Η διαδρομή που έφερε τη Μαριάννα Πουρέγκα εδώ που είναι σήμερα, πρωταγωνίστρια σε πολυαναμενόμενη σειρά της δημόσιας τηλεόρασης, δεν ήταν ακριβώς ευθεία, ούτε εύκολη. Γεννήθηκε στη Λάρισα, σπούδασε, ανόρεχτα, οικονομικά, λίγο και για να κάνει το χατίρι της οικογένειας, αλλά διάλεξε κόντρα στις αντιξοότητες το θέατρο. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, στη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ, όπου και ατσαλώθηκε επί μία οχταετία σε ρόλους και παραστάσεις. Ηθοποιός που δίνεται με πάθος σε αυτό που κάνει, είτε πρωταγωνιστεί είτε έχει μόνο δύο ατάκες στο έργο, που της αρέσει να δοκιμάζει διαρκώς τα όριά της, δεν δίστασε να αλλάξει πόλη όταν της δόθηκε η ευκαιρία.
Κάπως έτσι, προσγειώνεται στην πρωτεύουσα δύο χρόνια πριν και κυριαρχεί στο θεατρικό τοπίο πρωταγωνιστώντας σε δύο παραστάσεις, «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφκσι και «Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Λόρκα, και οι δύο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, που της εμπιστεύεται τη Σόνια και τη Μπελίσα, αντίστοιχα, στο θέατρο Πορεία. Σε λίγες ημέρες θα μπει σε κάθε ελληνικό σπίτι ως πρωταγωνίστρια της νέας μίνι σειράς μυστηρίου, οχτώ επεισοδίων, «Απαραίτητο φως», σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου και Κάτιας Κισσονέργη και σκηνοθεσία Λάμπη Ζαρουτιάδη, ενώ το θεατρικό κοινό μπορεί να τη συναντήσει στο ιδιαίτερο δείπνο που είναι το «Festen», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο θέατρο Άλμα.

Πρωταγωνιστείς στην πολυαναμενόμενη σειρά της ΕΡΤ «Απαραίτητο φως», που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού (εκδόσεις Ίκαρος). Σου αρέσουν οι μεταφορές βιβλίων στην τηλεόραση, το σινεμά και το σανίδι; Τι είδους αναγνώστρια είσαι, ποια είναι τα βιβλία που αγαπάς ή θα ξαναδιάβαζες ευχαρίστως;
Έχω δει μεταφορές που τις θεωρώ συναρπαστικότερες και από τα ίδια τα βιβλία, όπως ο Χάρι Πότερ, του οποίου δηλώνω αιώνια θαυμάστρια. Έχω δει και άλλες που νιώθω πως δεν κατάφεραν τόσο να μεταδώσουν όσα το βιβλίο αφηγείται. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, το μυαλό μου έχει ανάγκη να ταυτίσει τους χαρακτήρες του με ανθρώπους που γνωρίζω, κάνω δηλαδή κάτι σαν κάστινγκ μέσα μου, για να μπορέσω να παρακολουθήσω ευκολότερα τη ροή του. Λατρεύω όλα τα βιβλία του Εντουάρ Λουί, είμαι ταγμένη αναγνώστριά του, τον Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς, αγαπώ τον Όσιαν Βουόνγκ και τον Χαρούκι Μουρακάμι.
Η δράση στο «Απαραίτητο φως» τοποθετείται σε δύο τελείως διαφορετικές δεκαετίες, του 1940 και του 2010. Τι θυμάσαι από την προσωπική σου ζωή, 15 χρόνια πριν;
Δεκαπέντε χρόνια πριν, έχω την αίσθηση πως ήμουν μία άλλη. Σπούδαζα ακόμη Χρηματοοικονομική και Λογιστική. Το πλάνο μου ήταν να τελειώσω με τη σχολή και να κάνω κάτι σχετικό με τα οικονομικά, κάτι το οποίο δεν με ενθουσίαζε και τόσο. Με θυμάμαι μελαγχολική και αμήχανη, είχα πολλές δυσκολίες τότε που μου στερούσαν τον αυθορμητισμό και την ξεγνοιασιά. Κάτι μέσα μου αντιδρούσε όμως, αντιστεκόταν. Έψαχνε μία διέξοδο. Ευτυχώς, λίγο καιρό μετά, μπήκε στη ζωή μου το θέατρο και όλο αυτό το σκηνικό άλλαξε διά παντός.
Εικόνες που μου φέρνει στο μυαλό η φράση Απαραίτητο Φως; Γεμάτοι δρόμοι πέρα ως πέρα με ελεύθερα σώματα και ελεύθερες φωνές. Αντίσταση μέχρι τέλους. Αλήθεια.
Τι σε γοητεύει στη δεκαετία του ’40;
Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το γούστο των ανθρώπων, που αποτυπώνεται στη μόδα της εποχής. Ντύνονταν τόσο κομψά, τόσο ιδιαίτερα, τόσο φροντισμένα όλα, παρ’ όλες τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο. Ρούχα, μαλλιά, αξεσουάρ, ασύλληπτα όμορφα, σαν να προσπαθούσαν με την ομορφιά να αντισταθμίσουν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Πόσο θα ήθελα να ντυνόμασταν ακόμη έτσι οι άνθρωποι.
Το αμέσως επόμενο και πολύ πιο βαθύ που με γοητεύει είναι το πνεύμα και η ιδεολογία της εποχής. Προφανώς και δεν ήταν όλα ρόδινα και δεν λειτουργούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ως επί το πλείστον, όμως, υπήρχαν ιδανικά, υπήρχε αλληλεγγύη, υπήρχε ανάγκη για αντίσταση, η δύναμη και η αντοχή των ανθρώπων απέναντι στις φρικαλεότητες που βίωναν είναι ασύλληπτες και τρομερά εμπνευστικές.
Ποια είναι η ηρωίδα που υποδύεσαι σε εκείνη τη δεκαετία;
Η Λουίζ είναι ζωγράφος της εποχής, μισή Ελληνίδα μισή Σκοτσέζα, και αντιπροσωπεύει όλα όσα ανέφερα παραπάνω περί αντίστασης και ιδεολογίας. Γίνεται εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, φροντίζει στρατιώτες και απλούς πολίτες που βρίσκονται σε ανάγκη, πηγαίνει και βοηθάει στα συσσίτια, βρίσκει φάρμακα και τρόφιμα γι’ αυτούς που τα χρειάζονται, είναι ενεργό μέλος αντιστασιακής οργάνωσης και δίνεται στον αγώνα για ελευθερία με ό,τι έχει και δεν έχει. Με συγκινεί βαθιά η δύναμη και η αυταπάρνησή της.
Οι ηρωίδες σου συνδέονται με τον πίνακα ενός διάσημου Σκοτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα, που είχε κλαπεί από την οικογένεια στα χρόνια της Κατοχής. Δεν έχει κάτι το πολύ ρομαντικό αυτό το κυνήγι;
Έχει κάτι το ρομαντικό, ναι, και ταυτόχρονα κάτι το πολύ σκληρό. Μιλάμε για έναν πίνακα που αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο και η Λουίζ κάνει τα πάντα για να τον κρατήσει, παρά τις αντιξοότητες της περιόδου της Κατοχής. Καταλήγει να εξαφανίζεται μυστηριωδώς και εξαιτίας του μπαίνουν πολλοί άνθρωποι σε κίνδυνο. Από την άλλη, η Λουίζα, χρόνια ολόκληρα μετά, προσπαθώντας να μάθει την αλήθεια σε σχέση με την τύχη του πίνακα, έρχεται αντιμέτωπη με μία σειρά δυσκολοχώνευτων αποκαλύψεων. Μοιάζει να είναι ευλογία και κατάρα λοιπόν ο πίνακας αυτός.
Τι είναι για σένα ρομαντισμός;
Το να επιζητάς να είσαι ευγενής, να είσαι τρυφερός, να είσαι αυθεντικός, να αποζητάς την ομορφιά και την καθαρότητα μέσα σου και γύρω σου, να μη φοβάσαι να κοιτάξεις κατάματα το συναίσθημά σου, να αφήνεσαι να χωθείς σαν παιδί σε μία αγκαλιά τη στιγμή που νιώθεις ασφάλεια, να αφήνεις τα δάκρυά σου να τρέχουν αβίαστα ή την καρδιά σου να σπαρταράει σαν τρελή μέσα στο στήθος σου μπροστά σε έναν έρωτα, σε ένα ζώο, σε μια χιονισμένη βουνοκορφή, σε μια απέραντη θάλασσα, σε ένα τραγούδι, μια ταινία, μια παράσταση, ένα βιβλίο, μια σκέψη.
H Λουίζ είναι ζωγράφος. Γίνεται εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, μέλος αντιστασιακής οργάνωσης και δίνεται στον αγώνα για ελευθερία με ό,τι έχει και δεν έχει. Με συγκινεί βαθιά η δύναμη και η αυταπάρνησή της.
Τι σε οδήγησε στην υποκριτική; Βρήκες στο θέατρο μια δεύτερη οικογένεια;
Στην υποκριτική, ίσως, με οδήγησε η ανάγκη μου να αφηγηθώ ιστορίες. Από μικρή, όσο με θυμάμαι, ήμουν πολύ παρατηρητική, ανέλυα γεγονότα, συμπεριφορές, βλέμματα, σωματικότητες. Την ίδια στιγμή ήμουν ένα παιδί φαινομενικά εξωστρεφές, κουβαλούσα όμως πάντα μια βαθιά μελαγχολία, μια ευαισθησία και μια οριακά κουραστική υπεραναλυτικότητα, χαρακτηριστικά τα οποία φέρω μέχρι και σήμερα. Το να μπορώ λοιπόν να διοχετεύω όλη αυτή τη μελέτη των άλλων και τη μελέτη του εαυτού μου σε κάτι που μπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά επί σκηνής ή μπροστά στην κάμερα και να μπορεί αυτό το κάτι να ενεργοποιήσει, παρακινήσει, ξεβολέψει, εμπνεύσει, συγκινήσει, ανακουφίσει έστω και έναν που θα το δει, τότε ναι, ίσως αυτό να με οδήγησε στην υποκριτική. Ίσως.
Στο θέατρο σίγουρα βρήκα ανθρώπους που με εμπνέουν, που με καθοδηγούν, που τους σέβομαι βαθιά, κάποιοι απ’ αυτούς είναι δάσκαλοι, κάποιοι που δουλέψαμε μαζί και μετά χαθήκαμε γιατί κι αυτό μέρος της δουλειάς μας είναι, κάποιοι αγαπημένοι συνάδελφοι, κάποιοι όχι τόσο, και κάποιοι που έγιναν φίλοι καρδιάς – άρα κατά μία έννοια, ναι, οικογένεια.

Στο θέατρο συμπρωταγωνιστείς φέτος σε ένα ιδιαίτερο ανέβασμα του «Festen». Έχεις βρεθεί σε οικογενειακή γιορτή που να το θυμίζει; Ή είναι πολύ ξένη για το μεσογειακό DNA μας;
Νομίζω πως είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος στην Ελλάδα σε τέτοια γιορτή. Στο «Festen» έχουμε μια δανέζικη οικογένεια, δηλαδή έναν λαό εκ φύσεως πιο κλειστό, πιο εσωστρεφή και πιο βραδυφλεγή ως προς την έκφραση των συναισθημάτων και των αντιδράσεών του γενικότερα. Στη γιορτή αυτή ακολουθείται ένα πρωτόκολλο με λόγους, προπόσεις, τραγούδια, χορούς και πάλι προπόσεις σαν απαράβατη τελετουργία. Στη διάρκεια όλων αυτών, ο τρόπος που αντιδρούν στις φρικτές αποκαλύψεις που γίνονται αιφνιδίως υποδηλώνει ξεκάθαρα την πρόθεσή τους να τις συγκαλύψουν και να συνεχίσουν τη γιορτή τους.
Στην Ελλάδα, από την άλλη, έχουμε ζήσει όλοι γιορτινά τραπέζια όπου τα αίματα μπορούν να ανάψουν με μια κουβέντα, να γίνει το σώσε, να εκτονωθεί η ένταση και μετά από λίγο να πίνουν και να γλεντάνε όλοι σαν να μη συνέβη τίποτε απολύτως. Διαφορετικοί λαοί, διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές «γιορτές».
Υπάρχουν ιδανικές οικογένειες;
Θαρρώ πως όχι. Μπορεί να ακούγεται απαισιόδοξο, αλλά πιστεύω πως είναι πρακτικά αδύνατον. Εδώ, δύο άνθρωποι έχουν σχέση και δημιουργούνται ατελείωτες δυναμικές μεταξύ τους, βάλτε τώρα στην εξίσωση και παιδιά και λοιπούς συγγενείς. Πιστεύω όμως πως υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν πολύ για να δημιουργήσουν τις καταλληλότερες συνθήκες για να υπάρξει η οικογένειά τους. Που προσπαθούν να είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους και για τους ίδιους και για τα υπόλοιπα μέλη, που μαθαίνουν στα παιδιά τους για τις αξίες της ζωής και δεν ξεχνούν -ή τέλος πάντων προσπαθούν όσο γίνεται- κάθε στιγμή να τις κάνουν και οι ίδιοι πράξη, που φροντίζουν τα παιδιά τους να μεγαλώσουν σε περιβάλλον ασφάλειας και συνεχούς ενθάρρυνσης, ελεύθερα και θαρραλέα, χωρίς φόβο, και με πίστη και αγάπη στον εαυτό τους.
Ονειρεύεσαι μία;
Για την ώρα, όχι. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, πιθανότατα να είχα ήδη μία οικογένεια και να φρόντιζα να είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου, αυτήν τη στιγμή, για τον σύντροφο και τα παιδιά μου. Στο εδώ σύμπαν δεν έχω νιώσει ακόμη την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Ίσως δεν ήρθε ακόμη η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, ή μπορεί και να μην είμαι φτιαγμένη για κάτι τέτοιο. Ποιος ξέρει; Μένει να φανεί.

Να σου ζητήσω ένα crash test Θεσσαλονίκης – Αθήνας; Τι θα μπορούσε να χαρίσει η μία πόλη στην άλλη; Τι είναι παντοτινά δικό της και δεν μπορεί να μεταλαμπαδευτεί;
Θα χαιρόμουν πολύ αν η Θεσσαλονίκη δάνειζε στην Αθήνα τους πιο ήπιους ρυθμούς ζωής της, τις ανάσες που προλαβαίνεις να παίρνεις μέσα στη μέρα, τις μικρότερες αποστάσεις και αδιαπραγμάτευτα τη θάλασσα μέσα στην πόλη. Μου λείπει απίστευτα να βλέπω θάλασσα. Αντιθέτως, η Αθήνα θα ήθελα να χαρίσει στη Θεσσαλονίκη την ανοιχτομυαλιά της και τις περισσότερες ευκαιρίες σε θέσεις εργασίας σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό και τις τέχνες γενικότερα.
Τι είναι «παντοτινά δικό της» γενικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης δεν ξέρω να πω. Ξέρω ότι για μένα αυτές οι δύο πόλεις έπαιξαν και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Στη Θεσσαλονίκη έζησα δεκαέξι αδιανόητα χρόνια και τώρα στην Αθήνα ζω μια καινούρια αρχή, σαν να ενηλικιώνομαι ξανά και αδημονώ για το τι θα μου φέρει στη συνέχεια.
Καταλαβαίνω ότι πλέον για σένα είναι μία φράση-σημείο αναφοράς, αλλά θα μπορούσες να σκεφτείς τι εικόνες γεννιούνται στο μυαλό σου όταν ακούς τη φράση «Απαραίτητο φως»;
Ήλιος. Ανοιχτός ορίζοντας. Ήρεμη θάλασσα. Ποτάμια που ρέουν καθαρά και γάργαρα. Παιδικά γέλια. Χέρια που πιάνονται σφιχτά. Φωνές που τραγουδούν μαζί. Γλυκές κουβέντες. Μάτια που κοιτάζουν τον ουρανό, τους σχηματισμούς στα σύννεφα. Πόδια που πατούν στη γη. Οξυγόνο. Ανάσες που παίρνονται από το βάθος της κοιλιάς. Όσες οι ανάσες, τόση και η τρυφερότητα. Ήλιος εκτυφλωτικός και σκιές παιχνιδιάρικες. Κάδρο. Χρώματα, πετρόλ και μοβ διαπεραστικό και πορτοκαλί. Αγκαλιές ολόσφιχτες, διαρκείας. Γεμάτοι δρόμοι πέρα ως πέρα με ελεύθερα σώματα και ελεύθερες φωνές. Αντίσταση μέχρι τέλους. Αλήθεια.
Τα 4 πρώτα επεισόδια της σειράς «Απαραίτητο φως» κάνουν πρεμιέρα στις 28 Μαρτίου στο ertflix.gr.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 429 του περιοδικού Marie Claire, Απρίλιος 2025.