Ενώ η δίκη κατά του Πέτρου Φιλιππίδη συνεχίζεται, με τον ίδιο να βαραίνουν κατηγορίες για βιασμό και σεξουαλική επίθεση, ο ηθοποιός προχώρησε σε συμπληρωματική απολογία, όπου υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ενώπιον του δικαστηρίου: «Ήρθαν στα χέρια μου έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο δικηγόρος Αλέξανδρος Μίντζιας, συνήγορος της πρώτης και της τρίτης καταγγέλλουσας, έχει συστήσει εταιρεία με τον αδελφό της Άννας Μαρίας Παπαχαραλάμπους. Πρόκειται για εταιρεία διαχείρισης καλλιτεχνών. Εκπροσωπεί τις κύριες Δροσάκη, Παπαχαραλάμπους, Αναστασοπούλου, αλλά και την κόρη της Εβελίνας Παπούλια, Αφροδίτη Λιάντου, η οποία έκλεισε μόλις χθες χορηγικό πακέτο».
Στην αίθουσα του δικαστηρίου επικράτησε εμφανής εκνευρισμός, ενώ ο δικηγόρος Μίντζιας σχολίασε σχετικά: «Κάθομαι και ακούω τους οκτώ τελευταίους μήνες να εφευρίσκει κίνητρα στον αέρα. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το θάρρος να πει το όνομα μου. Αυτός είναι ο κατηγορούμενος, αυτός ήταν πάντα. Είμαι μαχόμενος δικηγόρος επί 23 χρόνια. Η οικογένειά μου είναι νομική οικογένεια. Όλοι έχουν να λένε για το ήθος και την αξιοπρέπεια μου. Με λυπεί το γεγονός ότι το δικαστήριο επιτρέπει αυτές τις τοποθετήσεις. Έρχεται ένας κατηγορούμενος δειλός. Καταθέτω μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση στον Πέτρο Φιλιππίδη».
«Με λυπεί το γεγονός ότι το δικαστήριο επιτρέπει αυτές τις τοποθετήσεις. Έρχεται ένας κατηγορούμενος δειλός. Καταθέτω μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση στον Πέτρο Φιλιππίδη».
Συνέντευξη του δικηγόρου στο Marie Claire
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Marie Claire, ο Αλέξανδρος Μίντζιας, συνήγορος υπεράσπισης των ηθοποιών Μαρίας Παπαχαραλάμπους, Πηνελόπης Αναστασοπούλου και Λένας Δροσάκη, είχε μιλήσει για τη σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση.
Ποια είναι τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει μια γυναίκα όταν υποστεί παρενόχληση;
«Από άποψη ποινικής αντιμετώπισης, θεωρώ ότι πρόκειται για ένα προβληματικό πεδίο στην Ελλάδα και αυτός είναι ένας διάλογος οποίος πρέπει να γίνει σήμερα. Δηλαδή αν κάτι πρέπει να βγει από αυτή τη διαδικασία είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξει η αντιμετώπιση αυτών των εγκλημάτων, ειδικά της σεξουαλικής παρενόχλησης με την προθεσμία υποβολής εγκλήσεως που είναι τρίμηνη. Δηλαδή μία ή ένας που έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση πρέπει εντός τριών μηνών να πάει να το καταγγείλει στις αρμόδιες αρχές, συγκεκριμένα στον εισαγγελέα. Αυτό από μόνο του είναι ήδη προβληματικό, διότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να το “χωνέψουν” καλά καλά, όχι σε τρεις μήνες αλλά ούτε σε τρία ή και περισσότερα χρόνια. Δεν είναι τόσο εύκολο, επομένως, να πας να το επικοινωνήσεις και να σταθείς απέναντι στον “θύτη”, με ό,τι αυτό σημαίνει. Ειδικά για τις γυναίκες.
»Από την άλλη ο βιασμός είναι τελείως διαφορετική περίπτωση. Αποτελεί κακουργηματική πράξη και δεν απαιτεί τρίμηνη έγκληση. Είναι ένα έγκλημα που παραγράφεται μετά από 15 χρόνια. Κι αυτό έχει να κάνει με το πώς είναι δομημένο το δικαστικό σύστημα της κάθε χώρας. Εμείς έχουμε ακολουθήσει ένα μοντέλο αντίστοιχο, για παράδειγμα, της Γερμανίας. Στην Αμερική και μετά από 60 χρόνια αν το διαπιστώσει ένα δικαστήριο, μπορεί να καταδικαστεί ο δράστης σε φυλάκιση ακόμη και χωρίς αναστολή. Φυλακίζεται σε όποια ηλικία και να είναι. Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες ακολουθείται ένα μοντέλο που έχει μια διαφορετική προσέγγιση των εγκλημάτων, πιο ανθρωποκεντρική ίσως, γι’ αυτό και θεσπίστηκε ο θεσμός της παραγραφής. Υπερίσχυσε δηλαδή η θεωρία του πού τελικά αποσκοπεί η ποινή και πόσο χρονικό διάστημα πρέπει το κοινωνικό σύνολο γενικά και ειδικά ο δράστης να βρίσκεται σε αναμονή και εκκρεμότητα με ένα συγκεκριμένο αδίκημα. Γι’ αυτό υπάρχουν παραγραφές σε όλα τα αδικήματα. Ακόμη και στην ανθρωποκτονία».
«Μία ή ένας που έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση πρέπει εντός τριών μηνών να πάει να το καταγγείλει στις αρμόδιες αρχές, συγκεκριμένα στον εισαγγελέα. Αυτό από μόνο του είναι ήδη προβληματικό, διότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να το “χωνέψουν” καλά καλά, όχι σε τρεις μήνες αλλά ούτε σε τρία ή και περισσότερα χρόνια».
Χρειάζεται το θύμα να αποφασίσει ή να κρίνει από μόνο του αν αυτό που βίωσε είναι ή όχι παρενόχληση;
«Όχι. Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό της ενημέρωσης και της παιδείας. Αν μιλάμε, για παράδειγμα, για το χώρο του θεάτρου, εκεί υπάρχουν σοβαρά πεδία έλλειψης ενημέρωσης κι αυτό ξεκινά από τις δραματικές σχολές κι εν συνεχεία από το θέατρο. Δηλαδή θα έπρεπε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (επειδή είναι το μόνο οργανωμένο Σωματείο που υπάρχει μέχρι στιγμής) να έχει συγκεκριμένο κώδικα δεοντολογίας που θα ορίζει επακριβώς μέχρι και το αυτονόητο, τι υποχρεούται και τι δικαιούται ο κάθε εργαζόμενος ηθοποιός, σκηνοθέτης και κάθε καλλιτεχνικός συντελεστής. Ένα παιδί που βγαίνει ηθοποιός από τη δραματική σχολή δεν μπορεί να πάει σε μια οντισιόν ή σε μια παράσταση και ο σκηνοθέτης να του πει, π.χ., βγάλε όλα σου τα ρούχα και κάνε “αυτό το πράγμα” γιατί έτσι το φαντάζομαι εγώ το έργο. Δεν είναι δυνατόν να επαφίεται στην κρίση, πόσο μάλλον της στιγμής, ενός νέου παιδιού για το αν αυτό που του ζητείται είναι λογικό, αναμενόμενο, προσβλητικό ή απαράδεκτο, πολύ δε περισσότερο να τον βάζει σε σκέψεις-διλήμματα, όπως και συμβαίνει συνήθως, ότι ενδεχόμενη άρνηση μπορεί να του στερήσει μια δουλειά. Πρέπει να υπάρχουν όρια. Αυτό αντίστοιχα ισχύει για όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Υπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται μετά από χρόνια ότι είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά ή ότι είχαν δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση στο παρελθόν, γιατί τώρα μπορούν και ερμηνεύουν τα σημάδια. Γιατί δεν ήξεραν τι σήμαινε οποιαδήποτε ανάλογη πράξη.
«Ένα παιδί που βγαίνει ηθοποιός από τη δραματική σχολή δεν μπορεί να πάει σε μια οντισιόν ή σε μια παράσταση και ο σκηνοθέτης να του πει, π.χ., βγάλε όλα σου τα ρούχα και κάνε “αυτό το πράγμα” γιατί έτσι το φαντάζομαι εγώ το έργο».
»Κατά καιρούς έχει απασχολήσει το θέμα πάρα πολύ και τη Νομολογία. Έχει κριθεί ότι ακόμη και όταν κάποιος εργοδότης λέει ανέκδοτα σεξουαλικού περιεχομένου σε κάποιο εργαζόμενο, αυτό είναι σεξουαλική παρενόχληση. Ακόμη κι αν είναι ή φέρεται ως αστείο, γιατί συνήθως γίνεται με αυτό τον τρόπο, διά της πλαγίας οδού… Στο εξωτερικό και σε χώρες όπως Αμερική, Γαλλία, Αγγλία, θα δείτε ότι όλοι οι χώροι και τα γραφεία στους οποίους εργάζονται πολλοί άνθρωποι μαζί είναι φτιαγμένα από γυαλί γι’ αυτούς τους λόγους. Για να μη θεωρήσει κανείς ότι μπαίνει σε ένα κλειστό χώρο και ότι μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε. Δηλαδή προσφέρεται η ασφάλεια για ιδιωτική συζήτηση, αλλά και είναι διακριτό ανά πάσα στιγμή τι μπορεί να συμβεί μέσα σε αυτό το γραφείο. Αυτός είναι ένας απλούστατος και αποτελεσματικός τρόπος προστασίας. Πόσοι τέτοιοι χώροι υπάρχουν στην Ελλάδα; Ελάχιστοι. Ίσως μόνο σε κάποιες πολυεθνικές εταιρείες.
»Eίναι μια πολύ μεγάλη η κουβέντα περί κουλτούρας ανθρώπων, για το τι μας ταιριάζει και τι όχι… Αλλά επειδή όσο περνούν τα χρόνια βλέπουμε ότι δεν διαφέρουν και πολύ οι κοινωνίες, όσο και να λέμε ότι οι Έλληνες είμαστε πιο προοδευτικοί, πιο δημοκρατικοί κ.λπ., τελικά αποδεικνύεται ότι τα ίδια βιώνουμε οι περισσότεροι λαοί και πολλοί άνθρωποι έχουν υποστεί τέτοιου είδους παρενοχλήσεις. Προσφάτως άκουσα ότι ένα στα πέντε παιδιά στην Ελλάδα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά και μιλώ για τα καταγεγραμμένα περιστατικά. Φανταστείτε να πάμε και στα περιστατικά που δεν έχουν καταγραφεί… Υπάρχει η ντροπή, οι ενοχές και η θέση της κοινωνίας. Για να το πει κάποιο παιδί, είναι θέμα παιδείας και οικογένειας. Σε όλες τις ηλικίες θα έπρεπε να υπάρχει αντίστοιχη ενημέρωση. Στο σχολείο, στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρέπει να είναι σαφέστατα τα όρια παντού και να υπάρχουν σχετικές αναρτήσεις σε εμφανή σημεία. Να δίνεται σαφώς η εντύπωση ότι ο κόσμος ενημερώνεται και όχι να γίνονται δυο-τρείς συζητήσεις πίσω από κλειστές πόρτες».
«Προσφάτως άκουσα ότι ένα στα πέντε παιδιά στην Ελλάδα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά και μιλώ για τα καταγεγραμμένα περιστατικά. Φανταστείτε να πάμε και στα περιστατικά που δεν έχουν καταγραφεί…».
Σε ποιους ειδικούς μπορεί να απευθυνθεί άμεσα; Υπάρχουν ειδικοί δικηγόροι;
«Αν συμβεί κάτι στο χώρο εργασίας του, το σίγουρο είναι το εξής. Για αρχή, θα πρέπει να απευθυνθεί στον διευθυντή προσωπικού ή στον άνθρωπο που βρίσκεται από πάνω του ιεραρχικά. Αν ο άμεσα εμπλεκόμενος είναι ο εργοδότης του, αυτό που του μένει να κάνει είναι να πάει στην επιθεώρηση εργασίας. Αλλά προκειμένου να πάει και να το καταγγείλει επιδιώκοντας την ποινική τιμωρία του δράστη, επειδή έχει αυτό το τρίμηνο – που όλοι ευελπιστούμε ν’ αλλάξει – προτείνω να πάει σε κάποιον ειδικό αν δεν είναι σίγουρος για αυτό που βίωσε. Δηλαδή σε έναν κλινικό ψυχολόγο ή σε κάποιον ειδικό που έχει αντιμετωπίσει ανάλογες περιπτώσεις και που με μία-δυο συνεδρίες θα μπορέσει να καταλάβει αν αυτός ο άνθρωπος έχει υποστεί κάτι που πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Και μετά να το καταγγείλει, γιατί κινδυνεύουμε να έχουμε και καταγγελίες που δεν ευσταθούν με αποτέλεσμα να μειώνεται έτσι η αξία και ο χρόνος αντίδρασης της Πολιτείας επί των πραγματικών καταγγελιών. Οι τηλεδίκες, για παράδειγμα, θεωρώ ότι είναι ένας επικίνδυνος και επισφαλής τρόπος, γιατί θα φτάσουμε να καταργούμε βασικές και θεμελιώδεις αξίες και να υποκαθιστούμε την δικαιοσύνη. Eμείς, για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάναμε επίσημη καταγγελία στο ΣΕΗ, που αποτελεί ένα επίσημο και αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο των Ηθοποιών. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι τέτοιας μορφής υποθέσεις που προβάλλονται μέσω της τηλεόρασης πιθανόν να κινητοποιούν αρκετούς ανθρώπους, που διαφορετικά δεν θα έβρισκαν το θάρρος να καταθέσουν τη δική τους αντίστοιχη εμπειρία. Απαιτεί όμως πολύ μεγάλη προσοχή και διαχείριση, ώστε να μη θυσιάζονται τέτοιες πράξεις στο βωμό της τηλεοπτικής ταχύτητας και ανάγκης για επίτευξη τηλεθέασης, αλλά να περιορίζονται στη λειτουργία της κοινωνικής αφύπνισης.
«Οι τηλεδίκες, για παράδειγμα, θεωρώ ότι είναι ένας επικίνδυνος και επισφαλής τρόπος, γιατί θα φτάσουμε να καταργούμε βασικές και θεμελιώδεις αξίες και να υποκαθιστούμε την δικαιοσύνη. Eμείς, για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάναμε επίσημη καταγγελία στο ΣΕΗ»
»Όπως σε άλλες χώρες έτσι και στην Ελλάδα υπάρχει εξειδίκευση. Υπάρχουν δικηγόροι που ασχολούνται με τέτοιου είδους αδικήματα είτε υπό την ποινική τους μορφή είτε υπό την αστική-αποζημιωτική τους μορφή. Αυτό που έχει σημασία να καταλάβει ο κόσμος είναι να μη μένουμε στο “πού να τρέχουμε τώρα να καταγγείλουμε, έχουν περάσει τόσα χρόνια, έχουν παραγραφεί…”. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Υπάρχει η ποινική διαδικασία, που έχουμε συνηθίσει να ακούμε και να βλέπουμε όλοι στην τηλεόραση και στις διάφορες σειρές μυθοπλασίας, όπου κάποιος θα τιμωρηθεί με μια ποινή φυλάκισης κ.λπ. Πέρα αυτών όμως των ποινικών διαδικασιών, υπάρχουν και οι αστικές δίκες, οι αστικές διαδικασίες. Δηλαδή αν κάποιος που έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση δεν πήγε να καταθέσει μήνυση μέσα σε τρείς μήνες, γιατί φοβήθηκε, γιατί δεν το είχε καταλάβει, γιατί δεν ήθελε να το καταλάβει, πρέπει να ξέρει ότι είναι φυσιολογικές αντιδράσεις, απολύτως δικαιολογημένες, που δεν σημαίνουν απώλεια όλων των δικαιωμάτων του. Αν αποφασίσει, λοιπόν να το κάνει, για παράδειγμα μετά από τρία χρόνια, έχει το δικαίωμα να κάνει αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια για προσβολή της προσωπικότητάς του. Η προσωπικότητα ενός ανθρώπου είναι ό,τι πιο ιερό κι έχει πολλές εκφάνσεις, μία από τις οποίες είναι και της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Άρα μπορεί ο άνθρωπος αυτός που έχει υποστεί κάτι τέτοιο να πάει και να καταθέσει αγωγή εναντίον του προσώπου-δράστη, στην οποία θα ζητά, προφανώς, αποζημίωση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί, δηλαδή όλη αυτή η διαδικασία θα έχει οικονομικό αντίκτυπο. Αλλά σε περίπτωση που κερδίσει την αγωγή θα έχει ως αποτέλεσμα και την καταδίκη του δράστη, σε κάποιες περιπτώσεις, δε, και τη δυνατότητα να δημοσιευτεί η δικαστική απόφαση σε ένα έντυπο, π.χ. εφημερίδα. Πέρα από την οικονομική ικανοποίηση – που τις περισσότερες φορές δεν είναι το ζητούμενο – είναι κυρίως μια ηθική ικανοποίηση ότι “πλήρωσε” ο θύτης».
Κοστίζει η συμβουλή;
«Η συμβουλή, όπως κάθε επαγγελματία, κοστίζει. Από εκεί και πέρα είναι στην ελευθερία του καθενός να πράξει ό,τι νομίζει.. Πολλές φορές, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι δικηγόροι αντιμετωπίζουν πιο προσωπικά τις υποθέσεις, με βασικό γνώμονα να βοηθήσουν».
Είναι σημαντικό (και γιατί) να καταγγείλει ένα θύμα όσο πιο άμεσα γίνεται μια παρενόχληση/ κακοποίηση;
«Αφού ο άνθρωπος αυτός επιστρέψει στο σπίτι του και σκεφτεί αυτό που του συνέβη, το πρώτο που πρέπει να κάνει, αν έχει αμφιβολίες, είναι να πάει να ζητήσει βοήθεια. Το πιο σημαντικό είναι να μη ντρέπεται. Το χειρότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ενοχή, ειδικά για τις γυναίκες. Δεν είναι μακριά τα χρόνια που ακούγονταν ερωτήσεις όπως “τι φορούσες όταν πήγες εκεί;”, “τι είπες εσύ;”, “χαμογέλασες;” κ.ο.κ. Και για όσο μικρότερες ηλικίες μιλάμε, τόσο πιο “αρρωστημένο” φαντάζει πλέον ένα τέτοιο επιχείρημα. Για παράδειγμα μπορεί ένα 19χρονο κορίτσι να είναι ενήλικας, αλλά τι σχέση έχει με έναν 40χρονο; Ποιος μπορεί να κατευθύνει μια συζήτηση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο και να προκαλέσει μία τέτοια συζήτηση; Οπότε αυτά τα παιδιά, οι έφηβοι, αλλά και οι ενήλικοι, οφείλουν να επικοινωνήσουν ό,τι τους έχει συμβεί και να μην ντρέπονται γι’ αυτό. Να πάνε στους γονείς τους, στους κοντινούς τους ανθρώπους… Δεν πρέπει να ντρέπονται, δεν είναι στίγμα. Είναι το αντίθετο. Ας θυμούνται τούτο: επικοινωνώντας την εμπειρία τους, σε κάθε περίπτωση θα ηρεμήσει η ψυχή τους.
«Το χειρότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ενοχή, ειδικά για τις γυναίκες. Δεν είναι μακριά τα χρόνια που ακούγονταν ερωτήσεις όπως “τι φορούσες όταν πήγες εκεί;”, “τι είπες εσύ;”, “χαμογέλασες;”».
»Το περιθώριο του τριμήνου για να κατατεθεί μήνυση θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο και πιστεύω ο νομοθέτης θα το πράξει. Και ειδικά με τα καινούργια δεδομένα στη ζωή μας, έχει ανοίξει ένας διάλογος σοβαρός και πρέπει να ολοκληρωθεί. Αυτά τα αδικήματα δεν πρέπει να εξισώνονται με μια συκοφαντική δυσφήμιση ή μια εξύβριση. Επίσης η ανησυχία πολλών θυμάτων, που αποτελεί και ανασταλτικό παράγοντα, είναι η εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι αποδείξεις είναι δύσκολο να βρεθούν σε μια περίπτωση παρενόχλησης ή βιασμού. Εσφαλμένη, διότι για σκεφτείτε πόσο πιθανό είναι να βιαστεί κάποιος και να υπάρχουν μάρτυρες ή να παρενοχλείται κάποιος ενώπιον τρίτων; Από τη φύση τους, δηλαδή, αυτά τα αδικήματα τελούνται μεταξύ συνήθως δύο ανθρώπων, χωρίς κοινό, γεγονός που ο νομοθέτης το γνωρίζει. Πολύ σημαντικό είναι να τονισθεί ότι σε περίπτωση που κάποιο θύμα προβεί σε αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, όπως αναφέραμε, για σεξουαλική παρενόχληση ή βιασμό, το βάρος απόδειξης (δηλαδή την υποχρέωση να βρει τρόπο να αποδείξει ότι δεν ισχύει η παρενόχληση ή ο βιασμός) φέρει ο καταγγελλόμενος εργοδότης και όχι ο καταγγέλλων την παρενόχληση εργαζόμενος. Σε ποινικό επίπεδο, αυτό δεν ισχύει διότι ακολουθείται το τεκμήριο της αθωότητος, μέχρι αποδείξεως μετά βεβαιότητας της τέλεσης του εγκλήματος. Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ένα θύμα; Να πάει όσο πιο άμεσα γίνεται να το καταγγείλει. Αν μιλούμε για βιασμό, να πάει, για παράδειγμα, στην αστυνομία και αμέσως μετά σε ιατροδικαστή. Επίσης είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε ότι αν καταγγείλεις κάποιον τις πρώτες 48 ώρες από το συμβάν, θα τον αναζητήσει η αστυνομία, ώστε να πάει στο αυτόφωρο και μπορεί να βρεθούν περισσότερες αποδείξεις. Παράλληλα, υπάρχουν και τηλεφωνικές γραμμές στήριξης πια, που μπορεί να καλέσει κανείς να ενημερωθεί και να συμβουλευτεί δωρεάν κάποιον ειδικό».
«Σε περίπτωση που κάποιο θύμα προβεί σε αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, όπως αναφέραμε, για σεξουαλική παρενόχληση ή βιασμό, το βάρος απόδειξης (δηλαδή την υποχρέωση να βρει τρόπο να αποδείξει ότι δεν ισχύει η παρενόχληση ή ο βιασμός) φέρει ο καταγγελλόμενος εργοδότης και όχι ο καταγγέλλων την παρενόχληση εργαζόμενος».
Πόσο σημαντική πιστεύετε πως είναι η απόφαση αναγνωρίσιμων γυναικών όπως αυτή των εντολέων σας (Παπαχαραλάμπους, Αναστασοπούλου, Δροσάκη) ν’ απευθύνονται στη δικαιοσύνη και να μιλούν δημόσια για κάτι τέτοιο;
«Αυτές οι τρεις γυναίκες τουλάχιστον – αλλά και άλλες που ακολουθούν- έχουν οικογένειες, συζύγους, παιδιά και είναι δεδομένο ότι θα συζητηθούν και μάλιστα όχι μόνον με θετικά σχόλια. Για να βγουν να το καταγγείλουν είναι βέβαιο ότι έχουν υποφέρει και θα υποφέρουν κι άλλο το επόμενο διάστημα, αλλά τελικά θα βρουν την ηρεμία τους, επειδή ακριβώς το επικοινώνησαν. Αυτό το βήμα, λοιπόν, που έκαναν ανεξαρτήτως του φαινομενικού προσωπικού κόστους και του φόβου της έκθεσης, είναι ένας βασικός λόγος για να καταλάβουν όλοι οι άνθρωποι ότι πρέπει να το λένε. Δεν πρέπει κανείς να ντρέπεται. Και ο φόβος είναι φυσιολογικό συναίσθημα και δεν πρέπει να δαιμονοποιείται ούτε να αποβάλλεται, το μόνο που χρειάζεται κάποιος είναι να συμφιλιωθεί με την ύπαρξή του και να πράττει ερήμην του. Ακόμη κι αυτοί οι άνθρωποι που είναι αναγνωρίσιμοι, που πέφτουν τα φώτα πάνω τους, το έκαναν…Έδειξαν ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι ευρέως αναγνωρίσιμοι – που πολλές φορές εσφαλμένα ο κόσμος θεωρεί ότι έχουν μια αξιοζήλευτη ζωή – αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με τον ίδιο τρόπο. Επομένως, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική η απόφασή τους».
Διαβάστε επίσης:
Σεξ, μυστικά και εργασιακοί χώροι (μέρος α΄)
Σεξ, μυστικά και εργασιακοί χώροι (μέρος β’)