Από τη Μαρα Θεοδωροπούλου
Αν μιλάμε για είδωλα της ποπ κουλτούρας, η Πάμελα Αντερσον συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα όλων των εποχών, δίπλα στη Μέριλιν Μονρόε, τον Ελβις Πρίσλεϊ και τη Μαντόνα. Τη δεκαετία του ’90 ήταν μάλλον η διασημότερη (και σίγουρα η πιο επιθυμητή) γυναίκα του πλανήτη χάρη στην τηλεοπτική σουπερνόβα «Baywatch», που τη μετέτρεψε εν μία νυκτί σε σύγχρονο pin-up girl, με το εμβληματικό κόκκινο μαγιό και το ασορτί ναυαγοσωστικό σωσίβιο.
Aπό τότε, η 57χρονη ηθοποιός, συγγραφέας και ακτιβίστρια μοιάζει να έζησε εκατό ζωές και, έχοντας περάσει στην άλλη πλευρά της δόξας όχι ακριβώς αλώβητη, αλλά πλήρως συνειδητοποιημένη, μπορεί επιτέλους να αποθεωθεί για κάτι που κάποτε φαινόταν ασύλληπτο: το ταλέντο της. Η Αντερσον πρωταγωνιστεί στη νέα ταινία «The Last Showgirl», σε σκηνοθεσία Τζία Κόπολα (ναι, την εγγονή του Φράνσις), και κάνει ένα comeback από αυτά που το Χόλιγουντ λατρεύει, με ενθουσιώδεις κριτικές για την ερμηνεία της, υψηλού προφίλ υποψηφιότητες (σε Χρυσές Σφαίρες και τα βραβεία της Ενωσης Αμερικανών Ηθοποιών) και εμφανίσεις στα πιο περιζήτητα events.
Κανείς δεν είναι πιο έκπληκτος από την ίδια την Αντερσον, που έχει συνηθίσει ένα διαφορετικό είδος προσοχής. «Για ένα άτομο που είχε τη θέση που είχα εγώ σε αυτή τη βιομηχανία (η σύγκριση με το τώρα) και η διαφορά σε επίπεδο σεβασμού και περιέργειας είναι συγκλονιστική», μας λέει πίσω από τα τεράστια κοκάλινα γυαλιά της σε μια κουβέντα μέσω Zoom, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας. «Στα μάτια του κόσμου ζούσα σαν μονοδιάστατη φιγούρα για πάρα πολύ καιρό, παρόλο που έκανα παιδιά και αντιμετώπισα προβλήματα και μου συνέβησαν πολλά πράγματα στη ζωή μου».
Αυτά τα λόγια έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν προέρχονται από μια γυναίκα σαν την Πάμελα Αντερσον. Από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε στον Καναδά και αργότερα μπήκε στο ραντάρ του Χιου Χέφνερ, που την έφερε στην Καλιφόρνια για το πρώτο από τα 13 της εξώφυλλα στο περιοδικό Playboy το 1989 (πολύ πριν παίξει σε σειρές όπως ο «Μαστροχαλαστής» και το «Baywatch»), ταυτίστηκε με μια έννοια του συμβόλου του σεξ που σήμερα δεν θεωρείται υγιής, αλλά στα 90s και τις αρχές των 00s αποτελούσε αυτονόητο παρελκόμενο της celebrity culture.

Η περίφημη sex tape της με τον πρώην σύζυγό της, Τόμι Λι, ήταν ό,τι κοντινότερο στην έννοια του viral μπορούσε να συμβεί σε μια εποχή που δεν είχε εφεύρει ακόμα τη λέξη (και την τεχνολογία), γι’ αυτό και οι συνέπειες της δημοσιοποίησής της και των ατελείωτων δικαστικών αγώνων για την ανάκτησή της έχουν αφήσει βαθύ τραύμα στην ηθοποιό μέχρι και σήμερα. Η ίδια δεν έχει κρύψει την ενόχλησή της με την προ τριετίας δραματοποίηση της θυελλώδους περιπέτειάς της με τον Τόμι Λι στη σειρά «Pam and Tommy», με τον Σεμπάστιαν Σταν και τη Λίλι Τζέιμς. Ομως ένας ρόλος σαν αυτόν της χορεύτριας Σέλι στο «The Last Showgirl» τη βοήθησε να βρει μια πολύτιμη ισορροπία μέσα της.
«Το να κάνω αυτή την ταινία ήταν τεράστια ανακούφιση για μένα», δηλώνει με τη γαλήνια φωνή της. «Ενιωθα σαν να κρατάω ένα μυστικό εδώ και χρόνια, είχα ενοχές για μερικές από τις επιλογές μου και επιτέλους είχα την ευκαιρία να αναθεωρήσω κάποιες αποφάσεις μου. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος συνειδητοποιεί πως, παράλληλα με τις φωτογραφήσεις στο Playboy, καθόμουν στο (σ.σ.: θεατρικό βιβλιοπωλείο) Samuel French και διάβαζα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς και του Ευγένιου Ο’Νιλ. Δεν ξέρω τι με έλκυε σε αυτά, ούτε ήξερα πως θα φτάσω σε αυτό το επίπεδο, αφού κανείς στην οικογένεια ή στη ζωή μου δεν το είχε καταφέρει. Ηταν θέμα προσωπικής έκφρασης και της ευκαιρίας να βουτήξω πραγματικά μέσα σε κάτι και να καταλάβω τις δυνατότητές μου». Τελικά η Αντερσον κατάφερε να βρεθεί στο θεατρικό σανίδι το 2022, όταν έπαιξε στο Μπρόντγουεϊ το θρυλικό ρόλο της Ρόξι στο μιούζικαλ «Σικάγο».
Για ένα άτομο που είχε τη θέση που είχα εγώ σε αυτή τη βιομηχανία (η σύγκριση με το τώρα) και η διαφορά σε επίπεδο σεβασμού και περιέργειας είναι συγκλονιστική.
Στην ταινία, μια χαμηλού προϋπολογισμού ανεξάρτητη παραγωγή που γυρίστηκε μόλις σε 18 μέρες, η Αντερσον υποδύεται τη Σέλι, μια μεσήλικη χορεύτρια σε σόου στο Λας Βέγκας, που έρχεται αντιμέτωπη με το αβέβαιο μέλλον της όταν η παράσταση στην οποία συμμετέχει εδώ και δεκαετίες φτάνει στο τέλος της. Για την ονειροπόλα Σέλι, η συμμετοχή σε ένα τέτοιο θέαμα δεν αποτελεί σημάδι παρακμής ούτε περασμένα μεγαλεία, αλλά ύψιστο καλλιτεχνικό κάλεσμα του οποίου η διακοπή ισούται με το θάνατο της δημιουργικότητας. Το κατέβασμα της παραγωγής την αναγκάζει να διορθώσει τη σχέση με την αποξενωμένη κόρη της (που υποδύεται η Μπίλι Λουρντ), που συχνά ερχόταν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την καριέρα και την επαγγελματική της οικογένεια.
«Το ενδιαφέρον στοιχείο στη Σέλι είναι ότι έχει μητρικά αισθήματα απέναντι στις νεότερες συναδέλφους της, αλλά έχει απομακρυνθεί από το δικό της παιδί. Οι γυναίκες είναι κομμάτι η μία της άλλης. Θεωρούμε αυτούς τους χαρακτήρες, αυτές τις καρικατούρες ως μέρος του προβλήματος. Μου αρέσει που η ταινία δείχνει όλες τις γυναίκες στο ίδιο σταυροδρόμι της ζωής, αλλά και το πώς δημιουργούμε οικογένειες στον επαγγελματικό μας χώρο. Αυτός ο κόσμος ήταν εντελώς καινούριος για μένα».
Για την Αντερσον, που εγκατέλειψε συνειδητά το Χόλιγουντ (και τον Τόμι Λι) για να αφοσιωθεί στην ανατροφή των δύο γιων που απέκτησε με τον ντράμερ των Mötley Crue, η ρήξη ανάμεσα στη Σέλι και την κόρη της είναι επώδυνη. «Βρίσκω θλιβερό το να μην ξέρεις πραγματικά το ίδιο σου το παιδί, αλλά παρ’ όλα αυτά να ήθελες πάντα το καλύτερο για εκείνη. Υπήρχε ένταση στις σκηνές αυτές, αλλά την καταλάβαινα κιόλας. Η Μπίλι μού έλεγε μετά πόσο της άρεσαν οι σκηνές μας γιατί θυμόταν τη γιαγιά της, την Ντέμπι Ρέινολντς, και τη μαμά της, την Κάρι Φίσερ, και λειτούργησε κάπως θεραπευτικά για εκείνη το να εκφραστεί τόσο ειλικρινά και να φέρει στην επιφάνεια αυτά τα συναισθήματα».
Η Αντερσον, που πρόσφατα επέλεξε να πει την ιστορία της με το δικό της τρόπο στην αυτοβιογραφία «Love, Pamela» και στο ντοκιμαντέρ του Netflix, «Pamela, A Love Story», είναι αναζωογονητικά ειλικρινής σχετικά με τις ομοιότητες και τις αντιθέσεις της με τη Σέλι.
«Υπάρχουν ξεκάθαροι παραλληλισμοί με μένα κι εκείνη και αυτό ήταν ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης. Η αγάπη της νοσταλγίας, της ομορφιάς, της λάμψης, η σημασία αυτής της μορφής τέχνης είναι, νομίζω, πράγματα που βρίσκονται μέσα σε όλους μας. Μου αρέσει να δημιουργώ αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Ταυτόχρονα, οι διαφορές μας είναι μεγάλες. Για παράδειγμα, αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο στα παιδιά μου όταν γεννήθηκαν. Δεν ήθελα να με βοηθήσει κανείς στο μεγάλωμά τους».
Παράλληλα με τις φωτογραφήσεις στο Playboy, καθόμουν στο Samuel French και διάβαζα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς και του Ευγένιου Ο’Νιλ. Δεν ξέρω τι με έλκυε σε αυτά, ούτε ήξερα πως θα φτάσω σε αυτό το επίπεδο, αφού κανείς στην οικογένεια ή στη ζωή μου δεν το είχε καταφέρει. Ηταν θέμα προσωπικής έκφρασης και της ευκαιρίας να βουτήξω πραγματικά μέσα σε κάτι και να καταλάβω τις δυνατότητές μου.
Η ηθοποιός έκανε άλλους τρεις γάμους μετά το διαζύγιό της με τον Τόμι Λι (ο οποίος πέρασε και από τη φυλακή για συζυγική κακοποίηση), αλλά η σχέση της με τα παιδιά της παρέμεινε η πιο βασική της προτεραιότητα και κατάφερε να την προστατέψει από τα σκαμπανεβάσματα της προσωπικής της ζωής. Ο μεγάλος γιος της, Μπράντον, εκτέλεσε χρέη συμπαραγωγού στο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ της.
Αυτή την εποχή η Αντερσον ζει σε μια φάρμα στη νήσο Βανκούβερ, μαζί με τους γονείς της. Καλλιεργεί λαχανικά στον κήπο της και πρόσφατα μοιράστηκε τις αγαπημένες της συνταγές στο βιβλίο «I Love You: Recipes From The Heart». Είναι vegan (λογικό για μία από τις πιο παθιασμένες υπέρμαχους των δικαιωμάτων των ζώων), αλλά δεν το κάνει μεγάλο θέμα. Η απόφασή της τα τελευταία δύο χρόνια να κάνει δημόσιες εμφανίσεις χωρίς ίχνος μακιγιάζ έχει συζητηθεί ποικιλοτρόπως, όμως συνάδει άψογα με το απόλυτο trend των ημερών, την περίφημη «clean girl» αισθητική, που έκανε μέχρι και την Κιμ Καρντάσιαν να απαρνηθεί το contouring. (Η Αντερσον έχει τη δική της σειρά καλλυντικών, Sonsie, που αντικατοπτρίζει τη μινιμαλιστική της προσέγγιση στην περιποίηση προσώπου).

Σε κινηματογραφικό επίπεδο, μόλις ολοκλήρωσε τα γυρίσματα δύο πολύ διαφορετικών ταινιών: του ριμέικ της κλασικής φαρσοκωμωδίας «Τρελές Σφαίρες» , με συμπρωταγωνιστή τον Λίαμ Νίσον, και τη νέα ταινία του Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Καρίμ Αϊνούζ, «Rosebush Pruning», σε σενάριο Ευθύμη Φιλίππου (βασισμένο στις πρωτοποριακές «Γροθιές στην Τσέπη» του Μάρκο Μπελόκιο). Η Αντερσον υποδύεται τη μητέρα της οικογένειας που πάσχει από μια σειρά από γενετικές αρρώστιες, μαζί με τη Ράιλι Κίου, την Ελ Φάνινγκ και τον Κάλουμ Τέρνερ. Αυτή η ολική επανεφεύρεση, πάντως, έρχεται με μερικές επιπλέον συνειδητοποιήσεις. «Πάντα έλεγα ότι είναι ευχή και κατάρα να είσαι κομμάτι της ποπ κουλτούρας. Σίγουρα είναι και ευλογία, αλλά ταυτόχρονα ξεκινάς από ένα μειονεκτικό σημείο και παλεύεις να αποδείξεις ότι είσαι κάτι περισσότερο από αυτό», λέει η ηθοποιός. «Καταλαβαίνω τι σημαίνει (για τη Σέλι) να φοράς αυτά τα πετράδια και να βγαίνεις στη σκηνή. Χρειάζεται να είσαι μια ψυχή με ατέλειες».
φωτογραφίες: Trunk Archive