Μια οικογενειακή επιχείρηση μεταμορφώνεται σε διεθνές brand πολυτελείας ενώ τα μέλη της αλληλοεξοντώνονται: ένα Game of thrones αλά ιταλικά με έρωτες, απάτες και μαφιόζικες εκτελέσεις έρχεται ξανά στην επικαιρότητα ως το θέμα της νέας ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ, που ανυπομονεί να δει όλος ο σινεφίλ και fashion loving πλανήτης.
Φωτογραφίες: Splash news/ideal image, zuma press/visualhellas.gr
Παράδεισος. Αυτή ήταν η μοναδική λέξη που η Πατρίτσια Ρετζάνι σημείωσε στο ημερολόγιό της την ημέρα της δολοφονίας του 46χρονου συζύγου της, Μαουρίτσιο Γκούτσι, στις 27 Μαρτίου του 1995 στην οδό Παλέστρο στο Μιλάνο. Είχαν παντρευτεί 22 χρόνια πριν, το 1973: ο γόνος μιας πλούσιας οικογένειας της μόδας και το κορίτσι του λαού, κόρη μιας σερβιτόρας και ενός οδηγού φορτηγού. Στα μάτια του εκείνη ήταν μια καλλονή που έμοιαζε με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, στα δικά της εκείνος ήταν ένα εισιτήριο για την dolce vita. Όταν δολοφονήθηκε ήταν 46 ετών και πνιγμένος στα χρέη. Άφησε πίσω του δύο κόρες και μια ερωμένη. Λίγοι Γκούτσι πήγαν στην κηδεία. Σε τηλεοπτική συνέντευξη της εποχής, η χήρα έκανε πολλά κεφάλια να γυρίσουν με τις δηλώσεις της: «Κάποιοι πεθαίνουν στο κρεβάτι τους, κάποιοι πεθαίνουν στο δρόμο και κάποιοι έχουν το προνόμιο να δολοφονηθούν».
Η ιταλική αστυνομία χρειάστηκε δύο χρόνια για να βρει αποδείξεις και να τη συλλάβει με την κατηγορία της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Μαουρίτσιο, κι αυτό μόνο αφού προηγηθεί ένα ανώνυμο τηλεφώνημα με πληροφορίες. Ο Ιβάνο Σαβιόνι ομολόγησε ότι μαζί με άλλους οργάνωσαν και εκτέλεσαν τη δολοφονία που πλήρωσε η Πατρίτσια, με διαμεσολαβητή την προσωπική της αστρολόγο. Οταν τη συνέλαβαν και την πήγαν στο τμήμα για ανάκριση, η Πατρίτσια εμφανίστηκε με μια γούνα μινκ σαν να πήγαινε σε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου. Στο δικαστήριο εμφανιζόταν ντυμένη πάντα με Gucci και υποστήριζε με σθένος την αθωότητά της. Στην αρχή μίλησε για εκβιασμό, για δράστες που την εκβίαζαν απειλώντας τη ζωή των κοριτσιών της. Έπαιξε -μάταια- και το χαρτί της ψυχολογικής αστάθειας προτού καταδικαστεί σε 29 χρόνια για τη δολοφονία, μαζί με την αστρολόγο της Πίνα Αουριέμα, τον δράστη Μπενεντέτο Τσεράουλο, τον οδηγό Οράτσιο Τσικάλα και τον Σαβιόνι. Βγήκε από τη φυλακή σχεδόν μία δεκαετία νωρίτερα, το 2017, και έκτοτε απολαμβάνει την πλούσια ζωή που πάντα ονειρευόταν. Το 2021 είναι μια σημαντική χρονιά για την ίδια, αφού στο τέλος της θα κυκλοφορήσει η κινηματογραφική ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ με θέμα τη ζωή της με τον Μαουρίτσιο.
Το 2021 όμως είναι μια σημαντική χρονιά και για τον οίκο Gucci, που συμπληρώνει 100 χρόνια από την ίδρυσή του παραμένοντας μία από τις πιο αστραφτερές αυτοκρατορίες στον πλανήτη μόδα. Απλώς δεν υπάρχει πια ένας Γκούτσι για να κρατήσει το σκήπτρο. Η δυναστεία τους τελείωσε με το λουτρό αίματος του 1995 όταν ο Μαουρίτσιο έπεφτε νεκρός από σφαίρες. Ετσι γράφτηκε το τελευταίο κεφάλαιο μιας πολυετούς ενδοοικογενειακής διαμάχης που γονάτισε οικονομικά τον οίκο, αλλά και τον μεταμόρφωσε από οικογενειακή επιχείρηση σε brand πολυτελείας.
Η εταιρεία ιδρύθηκε από τον Γκούτσο Γκούτσι στη Φλωρεντία το 1921 και απογειώθηκε στις δεκαετίες που ακολούθησαν από τον γιο του, Αλντο. «Είμαστε σαν οικογενειακή ταβέρνα: δουλεύουμε όλοι μέσα στην κουζίνα». Στον οίκο εργαζόταν και ο νεότερος αδελφός του, Ροντόλφο, ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου. Οι δυο τους εργάστηκαν όχι χωρίς προστριβές, αλλά ενωμένοι για το καλό της εταιρείας. Τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν όταν η τρίτη γενιά Γκούτσι ήρθε στα πράγματα: από τη μια ο πρώτος από τους τρεις γιους του Αλντο, ο Πάολο, που ήθελε να αναλάβει τα ηνία και ήταν σε συνεχή σύγκρουση ακόμη και με τον πατέρα του, και από την άλλη ο Μαουρίτσιο, γιος του Ροντόλφο. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Μαουρίτσιο κληρονόμησε στα 38 του το μερίδιό του στον οίκο και μια σειρά από οικονομικές και θεσμικές αναταράξεις πυροδοτήθηκε.
O Μαουρίτσιο ήταν περιβόητος για την πολυτελή ζωή του: αν ήθελε να φάει μύδια, έπαιρνε το ιδιωτικό του τζετ και πήγαινε στο Παρίσι να φάει μύδια, ενώ είχε μία από τις ωραιότερες θαλαμηγούς στον κόσμο. Βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του όποιου ιταλικού ονείρου για μια οικογενειακή επιχείρηση. Κοσμοπολίτης με ακίνητα σε όλη την Ιταλία, δεν αρκούνταν στο να είναι πλούσιος. Έπρεπε και να φαίνεται. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στα καπρίτσια της αχόρταγης για πολυτέλειες συζύγου του, την οποία παντρεύτηκε, ενάντια στη θέληση του πατέρα του φυσικά, το 1972.
Εκείνη δήλωνε χαμογελώντας αφοπλιστικά σε συνεντεύξεις ότι «είναι καλύτερο να έχεις χρήματα απ’ το να μην έχεις, είναι καλύτερο να κλαις μέσα σε μια Rolls-Royce παρά πάνω σε ένα ποδήλατο». (Ένα από τα πρώτα δώρα που ζήτησε από τον Μαουρίτσιο ήταν μία Ferrari!). Δεν έδειξε να εκπλήσσεται ούτε όταν ο σύζυγός της κινήθηκε ενάντια σε όλους τους συγγενείς του για να αποκτήσει τον έλεγχο της εταιρείας. «Ο Μαουρίτσιο άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Δόκτωρ Τζέκιλ έδωσε τη θέση του στον Μίστερ Χάιντ», δήλωσε για τη μεταστροφή του η γυναίκα που λίγα χρόνια μετά θα καταδικαζόταν για τη δολοφονία του και θα γινόταν η αγαπημένη «μαύρη χήρα» του ιταλικού Τύπου.
Οι συνεργάτες του Μαουρίτσιο μιλάνε για έναν παθιασμένο με τη δουλειά του άνδρα, που αφιέρωνε πολλές ώρες από τη μέρα του αναζητώντας τρόπους να φέρει τον οίκο Gucci στις παλιές του δόξες. Στο όραμά του, όμως, δεν υπήρχαν άλλοι ηγέτες, ούτε οικογενειακές επιχειρήσεις. Υπήρχαν μόνο ο ίδιος και ένα ευέλικτο επιχειρηματικά σχήμα που θα έμπαινε στο χρηματιστήριο και θα πραγματοποιούσε τα σχέδιά του. Ο πρώτος που έπρεπε να βγει από τη μέση ήταν ο πρόεδρος της εταιρείας, ο θείος του Άλντο, που ήταν αυτός που του είχε δώσει μια ευκαιρία στον οίκο όταν ο ίδιος του ο πατέρας τού την είχε αρνηθεί. Θείος και ανιψιός έμοιαζαν να μοιράζονται πάθη και φιλοδοξίες. «Εγώ είμαι η μηχανή της οικογένειας, όλοι οι άλλοι είναι τα βαγόνια», έλεγε ο Άλντο Γκούτσι και συμπλήρωνε διπλωματικά: «Η μηχανή είναι άχρηστη χωρίς τα βαγόνια και τα βαγόνια δεν κινούνται χωρίς τη μηχανή, αλλά, αν τα βάλεις αυτά τα δύο μαζί, δημιουργείς κάτι ωραίο».
Ο Μαουρίτσιο όμως ήταν ο πρώτος από τους Γκούτσι που συνειδητοποίησε τις δυνατότητες του brand τη στιγμή ακριβώς που γεννιόντουσαν παγκοσμίως τα luxury brands στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ήταν ένας άνδρας που έβλεπε μπροστά από την εποχή του την αναγέννηση της βιομηχανίας της πολυτέλειας. Σε σύσκεψη των μετόχων της Gucci στα γραφεία της στην 5η Λεωφόρο στη Νέα Υόρκη, τα δύο ξαδέλφια εκπαραθύρωσαν τον οραματιστή του οίκου, ξηλώνοντας κάθε ανάμνηση της παρουσίας του Άλντο και αδειάζοντας το γραφείο του.
Ο Άλντο δεν άφησε την επίθεση αναπάντητη. Οι δικηγόροι μπήκαν στο παιχνίδι, τα οικονομικά και οι παρατυπίες βγήκαν στη φόρα, υπογραφές παραποιήθηκαν, μετοχές άλλαξαν χέρια. Τα media παρακολουθούσαν τρίβοντας τα χέρια τους τις πρωτόγνωρες καταστάσεις. Ο Πάολο συμφώνησε να πουλήσει το μερίδιό του στον ξάδελφό του για 47 εκατ. δολάρια. Στη συνέχεια παρομοίασε τον ξάδελφό του με τη μαφία! Ο γερο-Άλντο χειρίστηκε το ζήτημα με αξιοπρέπεια. «Αν χρειαστεί, θα ξαναρχίσω από το μηδέν. Αυτή τη φορά θα ξέρω να φυλάγομαι από όλους εκείνους που λένε ότι σε αγαπάνε και μετά σε προδίδουν». Στο τέλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα του και να πουλήσει και το δικό του μερίδιο. Ο ίδιος παρομοίασε αυτή την πώληση με αφαίρεση οργάνων: ήταν σαν να πουλάει το νεφρό του. Πέθανε δύο χρόνια μετά την πώληση της εταιρείας του, στα 82 του.
Τίποτα πια δεν υπήρχε εμπόδιο στο δρόμο του Μαουρίτσιο: ξεκίνησε το rebranding με έμπνευση από την παράδοση του οίκου. Σχέδια σε τσάντες και παπούτσια επέστρεψαν με ένα μόνο στόχο: το όνομα Gucci να γίνει συνώνυμο της πολυτέλειας. Το πέτυχε με δύο τρόπους: ψαλίδισμα στο franchise και δραστικά μέτρα για τη μείωση της παραγωγής προϊόντων από 20.000 σε 7.000 και στη συνέχεια σε 4.000 κομμάτια. Το 1987 ο Μαουρίτσιο δεν δίστασε να συμμαχήσει με ξένους επενδυτές για να πετύχει το σκοπό του. Ο μέχρι τότε διάσημος για τις τσάντες, ζώνες και αξεσουάρ οίκος βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στις πασαρέλες. Ο Αμερικανός Τομ Φορντ πήρε τα σχεδιαστικά ηνία και σταρ όπως η Μαντόνα και η Λιζ Χάρλεϊ έγιναν οι πρέσβειρες του οίκου στον κόσμο.
Την ίδια εποχή ο γάμος του Μαουρίτσιο κλονιζόταν. Εκείνος άφηνε την Πατρίτσια και εκείνη αισθανόταν τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της: ό,τι είχε επιθυμήσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή της, χρήμα, φήμη και την αίσθηση ότι ανήκει σε μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες στο Μιλάνο, γλιστρούσε μέσα από τα χέρια της.
Η Πατρίτσια, που είχε ήδη μάταια προσπαθήσει να γίνει μέλος του ιταλικού τζετ σετ, δεν έκρυβε το μίσος της για το σύζυγό της, κι ας είχε αποκτήσει μαζί του δύο κόρες. Την εποχή που εκείνος αντιμετώπιζε κατηγορίες για πλαστογραφία, εκείνη δεν δίστασε να δηλώσει στην τηλεόραση: «Του αξίζει να πάει φυλακή. Δεν κρύβεσαι όταν είσαι αθώος. Κάτι πρέπει να έχεις κάνει. Είμαι σίγουρη ότι είναι ένοχος. Ένοχος της υπερβολής του». Ο «ένοχος» ξόδεψε μια περιουσία σε δικηγόρους, αλλά κατάφερε να επιστρέψει στην Ιταλία επικεφαλής του οίκου μετά από δύο χρόνια απουσίας.
Το 1993 ο Μαουρίτσιο πούλησε τον οίκο για 170 εκατ. δολάρια στον επενδυτικό όμιλο Investcorp με έδρα το Μπαχρέιν. Τον Οκτώβριο του 1995, επτά μήνες μετά τη δολοφονία του ξαδέλφου του που τον είχε εξοστρακίσει από την οικογενειακή επιχείρηση, πέθανε και ο Πάολο. Οι Γκούτσι δεν μένουν πια στον οίκο που δημιούργησαν. Η δυναστεία έχει τελειώσει.
Αν και ο οίκος Gucci δεν έχει συνδέσει επίσημα το όνομά του με την ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο της δημοσιογράφου Σάρα Γκέι Φόρντεν, The House of Gucci: A Sensational Story of Murder, Madness, Glamour, and Greed, διέθεσε το αρχείο του στον σκηνοθέτη της ταινίας Ρίντλεϊ Σκοτ. Με δεδομένο το εξαίσιο καστ (Lady Gaga και Ανταμ Ντράιβερ υποδύονται το ζεύγος Πατρίτσια και Μαουρίτσιο Γκούτσι, η αγαπημένη μας στη γαλλική σειρά «Πάρε τον μάνατζέρ μου» Καμίλ Κοτέν την ερωμένη του Μαουρίτσιο, ο Τζέρεμι Αϊρονς τον πατέρα του Ροντόλφο, ο Αλ Πατσίνο τον θείο Άλντο, ο Τζάρεντ Λίτο τον ξάδελφο Πάολο, η Σάλμα Χάγιεκ την αστρολόγο) και αν κρίνουμε από τις φωτογραφίες, αυτή η σκοτεινή ιστορία έρωτα και απληστίας θα μοιάζει για τους κινηματογραφόφιλους που αγαπούν τη μόδα με εκείνη τη λέξη που η Πατρίτσια Ρετζάνι σημείωσε στο ημερολόγιό της: «paradeisos».