Το έργο που το κοινό γνώρισε πέρυσι διαδικτυακά και είχε μεγάλη επιτυχία, αφού το είδαν πάνω από 8,000 άτομα, επέστρεψε και αυτή τη χρονιά μάς ταξιδεύει στην εποχή του μεγάλου Κραχ και τη ζωή του συγγραφέα μέσα από τη σκηνή του θεάτρου Αλκυονίς. Ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, ζωντανεύει μέσα από τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, ο οποίος υποδύεται τον Τομ, τη Λένα Παπαληγούρα ως Λόρα, τον Αναστάση Ροϊλό ως Τζιμ και την Άννα Μάσχα, ως Αμάντα Ουίνγκφιλντ.
Με την τελευταία συνομιλήσαμε για το αυτοβιογραφικό έργο, που καθιέρωσε τον Τενεσί Ουίλιαμς ως σημαντικό θεατρικό συγγραφέα, τον ρόλο της, αλλά και τις αποκαλύψεις που συγκλόνισαν τον κόσμο του θεάτρου τους περασμένους μήνες.
Στο έργο ενσαρκώνει μια μάνα που θέλει να έχει πάντα τον έλεγχο. Μια γυναίκα όμορφη, που έχει εξιδανικεύσει τα παιδιά της και αυτό που θέλει είναι να γίνουν ευτυχισμένα. Ο τρόπος που το προσπαθεί, βέβαια, φαντάζει στους θεατές ως αυταρχικός, αυστηρός και σε ορισμένα σημεία κακοποιητικός.
Τι πιστεύει η ίδια για τον χαρακτήρα της Αμάντα;
«Θα μπορούσε εύκολα κάποιος να χαρακτηρίσει την Αμάντα κακοποιητή και εν μέρει είναι. Πίσω από όλη της την υστερία, όμως, εγώ βλέπω την απελπισία της μάνας που παλεύει μόνη σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ο συγγραφέας θέτει ξεκάθαρα το κοινωνικό πλαίσιο του έργου. Βρισκόμαστε στην Αμερική της δεκαετίας του ‘30. Η Αμάντα προσπαθεί όπως μπορεί να ανοίξει μονοπάτια στα παιδιά της– πράγμα που είναι πολύ δύσκολο, με τα δύο συγκεκριμένα παιδιά και, ιδίως με την κόρη.
Προσωπικά στην Αμάντα διακρίνω στοιχεία από πολλές μανάδες – ενδεχομένως και δικά μου. Θεοποιούμε τα παιδιά μας και προσπαθούμε να τα πλάσουμε με τις προσδοκίες που είχαμε εμείς για τον εαυτό μας. Παρ’ ότι αυτό γίνεται με αγάπη, περιέχει μια ισχυρή άρνηση του να δεις πoιο πραγματικά είναι το παιδί σου. Αυτό διακρίνω στον πυρήνα του ρόλου. Μου αρέσει που υποδύομαι την Αμάντα. Προσπαθώ να την δικαιολογήσω. Είναι ένας ρόλος εμβληματικός και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μπόρεσα να τον παίξω, γι’ αυτό θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον Γιώργο Νανούρη που μου τον πρότεινε. Με πήρε τηλέφωνο στην καραντίνα πέρυσι εντελώς ξαφνικά και το ταξίδι ξεκίνησε».
Τα κοινά χαρακτηριστικά με τον ρόλο της
Στο έργο δύο είναι οι γυναικείες φιγούρες που κυριαρχούν. Η Αμάντα και η κόρη της, η Λόρα. Η μεν πρώτη είναι δυναμική, εξωστρεφής, κοινωνική με μια εμφάνιση που δεν περνά απαρατήρητη. Η δε δεύτερη είναι ντροπαλή, εσωστρεφής και με μεγάλη ανασφάλεια. Η Άννα Μάσχα δεν βρίσκει πολλά κοινά ούτε με την μητέρα ούτε με την κόρη.
«Πολύ συχνά, όταν μια μητέρα είναι τόσο δυναμική κάποιο από τα παιδιά της, ίσως η κόρη, γίνεται εκ διαμέτρου αντίθετο. Μια τέτοια προσωπικότητα λειτουργεί “καπελωτικά”. Προσωπικά, δεν ανήκω σε κανένα από τα δύο άκρα. Ισορροπώ ανάμεσά τους. Είμαι και δυναμική και εσωστρεφής. Παραδέχομαι πως πιο μικρή ήμουν πιο ντροπαλή και κλειστή. Έπρεπε να γνωρίσω το περιβάλλον για να νιώσω άνετα και να εκφραστώ. Πλέον, είμαι πιο ψύχραιμη. Σίγουρα, σε αυτό έπαιξε ρόλο η υποκριτική, αλλά νομίζω πιο σημαντική είναι η ωριμότητα και το πέρασμα του χρόνου».
Η σχέση της με τη μητρότητα
Η δυναμική της σχέσης μητέρας- παιδιού κυριαρχεί στο έργο και είναι καθοριστική στη ζωή τόσο της Αμάντα, όσο και των παιδιών της. Πόσο οι σκέψεις της γύρω από τη μητρότητα άλλαξαν όταν απέκτησε το παιδί της και τι θα μπορούσαν οι γονείς να κάνουν για να βελτιωθεί η σχέση με τα παιδιά τους;
«Προσωπικά δεν είχα προσδοκίες ή σκέψεις για την μητρότητα πριν αποκτήσω παιδί. Ό,τι γνώριζα ήταν από τη σχέση με τη μητέρα μου και όσα έβλεπα γύρω μου.
Ένα έχω να πω: Άρχισα να καταλαβαίνω πολλές συμπεριφορές και πολλά λάθη της δικής μου μητέρας. Γιατί πέφτουμε στα ίδια λάθη οι μητέρες από καθαρή αγάπη για το παιδί μας. Δεν μπορούμε εύκολα να αποδεχθούμε αυτόν τον άλλο άνθρωπο που είναι το παιδί μας. Αυτόν τον συνδυασμό χαρακτηριστικών και στοιχείων, που είναι δικό μας δημιούργημα, αλλά ένα όλοδικός του εαυτός.
Είναι πολύ δύσκολο να απαρνηθούμε τις προσδοκίες μας. Το κάνουμε, επειδή αυτή είναι η πορεία της ζωής, αλλά μέσα στην όλη διαδικασία γίνονται μυριάδες λάθη.
Οι άνθρωποι είμαστε ατελείς. Προσπαθούμε να το παίξουμε τέλειοι, αλλά δεν γίνεται. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αγαπήσουμε το παιδί μας αληθινά και βαθιά. Έτσι θα καταφέρουμε να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας, αλλά και το παιδί μας που δεν ανταποκρίνεται στα όνειρά μας και δεν φταίει καθόλου γι’ αυτό. Πρέπει να κατανοήσουμε πως είμαστε διαφορετικοί. Να αποδεχτούμε τα παιδιά μας όπως είναι. Το σημαντικό είναι το παιδί να ξέρει ότι οι γονείς του είναι εκεί, δίπλα του, να του σταθούν και να το βοηθήσουν. Από τη δική μου εμπειρία πολλοί κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά γίνονται λάθη και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια από πλευράς γονέα για να πετύχει».
Το πιο συγκινητικό μήνυμα του έργου
Η μάχη για την αποδοχή του διαφορετικού είναι διάχυτη στον «Γυάλινο Κόσμο» του Γιώργου Νανούρη, με την ηθοποιό να σημειώνει πως αυτό είναι και το πιο ιδιαίτερο σημείο του έργου.
«Στο έργο ο συγγραφέας θέτει πολύ σοφά το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει η οικογένεια. Η Αμάντα δεν κόβει τα φτερά του γιου της, που θέλει να αλλάξει δουλειά και να κάνει μεγαλύτερα πράγματα από το να εργάζεται ως υπάλληλος σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών, αλλά τον βλέπει ως τη μόνη της ελπίδα. Ο άντρας της τους έχει εγκαταλείψει και φοβάται πως θα κάνει και ο γιος της το ίδιο. Δεν θέλει να τον αποθαρρύνει, αλλά είναι το μόνο τους εισόδημα. Από την άλλη, αυτό που κάνει με την κόρη της τη Λόρα, είναι συγκινητικό (σ.σ. η Λόρα Ουίνφλιντ στο έργο έχει πρόβλημα στο ένα της πόδι). Προσπαθεί να την πείσει να βγει έξω, να κάνει παρέες, να δουλέψει. Να της δώσει να καταλάβει πως αυτό που έχει δεν είναι κάτι σοβαρό.
Νομίζω πως το ιδιαίτερο που έχει η παράστασή μας είναι αυτή η διεκδίκηση του διαφορετικού. Η “Λόρα” του Γιώργου Νανούρη και της Λένας Παπαληγούρα διεκδικεί το δικαίωμα στο διαφορετικό. Το δικαίωμα να ζει στον κόσμο της με τα γυάλινα ζωάκια της. Αυτό θεωρώ πως είναι το πολύ ιδιαίτερο και συγκινητικό της παράστασής μας».
Το ιδανικό τέλος του έργου και η πραγματικότητα
Ο φόβος της Αμάντα, μην χάσει και τον γιο, όπως έχασε τον πατέρα του, είναι μεγάλος. Παρ’ όλα αυτά δεν του απαγορεύει να φύγει, αλλά του υπενθυμίζει πως αν δεν υπάρχει αυτός στο σπίτι οι δυο γυναίκες είναι χαμένες. Τελικά, ο Τομ φεύγει και η Αμάντα μένει μόνη με την κόρη της, η οποία έπειτα από την απογοήτευση που λαμβάνει από τη γνωριμία της με τον Τζιμ, κλείνεται περισσότερο στον εαυτό της. Ποια θα ήταν η ιδανική κατάληξη της οικογένειας για την Άννα Μάσχα;
«Αν υπήρχε ιδανικό τέλος, ίσως το έργο να μην γραφόταν ποτέ. Αν το δούμε σε στυλ χόλυγουντ, ο Τομ θα ακολουθούσε τα όνειρά του, η Λόρα θα παντρευόταν τον Τζιμ, που δεν θα ήταν αρραβωνιασμένος και η Αμάντα θα χαιρόταν με τις εξελίξεις αυτές. Αυτό δεν έγινε, όμως, και στην πραγματικότητα, η κατάληξη είναι πολύ χειρότερη. Η αδερφή του Τενεσί Ουίλιαμς κλείνεται σε ίδρυμα και με εντολή της μητέρας της τής γίνεται λοβοτομή. Η ενοχή που εκφράζει ο Τομ στο τέλος της παράστασης και σε όλη τη διάρκειά της, είναι η ενοχή του Τενεσί Ουίλιαμς απέναντι στη μεγαλύτερη αδερφή του. Γι’ αυτό άλλωστε άφησε και τα χρήματα που κέρδισε σε αυτή».
Η επιστροφή στα θεάτρα με κόσμο και η καραντίνα
Κλειστά θέατρα με κόσμο έπειτα από δύο χρόνια. Πώς ήταν η εμπειρία και τι της άφησε η καραντίνα;
«Η επιστροφή στα θέατρα με κοινό, ζωντάνα, ήταν κάτι θαυμάσιο. Αυτό που μας επέβαλε η καραντίνα ήταν να κοιτάξουμε τη σχέση μας με τους θεατές. Χωρίς αυτούς η τέχνη μας δεν υπάρχει. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση το κοινό. Αυτό που λέμε “θέατρο” είναι ένας ηθοποιός στη σκηνή και ένας θεατής. Για να υπάρξει “θέατρο” πρέπει να υπάρχουν θεατές.
Στην καραντίνα ευτυχώς δούλευα. Κάναμε πρόβες για τον Γυάλινο Κόσμο, έτσι έφευγα για λίγο από το σπίτι. Αυτό την έκανε λιγότερο δυσβάσταχτη. Θεωρώ, όμως, ότι μας άφησε κατάλοιπα που δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε ακόμα. Φάνηκε και τις δύο φορές που βγήκαμε από τα lockdown. Τρέχαμε να προλάβουμε να κάνουμε όσα δεν κάναμε, ενώ ήμασταν πολύ κουρασμένοι ψυχολογικά. Παράλληλα, ζούμε ακόμα με τον φόβο ότι κάτι τέτοιο θα ξανασυμβεί, θα επαναληφθεί. Δεν μπορώ να εκτιμήσω και να αξιολογήσω τι μας έχει αφήσει. Ήταν μια δύσκολη και πρωτόγνωρη συνθήκη για όλους».
Οι αποκαλύψεις για το θέατρο και η δική της εμπειρία
Με το κίνημα #metoo να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και στην χώρα μας, έπειτα από τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου στο Marie Claire και των ηθοποιών για ανάρμοστες συμπεριφορές από ανθρώπους που κατείχαν θέσεις εξουσίας, η ηθοποιός τονίζει πως είναι πολύ σωστό οι γυναίκες να αποκαλύπτουν όσα συμβαίνουν, ενώ θεωρεί την παιδεία το κλειδί προς την αλλαγή.
«Για εμένα ήταν αποκαλύψεις. Προσωπικά, δεν εμπλέκομαι κοινωνικά με ανθρώπους του χώρου μου. Δεν έχω να προσθέσω κάτι περισσότερο από όσα έχουν ειπωθεί. Είναι πολύ καλό να μιλούν οι γυναίκες και ό,τι πρέπει να πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης να τον πάρει. Προέρχομαι από μία γενιά που το επίμονο φλέρτ μπορούσε εύκολα να ξεπεράσει τα όρια και να θεωρηθεί παρενόχληση.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Δεν έχω πιεστεί από άντρα συνάδελφο ή από άντρα σε θέση εξουσίας, αλλά έχω πολλά περιστατικά από την υπόλοιπη μου ζωή . Δεν νομίζω ότι υπάρχει γυναίκα που να μην έχει να αναφέρει ένα περιστατικό τέτοιας κατάχρησης εξουσίας από τη ζωή της.
Από εκεί και πέρα είναι, πιστεύω, θέμα παιδείας. Πώς θα διδάξουμε στα κορίτσια και στα αγόρια μας την πραγματική ισότητα. Τι σημαίνει θεωρώ πραγματικά ίσο τον άλλο που έχω απέναντί μου και αναγνωρίζω το δικαίωμά του να λέει “όχι”. Τι σημαίνει ότι αυτό το “όχι” είναι μια κόκκινη γραμμή, που δεν μπορώ να περάσω. Βέβαια, θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στο θέατρο. Συμβαίνουν παντού. Όπου υπάρχει σχέση εξουσίας – εξουσιαζόμενου».
Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις και τα ιδανικά κριτήρια για μια συνεργασία
Οι δουλειές της Άννας Μάσχα στην τηλεόραση είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Κινείται περισσότερο στον χώρο του θεάτρου, στο οποίο θα άλλαζε το μισθολογικό κομμάτι και όχι το καλλιτεχνικό – δημιουργικό.
«Αν εξαρτάς τη ζωή σου τόσο πολύ από το θέατρο είναι δύσκολο να συνδυάσεις και την τηλεόραση. Φέτος, πήρα μέρος στο Καρτ Ποστάλ, της ΕΡΤ. Είχα την τύχη να συμμετέχω σε μια τόσο τρυφερή και ευαίσθητη σειρά, που ήταν για εμένα μια πολύ όμορφη εμπειρία. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για να πω, αλλά τα κριτήρια μου για μια ιδανική συνθήκη εργασίας είναι τα χρήματα, ο ρόλος και το πρόγραμμα να μπορεί να συμβαδίζει με το δικό μου. Πολύ σημαντικό είναι και το κλίμα μεταξύ των συνεργατών, αλλά αυτό δεν μπορείς να το προβλέψεις.
Πιστεύω, πως στο ελληνικό θέατρο έχουμε πολύ αξιόλογους καλλιτέχνες. Δεν θα ήθελα να αλλάξει κάτι στο κομμάτι της δημιουργικότητας, στο κομμάτι το μισθολογικό, όμως, θα ήθελα. Οι αμοιβές είναι αναντίστοιχες των σύγχρονων αναγκών. Η υποκριτική δεν είναι χόμπι ούτε οι ηθοποιοί άνθρωποι που ροκανίζουν οικογενειακές περιουσίες. Είμαστε επαγγελματίες με χρόνια δουλειάς, σπουδών και προσπάθειας. Πρέπει αυτή η αντίληψη να πάψει να υπάρχει».
Γυάλινος Κόσμος
Τετάρη έως Κυριακή
Θέατρο Αλκυονίς
Ιουλιανού, 42-46 Αθήνα