Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανακουφιστικό από το να βλέπεις να κλείνουν χρόνιες ανοιχτές πληγές, που μάλιστα αφορούν παιδιά. Μία από αυτές στη χώρα μας ήταν οι υιοθεσίες και οι αναδοχές, που ταλάνιζαν την κοινωνία επί δεκαετίες. Γραφειοκρατία, απουσία ενιαίου φορέα για να καταγράφει τα παιδιά σε όλες τις δομές, ιδιωτικές και δημόσιες, έλλειψη κοινωνικών λειτουργών και απροθυμία κάποιων δομών παιδικής προστασίας να διευκολύνουν την αποϊδρυματοποίηση των παιδιών είχαν ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση μιας βάναυσης κατάστασης: από τη μία, παιδιά τραυματισμένα ψυχικά να περιμένουν μια οικογένεια που δεν έρχεται και, από την άλλη, εξουθενωμένους υποψήφιους γονείς να αναμένουν ένα παιδάκι για χρόνια ατελείωτα.
«Ακούγεται απίστευτο, αλλά για πολλά χρόνια το κράτος δεν γνώριζε πόσα παιδιά φιλοξενούνται σε δομές προστασίας!» μας λέει η Δόμνα Μιχαηλίδου, υφυπουργός Εργασίας και αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στο ραντεβού μας ένα καλοκαιρινό βράδυ στο κέντρο της Αθήνας. Το πάθος με το οποίο ρίχτηκε σε αυτό το φιλόδοξο και ευαίσθητο project δεν κρύβεται. Έχεις την εντύπωση ότι τα ήδη όμορφα μάτια της λάμπουν λίγο περισσότερο όταν μιλά για τις ημέρες και τις νύχτες, ακόμη και την περίοδο του lockdown, όπου η ίδια και η ομάδα της εργάζονταν για να ολοκληρωθεί η σύνδεση παιδιών και υποψήφιων γονιών για πρώτη φορά μέσω του πληροφορικού συστήματος αναδοχής και υιοθεσίας με τρόπο διαφανή και αποτελεσματικό. Επισκέφτηκε δομές, γνώρισε παιδιά, έκαμψε τις αντιστάσεις πολλών εμπλεκομένων που χρόνια τώρα λειτουργούσαν χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο. «Δεν μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει μέσα στις δομές προστασίας από το γραφείο σου», μας εξηγεί, ενώ αφηγείται ιστορίες από την επαφή της με τα παιδιά, κάποιες πολύ συγκινητικές.
Ήταν ομολογουμένως ένας έντονος χρόνος για τη νέα πολιτικό που τράβηξε αμέσως τα φώτα της δημοσιότητας από την ημέρα της ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης πέρυσι τον Ιούλιο και σχολιάστηκε στα social media για οτιδήποτε εκτός από τη δουλειά της. Απόψε, λίγες ημέρες προτού ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοινώσει το σύγχρονο, διαφανές σύστημα αναδοχής και υιοθεσίας από το Κέντρο Προστασίας του Παιδιού «Η Μητέρα», η Δόμνα Μιχαηλίδου δεν μπορεί παρά να νιώθει ικανοποίηση: ήδη την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου πάνω από 200 παιδιά από τις 82 δομές της χώρας συνδέθηκαν με την κατάλληλη γι’ αυτά οικογένεια για πρώτη φορά μέσα από το εθνικό ψηφιακό σύστημα, μετά την εφαρμογή του Ενιαίου Μητρώου Παιδιών, τις εκπαιδεύσεις ειδικών, γονέων και κοινωνικών λειτουργών.
Ποιο ήταν το κίνητρό σας για να εφαρμόσετε τη νέα πολιτική για την αναδοχή και την υιοθεσία, και μάλιστα εν μέσω πανδημίας;
Οι αναδοχές και οι υιοθεσίες συνδέονται με ιστορίες αποθάρρυνσης στο μυαλό των περισσότερων Ελλήνων. Στο επίκεντρό τους βρίσκεται η χρόνια αναμονή του ζευγαριού μέχρι να προχωρήσει η αίτηση, η στεναχώρια των γονιών λόγω της αποχώρησης του φιλοξενούμενου παιδιού από την οικογένειά τους, ο μεγάλος αριθμός αιτήσεων σε διάφορους φορείς που έπρεπε να ολοκληρώσει το ζευγάρι.
Συνήθως δηλαδή οι ιστορίες για την αναδοχή και υιοθεσία αφορούν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε το ζευγάρι ή μια οικογένεια. Τις περισσότερες φορές τα παιδιά δεν είναι παρά μια μεταβλητή στην πορεία της θλίψης της οικογένειας. Όμως, ξέρουμε καλά πως οποιαδήποτε τέτοια ιστορία έχει δύο πτυχές. Η μία είναι η προσπάθεια συμπολιτών μας να προσφέρουν αγάπη και στήριξη σε παιδιά που το έχουν ανάγκη και δεν τα καταφέρνουν τελικά ή δυσκολεύονται πολύ μέχρι να τα καταφέρουν. Η άλλη -και για μένα πιο σημαντική- αφορά τα παιδιά. Είναι η ιστορία των παιδιών εκείνων που έχουν βρεθεί ως βρέφη σε κάποιο φορέα παιδικής προστασίας, ξεκινούν να πηγαίνουν στο σχολείο, ολοκληρώνουν την εκπαίδευσή τους όσο φιλοξενούνται εκεί και τελικά ενηλικιώνονται χωρίς να έχουν νιώσει την ασφάλεια και τη θαλπωρή που μπορεί να προσφέρει μια οικογένεια.
Οι δύο αυτές πτυχές, η ανάγκη των παιδιών για οικογενειακή φροντίδα και η επιθυμία χιλιάδων συμπολιτών μας να προσφέρουν αγάπη και στήριξη, ήταν για μένα και τους συνεργάτες μου το κίνητρο για να κάνουμε τα πάντα ώστε η ιστορία της αναδοχής και της υιοθεσίας να μετατραπεί σε μια ιστορία χαράς, πληρότητας και αισιοδοξίας. Βασικός μας στόχος ήταν να βρούμε το καλύτερο δυνατό οικογενειακό περιβάλλον για τα παιδιά που φιλοξενούνται σε δομές παιδικής προστασίας. Έτσι, το φθινόπωρο του 2019 δημιουργήσαμε ένα χρονοδιάγραμμα που ακολουθήσαμε ευλαβικά ολοκληρώνοντάς το μάλιστα, παρά την πανδημία, γρηγορότερα από όσο είχαμε υπολογίσει.
Γιατί ήταν τόσο δύσκολη η ολοκλήρωση της διαδικασίας μιας υιοθεσίας όλα αυτά τα χρόνια στη χώρα μας;
Θα πρέπει να ρωτήσετε μάλλον τους προκατόχους μου καθώς, όπως διαπιστώνετε, εμείς καταφέραμε σε έξι μήνες και με τις αντικειμενικές δυσκολίες ενός τριμήνου σε συνθήκες καραντίνας να πραγματοποιήσουμε όλα όσα υποσχεθήκαμε. Φυσικά υπήρχαν εμπόδια, δεν υπήρχε το απαραίτητο προσωπικό, δεν υπήρχε ενιαίος φορέας καταγραφής των παιδιών, δεν υπήρχαν κοινωνικοί λειτουργοί, οι διαδικασίες ήταν αργές. Φανταστείτε ότι το κράτος δεν ήξερε τόσα χρόνια τον ακριβή αριθμό παιδιών που φιλοξενούνταν μέσα στις δομές παιδικής προστασίας. Ήταν μια δύσκολη διαδικασία που απαιτούσε καλό συντονισμό, συνεργασία και ευελιξία για να γίνει κατανοητό σε όλες τις πλευρές πόσο σημαντική είναι η αποϊδρυματοποίηση για τα παιδιά. Πιθανόν οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ήθελαν να ταράξουν τα νερά ή δεν μπόρεσαν να κάμψουν τις αντιστάσεις που υπήρχαν από πολλούς από τους εμπλεκομένους με τις αναδοχές και υιοθεσίες. Είμαι στη δύσκολη θέση να πω ότι την προσπάθειά μας δεν την αγκαλιάζουν όλες οι δομές παιδικής προστασίας. Δηλώνουν υπέρ της αποϊδρυματοποίησης των παιδιών, αλλά τελικά καταγράφουν στο σύστημα ότι το 40% αυτών που φιλοξενούνται πρέπει να παραμείνουν στο ίδρυμα, ότι δηλαδή δεν είναι κατάλληλα για αναδοχή ή υιοθεσία. Φυσικά, επειδή όλα τα παιδιά αξίζουν μια οικογένεια, θα υπάρχει από εδώ και στο εξής εποπτεία και έλεγχος από το υπουργείο, ώστε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι εξασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών.
Εξίσου σημαντικές είναι και οι αναδοχές. Ωστόσο στη χώρα μας είναι κάπως διαφορετική η αντίληψη γύρω από αυτές. Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει;
Σωστά. Στην Ελλάδα οι αναδοχές θεωρούνταν, και ίσως θεωρούνται ακόμα, ένα στάδιο πριν την υιοθεσία ενός παιδιού. Δεν είναι όμως έτσι. Ή, ορθότερα, δεν είναι πάντα έτσι. Οι αναδοχές, και νομικά αν θέλετε, είναι μια διαφορετική διαδικασία. Η ανάδοχη οικογένεια φροντίζει το παιδί, χωρίς όμως να έχει την πλήρη επιμέλειά του όπως γίνεται στην υιοθεσία. Επειδή πάλι το κέντρο του ενδιαφέροντός μας είναι τα παιδιά, να σας πληροφορήσω ότι για αναδοχή δίνονται κυρίως παιδιά που δεν μπορούν τη δεδομένη χρονική στιγμή να υιοθετηθούν. Για παράδειγμα, ακόμα κι ένα παιδί που έχει απομακρυνθεί από τους βιολογικούς του γονείς με εισαγγελική παραγγελία, εξαιτίας της παραβατικής ή και κακοποιητικής συμπεριφοράς τους, θα δοθεί για υιοθεσία μόνο όταν ο εισαγγελέας και οι κοινωνικοί λειτουργοί αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενο επιστροφής του σε αυτούς.
Σε κάποιες περιπτώσεις παιδιών υπάρχουν αρκετά νομικά εμπόδια που δεν τους επιτρέπουν να υιοθετηθούν. Φυσικά, και σε περιπτώσεις αναδοχής, όταν για το παιδί δεν υπάρχουν νομικές εκκρεμότητες και μπορεί να υιοθετηθεί, οι ανάδοχοι γονείς μπορούν να κάνουν αίτηση υιοθεσίας.
Στην Αττική, για παράδειγμα, υπάρχει το πρόγραμμα «Ανάδοχη Πρώτη Αγκαλιά» που υλοποιεί το Κέντρο Προστασίας του Παιδιού «Η Μητέρα», το οποίο επισκέφτηκε τον Ιούλιο και ο πρωθυπουργός. Τα βρέφη δεν πηγαίνουν σε δομές, αλλά από την αρχή της ζωής τους μεταφέρονται από το νοσοκομείο σε ζευγάρια ή μονογονεϊκές οικογένειες είτε ως τη μόνιμη οικογενειακή αποκατάσταση, είτε μέχρι την επιστροφή τους στη φυσική οικογένεια. Έτσι, από την αρχή της ζωής τους βιώνουν την αγάπη και την αγκαλιά ενός σταθερού περιβάλλοντος. Έχω γνωρίσει γονείς που έχουν πάρει μέρος στο πρόγραμμα. Είναι άτομα που δεν περιμένουν ανταπόδοση. Δίνουν την αγκαλιά και την ψυχή τους σε ένα παιδί που μπορεί να μείνει μαζί τους τρεις μήνες, τρία χρόνια ή ίσως και μια ζωή. Πιστέψτε με, η πλειονότητα των ανάδοχων γονέων δένεται συναισθηματικά τόσο έντονα με το παιδί, που όταν φύγει από το σπίτι τους για να επιστρέψει στους γονείς του ή να υιοθετηθεί διατηρούν σταθερή επαφή μαζί του και συνεχίζουν να το βλέπουν και να το θεωρούν οικογένεια. Δυστυχώς σήμερα ακόμη οι ανάδοχοι γονείς είναι λίγοι σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν ανάγκη στήριξης. Στήριξης που να είναι ταυτόχρονα και προσωρινή και αληθινή. Αυτή η προσφορά ανιδιοτελούς αγάπης είναι ανεκτίμητη, γι’ αυτό και καλούμε τους συμπολίτες μας με αποθέματα αγάπης και στοργής να γίνουν υποψήφιοι ανάδοχοι.
«Μια οικογένεια για κάθε παιδί». Πόσο εφικτό είναι να επιτευχθεί ο στόχος;
Είναι εφικτό, αλλά απαιτεί κόπο και συστημικές αλλαγές. Για μένα προσωπικά είναι, όπως λέτε κι εσείς, στόχος. Για την επίτευξή του όμως απαιτείται να γίνει και συνολικό όραμα της κοινωνίας μας. «Μια οικογένεια για κάθε παιδί» σημαίνει ουσιαστικά ότι παραδεχόμαστε ότι όσο άριστα κι αν λειτουργεί μια δομή παιδικής προστασίας, όσο σύγχρονα και επιστημονικά και να είναι τόσο τα προγράμματά της όσο και οι εγκαταστάσεις της, δεν μπορεί να αντικαταστήσει το οικογενειακό περιβάλλον. Για να πραγματοποιηθεί ο στόχος μας είναι απαραίτητο να γίνει «κοινός στόχος» και των αρμόδιων φορέων, των δομών προστασίας και, φυσικά, της κοινωνίας. Βασικό εργαλείο γι’ αυτή την επιτυχία είναι η κατανόηση και η αποδοχή της αναδοχής.
Πρέπει να σας πω ότι έχουμε φτάσει στο πιο σημαντικό σημείο, της διασύνδεσης των παιδιών με τους γονείς. Μετά την καταγραφή και την εφαρμογή του ενιαίου μητρώου παιδιών, τις εκπαιδεύσεις ειδικών, γονέων και κοινωνικών λειτουργών, είμαστε πλέον στο στάδιο κατά το οποίο οι υποψήφιοι γονείς και τα παιδιά από τις 82 δομές της χώρας συνδέθηκαν. Ήδη την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου πάνω από 200 παιδιά ήρθαν σε επαφή με την κατάλληλη γι’ αυτά οικογένεια για πρώτη φορά μέσα από το εθνικό ψηφιακό σύστημα. Μειώνουμε το χρόνο της αναδοχής και της υιοθεσίας, αλλά αυξάνουμε τη διαφάνεια. Ένας χρόνος πλέον θα αρκεί.
Έχετε βρεθεί σε πολλές μονάδες και έχετε γνωρίσει αρκετά παιδιά που ονειρεύονται να βρεθούν σε μια οικογένεια. Υπάρχει κάποια στιγμή που βιώσατε κάτι που δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Όντως έχω επισκεφτεί μεγάλο αριθμό δομών, είναι αλήθεια. Είναι όμως απαραίτητο. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει μέσα στις δομές προστασίας από το γραφείο σου. Πρέπει να μιλήσεις με τη διοίκηση, το προσωπικό, τα παιδιά, να δεις τους χώρους, να ακούσεις τα αιτήματά τους ή και τα παράπονά τους. Πάντα μιλάω με τα παιδιά. Ειδικά αν είναι σε ηλικία που τους επιτρέπει να μου μεταφέρουν τις εμπειρίες και τις απόψεις τους. Είναι πολλά τα περιστατικά που θα μπορούσα να σας διηγηθώ. Θα μιλήσω όμως για εκείνο που πιστεύω ότι αντιπροσωπεύει όχι ένα, αλλά πολλά παιδιά. Μερικές εβδομάδες πριν, ένα παιδί, γύρω στα 5, μου έκανε τις συνηθισμένες ερωτήσεις: Πώς με λένε, τι δουλειά κάνω, πού μένω. Όταν κατάλαβε ότι με κάποιον τρόπο έχω ένα σημαντικό ρόλο σε σχέση με τη δομή που το φιλοξενούσε μου είπε: «Δηλαδή, αν ζητήσω κάτι σε εσάς μπορεί να γίνει πραγματικότητα; Αν σας ζητήσω να μου βρείτε οικογένεια;». Είναι δύσκολο να εξηγήσω πώς αισθάνθηκα. Του εξήγησα ότι ο κοινωνικός λειτουργός της δομής θα κάνει το καλύτερο. Όμως, όσο αισθάνθηκα να δυναμώνει το μέγεθος της ευθύνης, άλλο τόσο ένιωσα περήφανη για τη μεγάλη αλλαγή που δημιουργούμε η κυβέρνηση και εγώ ως αρμόδια για τα θέματα πρόνοιας.