Το παιδί-σταρ που βίωσε τη διασημότητα σε βαθμό φρενίτιδας ως έφηβη, ήξερε ακριβώς πώς να ερμηνεύσει τη Νταϊάνα στο «Spencer». Γι’ αυτό και δεν ήταν έκπληξη για κανέναν που ο ρόλος τής χάρισε την πρώτη υποψηφιότητα Όσκαρ της καριέρας της.
Από τον James Mottram
Ένα λαμπερό ηλιόλουστο πρωινό του Οκτωβρίου, τουρίστες και ένοικοι πίνουν το τσάι τους στo αίθριο του «Corinthia». Λίγο πιο πάνω, σε μια σουίτα του 2ου ορόφου αυτού του ήσυχου λονδρέζικου ξενοδοχείου βρίσκεται η Κρίστεν Στιούαρτ. Το να συναντάς σταρ του Χόλιγουντ συνοδεύεται συχνά από συμπεριφορές βασιλικότερες του βασιλέως, όμως η Στιούαρτ είναι διαφορετική. Δεν έχει καβαλήσει το καλάμι. Βγάζει τις λευκές της γόβες στιλέτο και ξυπόλυτη παίρνει μια στάση Βούδα, ανακούρκουδα στην καφέ σεζ λονγκ μπροστά μου.
Είναι η στιγμή της. Ήταν πραγματικά μια πολύ σημαντική χρονιά για την 31χρονη ηθοποιό, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά. Στη νέα ταινία της «Spencer» τη βλέπουμε να ξεδιπλώνει μια μαγευτική ερμηνεία ως πριγκίπισσα Νταϊάνα, ο θάνατος της οποίας το 1997 βύθισε τον πλανήτη σε πένθος. Η Στιούαρτ ήταν επτά χρονών όταν η Νταϊάνα σκοτώθηκε σε εκείνο το τροχαίο στο Παρίσι, αλλά η συλλογική θλίψη τής εντυπώθηκε για χρόνια. «Θυμάμαι τα λουλούδια μπροστά στο Μπάκιγχαμ. Και θυμάμαι ότι όλοι συμπεριφέρονταν σαν να είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό».
Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, η Νταϊάνα παραμένει παγκόσμιο είδωλο. Τον περασμένο χρόνο είχαμε το ανέβασμα του ομώνυμου μιούζικαλ-χιτ στο Μπρόντγουεϊ, ενώ η τέταρτη σεζόν του «Crown» στο Netflix συμπεριέλαβε την κοσμαγάπητη πριγκίπισσα (που έπαιξε η Έμα Κόριν) στο συναρπαστικό του σενάριο για τη βρετανική μοναρχία. «Είμαι μεγάλη φαν της σειράς», λέει η Στιούαρτ, που είδε και τις 4 σεζόν μέσα σε 3 νύχτες μόλις πήρε τον ρόλο στο «Spencer».
Με την Αυστραλέζα Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι να παίρνει τη σκυτάλη ως Νταϊάνα στην 5η σεζόν και με την πλοκή να ξετυλίγεται την ίδια χρονική περίοδο με το «Spencer», εκεί στις αρχές των 90s, οι συγκρίσεις θα είναι αναπόφευκτες.
Όμως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια ερμηνεία πιο διεισδυτική από της Στιούαρτ, ερμηνεία που της έχει χαρίσει ήδη υμνητικές κριτικές και την πρώτη υποψηφιότητα Οσκαρ της καριέρας της. Αυτή η εξέλιξη βρίσκεται έτη φωτός μακριά από τη θητεία της ως Μπέλα Σουάν στο «Twilight», τη σούπερ επιτυχημένη κινηματογραφική σάγκα βρικολάκων που την εκτόξευσε σε ένα επίπεδο φήμης και αναγνωρισιμότητας ίσως παρόμοιο με της Νταϊάνας. Μοιάζει όμως πιο κοντά σε πιο πρόσφατες επιλογές της, όπως η ταινία «Seberg», όπου υποδύθηκε το κορίτσι-είδωλο του 1960 Τζιν Σίμπεργκ, που κατέρρευσε ψυχολογικά όταν έγινε στόχος του FBI. Ή ακόμα και στο «Personal Shopper» του 2016, άλλο ένα φιλμ που έχει να κάνει με θέματα πνευματικά και ψυχολογικά. «Ολοι με ρωτούν εάν με πτόησε, με αποθάρρυνε ή με τρόμαζε το γεγονός ότι έπρεπε να υποδυθώ την Νταϊάνα και η απάντηση είναι ναι, φυσικά, απολύτως!» λέει η Στιούαρτ. «Ομως δεν ήθελα να είμαι ο τύπος του ανθρώπου που σε αυτό το στάδιο θα κάνει πίσω και θα αποφύγει την πρόκληση».
Τοποθετημένο χρονικά τα Χριστούγεννα του 1991, τα οποία η Νταϊάνα περνούσε μαζί με τον Κάρολο και τη βασιλική οικογένεια στο Σάντριγχαμ, η ταινία «Spencer» βρίσκεται στον αντίποδα της προσέγγισης της σειράς «Crown». Εστιάζει στην απομονωμένη, παρανοϊκή σχεδόν οπτική της ίδιας της Νταϊάνα, παρουσιάζοντας ακόμη και σκηνές των αυτοτραυματισμών της και της μάχης της με τη βουλιμία.
«Ήταν πραγματικά ειλικρινής με τη σχέση της με το σώμα της και το φαγητό», λέει η Στιούαρτ. «Και αυτό το συναίσθημα, ότι ήθελε να εξαφανιστεί, ότι μείωνε τον εαυτό της, ότι χαραμιζόταν, σωματοποιήθηκε για εκείνη. Το να ζεις μέσα σε ένα γυναικείο σώμα, ένα σώμα που το φιμώνεις και δεν ομολογεί αυτά που περνάει είναι μια βίαιη εμπειρία και δεν είναι εύκολο να μιλήσεις γι’ αυτό. Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα προφανώς. Όμως εκείνη ήταν αληθινά ανοιχτή με το θέμα. Επομένως, έπρεπε να το αγγίξουμε».
Στην ταινία, η ηρωίδα αισθάνεται κάποια στιγμή να συνδέεται με το φάντασμα της Άννας Μπολέιν, της αποκεφαλισμένης δεύτερης συζύγου του Ερρίκου του 8ου. Και αντίστοιχα, η Στιούαρτ ομολογεί ότι υπήρχαν στιγμές που ένιωθε την παρουσία της Νταϊάνας. «Δεν είναι ότι ανατρίχιασα και είπα “ω, είναι εδώ!”, αλλά σκέφτηκα “ίσως”. Το να την υποδύομαι, το να τη σκέφτομαι βαθιά και να τη “ζωντανεύω”, με έκανε να νιώθω καλά. Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της, τις πιο χαμηλές, η διατήρηση αυτής της διαπεραστικής αγάπης ήταν ωραία. Έγινε φυσική για μένα, μια πνευματική εμπειρία».
Στην πραγματικότητα η Στιούαρτ ελάχιστα μοιάζει στην Νταϊάνα (σε αυτό το σημείο να δώσουμε όλα τα εύσημα στην ομάδα των make up artists και των κομμωτών). Σήμερα φοράει ένα μαύρο τζόκεϊ καπέλο πάνω από τα ξανθά, στο μήκος των ώμων μαλλιά της, ένα ριγέ πουκάμισο και καφέ παντελόνι. Ένα μικροσκοπικό μενταγιόν κρέμεται από μια ασημένια αλυσίδα στον λαιμό της, γυαλιά στηρίζονται στη μύτη της. Άνετα θα μπορούσε να έχει μόλις επιστρέψει από μια ανοιχτή αγορά με αντίκες ή από μια διάλεξη. Όταν μιλάει κάνει παύσεις σχεδόν σε κάθε συλλαβή, σαν να είναι η τελευταία πρόταση που θα πει ποτέ. Ενώ η Στιούαρτ φημίζεται για τις αγέλαστες πόζες της στο κόκκινο χαλί, κρύβει άφθονο χιούμορ κάτω από την πανοπλία της.
Φτάνουμε στο θέμα της Αυστραλίας, απ’ όπου κατάγεται η μητέρα της. «Λατρεύω την Αυστραλία. Κάθε φορά που μου κάνουν μια ερώτηση για την Αυστραλία, απαντώ “πήρα αγκαλιά ένα κοάλα κάποτε”», λέει και ξεσπάει σε γέλια και της λέω ότι εγώ, αν και Αυστραλός, δεν το έχω κάνει ποτέ. «Φίλε, είναι τέλειο!» λέει ζεστά.
Αυτή δεν είναι η πρώτη μου συνάντηση με τη σταρ, την οποία έβρισκα πάντα ειλικρινή, έξω καρδιά, ανοιχτό βιβλίο. Δεν κρύβεται πίσω μια περσόνα για τις συνεντεύξεις της, «δεν είμαι αρκετά έξυπνη. Πραγματικά, αυτό ακούγεται εξουθενωτικό, θα έπρεπε να κάθομαι και να σχεδιάζω αυτό τον χαρακτήρα, να γράφω τις ατάκες μου και μετά να τις δουλεύω και να καταλήξω να υποδύομαι συνέχεια αυτή την περσόνα. Θα ζούσα μια κόλαση», απαντά. «Υποθέτω, η ερώτησή σου ήταν “έτσι είσαι συνέχεια;”. Κανείς δεν είναι ο ίδιος συνέχεια. Αλλά ναι, έτσι είμαι γενικά».
Όταν η Στιούαρτ ήταν μικρό κοριτσάκι στο Λος Άντζελες δεν ήθελε να γίνει πριγκίπισσα όταν μεγαλώσει -η Νταϊάνα ή οποιαδήποτε άλλη- όπως άλλα κορίτσια. «Ήθελα να γίνω ροκ σταρ. Στο νηπιαγωγείο, στην Ημέρα Καριέρας, πήγα ντυμένη ροκ σταρ». Θα έπρεπε να περιμένει μερικά χρόνια για να συμβεί αυτό: όταν έπαιξε την Τζόαν Τζετ στην ταινία «The Runaways» το 2010, αν και η μουσική υπόκρουση σε όλη την εφηβεία της ήταν το «κακόκεφο» ποστ-πανκ. «Ήμουν τόσο emo παιδί! Πήγαινα σε emo βραδιές κάθε γαμημένο Σαββατοκύριακο».
Αντίθετα με τους συνομηλίκους της, η Στιούαρτ πέρασε «τα νεύρα της εφηβείας» την εποχή που γινόταν τρελά διάσημη. Ενηλικιώθηκε σε κινηματογραφικά πλατό, όμως κοντά στους γονείς της, Τζον και Τζουλς, οι οποίοι εργάζονταν στην βιομηχανία του σινεμά. Όταν τους ανακοίνωσε ότι ήθελε να πάει σε οντισιόν εκείνοι εξεπλάγησαν. «Δεν καταλάβαιναν το γιατί. Και ούτε εγώ το καταλάβαινα. Ήταν μια αυθαίρετη απόφαση. Ήμουν σε φάση “ναι, μπορώ να το κάνω, μπορώ να πάω σε οντισιόν”. Και οι γονείς μου μού είπαν: “Καταλαβαίνεις πού πας να μπλέξεις;”. “Εγώ δεν πρόκειται να γίνω stage-mom! (σ.σ. μητέρες που αφιερώνουν τη ζωή τους στα παιδιά τους που γίνονται σταρ)”, μου κάνει η μαμά μου. Και δυστυχώς έγινε».
Η Στιούαρτ ήταν 11 όταν έπαιξε την κόρη της Τζόντι Φόστερ στο θρίλερ του 2002 «Δωμάτιο Πανικού». Ήταν μόνο η αρχή. Είχε ήδη πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο «Κοίτα τι έγινε» και την είχε σκηνοθετήσει ο Σον Πεν στο «Ταξίδι στην άγρια φύση», προτού το «Twilight» αλλάξει για πάντα τη ζωή της στην ηλικία των 18 ετών. Ακόμη και σήμερα, 14 χρόνια μετά, είναι δύσκολο να μεταφέρεις την ένταση της τριλογίας-φαινόμενο που έκανε την Κρίστεν Στιούαρτ μαζί με τον Ρόμπερτ Πάτινσον να αποθεώνονται με λατρεία που θύμιζε την Beatle-μανία. Μεταξύ 2008 και 2012 ήταν ζευγάρι εντός και εκτός οθόνης και ο πλανήτης είχε πάθει εμμονή.
«Το να είσαι έφηβος και ηθοποιός ταυτόχρονα σε κάνει ευάλωτο. Και μόνο το να είσαι έφηβος είναι δύσκολο, ντρέπεσαι. Είναι μια διαδικασία άχαρη, ωμή και το να συμβαίνουν τα πάντα στη ζωή σου δημόσια ήταν… παράξενο», κρατιέται τελευταία στιγμή για να μη πει «απαίσιο». «Το να νιώθεις ότι συνέχεια σε παρακολουθούν είναι δύσκολο, ακόμη κι όταν δεν το κάνουν, καταλαβαίνεις τι εννοώ;».
Οι προσωπικές έντονες εμπειρίες της Στιούαρτ σίγουρα φαίνονται στο «Spencer», ειδικά στη διάρκεια μιας σκηνής όπου η Νταϊάνα είναι έξω από την εκκλησία τα Χριστούγεννα και αντιμετωπίζει εκατοντάδες φλας από τους φωτορεπόρτερ. Αυτόματα φέρνεις στο μυαλό σου την Στιούαρτ να μορφάζει ενώ εκτελεί το επαγγελματικό καθήκον της στο κόκκινο χαλί την εποχή της Twilight φρενίτιδας, ή απέναντι στις ορδές των παπαράτσι που καταδίωκαν εκείνην και τον Πάτινσον στη διάρκεια της τετράχρονης on-off σχέσης τους. Πώς τα έβγαζε πέρα λοιπόν; «Ημουν ΟΚ», λέει. «Μεγάλωσα, δούλεψα σε ταινίες».
Τη ρωτάω εάν το θεωρεί σημαντικό που δεν κλείστηκε στον εαυτό της. «Ναι, αγαπώ πολύ τους ανθρώπους, θέλω να κάνω ταινίες που μιλάνε για μας. Είμαι ηθοποιός, ξέρω ότι μπορεί να μη δείχνω πολύ εκδηλωτική, όμως ταυτόχρονα το να είσαι σε θέση να αποκαλύπτεσαι και να ανοίγεσαι είναι όμορφο. Είναι μια καλή ζωή. Οπότε όχι, δεν έπρεπε να τρέξω να κρυφτώ από όλα αυτά».
Η ίδια τόλμη τη χαρακτηρίζει και στη σεξουαλικότητά της. Το 2017 βγήκε και μίλησε ανοιχτά γι’ αυτό στη διάρκεια της σατιρικής εκπομπής «Saturday Night Live». Το έκανε ως αντίδραση στα tweet του Ντόναλτ Τραμπ για τον χωρισμό της από τον Ρόμπερτ Πάτινσον. «Ο πρόεδρος δεν είναι μεγάλος φαν μου», ξεκίνησε, για να προσθέσει ότι αφού δεν του άρεσε τότε, θα του άρεσε ακόμα λιγότερο τώρα: «Ντόναλντ, είμαι τόσο γκέι, δικέ μου». Ένα είδωλο της κοινότητας LBGTQ+ είχε μόλις γεννηθεί.
Είτε το εννοούσε είτε όχι, αναμφίβολα βοήθησε αναρίθμητους ανθρώπους που πάλευαν με την αποδοχή της σεξουαλικής τους ταυτότητας. «Τίποτα δεν με κάνει πιο χαρούμενη», λέει «Δεν είμαι ο τύπος που θέλει να επιβάλλει πράγματα. Ρωτάς κάποιον αν είναι πρότυπο. Είναι κάπως γελοίο να το αποδεχθώ, γιατί δεν είναι κάτι που είχα σκοπό να κάνω». Όταν όμως ανακαλύπτει ότι οι πράξεις της βοήθησαν άλλους; «Τότε ναι, γαμώτο, είναι cool».
Στο παρελθόν, τα είχε με τη Γαλλίδα μουσικό Σόκο, με το μοντέλο Στέλλα Μάξγουελ και με τη στυλίστρια Σάρα Ντίνκιν, όλα σύντομα αλλά έντονα ειδύλλια. Τώρα έχει βρει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο της σεναριογράφου Ντίλαν Μάγερ, τη σύντροφό της τα τελευταία δύο χρόνια. Λίγο καιρό μετά τη συνάντησή μας, αποκάλυψε στην εκπομπή του ραδιοφωνικού παραγωγού Χάουαρντ Στερν ότι εκείνη και η Μάγερ αρραβωνιάστηκαν. «Ήθελα να μου κάνει πρόταση, οπότε νομίζω ότι διακριτικά το υπονόησα και εκείνη το πέτυχε. Παντρευόμαστε! Συμβαίνει!».
Το επόμενο κεφάλαιο της ζωής της πιθανότατα να περιλαμβάνει τη γονεϊκότητα. Στο «Spencer», το μητρικό ένστικτο της Στιούαρτ λάμπει στις τρυφερές σκηνές της Νταϊάνας με τους δύο γιούς της, Γούίλιαμ και Χάρι. Της ξύπνησε η ταινία την επιθυμία να γίνει μητέρα; «Ήθελα να κάνω παιδιά και πριν από την ταινία. Όμως αυτές οι σκηνές ήταν όμορφες. Νομίζω πως το πιο δυνατό σημείο της ήταν το να είναι μαμά. Τίποτα δεν μπορούσε να το κλονίσει αυτό, ενώ όλα τα άλλα στη ζωή της ήταν τόσο εύθραυστα».
Για την ώρα, η Στιούαρτ έχει ολοκληρώσει τα γυρίσματα (μερικά από αυτά και στην Αθήνα) του «Crimes of the Future» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, του ευφυώς «ενοχλητικού» σκηνοθέτη του «Crash» και της «Μύγας». «Είναι τόσο σχετικό και επίκαιρο αυτή τη στιγμή», λέει για το πρότζεκτ – άλλο ένα τολμηρό βήμα για την ηθοποιό που δεν φοβάται να ρισκάρει. Ξεσταυρώνει τα πόδια της, ξαναφοράει τις γόβες της. «Θέλω να ασχολούμαι με πράγματα που με αγγίζουν», λέει. «Είναι ο μόνος λόγος να κάνεις οτιδήποτε. Είναι ο μόνος λόγος να βγαίνεις από το σπίτι σου».
Η 94η απονομή των βραβείων Όσκαρ θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 27 Μαρτίου.