Με αφορμή το τελευταίο μυθιστόρημά της Όσοι αγαπιούνται (από τις εκδόσεις Ψυχογιός) η «εθνική» μας Aγγλίδα πεζογράφος μιλάει για για τη νέα της γενναία-και θρασεία- κατάδυση στην Ελληνική Ιστορία και τη ζωή στη σκιά της πανδημίας και του Μπόρις Τζόνσον.
Είναι αλήθεια ότι γράφετε το σίκουελ του «Νησιού», ενώ ετοιμάζετε και την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου σας
«Οι Καρτ Ποστάλ» στην ΕΡΤ;
Είστε πολύ καλά ενημερωμένη! Ναι, αυτή την εποχή ασχολούμαι εντατικά με τη συνέχεια του «Νησιού» – ομολογουμένως το τέλειο συγγραφικό υλικό για την παρούσα περίοδο. Πολλές φορές από τότε που ξεκίνησε όλο αυτό έχω φέρει στο μυαλό μου τη Σπιναλόγκα• υπάρχουν τόσα πολλά κοινά με τον πλανήτη του 2020: η απομόνωση, μια ανίατη ασθένεια, ο αγώνας για την αντιμετώπιση και τη θεραπεία. Και ναι, χτυπήστε ξύλο για το πρότζεκτ με τις «Καρτ Ποστάλ» στην ΕΡΤ! Όλοι αυτή τη στιγμή περιμένουμε το πράσινο φως. Θα είναι πολύ συναρπαστικό αν τελικά γίνει.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είχε μιλήσει για ένα «κολοσσιαίο σοκ» στον τρόπο ζωής που είχαμε συνηθίσει. Τι σας λείπει περισσότερο από τη ζωή σας πριν την πανδημία;
Πραγματικά δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Σίγουρα νιώθεις ότι όλα έχουν στην κυριολεξία χωριστεί στο «πριν» και στο «μετά» (σ.σ.: τον κορωνοϊό), έτσι δεν είναι; Για μένα ειδικά αυτή η περίοδος απέκτησε άλλη διάσταση και εξαιτίας του θανάτου της 92χρονης μητέρας μου στις 17 Μαρτίου. Βρισκόταν σε ένα κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων. Είχε ήδη περάσει μια εβδομάδα που δεν μου επιτρεπόταν να την επισκεφθώ εκεί εξαιτίας του κορωνοϊού (είχε απαγορευτεί το επισκεπτήριο) και ξαφνικά -χωρίς καμία προειδοποίηση- έλαβα το τηλεφώνημα με την είδηση του θανάτου της. Δεν είχαμε ούτε τη δυνατότητα να της κάνουμε κηδεία. Ως εκ τούτου, όλοι αυτοί οι τελευταίοι μήνες με άλλαξαν. Υποθέτω, λοιπόν, ότι η πολύ απλή απάντηση στο ερώτημά σας είναι: Η μητέρα μου.
Στο «Νησί» ασχοληθήκατε, μεταξύ άλλων, με το στίγμα της μεταδοτικής ασθένειας. Πιστεύετε ότι το ίδιο συνέβη και με τους ασθενείς της COVID-19, ότι ειδικά τα πρώτα κρούσματα απομονώθηκαν και στιγματίστηκαν;
Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα όσοι δεν ασθένησαν είναι εκείνοι που έχουν σήμερα μεγαλύτερη πιθανότητα να στιγματιστούν. Εκείνοι που ασθένησαν -από τη στιγμή που ανάρρωσαν- δεν τον μεταδίδουν. Αντίθετα, όλοι οι υπόλοιποι είμαστε πιθανοί φορείς.
Η στάση της Βρετανίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν, για να το θέσω κομψά, αρκετά ευμετάβλητη (θυμίζω την αρχική προσκόλληση στη θεωρία της ανοσίας της αγέλης που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε άρον άρον). Συμφωνείτε ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος;
Ναι, απόλυτα. Ο Μπόρις Τζόνσον προέβη σε εντελώς εσφαλμένη εκτίμηση και αποτίμηση της κατάστασης. Αγνόησε τις ίδιες του τις οδηγίες ενώ απουσίαζε από όλες τις κρίσιμες συναντήσεις, καθότι τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο ήταν απορροφημένος από τις προσωπικές του υποθέσεις (για παράδειγμα, να οριστικοποιήσει το διαζύγιό του). Του επιρρίπτω σχεδόν αποκλειστικά την ευθύνη για την καταστροφή στην οποία οδηγηθήκαμε. Ήταν ο πλέον λάθος άνθρωπος για την πρωθυπουργία στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου. Τις μέρες που η Ελλάδα επέβαλε προσωρινή απαγόρευση εισόδου και εξόδου από τη χώρα, με θυμάμαι να βλέπω τηλεόραση και να κυριεύομαι από τρόμο στη συνειδητοποίηση του πόσο επιπόλαια εξακολουθούσε να το χειρίζεται ο Τζόνσον. Επέβαλα στον εαυτό μου εκούσια απομόνωση από τη στιγμή που επέβαλε lockdowη η Ελλάδα. Όταν το έπραξε πλέον η Βρετανία, ήταν ήδη πολύ αργά.
Το καινούριο σας μυθιστόρημα Όσοι αγαπιούνται (εκδόσεις Ψυχογιός) ήταν μία ακόμη αποκάλυψη. Εξεπλάγην με τη γενναιότητά σας να προσεγγίσετε κεφάλαια-ταμπού της Ελληνικής Ιστορίας όπως η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Το ότι δεν είστε Ελληνίδα σας βοήθησε να είστε πιο ανοιχτή και τολμηρή απέναντι στην Ιστορία μας;
Χωρίς αμφιβολία, όντας ξένη είμαι λιγότερο δέσμια από ταμπού και στίγματα και ως εκ τούτου περισσότερο ικανή να διατηρήσω κάποιας μορφής αντικειμενικότητα. Δεν μου είχε τοποθετηθεί κανένας ορός προπαγάνδας από μέλη της οικογένειάς μου, επομένως δεν είχα καμία ατζέντα.
«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την Ιστορία. Όμως μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω» λέει, αν δεν απατώμαι, η
Θέμις, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Eίναι πιο ασφαλές για έναν συγγραφέα να βουτάει στο παρελθόν μιας χώρας που δεν είναι η δική του;
Δεν γνωρίζω κατά πόσο είναι «ασφαλές», δεδομένου ότι ενέχει τα δικά του ρίσκα. Ωστόσο, αυτό που επεδίωξα πάνω απ’ όλα ήταν να εξερευνήσω την ιδέα του πώς μπορεί ένας άνθρωπος να έλκεται από την πολιτική ακόμα και αν δεν είναι από τη φύση του ριζοσπάστης.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη της Victoria Hislop στο Marie Claire Αυγούστου που κυκλοφορεί την Κυριακή 19 Ιουλίου με το Θέμα.
Φωτογραφίες: Getty Images/Ideal Image