Είναι συνηθισμένο. Είναι μετρήσιμο. Συμβαίνει παντού. Στο Twitter, στη δουλειά, στα οικογενειακά γεύματα, σ’ ένα κακό ραντεβού. Το κάνουν οι σύζυγοι. Το κάνουν οι θείοι. Οι πολιτικοί, οι συνάδελφοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι γείτονες. Ο όρος «mansplaining», από το man και το explaining, περιγράφει την αυτόκλητη προσφορά ενός άνδρα να εξηγήσει σε μια γυναίκα κάτι που θεωρεί ότι ξέρει καλύτερα από εκείνη κυρίως λόγω του φύλου του. Η υβριδική έννοια αποτελεί έμπνευση της φεμινίστριας συγγραφέως Ρεμπέκα Σόλνιτ. Στο βιβλίο της Aνδρες μού εξηγούν διάφορα του 2008 αφηγείται έναν διάλογο με κάποιον που γνώρισε σ’ ένα πάρτυ, ο οποίος προσπαθούσε να την πείσει να διαβάσει ένα συγκεκριμένο βιβλίο για ένα διάσημο φωτογράφο. Το βιβλίο ήταν, τελικά, ένα από τα έργα της. Κι εκείνος δεν το είχε καν διαβάσει.
Σύμφωνα με την αφήγηση, χρειάστηκαν τρεις ή τέσσερις παρεμβολές από έναν κοινό τους γνωστό μέχρι να καταλάβει ο κύριος ότι η συνομιλήτριά του ήταν η συγγραφέας του βιβλίου. Ακόμα και η ίδια η Σόλνιτ άργησε να συνειδητοποιήσει ότι εκείνος αναφερόταν σ’ αυτό. «Είχα τόσο πολύ απορροφηθεί από το ρόλο της χαζής που αυτόματα μου δόθηκε στη συζήτηση, ώστε νόμιζα ότι μιλάει για ένα άλλο έργο με το ίδιο θέμα». Το mansplaining ρίχνει φως σε μια δυσλειτουργία πολύ πιο βαθιά από τη βαρεμάρα των ξερολίστικων μονολόγων. Όπως σημειώνει η συγγραφέας, «βυθίζει τις γυναίκες στη σιωπή λέγοντάς τους πως αυτός δεν είναι ο κόσμος σας. Μας εκπαιδεύει στην αυτοαμφιβολία και τον αυτοπεριορισμό, ενώ συγχρόνως διογκώνει τη χωρίς λόγο αυτοπεποίθηση των ανδρών που το εξασκούν».
Η πρώτη φορά που άκουσα εγώ τον όρο ήταν από την Πόλα Στόουν Γουίλιαμς, τη διεμφυλική που μετά από μια γεμάτη ζωή και μια πετυχημένη καριέρα ως άνδρας, έκανε το πέρασμα στο άλλο φύλο. Στην καινούρια της πορεία της έκανε εντύπωση το mansplaining που δεχόταν σε τεχνικά θέματα από μαστόρους, οι οποίοι επειδή την έβλεπαν ως κυρία θεωρούσαν ότι ήταν άσχετη με τις μηχανές, ενώ στην πραγματικότητα ήταν εξπέρ. Η βεβαιότητα των ανδρών που παίρνουν ως δεδομένο ότι γυναίκα ίσον άχρηστη είναι ο επιπλέον μπελάς όταν χαλάει το αυτοκίνητο, το κομπιούτερ, ο πίνακας του ηλεκτρικού ή το καζανάκι. Οταν πρέπει να πάω στη συνέλευση της πολυκατοικίας, να διαλέξω τηλεόραση ή να μιλήσω με μεσίτες για το σπίτι. Θα ακούσω διαλέξεις ολόκληρες, μπορεί να δεχθώ ειρωνείες, ίσως και να θυμώσω αν είμαι καλά διαβασμένη και καταλάβω ότι πάνε να με κοροϊδέψουν.
Από πότε όμως θεωρείται η γνώση ή η εξειδίκευση σε κάποιον τομέα ανδρικό προνόμιο; Το mansplaining μπορεί να πήρε πρόσφατα το όνομά του, είναι όμως τόσο παλιό όσο η πατριαρχία. Και τόσο ακλόνητο. Οταν πρόκειται για τη γνώση, την επιστήμη ή την αυθεντία, η ιδέα ότι οι άνδρες έχουν προτεραιότητα σε αυτήν παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Στην κλασική πια μελέτη της προκατάληψης των φύλων «Τζον εναντίον Τζένιφερ» που έγινε στο Πανεπιστήμιο Γέιλ το 2013, η Κορίν Μος-Ρακούσιν έκανε ένα πείραμα. Έφτιαξε δύο ψεύτικα προφίλ υποψήφιων ερευνητών με ακριβώς τα ίδια ακαδημαϊκά προσόντα, ονόμασε το ένα Τζον και το άλλο Τζένιφερ και τα έστειλε στους τοπ καθηγητές όλων των πεδίων στα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Οι καθηγητές βαθμολόγησαν τους δύο υποψήφιους ανάλογα με το πόσο κατάλληλους τους θεωρούσαν και απάντησαν αν θα τους δέχονταν ως εκπαιδευόμενους και τι μισθό θα τους έδιναν. Ο εικονικός Τζον σκόραρε σε όλες τις ερωτήσεις υψηλότερα από την τεχνητή Τζένιφερ, ανεξάρτητα από τον κλάδο της επιστήμης.
Γκολ από τα αποδυτήρια
Οι πανεπιστημιακοί αλλά και όλος ο υπόλοιπος λιγότερο μορφωμένος κόσμος θεωρούν ότι ο Τζον είναι πιο ικανός από την Τζένιφερ επειδή είναι άνδρας. Για την Κέιτ Μαν, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, αυτή η μεροληψία βρίσκεται στον πυρήνα του mansplaining. «Επικρατεί η εντύπωση ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο έξυπνες ή έχουν μειωμένη αντίληψη, οπότε χρειαζόμαστε εκείνους να μας εξηγούν αναλυτικά αυτά που ξέρουν. Η πεποίθηση είναι τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε αυτοί συχνά αρνούνται να συνειδητοποιήσουν ότι εμείς μπορεί να ξέρουμε καλύτερα κάποιο αντικείμενο και θυμώνουν πολύ όταν τελικά τους συμβαίνει. Αν μάλιστα βρίσκονται σε θέση μικρής ή μεγάλης εξουσίας, αισθάνονται αυθεντίες».
Αυτό βέβαια είναι αυταπάτη. Όσες φορές κι αν έχει μετρηθεί το IQ, τα δύο φύλα είχαν το ίδιο σκορ. Αν μάλιστα μιλάμε για ακαδημαϊκές επιδόσεις, οι γυναίκες υπερέχουν. Έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Psychology Bulletin και συνέκρινε τους βαθμούς που πήραν μαθητές και μαθήτριες σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης μέχρι τις μεταπτυχιακές σπουδές επί σχεδόν 100 χρόνια (1914-2011), έδειξε τη σαφή υπεροχή του θηλυκού μυαλού. Και στην Ελλάδα το ίδιο. Στις Πανελλαδικές του 2020, το 53,39% των επιτυχόντων ήταν κορίτσια και το 46,61% αγόρια. Τότε γιατί ο μόνος που μπορεί να μιλήσει για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μέσα σ’ ένα σπίτι είναι ο μπαμπάς; Και γιατί εμείς τον ακούμε;
«Τα κορίτσια εκπαιδεύονται από νωρίς στο ρόλο της υπακοής και της ευγένειας», λέει η Κέιτ Μαν. «Νιώθουν μέσα τους την υποχρέωση να προσφέρουν ένα ευχάριστο ακροατήριο που ακούει χωρίς να διακόπτει. Το να διορθώνουμε κάποιον είναι επίδειξη ισχύος, είναι σαν να λέμε “κάνεις λάθος, εγώ ξέρω”. Όχι μόνο πειθαρχούμε, αλλά δεν αντιδρούμε κιόλας. Γιατί αν παρέμβουμε, θα αλλάξουμε την ιεραρχία των φύλων. Γιατί έτσι θα ανακόψουμε τη διαιώνιση του status quo και θα αντιστρέψουμε τη θέση της προεπιλεγμένης αυθεντίας». Το να διακόπτεις αυτόν που μιλάει δεν είναι απλώς παράπτωμα του savoir vivre. Είναι σαν να μπαίνεις στα ανδρικά χωράφια, αφού αποτελεί και αυτό δικό τους προνόμιο. Εκείνος δικαιούται να διακόψει ανενδοίαστα τη συνομιλήτριά του. Εκείνη όχι.
Manterrupting
Ο όρος «manterrupting», από το man και το interrupting, περιγράφει τη συνήθεια ενός άνδρα να διακόπτει μία γυναίκα όταν μιλάει και πηγαίνει χέρι-χέρι με το mansplaining. «Συνδέεται με την αποκλειστικότητα των αρσενικών στο ρόλο του γνώστη και αυτού που παρέχει εξηγήσεις. Με αυτή τη δικαιοδοσία θεωρείται αυτονόητο να μιλάει κανείς εμποδίζοντας τους άλλους να ολοκληρώσουν και να κρατάει το λόγο περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται», λέει η καθηγήτρια της Φιλοσοφίας. Όσες εργάζονται σε εταιρικό περιβάλλον και έχει τύχει να συμμετέχουν σε μίτινγκ όπου δεν προλαβαίνουν να διατυπώσουν τη σκέψη τους καταλαβαίνουν τι σημαίνει ο όρος, όπως επίσης και πολλές σύζυγοι που το βίωναν και το βιώνουν καθημερινά μέσα στο σπίτι τους. Ωστόσο το «manterrupting» έγινε λέξη της μόδας στην προεκλογική περίοδο του 2016 στην Αμερική, όταν η υποψήφια Χίλαρι Κλίντον διακόπηκε από τον αντίπαλό της Ντόναλντ Τραμπ 40 φορές μέσα στα πρώτα 26 λεπτά του πρώτου debate ανάμεσά τους. Με αυτή του τη συμπεριφορά, ο απελθών πλέον πρόεδρος πήρε τα σκήπτρα τoυ χειρότερου manterrupting από τον Κάνιε Γουέστ που είχε πηδήξει πάνω στη σκηνή των βραβείων MTV 2009. Τη στιγμή που η Τέιλορ Σουίφτ ευχαριστούσε τον κόσμο που την ψήφισε για το καλύτερο γυναικείο βίντεο, της άρπαξε το μικρόφωνο από τα χέρια για να ανακοινώσει την προσωπική του άποψη: «Η Μπιγιονσέ έκανε ένα από τα καλύτερα βίντεο όλων των εποχών».
Για να ρίξει φως στο manterrupting, μία βραζιλιάνικη εταιρεία σχεδίασε την εφαρμογή Woman Interrupt που είναι διαθέσιμη στο app store και καταγράφει πόσες φορές διακόπτει μια ανδρική φωνή τη γυναικεία στη διάρκεια μιας συζήτησης. Στη Σουηδία το συνδικάτο Unionen, η οργάνωση με τα περισσότερα στελέχη επιχειρήσεων στον κόσμο, δημιούργησε μια τηλεφωνική γραμμή για την καταγγελία περιστατικών mansplaining στο χώρο εργασίας. «Στόχος μας είναι να συνεισφέρουμε στην επίγνωση ώστε να ξεκινήσει μια συζήτηση, ένα πρώτο βήμα για να αλλάξει ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλο στη δουλειά», είπε η εκπρόσωπός του Τζένι Τσέτερστρομ. Έτσι θα βγουν όλοι κερδισμένοι. Αν διακρίνουμε την επαγγελματική συζήτηση σε ανδρικού και γυναικείου ύφους, οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι συνεργάτες που υιοθετούν παραδοσιακά θηλυκές αξίες, όπως ο σεβασμός και η ενσυναίσθηση στον τρόπο επικοινωνίας στη δουλειά, ανταμείβονται περισσότερο για την προσπάθειά τους σε σύγκριση με τους σκληροπυρηνικούς αρσενικούς του γραφείου.
Το mansplaining και το manterrupting είναι οι ετικέτες που βάζει ο πολιτισμός μας σε ένα υπαρκτό πρόβλημα: ότι οι γυναίκες θεωρούνται γενικά πιο χαζές και αμαθείς. Το να δίνουμε όνομα σε μια δυσλειτουργία μάς βοηθάει να τη δούμε καλύτερα, να την αναγνωρίσουμε, να τη συνειδητοποιήσουμε και μπορεί δυνητικά να οδηγήσει στην άμβλυνση της συμπεριφοράς και την ακύρωση των σεξιστικών προκαταλήψεων που τη συνοδεύουν. Το mansplaining δεν υποτιμά μόνο τις γυναίκες στις οποίες απευθύνεται. Ακυρώνει και τους άνδρες από τους οποίους εκπορεύεται γιατί τους καλουπώνει στο αρνητικό πρότυπο του αρσενικού με τη φτωχή συναισθηματική νοημοσύνη που δεν μπορεί να αντιληφθεί πότε τα λόγια του γίνονται κουραστικά, βαρετά ή ενοχλητικά. Εμείς θέλουμε τους άλλους, αυτούς με τα συναισθήματα.