την κόρη μου. Δεν με ενδιαφέρει πώς θα πάει εμπορικά. Ας το αγοράσεις μόνο εσύ», μου αναφέρει και γελάει.

Η Αγάπη δεν φοβάται αν τα χάσει όλα και αρχίσει από την αρχή. Το έχει κάνει πολλές φορές. Αυτό που τη φοβίζει είναι να μην παγιδευτεί σε μια καθημερινότητα που δεν θα την εκφράζει. Θέλει να ανοίξει ένα εστιατόριο στην επαρχία, σε ένα νησί, εποχιακό. Να δουλεύει μερικούς μήνες και μετά να επιστρέφει στην Αθήνα και στη «Λόντζα». «Και στο “Ohh Boy”», συμπληρώνει, που είναι πιο κοντά στη δική της μαγειρική φιλοσοφία. Μια φρέσκια και νόστιμη φιλοσοφία που αποτυπώνεται στα πιάτα της. Και όσο για το δίλημμά μου, μπορεί η μηλόπιτα να βγήκε στο τραπέζι, όμως με την κουβέντα ξεχάστηκε. Ετσι μου την έδωσε για το σπίτι μαζί με ένα κομμάτι cheesecake.

Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below