Από τη Μάρα Θεοδωροπούλου
Για πολλά χρόνια, ο Τομ Ρίπλεϊ της οθόνης ήταν συνδεδεμένος με τη συνεσταλμένη, μετριόφρονα φιγούρα του Ματ Ντέιμον στην ηλιόλουστη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Πατρίσια Χάισμιθ Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ. Ομως, όταν αναλαμβάνει να τον υποδυθεί ο Άντριου Σκοτ, ο hot Priest του «Fleabag», στη νέα τηλεοπτική σειρά του Netflix «Ρίπλεϊ» έρχεται στην επιφάνεια μια άλλη πλευρά του ήρωα, πιο πολύπλοκη, επικίνδυνη και σέξι. Ο Ιρλανδός ηθοποιός με το ζεστό αλλά αινιγματικό χαμόγελο μοιάζει γεννημένος να μηχανορραφεί στα στενά σοκάκια και τις ψηλοτάβανες βίλες της Ιταλίας (εδώ ασπρόμαυρης, για να τονιστεί η νουάρ γοητεία της ιστορίας) πίνοντας κρασί και συζητώντας για τον Καραβάτζο.
H σειρά γυρίστηκε χειμώνα σε κάποιες από τις πιο ονειρικές τοποθεσίες της χώρας: ξεκινώντας από την Ακτή Αμάλφι, και συγκεκριμένα τη μικρή πόλη Ατράνι, και φτάνοντας μέχρι τη Νάπολη κι από εκεί Ρώμη, Παλέρμο και Βενετία. Σε κάθε μέρος ο Σκοτ με τους συμπρωταγωνιστές του φρόντισαν να απολαύσουν την τοπική κουζίνα και τα αξιοθέατα – και μάλιστα εκτός της τουριστικής σεζόν, με παρόντες μόνο «τους ντόπιους ψαράδες», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Σκοτ διανύει μία από τις πιο πετυχημένες περιόδους της επαγγελματικής του ζωής έχοντας βραβευτεί από το London Critics’ Circle για τις ερμηνείες του στο θεατρικό one-man-show «Vanya», στο οποίο υποδύθηκε οκτώ διαφορετικούς χαρακτήρες, και για την ταινία «Άγνωστοι μεταξύ μας», στην οποία ράγισε καρδιές ως μοναχικός συγγραφέας που ξανασυναντά τους νεκρούς γονείς του. Οι δύο αυτές νίκες του ήταν ιστορικές, καθότι για πρώτη φορά ο ίδιος ηθοποιός βραβεύτηκε στη θεατρική και την κινηματογραφική κατηγορία της συγκεκριμένης ένωσης.
Εχοντας γίνει διάσημος παίζοντας τον δαιμόνιο Μοριάρτι στο τηλεοπτικό «Σέρλοκ», στο «Ρίπλεϊ» θολώνει για άλλη μία φορά τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, ενσαρκώνοντας έναν περίπλοκο άνδρα που ο ίδιος διστάζει να χαρακτηρίσει αμιγώς «κοινωνιοπαθή», «διεστραμμένο», «κακό» ή οτιδήποτε άλλο έχει ακουστεί για τον ήρωα τα τελευταία περίπου 70 χρόνια που απασχολεί την ποπ κουλτούρα.
Είναι πιο ενδιαφέρον να υποδύεστε έναν κακό;
Δεν βλέπω τον Τομ ως κακό. Ξέρω ότι ο κόσμος έχει κάθε δικαίωμα να τον χαρακτηρίζει έτσι, αλλά τον βρίσκω πολύπλοκο και πιστεύω ότι είναι πολύ εύκολο να τον κατηγοριοποιήσεις απλώς ως κακό. Σίγουρα θεωρώ ότι είναι αντιήρωας. Το μεγάλο επίτευγμα αυτών των ιστοριών και της συγκεκριμένης εκδοχής του σεναρίου είναι ότι είμαστε με το μέρος κάποιου που κανονικά δεν θα έπρεπε. Θέλουμε να ξεφύγει. Τον αμφισβητούμε κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο επειδή βλέπουμε τον εαυτό μας στον Τομ Ρίπλεϊ. Η ιδέα ήταν να κάνουμε το κοινό να αισθανθεί όπως εκείνος, όχι ως θύμα του. Ολοι έχουμε σκοτάδι μέσα μας και αποτελούμε μυστήριο ακόμα και για εμάς τους ίδιους, κατά κάποιον τρόπο. Δεν είμαστε όλοι δολοφόνοι, απαραιτήτως, αλλά πιστεύω ότι η σκοτεινή πλευρά υπάρχει, όπως και τα ερωτήματά μας για τον εαυτό μας, τα οποία συχνά μένουν αναπάντητα.
Πόσο δύσκολο ήταν να ξεχάσετε τον Ματ Ντέιμον ως Τομ Ρίπλεϊ και να κάνετε το χαρακτήρα δικό σας; Εμπνευστήκατε καθόλου από προηγούμενες ενσαρκώσεις του;
Φυσικά εκείνη η ταινία και οι ερμηνείες της έχουν πολλούς θαυμαστές και συγκαταλέγομαι σε αυτούς. Είναι λογικό να υπάρχει μια ανησυχία όταν πρωτοακούει κάποιος για το δικό μας project. Θα είναι ριμέικ; Ποιο το νόημα του να επαναλαμβάνεις την ήδη επιτυχημένη δουλειά κάποιου άλλου; Αλλά από την αρχή ήξερα ότι αυτή ήταν η ακριβώς αντίθετη πρόθεση του σκηνοθέτη και σεναριογράφου μας, Στίβεν Ζέλιαν. Είχε ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα για την ιστορία, που έχει γνωρίσει πολλές παραλλαγές στο παρελθόν. Ηταν ενδιαφέρουσα η δυναμική της μεταφοράς της στην τηλεόραση. Ηθελε να είναι ασπρόμαυρη. Ηθελε να μάθει, νομίζω, στο κοινό πώς να παρακολουθήσει αυτή την ιστορία σαν να διαβάζει ένα μυθιστόρημα. Δεν το διαβάζουμε σε δύο ώρες, αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο. Εδώ περνάμε χρόνο με τους χαρακτήρες και βλέπουμε αυτόν τον άνθρωπο να κάνει λάθη. Δεν πιστεύω ότι ο Τομ είναι γεννημένος δολοφόνος. Πιστεύω ότι είναι επιρρεπής στα λάθη, τα οποία βλέπουμε σε πραγματικό χρόνο, όπως άλλωστε και το ταλέντο του.
Το διακριτικό μήνυμα της ιστορίας είναι ότι όλοι αξίζουν την ομορφιά και τις τέχνες αυτού του κόσμου, όχι μόνο οι πλούσιοι. Υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι παντού και πρέπει να καταλάβουμε ότι τα πραγματικά ζητήματα είναι η κοινωνική τάξη, τα χρήματα, η ηθική και η δικαιοσύνη.
Πώς ήταν η ερμηνεία στα ιταλικά σε κάποιες σκηνές;
Συναρπαστική εμπειρία. Επαιξα αρκετά στα ιταλικά και ήθελα να το κάνω σωστά γιατί πιστεύω ότι ο Τομ θα τα έπιανε γρήγορα. Συμμετείχαν υπέροχοι Ιταλοί ηθοποιοί και ήθελα να δημιουργήσω μια ωραία ατμόσφαιρα για εκείνους. Στο θέατρο, ακόμα κι αν κάποιος έχει μόνο μία ατάκα, είναι μαζί σου συνέχεια, σε κάθε πρόβα, σε κάθε βραδινή έξοδο με το θίασο. Καμιά φορά στα τηλεοπτικά πλατό είναι δύσκολο να γνωριστείς πραγματικά με έναν ηθοποιό που είναι εκεί μόνο για λίγες ώρες, επειδή δεν έχει πολλούς διαλόγους. Ηταν σημαντικό για μένα να ακούσω τις ανησυχίες ή τις απορίες τους και όλοι τους να νιώσουν ευπρόσδεκτοι.;
Έχετε συναντήσει έναν Τομ Ρίπλεϊ στην αληθινή σας ζωή;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Θεωρώ ότι η διαχρονικότητα του ήρωα δεν έγκειται στο ότι συναντάς έναν Τομ Ρίπλεϊ και τον αντιμετωπίζεις ως κάτι διαφορετικό από σένα, αλλά στο να βρεις ποιο κομμάτι του βρίσκεται μέσα σου. Η Χάισμιθ μιλάει για έναν άνδρα για τον οποίο αδιαφορεί η κοινωνία, ενώ είναι τρομερά χαρισματικός. Είναι απατεώνας, αλλά πρέπει να το κάνει για να επιβιώσει. Δεν έχει πρόσβαση στα υπέροχα πράγματα που βιώνουν οι άλλοι χαρακτήρες, δηλαδή την τέχνη, τη μουσική και την ομορφιά. Οταν παραγκωνισμένοι άνθρωποι έρθουν ξαφνικά σε επαφή με αυτά που στερούνται, αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια η οργή τους. Νομίζω ότι το διακριτικό μήνυμα της ιστορίας είναι ότι όλοι αξίζουν την ομορφιά και τις τέχνες αυτού του κόσμου, όχι μόνο οι πλούσιοι. Υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι παντού και πρέπει να καταλάβουμε ότι τα πραγματικά ζητήματα είναι η κοινωνική τάξη, τα χρήματα, η ηθική και η δικαιοσύνη.