Τον Αύγουστο του 1992 ταξιδεύαμε οδικώς από το Παρίσι στη Μασσαλία. Σε μια μεγάλη παράκαμψη, καταφέραμε να θαυμάσουμε δύο από τα φημισμένα κάστρα που βρίσκονται δίπλα στον Λίγηρα. Eνας ποταμός νωθρός, οριακά αδρανής, παρίστανε τον καθρέπτη των εντυπωσιακών κτιρίων, χρόνια μετά τον καθαρισμό των βάλτων που κάποτε διέτρεχε: τη θέση της λάσπης είχαν πάρει τα λιβάδια όπου έβοσκαν διαφόρων ειδών ζώα. Καθώς η διαδρομή ως τον Νότο ήταν μεγάλη, διανυκτερεύσαμε στην Μπουρζ.
Το όνομά της σημαίνει κυριολεκτικά πόλη, αλλά είναι παραπλανητικό. Καμία σχέση δεν είχε με τη μέση πόλη της Γαλλίας που είχαμε επισκεφτεί ως τότε – για το Παρίσι δεν το συζητώ καν. Ενας αδιάφορος καθεδρικός ναός ήταν το κύριο αξιοθέατο του μέρους από το οποίο αποφασίσαμε να φύγουμε τα ξημερώματα. Οπου κι αν πηγαίναμε, καλύτερα θα ήταν.
Εκατό και κάτι χρόνια πριν από αυτή τη συνειδητοποίηση, σε μια περιοχή λίγο πιο πέρα από την Μπουρζ, γεννιόταν η Μαργκερίτ Οντού, η γυναίκα χάρη στην οποία πήρε το όνομά του το περιοδικό Marie Claire.
Ο πατέρας της είχε το επίθετο Ντονκισότ, γιατί είχε εγκαταλειφθεί ως παιδί. Παρά ταύτα, κανένας δονκιχωτισμός δεν τον χαρακτήριζε, μια και εγκατέλειψε τις δύο κόρες του όταν η γυναίκα του έφυγε από τη ζωή και η Μαργκερίτ ήταν μόλις τριών ετών. Κάποια στιγμή, η κοπέλα κατέληξε στο ορφανοτροφείο της Μπουρζ, όπου πέρασε εννιά χρόνια από τη ζωή της, μέχρι να πιάσει δουλειά ως βοσκοπούλα και αγρότισσα στο κτήμα μιας οικογένειας από τη Σολόνη.
Κι αν ως εδώ η ιστορία της θυμίζει μυθιστόρημα του Εκτόρ Μαλό, απ’ αυτά που μας έκαναν να κλαίμε με λυγμούς στη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας, η συνέχεια θυμίζει περισσότερο γαλλικό δράμα εποχής, με μια δόση όσων κατάφερε να ζήσει ο σύγχρονός μας φιλόσοφος και συγγραφέας Ντιντιέ Εριμπόν, στη δική του προσπάθεια να ξεφύγει από τη γαλλική επαρχία.
Η Μαργκερίτ Οντού θα παρέμενε άγνωστη στην Ελλάδα αν δεν υπήρχαν η Μαρία Γυπαράκη, φιλόλογος και πρώτη μεταφράστρια στα ελληνικά του βιβλίου της με τίτλο Marie Claire, καθώς και οι εκδόσεις Librofilo&Co, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα το έργο για το οποίο η Οντού είχε βραβευτεί στη Γαλλία το 1910.
Η συγγραφέας άφησε την ύπαιθρο το 1881 για να μετακομίσει στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, από την οποία πρακτικά δεν έζησε τίποτα. Οπως και χιλιάδες ακόμα άνθρωποι που προέρχονταν από τη γαλλική επαρχία, εργαζόταν όπου έβρισκε δουλειά, καταλήγοντας να γίνει μοδίστρα. Χάρη στην ανιψιά της, την οποία πήρε υπό την προστασία της, γνωρίστηκε με τον Μισέλ Γελ, έναν συγγραφέα που κυκλοφορούσε στα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής και με τον οποίο έμειναν μαζί για πάνω από δέκα χρόνια. Κάποια στιγμή η Οντού πάτησε το πόδι της σε ένα τέτοιο μέρος, όπου ήρθε σε επαφή με διανοούμενους της εποχής όπως ο Σαρλ Λουί Φιλίπ και ο Οκτάβ Μιρμπό. Ο τελευταίος ήταν εκείνος που όταν πήρε στα χέρια του τα γραπτά της Οντού αποφάσισε πως έπρεπε να εκδοθούν αμέσως.
Όλα αυτά τα χρόνια της ανέχειας και των προσωπικών -και άλλων- αδιεξόδων, η Οντού έβρισκε τον εαυτό της στο μολύβι και το χαρτί.
Ξεκίνησε γράφοντας τη δική της ιστορία, ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που συνέλαβε φυσικά, σαν να κρατούσε ημερολόγιο. Χωρίς να έχει σπουδάσει, έχοντας λάβει την ελάχιστη δυνατή εκπαίδευση που προσφερόταν στα κορίτσια την εποχή της Β’ Βιομηχανικής Επανάστασης, η Οντού συνέθεσε ένα χειρόγραφο που σήμερα θα ζήλευαν πολλοί λογοτέχνες εγνωσμένου κύρους. Ηταν ένας απλός άνθρωπος που αποφάσισε να περιγράψει με την ίδια απλότητα τις πτυχές της ζωής του. Με φράσεις λιτά δομημένες, εικόνες του ορφανοτροφείου και της φάρμας, οικονομία στην αφήγηση και παράθεση των γεγονότων με έναν τρόπο που έρρεε φυσικά -και όχι όπως ο τεμπέλης Λίγηρας- η Οντού τοποθετήθηκε υφολογικά με έναν τρόπο προσιτό σε όλους.
Το κορίτσι μέσα της είχε συγκεντρώσει μια σειρά από ιστορίες που άξιζαν να φτάσουν στο τυπογραφείο, σύμφωνα με τον Μιρμπό, ο οποίος αμέσως αντιλήφθηκε τι ήταν το καινούριο στοιχείο που κόμιζε η Οντού στη γαλλική λογοτεχνία. Το πώς αποδέχτηκαν μια φτωχή μοδίστρα από την επαρχία στους κύκλους των διανοούμενων της εποχής είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μόνο από το ίδιο το ταλέντο της.
Κατάφερε, λοιπόν, η Οντού να παρακάμψει την αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση της Γαλλίας με ένα βιβλίο που αριθμεί λιγότερες από διακόσιες σελίδες; Η απάντηση είναι εν μέρει καταφατική, αφού η συγγραφέας ποτέ δεν έβγαλε τα χρήματα που χρειαζόταν για να ζει με άνεση. Κι εδώ εντοπίζεται το κοινό της στοιχείο με τον Εριμπόν, ο οποίος ομοίως κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά χάρη στο πνεύμα του, παρακάμπτοντας τα εμπόδια που του είχε βάλει η ίδια η ζωή, λες και ήταν κι αυτός ήρωας του Μαλό.
Πώς επιλέχθηκε, όμως, ο τίτλος Marie Claire ως το όνομα του γυναικείου περιοδικού που εξέδωσαν για πρώτη φορά ο Ζαν Προυβόστ και η σύζυγός του Μαρσέλ Οκλέρ, το 1937; Ηταν η χρονιά που η Οντού είχε φύγει από τη ζωή. Ισως ο νονός του περιοδικού να είχε διαβάσει το βιβλίο και να είχε εντυπωσιαστεί από τις περιπέτειες αυτής της γυναίκας, η οποία μέχρι το θάνατό της εξέδωσε τρία ακόμα μυθιστορήματα, όλα με αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Αν κοιτάξουμε προς τα πίσω, το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της Γαλλίας διαμορφώθηκε από ανθρώπους όπως η Οντού: φτωχοί μεροκαματιάρηδες, που όμως έμεναν όρθιοι απέναντι σε κάθε είδους δυσκολίες και, ενίοτε, έκαναν τη δική τους μικρή ή μεγάλη επανάσταση. Μια γυναίκα που γεννήθηκε στην καρδιά της χώρας αυτής έδωσε το όνομα του πρωτότοκου πνευματικού παιδιού της σε ένα περιοδικό που έμελλε να γίνει η καρδιά της γυναικείας κοινότητας.
Είναι εντυπωσιακό το πώς ένα τόσο αδιάφορο σημείο του κόσμου, όπως η Μπουρζ, έτυχε να βρίσκεται στο κέντρο της Γαλλίας και συντέλεσε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μιας τόσο ταπεινής και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσας γυναίκας που ακολουθούσε την ψυχή και την καρδιά της, όσο έψαχνε να βρει τρόπο να υπάρξει – και όχι απλά να ζήσει. Η δύναμη του γραπτού της είναι η δύναμη του χαρακτήρα της, κομμάτια του οποίου ίσως να μοιραζόμαστε κι εμείς, με τη διαφορά ότι εκείνη βρήκε νόημα στο μέρος όπου μεγάλωσε, είδε πολλές φορές αντικατοπτρισμό της στον Λίγηρα και υποσχέθηκε κάποτε στον εαυτό της πως θα έδιωχνε από πάνω της τα φαντάσματα του πρώην βάλτου: κι όλα αυτά επειδή είχε νιώσει πως η συγγραφή σε πηγαίνει πάντα κάπου καλύτερα.