«Πάντα γράφω γι’ αυτό που συμβαίνει στη ζωή μου. Γιατί, αν συμβαίνει στη δική μου ζωή, πιθανότατα συμβαίνει και στη δική σας», μου λέει η Νία Βαρντάλος αυτή τη ζεστή μέρα του Ιουνίου που φωτογραφίζεται για το Marie Claire στην Αθήνα. Πίνει κρύο καφέ (εγχώρια μεταμοντέρνα συνήθεια που φαίνεται να έχει υιοθετήσει) και με ανεξάντλητη ενέργεια ακολουθεί το συνεργείο μας σε κάθε αυθόρμητη ιδέα που προκύπτει για τις ανάγκες της φωτογράφησης, όπως το να ποζάρει στο απέναντι συνεργείο αυτοκινήτων, σε μια τυπική αθηναϊκή γειτονιά του Νέου Κόσμου.
«Eίμαι ένας μέσος άνθρωπος και γράφω ταινίες βασισμένες στην οικογένειά μου. Που είναι λίγο τρελή. Όπως και η δική σας!».
Η ελληνικής καταγωγής ηθοποιός και συγγραφέας που έκανε όλο τον πλανήτη να ταυτιστεί με την αστεία, τρυφερή και ασφυκτικά προστατευτική οικογένεια Πορτοκάλος του «Γάμος αλά ελληνικά», την ταινία-outsider του 2002 που της χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου και τα εύσημα της πιο επιτυχημένης εισπρακτικά ρομαντικής κωμωδίας όλων των εποχών, μιλάει για τη σκληρή, αυτή τη φορά, πηγή έμπνευσης του τρίτου σίκουελ της ιστορίας.
«Έχασα τον πατέρα μου τον Μάρτιο του 2020 και έχασα και τον κινηματογραφικό μου μπαμπά Μάικλ Κονσταντίν την ίδια εποχή. Και έγραψα γι’ αυτό. Και ήταν πολύ δύσκολο. Έγραφα και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου».
Ωστόσο, το «Γάμος αλά ελληνικά 3», που αναμένεται στις αίθουσες τον προσεχή Σεπτέμβριο, δεν θα μπορούσε να είναι βέβαια ένα δραματικό φιλμ, παρότι εφορμούσε από μια ζοφερή για όλο τον πλανήτη χρονική συγκυρία: «Όταν έχασα τον μπαμπά μου, ήρθε η πανδημία. Δεν μπορούσαμε να βρεθούμε όλοι μαζί για να πενθήσουμε. Γι’ αυτό δημιούργησα μια χαρούμενη ιστορία όπου ο πατέρας της οικογένειας μας ζητά ως τελευταία επιθυμία του να πάμε πίσω στην Ελλάδα, στο χωριό, και να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Έτσι και γίνεται, πηγαίνουμε στο χωριό του πατέρα μας και ανακαλύπτουμε εκ νέου τον εαυτό μας ως οικογένεια».
«Όταν γράφω μια ταινία, τη γράφω με ελπίδα. Κάθομαι στον υπολογιστή μου στο σκοτάδι, μόνη μου, χωρίς wi-fi, και δημιουργώ μια ιστορία που θέλω να διηγηθώ. Προέρχομαι από μια οικογένεια παραμυθάδων. Όμως στην πραγματικότητα ποτέ μέσα μου δεν πίστευα ότι θα ήταν δυνατόν να μπορέσω να κάνω γυρίσματα στην Ελλάδα».
Τώρα, με το σενάριο να θέλει την οικογένεια να επιστρέφει στην Ελλάδα, η Βαρντάλος είχε την ευκαιρία να πιέσει… ανελέητα το χρηματοδότη ώστε να συναινέσει να γίνει η παραγωγή εδώ, σε έναν τόπο όπου μέχρι πρότινος δεν ήταν φιλικός προς το Χόλιγουντ λόγω κόστους και αφόρητης γραφειοκρατίας. Στις αντιπροτάσεις του να επιλέξουν την πολύ πιο οικονομική Αυστραλία, η δημιουργός επέμενε και επέμενε ότι για λόγους αυθεντικότητας τα γυρίσματα πρέπει να γίνουν στην πατρίδα όχι μόνο των κινηματογραφικών, αλλά και των πραγματικών γονιών της προτού αυτοί μεταναστεύσουν στον Καναδά τη δεκαετία του ’50.
Το timing λειτούργησε και οι φοροαπαλλαγές που ψήφισε η κυβέρνηση πριν από λίγα χρόνια έπεισαν το χρηματοδότη. «Ήταν καταπληκτικό! Έμεινα στην Ελλάδα για μήνες, για να διαλέξω τα μέρη όπου θα κάναμε γυρίσματα, το οποίο βέβαια αποδείχθηκε ευχή και κατάρα. Πώς να επιλέξεις ποιες ομορφιές της Ελλάδας θα στριμώξεις στην ταινία; Ήταν δύσκολο! Τελικά, προτιμήσαμε τα μέρη που πάντα αγαπούσα, αλλά και εκείνα που μου έδιναν τη δυνατότητα να πω στους ξένους: “Ελάτε να σας δείξω την Ελλάδα!”. Οι στόχοι μου γι’ αυτή την ταινία ήταν δύο. Ο πρώτος, οι άνθρωποι να πλησιάσουν ξανά την οικογένειά τους και να συνειδητοποιήσουν ότι η δύναμή μας βρίσκεται στο παρελθόν μας. Ο δεύτερος στόχος μου ήταν μόλις οι άνθρωποι βγουν από την αίθουσα του σινεμά να κλείσουν ένα εισιτήριο για την Ελλάδα».
Το φόντο της ταινίας δεν εξαντλείται όμως στα τουριστικά κλισέ. Η Βαρντάλος, που αυτή τη φορά κάθεται και στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ήθελε να συστήσει τόσο στον απόδημο Ελληνισμό όσο και στους μελλοντικούς επισκέπτες τη σύγχρονη Αθήνα με το νέο κοσμοπολίτικο κέντρο της και τις μαζεμένες πλέον μπουτίκ των μεγάλων οίκων μόδας, αποτυπώνοντας, είναι η αλήθεια, την άνευ προηγουμένου τουριστική άνθηση που γνωρίζει η πρωτεύουσα, αλλά και τη μεταμόρφωσή της σε άτυπο hub πρωτοπορίας για εκατοντάδες καλλιτέχνες που την έχουν επιλέξει ως μόνιμη κατοικία.
«Οι στόχοι μου γι’ αυτή την ταινία ήταν δύο. Ο πρώτος, οι άνθρωποι να πλησιάσουν ξανά την οικογένειά τους και να συνειδητοποιήσουν ότι η δύναμή μας βρίσκεται στο παρελθόν μας. Ο δεύτερος στόχος μου ήταν μόλις οι άνθρωποι βγουν από την αίθουσα του σινεμά να κλείσουν ένα εισιτήριο για την Ελλάδα».
«Ένα από τα πράγματα που ήθελα να δείξω είναι η σύγχρονη Ελλάδα. Ήθελα να δείξω ότι έχουμε παραγωγή ελαιολάδου, αλλά και εκσυγχρονισμό. Δεν ήθελα να αφηγηθώ τη συνηθισμένη “χωριάτικη” ιστορία την οποία έχουμε δει, ήθελα να φωτίσω το μορφωμένο κόσμο και τις ελπίδες που έχουμε για την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, ήθελα να αποτυπώσω πλευρές της Ελλάδας που κανείς δεν έχει δείξει, και την αγαπημένη μου είναι η πλατεία Συντάγματος. Πήραμε άδεια να γυρίσουμε στο Σύνταγμα, αν και ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να το κάνουμε μια Κυριακή. Γυρίσαμε τη σκηνή με το λευκό κάμπριο αυτοκίνητο να πηγαίνει γύρω από την πλατεία και μετά πήγαμε πάλι μια Δευτέρα και τραβήξαμε πλάνα με όλα τα κομψά καταστήματα, για να δείξουμε αυτή την εικόνα μιας πολύ εκλεπτυσμένης Αθήνας στη Διασπορά».
Μετά το κέντρο, την Πλάκα και άλλα σημεία της Αττικής, τα γυρίσματα συνεχίστηκαν στην Κέρκυρα, όπου οι κάτοικοι επεφύλαξαν σε ηθοποιούς και συνεργείο ζεστή υποδοχή. «Ήταν απίστευτο! Είδαμε τι σημαίνει φιλότιμο! Σε κάθε χωριό όπου κάναμε γυρίσματα, ο κόσμος μάς έφερνε φαγητό και μας έδινε ό,τι χρειαζόμασταν. Γνωρίσαμε το δήμαρχο των Βαρυπατάδων στην Κέρκυρα και τον ρώτησα: “Μπορούμε να κάνουμε γυρίσματα στο χωριό σας;”. “Είναι δικό σας”, ήταν η απάντησή του. Αυτό είναι αδύνατον να συμβεί σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, χωρίς φιλότιμο. Χρειάζεσαι την καλή διάθεση των ανθρώπων. Και την είχαμε».
«Ήταν απίστευτο! Είδαμε τι σημαίνει φιλότιμο! Σε κάθε χωριό όπου κάναμε γυρίσματα, ο κόσμος μάς έφερνε φαγητό και μας έδινε ό,τι χρειαζόμασταν».
Στο καστ επιστρέφουν όλοι οι αγαπημένοι συμπρωταγωνιστές, όπως ο πάντα γοητευτικός Τζον Κόρμπετ, που υποδύεται το σύζυγό της, ο γνώριμος σε όλες μας ‘Εινταν του «Sex and the City» και του «And Just Like That».
«Όταν συναντήθηκα με τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ στις Χρυσές Σφαίρες, όπου ήμασταν και οι δύο υποψήφιες, είπαμε συνωμοτικά, σχεδόν ταυτόχρονα: “Μοιραζόμαστε τον ίδιο άνδρα!”» λέει γελώντας για το χρόνο που έχει στην οθόνη με τον Κόρμπετ.
Φυσικά, επιστρέφουν και οι εμβληματικές θείες. «Αγαπώ ιδιαίτερα να γράφω σκηνές για τη Μαρία Βακράτση και την Αντρέα Μάρτιν γιατί ξέρουν πραγματικά να ερμηνεύουν κωμωδία. Έλεγα “Πάμε!”, έκαναν τη σκηνή τους και αμέσως μετά “Cut! Cut!” για να εκλιπαρήσω το συνεργείο: “Μπορείτε να σταματήσετε να γελάτε, σας παρακαλώ;”. Γελούσαν όλοι.
Αν και γράφω τα σενάρια των ταινιών μου, το αγαπημένο μου κομμάτι αυτή τη φορά είναι ότι τη σκηνοθετώ κιόλας. Αφού το έκανα, κατάλαβα ότι ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα από την αρχή. Ακολούθησα όλα τα βήματα που με οδηγούσαν στο να γίνω σκηνοθέτις. Το λάτρεψα. Λάτρεψα κάθε πτυχή της σκηνοθεσίας, την οργάνωση, τη λήψη αποφάσεων, το άγχος. Όλα. Όταν σκηνοθετείς είναι σαν να είσαι γονιός: δεν πρέπει ποτέ να τους αφήσεις να σε δουν να ιδρώνεις. Ποτέ».
Για τη γονεϊκότητα η Βαρντάλος δεν δίστασε να τσαλακωθεί. Έχοντας περάσει την επώδυνη από κάθε άποψη διαδικασία απόκτησης παιδιού με τεχνητή αναπαραγωγή για περίπου μία δεκαετία, υιοθέτησε την κόρη της, ένα τρίχρονο κοριτσάκι. «Όταν την αντίκρισα, είπα μέσα μου: “Σε βρήκα!”» θυμάται πάντα με συγκίνηση για την απόφασή της να πάρει το δρόμο της υιοθεσίας, που της άλλαξε τη ζωή. Το αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο της και best seller των New York Times, «Και ξαφνικά μαμά», όλα τα έσοδα του οποίου πηγαίνουν στην υποστήριξη των θεσμών αναδοχής και υιοθεσίας στις ΗΠΑ. Με τη 18χρονη πλέον Ιλάρια χαίρεται το υπέροχο δέσιμο μητέρας – κόρης και περνούν άφθονο χρόνο μαζί – μέχρι και πριν από μερικές εβδομάδες έκαναν διακοπές στην Ελλάδα. Δεν παραλείπει να τονίζει πόσο σημαντικό είναι να εμψυχώνεις ένα κορίτσι να κυνηγάει τα όνειρά του.
«Έχω μια μητέρα που πάντα μου έλεγε: “Γιατί όχι εσύ;”. Αυτό πρέπει να λέμε στα παιδιά μας. Γιατί όχι εσύ; Η κόρη μου ήθελε να κάνει αίτηση σε ένα πρόγραμμα σπουδών για δημιουργική γραφή, όπου ήταν αρκετά δύσκολο να σε δεχτούν. Και της είπα το ίδιο: Γιατί όχι εσύ; Πρέπει να τους το λέμε συνέχεια, ξανά και ξανά. Ίσως τη δέκατη φορά να μας ακούσουν γιατί, ως γνωστόν, τα παιδιά δεν ακούνε!».
Το ελληνικό πείσμα και η υποστηρικτική οικογένεια σε συνδυασμό με το ταλέντο ήταν τα υλικά που οδήγησαν τη Νία Βαρντάλος από τη ζωή της βιοπαλαίστριας καλλιτέχνιδας στις υποψηφιότητες των Όσκαρ, των Χρυσών Σφαιρών και άλλων διακρίσεων. Η κόρη της λογίστριας Ντορίν Χριστάκου και του εργολάβου Γκας Βαρντάλος από τα Καλάβρυτα γεννήθηκε στο Γουίνιπεγκ, πρωτεύουσα της επαρχίας Μανιτόμπα του Καναδά, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1962 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και αργότερα στο φημισμένο Second City Theater στο Σικάγο. Έγραψε και ερμήνευσε πάνω από δέκα κωμικά σκετς καθώς και μικρούς ρόλους στην τηλεόραση, αλλά, παρότι μετακόμισε στο Λος Άντζελες, η καριέρα της φαινόταν να βρίσκεται σε τέλμα.
«Ρώτησα την ατζέντισσά μου: “Γιατί δεν μπορώ να βρω δουλειά στον κινηματογράφο;” και εκείνη μου απάντησε χωρίς δισταγμό: “Το πρόβλημα με σένα είναι ότι δεν είσαι αρκετά όμορφη για να γίνεις πρωταγωνίστρια και δεν είσαι αρκετά χοντρή για να γίνεις καρατερίστα”! Κι όμως, μου το είπε! Νόμιζα πως μου κάνει πλάκα, αλλά δυστυχώς σοβαρολογούσε. Και συνέχισε: “Και τι είσαι τέλος πάντων;”. Και απάντησα: “Ελληνίδα”. “Να το πρόβλημα με σένα”! Πάλι πρόβλημα, δύο προβλήματα: η εμφάνισή μου και η καταγωγή μου. “Δεν ανήκεις σε κάποια μειονότητα, δεν είσαι μαύρη, Ασιάτισσα ή Λατίνα, δεν μπορώ να σου βρω δουλειά”. Και με απέλυσε. Πάγωσα, δεν αντέδρασα, έφυγα. Την ίδια μέρα η κολλητή μου φίλη, που είναι λεπτή, ξανθιά και όμορφη, απολύθηκε επίσης από το δικό της ατζέντη με την αιτιολογία ότι “μοιάζει με όλα τα υπόλοιπα κορίτσια στην πόλη”… τότε κατάλαβα ότι δεν μπορείς να αφήσεις κανέναν να σου πει πού ανήκεις και τι αξίζεις».
Χωρίς να το βάλει κάτω, η Νία άρχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: να γράφει κωμωδία.
«Έχω μια θεία που τη λένε Βούλα, έχει έναν όγκο στο σβέρκο της και νομίζει ότι είναι το δίδυμό της. Τέλεια, το έγραψα. Είχα παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά. Το έγραψα. Εγραψα κάθε ιστορία που είχα να διηγηθώ. Δανείστηκα τον υπολογιστή ενός φίλου, δεν είχαμε καθόλου λεφτά. Και έγραψα το πρώτο χειρόγραφο του σεναρίου μέσα σε τρεις εβδομάδες. Το έστειλα στη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου για να κατοχυρώσω τα πνευματικά δικαιώματα επειδή δεν γνώριζα για το Writers Guild (σ.σ.: το συνδικάτο που εκπροσωπεί τους συγγραφείς του κινηματογράφου και της τηλεόρασης και που τώρα ηγείται του μεγάλου απεργιακού κύματος στις Ηνωμένες Πολιτείες). Και μετά σκέφτηκα: Ωραία, έχω ένα σενάριο! Τι να το κάνω; Ας το στείλω στα κινηματογραφικά στούντιο! Φυσικά, γύρισε πίσω, στον ίδιο φάκελο, γιατί δεν δέχονται κείμενα από συγγραφείς χωρίς άδεια. Σκέφτηκα: ΟΚ, έχω κάνει θέατρο, θα ανέβω στη σκηνή και θα παίξω όλες τις ιστορίες από το σενάριο και θα ερμηνεύσω μόνη μου όλους τους χαρακτήρες. Όπως και έκανα. Οπότε πάντα λέω: “Αν δεν χτυπήσει το τηλέφωνό σου για δουλειά, τηλεφώνησε στον εαυτό σου!”».
«Μου πρότειναν κινηματογραφική μεταφορά της παράστασης, αλλάζοντας όμως την εθνικότητα των ηρώων σε οικογένεια Ιταλών ή ισπανόφωνων. Αρνήθηκα».
Η Βαρντάλος νοίκιασε ένα θέατρο με ό,τι χρήματα έβγαζε από ραδιοφωνικά διαφημιστικά και ανέβασε την παράσταση με 10 δολάρια το εισιτήριο. Από στόμα σε στόμα, το «γκιγκ» της κοπέλας που περιγράφει με χιούμορ την εμπειρία τού να μεγαλώνεις σε οικογένεια μεταναστών έγινε talk of the town, κεντρίζοντας και το ενδιαφέρον ανθρώπων του θεάματος. «Μου πρότειναν κινηματογραφική μεταφορά της παράστασης, αλλάζοντας όμως την εθνικότητα των ηρώων σε οικογένεια Ιταλών ή ισπανόφωνων. Αρνήθηκα. “Μα, δεν υπάρχουν ταινίες για Έλληνες”, μου έλεγαν. “Ακριβώς!” απαντούσα. Εκτός από τον “Ζορμπά” και το “Ποτέ την Κυριακή” δεν υπάρχουν πολλές ταινίες για την κουλτούρα μας στη σύγχρονη εποχή».
Μέχρι που μια μέρα ήρθαν να δουν την παράσταση η επίσης ελληνικής καταγωγής Ρίτα Γουίλσον και ο Τομ Χανκς.
«Η Ρίτα ήρθε και μου είπε: “Αυτό πρέπει να γίνει ταινία”. Της έδωσα το σενάριό μου με τόση φόρα που φύσηξε τα μαλλιά της», σύμφωνα με το μεταξύ τους αστείο έκτοτε. Ηταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας και συνεργασίας με το χρυσό ζευγάρι του Χόλιγουντ. Η Νία συμμετείχε το 2011 στη συγγραφή του σεναρίου για την «Περίπτωση Λάρι Κράουν» με τον Τομ Χανκς και την Τζούλια Ρόμπερτς, ενώ φιλοξενείται πολύ συχνά στο σπίτι των Χανκς – Γουίλσον στην Αντίπαρο. «Η Ρίτα ήρθε και μου είπε: “Αυτό πρέπει να γίνει ταινία”. Της έδωσα το σενάριό μου με τόση φόρα που φύσηξε τα μαλλιά της», σύμφωνα με το μεταξύ τους αστείο έκτοτε. Ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας και συνεργασίας με το χρυσό ζευγάρι του Χόλιγουντ. Η Νία συμμετείχε το 2011 στη συγγραφή του σεναρίου για την «Περίπτωση Λάρι Κράουν» με τον Τομ Χανκς και την Τζούλια Ρόμπερτς, ενώ φιλοξενείται πολύ συχνά στο σπίτι των Χανκς – Γουίλσον στην Αντίπαρο. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, πέρσι το καλοκαίρι, η Νία γνώρισε τον άνδρα με τον οποίο σχετίζεται. Η γνωριμία με τον Έλληνα σύντροφό της έγινε κάτω από την Πανσέληνο, ένα καλοκαιρινό βράδυ στην Πάρο.
Παρά τις πολλές κινηματογραφικές επιτυχίες της, το γράψιμο για το θέατρο παραμένει μια μεγάλη αγάπη της και πηγή δημιουργικότητας. Η θεατρική διασκευή της στο δημοφιλές μυθιστόρημα της Σέριλ Στρέιντ «Μικρά όμορφα πράγματα» (εκδ. Key Books), που έγινε πρόσφατα και τηλεοπτική σειρά (Disney+), με θέμα τη Σούγκαρ, μια online σύμβουλο σχέσεων της οποίας η προσωπική ζωή καταρρέει, ανέβηκε με εξαιρετικές κριτικές από τη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια μέχρι την Αυστραλία. Το πρώτο ανέβασμα Off-Broadway το 2016 είχε μάλιστα τη σκηνοθετική υπογραφή του βραβευμένου με Τony για το «Hamilton», Τόμας Κελ.
«Γράψε ό,τι ξέρεις και όχι ό,τι πιστεύεις ότι θα πουλήσει. Αν γράφεις ό,τι νομίζεις ότι θα πουλήσει, νεκρώνεις δημιουργικά μέσα σου. Γράψε ό,τι βγαίνει από την καρδιά σου», είπε πρόσφατα η Βαρντάλος μιλώντας στο συνέδριο Marie Claire Power Trip στο Σούνιο, ως επίτιμη καλεσμένη. Αυτή είναι η συμβουλή που δίνει και ως μέντορας σε νέους συγγραφείς.
«Για εμάς, τους Ελληνες της Διασποράς, ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1950, ενώ εδώ προχωρούσε».
Η Νία Βαρντάλος ήξερε σίγουρα πώς να μετατρέψει τα προσωπικά βιώματα σε κάτι οικουμενικό, όχι μόνο ελληνικό, κάτι που αφορά όλους τους ανθρώπους που αφήνουν τη χώρα τους για να εξασφαλίσσουν μια καλύτερη ζωή για εκείνους και τα παιδιά τους. «Το 1950 οι γονείς μου δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να φύγουν από την Ελλάδα, δεν υπήρχε φαγητό στο τραπέζι. Έπρεπε να μεταναστεύσουν για να βρουν δουλειά. Όλα τα παιδιά των μεταναστών μεγαλώνοντας συνηθίζαμε να πειράζουμε τους γονείς μας, γιατί όλοι οι Έλληνες είχαν αγάλματα στον κήπο τους. Για εμάς, τους Έλληνες της Διασποράς, ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1950, ενώ εδώ προχωρούσε».
Πολυτάλαντη, ευγενής, θηλυκή, αυθεντική, και ζωντανή απόδειξη των καλών γονιδίων των Ελληνίδων γυναικών, καθώς αλλάζει το ένα μετά το άλλο τα μίνι φορέματα ξένων και εγχώριων σχεδιαστών για τη φωτογράφηση φανερώνοντας τα ωραία γυμνασμένα πόδια της, η Νία Βαρντάλος δεν μας αποχαιρετά, αντί γι’ αυτό λέμε “Καλή αντάμωση” και “Φίλες για πάντα”. Η Ελλάδα που άφησαν πίσω οι γονείς της μπορεί να είναι διαφορετική από την Ελλάδα του 2023, αλλά μερικά πράγματα δεν αλλάζουν, όπως οι σχέσεις “αλά ελληνικά”.
Fashion Director: Elina Sygareos
Photographer: Nikos Papadopoulos