Γράφει η Michelle Ruize
Έχοντας μεγαλώσει, όχι απλώς, στο Χόλιγουντ, αλλά κυριολεκτικά μπροστά στις κάμερες, η Αμερικανίδα ηθοποιός είναι μια λαμπερή εξαίρεση που ζει τη ζωή της με τους δικούςτ ης όρους, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις γυναίκες του χώρου της.
Είναι 2 μετά το μεσημέρι μια Πέμπτη στο Χόλιγουντ κι εγώ ψωνίζω χαλιά με την Κίρστεν Ντανστ. Σύμφωνα με τη μεγάλη παράδοση που θέλει τους σταρ να ασχολούνται με γιόγκα, αγγειοπλαστική και επιλογή της σωστής σαλάτας σε ένα από τα εμβληματικά ξενοδοχεία της πόλης, συναντώ την υποψήφια για Οσκαρ ηθοποιό και ακρογωνιαίο λίθο της γενιάς των Millennial στο «Nickey Kehoe», το κομψό ίδρυμα εσωτερικών χώρων με έμφαση στο στυλ της εξοχής, γεμάτο με εντυπωσιακά πιάτα, αλατοπίπερα σε σχήμα σκίουρων και vintage φλοράλ μαξιλάρια.
Αυτή η εμπειρία θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον λίγο αμήχανη, αλλά η Ντανστ, 41 ετών, την κάνει αμέσως, σχεδόν απρόσμενα, φυσιολογική. Επειτα από μια σύντομη αγκαλιά, παραδέχεται, με την οικειότητα ενός παλιού φίλου, ότι είναι κάπως κουρασμένη. Ρωτάω γιατί και μετά αρχίζω να απαντώ στην ερώτησή μου σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνη: «Τα παιδιά». Στη μέση της νύχτας, ο 2χρονος γιος της Τζέιμς εισέβαλε στην κρεβατοκάμαρά της απαιτώντας από την Ντανστ να του κάνει χώρο στο κρεβάτι. Επιζήσασα της μητρότητας, όπως κι εγώ, αφήνει τον Τζέιμς να κοιμάται μαζί της όσο ο σύζυγός της, ηθοποιός Τζέσι Πλέμονς, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη.
Την έχω μόλις γνωρίσει, καθόμαστε σε βελούδινους καναπέδες, αλλά καταλαβαίνω γιατί πρότεινε να συναντηθούμε σε αυτό το πολυτελές μέρος. Οταν έχεις δύο παιδιά κάτω των 6 ετών, μια ανεμπόδιστη εξόρμηση για κυνήγι χαλιών μετράει ως απόλαυση.
«Είμαι σαν μια μαμά ποδοσφαιριστή αυτή τη στιγμή», λέει για την τρέχουσα φάση της ζωής της. «Εγωιστικά, απλά ήθελα να πάω για ψώνια». Η Ντανστ βάζει στην άκρη το μικρό υφαντό χαλί για το οποίο ήρθε, καθώς και ένα πιάτο βουτύρου με ένα μικροσκοπικό κεραμικό μπλε πουλί και μερικές ριγέ πετσέτες χεριών που ταιριάζουν στην αισθητική της που αγαπά τις αντίκες: «Φαίνονται ήδη βρώμικες, πράγμα που είναι ωραίο», λέει.
Τα μάτια των ευγενικών πωλητών φωτίζονται πάντα ελαφρά στη θέα της, αλλά την αντιμετωπίζουν κανονικά. Η ίδια μοιάζει να θέλει να περάσει όσο πιο απαρατήρητη γίνεται. Φοράει ένα κόκκινο πουλόβερ που «έχει μια τρύπα», όπως μου επισημαίνει η ίδια, ένα φαρδύ παντελόνι Levi’s που γυρίζει στον αστράγαλο αποκαλύπτοντας λευκές κάλτσες («Αυτές είναι από το Amazon») και χαρισμένα χοντρά loafers Dior. «Δεν ξοδεύω τέτοια χρήματα για παπούτσια», λέει.
Αυτοπροσδιορίζεται ως χαμηλών τόνων σπιτόγατος στο φαινομενικά ήσυχο προάστιο της λίμνης Τολούκα. «Προτιμώ να αγοράζω ωραίες πετσέτες». Μόνο όταν βρισκόμαστε τυχαία μπροστά σε ένα κερί αξίας 270 δολαρίων -μια προτομή της Μαρίας Αντουανέτας- δεν μπορούμε πλέον να προσποιούμαστε ότι η Ντανστ είναι απλώς μια cool, εκτός υπηρεσίας, μαμά.
Η βασίλισσα από κερί είναι μια υπενθύμιση αυτού που κάποτε υπήρξε η Ντανστ: το It Girl, η πρωταγωνίστρια του φαντασμαγορικού ιστορικού δράματος της Σοφία Κόπολα («Μαρία Αντουανέτα», 2006). Και επίσης έχει γίνει μια νεαρή βετεράνος με μια εκτενή φιλμογραφία που κατάφερε με κάποιον τρόπο να εξελιχθεί από το παιδάκι που πρωταγωνιστούσε στο «Jumanji», στο κορίτσι που έδινε το ανάποδο φιλί στο «Spider-Man» μέσα στη βροχή και σε αγαπημένη ηθοποιό του ανεξάρτητου σινεμά στην «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού».
Τώρα, η ηθοποιός που είναι γνωστή για τις συνεργασίες της με σκηνοθέτες με κύρος όπως η Κόπολα και η Τζέιν Κάμπιον, βρίσκεται στο κατώφλι νέων συνόρων καθώς πρωταγωνιστεί στο δυστοπικό θρίλερ «Εμφύλιος πόλεμος» (Civil War) της A24.
Κάθε ρόλος που μου πρότειναν ήταν της θλιμμένης μαμάς.
Η φιλμογραφία της Ντανστ θα μπορούσε (και ίσως θα έπρεπε;) να γεμίσει το δικό της κινηματογραφικό φεστιβάλ, αλλά ακόμη και έπειτα από περισσότερες από τρεις δεκαετίες στην οθόνη φέρει το στάτους της με ελαφρότητα, ακριβώς όπως συνδυάζει loafers Dior με κάλτσες από το Amazon. «Πολλή πλάκα δεν έχει αυτό;», λέει χωρίς να νοιάζεται για την προτομή της Μαρίας Αντουανέτας, αλλά δεν καθυστερεί πολύ μπροστά της. Αντιθέτως, δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το γήινο λιβάνι, το οποίο είναι γνωστό ότι καλύπτει τη μυρωδιά των ούρων του σκύλου.
Εχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση όπως τη φαντάστηκε η Κόπολα και η Ντανστ αντιμετωπίζει μια νέα μάχη: τι σημαίνει να μεγαλώνεις σε μια βιομηχανία που σε γνωρίζει πολύ καλά.
Αυτή είναι η πρώτη συνέντευξή της εδώ και δύο χρόνια, μου λέει καθώς διασχίζουμε τη λεωφόρο Μπέβερλι για να πάμε στο «Angelini», ένα γραφικό ιταλικό καφέ από το οποίο παραγγέλνει συχνά.
«Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχω δουλέψει εδώ και δύο χρόνια», υποστηρίζει πίνοντας τον απαραίτητο εσπρέσο της. Μετά το «The Power of the Dog» της Τζέιν Κάμπιον, για το οποίο η Ντανστ, που για καιρό θεωρούνταν υποτιμημένη, πήρε επιτέλους την υποψηφιότητά της από την Ακαδημία για Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.
«Κάθε ρόλος που μου πρότειναν ήταν της θλιμμένης μαμάς», ψιθυρίζει χαμηλώνοντας τη φωνή της σαν να κάθονται δίπλα μας οι διευθυντές Κάστινγκ. Η Ντανστ είχε μόλις υποδυθεί μια καταρρέουσα μητέρα και σύζυγο ενός ιδιοκτήτη ράντσου, τον οποίο υποδυόταν ο Πλέμονς. Ηταν αποθαρρυντικό να βλέπει τις επιλογές της να στενεύουν – να βιώνει από πρώτο χέρι τον ηλικιακό ρατσισμό του Χόλιγουντ που αφορά το γυναικείο φύλο.
Η Κίρστεν είναι απλώς μια πρώτης τάξεως ηθοποιός. Εχει ένα βαθύ επίπεδο δεξιοτεχνίας και έχει ψυχή.
Υπάρχει και μια διεστραμμένη ειρωνεία σε αυτό: να είναι τυποποιημένη σε μια παραλλαγή του ρόλου που παίζει στην πραγματική ζωή -όμως, για να είμαι σαφής, η Ντανστ είναι σήμερα μια κουρασμένη μαμά, όχι μια θλιμμένη μαμά- κι ας αψήφησε ενεργά την κατηγοριοποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της.
Eξακολουθεί να θέλει να χάνεται σε ρόλους που πραγματικά της αξίζουν. Αντί να παραδοθεί στη «θλιβερή μητρότητα», στράφηκε με αφοσίωση σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «δράση με νόημα» στην προκλητική νέα ταινία του cult σκηνοθέτη και σεναριογράφου Αλεξ Γκάρλαντ («Ex Machina» – «Never Let Me Go»).
Στον «Εμφύλιο πόλεμο», μια δυστοπική Αμερική διαλύεται από έναν πρόεδρο τρίτης θητείας που ξεκληρίζει τις κυβερνητικές υπηρεσίες (ένας τρομακτικός Νικ Οφερμαν) και 19 Πολιτείες έχουν αποσχιστεί, με την Καλιφόρνια και το Τέξας να δημιουργούν μια συμμαχία «Δυτικών Δυνάμεων».
Η Ντανστ πρωταγωνιστεί ως σιδηρά φωτορεπόρτερ Λι Σμιθ, η οποία διακινδυνεύει συνεχώς τη ζωή της καλύπτοντας την αμερικανική εμπόλεμη ζώνη σε μια οδυνηρή, αιματηρή οδύσσεια με τους συναδέλφους της στον Τύπο που υποδύονται η πρωταγωνίστρια του «Priscilla» Κάιλι Σπέινι, ο Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον και ο Βάγκνερ Μούρα.
«Οταν διάβασα το σενάριο, σκέφτηκα ότι δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο», λέει η Ντανστ, που βρήκε συναρπαστικό το γεγονός ότι της προσφέρθηκε κάτι φρέσκο, ειδικά επειδή θαύμαζε τον Γκάρλαντ: «Μου αρέσει που είναι κάποιος που ξεπερνά τα όρια».
Για τον Γκάρλαντ, η μακρά καριέρα της ήταν ένα πλεονέκτημα για ένα χαρακτήρα που ένιωθε ότι έπρεπε «να έχει ζήσει τη ζωή της», σημειώνει. «Η Κίρστεν είναι απλώς μια πρώτης τάξεως ηθοποιός», μου γράφει ο Γκάρλαντ σε ένα email. «Εχει ένα βαθύ επίπεδο δεξιοτεχνίας και έχει ψυχή, πράγμα κρίσιμο γι’ αυτόν το ρόλο. Φαίνεται στα μάτια, στο βλέμμα της, το οποίο ήταν τέλειο για ένα φωτογράφο».
Ο «Εμφύλιος πόλεμος» είναι ένα εκρηκτικό και σκληρό φιλμ, γεμάτο με υπερρεαλιστικές μάχες, και επειδή πρόκειται για παραγωγή της A24, κάποιες από αυτές έχουν electro-punk μουσική υπόκρουση. Σουρεαλιστικά πλάνα, όπως το κατεστραμμένο Μνημείο Λίνκολν, γυρίστηκαν με τη βοήθεια ειδικών εφέ, αλλά τα γυρίσματα στην αγροτική Τζόρτζια, συμπεριλαμβανομένων σκηνών μάχης και τουλάχιστον μιας καταδίωξης με αυτοκίνητο, «με συγκλόνισαν μέχρι το μεδούλι», λέει η Ντανστ. «Θυμάμαι ότι τους άκουσα να εξασκούνται σε μια έκρηξη. Ημασταν στο τρέιλερ για τα μαλλιά και το μακιγιάζ, το οποίο ήταν πολύ μακριά από τα σκηνικά, και έτρεμε ολόκληρο».
Η ταινία μπήκε στο πετσί της, όπως και η απλή παρακολούθησή της στο δικό μου. «Είχα μετατραυματικό στρες για δύο εβδομάδες. Θυμάμαι ότι γύρισα σπίτι, έφαγα μεσημεριανό και ένιωσα πραγματικά άδεια». Ο Γκάρλαντ θεωρεί ότι η πρωταγωνίστριά του «άφησε τον εαυτό της να ζήσει μέσα στην ταινία και να νιώσει την πραγματικότητα των στιγμών».
Ως το Νο 1 στη λίστα με τους αριθμούς τηλεφώνου των συνεργατών, η Ντανστ ήταν ηγέτιδα εντός και εκτός οθόνης, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη. «Η Κίρστεν είναι πολύ πιο έμπειρη στην παραγωγή ταινιών από μένα. Το κάνει περισσότερο καιρό και έχει γυρίσει πολύ περισσότερες ταινίες», λέει ο Γκάρλαντ. «Η συνεργασία μαζί της είχε συχνά εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Είχε μια ιδέα για μια σκηνή που όχι μόνο βοηθούσε την υπόθεση, αλλά και τη δραματική κορύφωση. Η αγαπημένη του σκηνή ήταν μία από τις πιο ήσυχες της ταινίας, στην οποία η ηρωίδα συνομιλεί με συναδέλφους της δημοσιογράφους (τους υποδύονται οι ΜακΚίνλεϊ και Μούρα) σε ένα μπαρ ξενοδοχείου. «Ηταν ένα αριστούργημα υποκριτικής ικανότητας», λέει ο Γκάρλαντ.
«Πνευματώδης, πάντα τυπική και στην ώρα της, πολύ ανθρώπινη». Ισως το πιο ενοχλητικό μέρος του «Εμφύλιου πολέμου» είναι ότι δεν αισθάνεται τόσο αποκομμένο από την πραγματικότητα όσο θα έπρεπε. Οι ταραχές που αναβοσβήνουν στους τίτλους αρχής φέρνουν στο μυαλό την εξέγερση στο αμερικανικό Καπιτώλιο, αν και ο Γκάρλαντ έγραψε το σενάριο πριν από τις 6 Ιανουαρίου, όταν συνέβη η εισβολή των οπαδών του Τραμπ.
Ειλικρινά αισθάνομαι ότι χρειαζόμαστε μια νέα αρχή. Χρειαζόμαστε μια γυναίκα. Ολες οι χώρες που διοικούνται από γυναίκες τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα.
Δεν είναι σαφές ποια φατρία είναι «καλή» ή «κακή» και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Καθώς προσγειώθηκε μόλις στους κινηματογράφους, σε μια έντονα διχασμένη εκλογική χρονιά, «νομίζω ότι είναι μια προειδοποιητική ιστορία», λέει η Ντανστ, «ένας μύθος για το τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και σταματούν να βλέπουν ο ένας τον άλλον ως ανθρώπινα όντα».
Ρωτώ αν η ίδια, η οποία υποστήριξε τον Μπέρνι Σάντερς το 2020 και έχει γερμανικό διαβατήριο χάρη στον Γερμανό πατέρα της, Κλάους, θα μεταναστεύσει αν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ. «Δεν μπορεί να κερδίσει. Ειλικρινά αισθάνομαι ότι χρειαζόμαστε μια νέα αρχή. Χρειαζόμαστε μια γυναίκα», λέει η Ντανστ, αν και μιλάει γενικά και όχι ως υποστήριξη κάποιου συγκεκριμένου υποψηφίου.
«Ολες οι χώρες που διοικούνται από γυναίκες τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα». Σε μια σπάνια κίνηση για μια ταινία με θέμα τις συγκρούσεις, ο «Εμφύλιος πόλεμος» επικεντρώνεται στους γυναικείους χαρακτήρες. Η Λι της Ντανστ μπαίνει στον ρόλο της απρόθυμης μέντορός της Σπέινι, μιας επίδοξης φωτογράφου με μεγάλα μάτια που τη λατρεύει. Μια εκδοχή αυτής της δυναμικής μεταφράζεται εκτός οθόνης.
«Πολλές φορές όταν συνεργάζεσαι με καθιερωμένους ηθοποιούς, υψώνουν ένα τείχος, αλλά με την Κίρστεν σχεδόν αμέσως μπορούσες να πεις πόσο ανοιχτόκαρδη είναι. Νομίζω ότι αυτό είναι που κάνει τις ερμηνείες της τόσο σπαρακτικές, που στοιχειώνουν το κοινό. Δίνει ένα κομμάτι του εαυτού της σε κάθε ταινία», μου είπε η 25χρονη Σπέινι για την Ντανστ, με την οποία μεγάλωσε παρακολουθώντας και θαυμάζοντάς την στο «The Virgin Suicides».
Η Ντανστ έγινε τόσο ένθερμη υποστηρίκτρια της Σπέινι που τηλεφώνησε στην Κόπολα για να την υποστηρίξει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Ηταν σίγουρα σαν μικρή αδελφή για μένα και εξακολουθεί να είναι», λέει η Ντανστ, καθώς ο σερβιτόρος, χαμογελώντας της με νόημα, φέρνει ένα κέρασμα με φοκάτσια και ντομάτα. Ο «Εμφύλιος πόλεμος» συνεχίζει τη γόνιμη συνεργασία στην οθόνη μεταξύ της Ντανστ και του Πλέμονς, οι οποίοι γνωρίστηκαν για πρώτη φορά το 2015 όταν συμπρωταγωνίστησαν ως αντρόγυνο στο «Fargo» του FX και αργότερα κέρδισαν τις υποψηφιότητες για Οσκαρ Β’ Ρόλου για το «The Power of the Dog».
Οταν ένας άλλος ηθοποιός αποχώρησε, η Ντανστ πρότεινε τον σύζυγό της στον Γκάρλαντ για ένα μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο ενός ανισόρροπου οπλοφόρου αποστάτη. «Ο Αλεξ είναι πολύ τυχερός που είμαι παντρεμένη με τον καλύτερο ηθοποιό», λέει και γελάει.
Το ζευγάρι, το οποίο ελάχιστα αλληλεπιδρά στη μοναδική σκηνή του Πλέμονς, μπήκε εύκολα στους ρόλους των συμπρωταγωνιστών, ακόμη και τις μέρες όπου τα γυρίσματα ήταν πολύωρα και εξαντλητικά. «Επειδή ερωτευτήκαμε σε ένα πλατό, ερωτευτήκαμε πρώτα δημιουργικά. Νομίζω ότι πάντα θα επιστρέφουμε σε αυτό, με έναν τρόπο που δεν θα μας εμπλέκει στην πραγματική ζωή», λέει η Ντανστ. «Επίσης δεν μιλούσαμε ο ένας στον άλλον στα γυρίσματα. Τον άφησα μόνο του, με άφησε στην ησυχία μου».
Οταν η είδηση της σχέσης της Ντανστ και του Πλέμονς διαδόθηκε για πρώτη φορά το 2016, έμοιαζε με ένα crossover ζευγάρι της ποπ κουλτούρας, παρόμοιο με αυτό της Λέιτον Μίστερ και του Ανταμ Μπρόντι (ή όπως τους γνωρίζει το τηλεοπτικό κοινό, Μπλερ Γουόλντορφ και Σεθ Κοέν).
«Λατρεύω να δουλεύω μαζί του», λέει η Ντανστ. «Το ωραίο είναι ότι εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ. Μου έστειλε χθες το βράδυ μια σκηνή από μια μίνι σειρά που κάνει για να του πω τη γνώμη μου. Αν δυσκολεύομαι να αποφασίσω για κάτι, τον βάζω να το διαβάσει. Εμπιστεύομαι τη γνώμη του περισσότερο από του καθένα και νοιάζεται για μένα περισσότερο από τον καθένα». Το κρίσιμο είναι ότι «μισούμε τα ίδια πράγματα», προσθέτει, γελώντας.
Νομίζω ότι είναι καλό να είσαι αουτσάιντερ.
Η Ντανστ δεν αποκαλύπτει τα κινηματογραφικά τους απωθημένα, αλλά οι υποψηφιότητες για τα Οσκαρ ανακοινώθηκαν μία ημέρα πριν από τη συνάντησή μας και οι αγαπημένες ταινίες του ζευγαριού είναι οι ξένες art house παραγωγές. Η Ντανστ συμφωνεί ότι η Γκρέτα Γκέργουιγκ θα έπρεπε να είναι υποψήφια για τη σκηνοθεσία του «Barbie».
«Αν μη τι άλλο», λέει χαμηλώνοντας και πάλι τη φωνή της, «υπάρχουν πάρα πολλά βραβεία». Ισως αυτό να είναι το δώρο της μακροζωίας της Ντανστ: μια σταθερή αίσθηση της προοπτικής. Το νεύμα της ως ηθοποιός δεύτερου γυναικείου ρόλου θεωρήθηκε καθυστερημένο, αλλά η ίδια αναρωτιέται αν η ήττα μπορεί να την εξυπηρετήσει.
«Νομίζω ότι είναι καλό να είσαι αουτσάιντερ», λέει. «Το να κερδίζεις ένα Οσκαρ δεν είναι πάντα καλό για την καριέρα σου». (Πράγματι, υπάρχει μια μακροχρόνια θεωρία περί κατάρας.) Φαίνεται χαρακτηριστικά, νοσηρά χολιγουντιανό το γεγονός ότι τα Οσκαρ αποκτούν ολοσχερή βαρύτητα για μια σεζόν, αλλά η λάμψη ξεθωριάζει γρήγορα. Για παράδειγμα, τα Οσκαρ είναι ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της χρονιάς, αλλά (ανασηκώνει τους ώμους) «δεν ξέρω ποιος κέρδισε πέρυσι». Αφού ο σερβιτόρος φέρνει άλλο ένα πιάτο δωρεάν φοκάτσια (αυτή τη φορά με καραμελωμένο κρεμμύδι), η Ντανστ νιώθει άσχημα και δεν παραγγέλνουμε τίποτα άλλο εκτός από εσπρέσο και βέβαια επιδόρπιο που εκείνη προτείνει.
Σε έναν παρατηρητή, η καριέρα της μοιάζει να εξελίχθηκε φυσιολογικά, να μεγάλωσε απλώς μαζί της στη διάρκεια περισσότερων από τριών δεκαετιών. «Δεν είναι έτσι οι ζωές των ανθρώπων», λέει γελώντας καθώς βυθίζουμε τα κουτάλια μας σε μια αφράτη πανακότα και στο παρελθόν της.
Το «σταρ-παιδί» είναι μια ταμπέλα τόσο φορτισμένη που αγγίζει τα όρια του τραγικού. Στα 6 της είχε έναν μικρό ρόλο στην ταινία «New York Stories» του Γούντι Αλεν. Ενα χρόνο αργότερα έπαιξε την κόρη του Τομ Χανκς στο «H απατηλή λάμψη της ματαιδοξίας». Κανένα προφίλ της δεν είναι πλήρες χωρίς να αναφερθεί ότι, σε ηλικία 11 ετών, φίλησε τον Μπραντ Πιτ στο «Συνέντευξη με ένα βρικόλακα» («πολύ περίεργο» το χαρακτήρισε αργότερα). Ο άλλος συμπρωταγωνιστής της στην ίδια ταινία, ο Τομ Κρουζ, εξακολουθεί να της στέλνει κέικ καρύδας κάθε χρόνο στις γιορτές.
Το γεγονός ότι η Ντανστ βρίσκεται εκτός ραντάρ δεν είναι κάποια μοίρα που της έτυχε, αλλά μια δική της επιλογή. Αρνήθηκε να κεφαλαιοποιήσει το θέμα του «Spider-Man» για να γίνει μια «κινηματογραφική σταρ», το είδος της δημοφιλούς οντότητας που είναι πολύ μεγάλη για να χάσει τον εαυτό της σε ρόλους και το εννοεί αυτό ως κομπλιμέντο για το νεότερο εαυτό της.
«Αυτό είναι σπουδαίο για κάποιους ανθρώπους», λέει. «Δεν είναι αυτή η καλλιτέχνις που θέλω να γίνω», εξηγεί, δίνοντας έμφαση στη λέξη «καλλιτέχνις». Θα μπορούσε να είναι ένα πιο φανταχτερό, πιο διάσημο όνομα αν το ήθελε. Αντιθέτως, στην εποχή όπου μεσουρανούσε η Marvel, η Ντανστ στράφηκε στη «Μαρία Αντουανέτα» της Κόπολα. «Δεν πήγα να κάνω ένα σωρό ρομαντικές κωμωδίες».
Είχα ξεπεράσει την υποκριτική γιατί ένιωθα ότι ήταν για άλλους ανθρώπους, όχι για μένα.
Αντ’ αυτού ασχολήθηκε με ανεξάρτητες ταινίες όπως η «Melancholia» με σκηνοθέτη τον Λαρς Φον Τρίερ. Ποτέ δεν επιδίωξε να ανακαλύψει τον εαυτό της αυτό καθαυτό: «Ηταν απλώς η ενηλικίωση και η προσωπική μου μετακίνηση σε θέματα που μιλούσαν στην καρδιά μου».
Οταν τη ρωτάω ξανά, αργότερα, για αυτές τις επιλογές στις αρχές της δεκαετίας του ’80, απαντά: «Είχα πάντα ως πλοηγό την καρδιά μου». Η Ντανστ μεταπήδησε σε διάφορα είδη σινεμά με το είδος της ελευθερίας που συνήθως επιφυλάσσεται για τους άνδρες στο Χόλιγουντ. Η μετακίνησή της δεν ήταν τόσο απρόσκοπτη όσο μπορεί να φαινόταν. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 βρέθηκε σε δημιουργικό σταυροδρόμι. «Για να είμαι ειλικρινής, είχα ξεπεράσει την υποκριτική γιατί ένιωθα ότι ήταν για άλλους ανθρώπους, όχι για μένα», λέει. Αυτό άλλαξε όταν άρχισε να εκπαιδεύεται με την προπονήτριά της στην υποκριτική, Γκρέτα Σίκατ, η οποία της δίδαξε να αξιοποιεί το υποσυνείδητό της. Μαζί αναλύουν τα όνειρά της για να βοηθήσουν στην πληροφόρηση των χαρακτήρων της. Η μέθοδος αυτή της έδωσε ένα νέο επίπεδο εμπιστοσύνης στην τέχνη της.
«Νιώθεις τόσο βαθιά ριζωμένος σε αυτόν που παίζεις, που δεν μπορείς να κάνεις λάθος», λέει. «Δεν αισθάνομαι νευρικότητα. Αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, να μοιράζομαι τα πάντα σε ένα πλατό τώρα».
Κοιτάζοντας πίσω, η Ντανστ δεν ένιωθε πάντα αυτό το επίπεδο άνεσης. «Εννοώ…», εκπνέει, κάνει μια παύση και στη συνέχεια συνεχίζει να μιλάει πιο σιγά από πριν, «… ήταν ένα αστείο, αλλά στο “Spider-Man” με αποκαλούσαν “κουκλίτσα” μερικές φορές στο γουόκι-τόκι της ενδοσυνεννόησης. “Χρειαζόμαστε την “κουκλίτσα”» (μιμείται τον γλυκανάλατο τόνο), «αλλά ποτέ δεν είπα τίποτα».
Και μόνο που το θυμάται, εκνευρίζεται: «Δεν θέλω να με αποκαλούν έτσι!», αλλά γρήγορα συνέρχεται. Χρειάστηκε χρόνος για να συνειδητοποιήσει την αξία του εαυτού της, ειδικά ως νεαρή γυναίκα στην προ MeToo εποχή του Χόλιγουντ.
«Δεν είπες τίποτα», λέει για την υποτίμησή της. «Απλά το δέχτηκες». Μεταξύ των αντιδράσεών της στο κίνημα των γυναικών στη βιομηχανία της που αποκαλύπτουν μια κουλτούρα κακοποίησης: ευγνωμοσύνη για τις σκηνοθέτιδες με τις οποίες έχει συνεργαστεί σταθερά, ξεκινώντας από την Τζίλιαν Αρμστρονγκ στο «Μικρές Κυρίες» (1994).
«Είδα τη δύναμη των γυναικών πολύ νωρίς», λέει. «Νομίζω ότι αυτό βοήθησε στο να μη χρειάζομαι την προσοχή των ανδρών στην καριέρα μου». Η απόφασή της να συνεργαστεί με σκηνοθέτιδες -συμπεριλαμβανομένων της Κόπολα τρεις φορές, της Λέσλι Χέντλαντ του «Bachelorette» και, αργότερα, της Κάμπιον- ήταν κάπως στρατηγική.
Γνωρίζοντας πως η συμβατικά όμορφη ξανθιά εμφάνισή της θα μπορούσε να λειτουργήσει εις βάρος της με τους άνδρες σκηνοθέτες, μια νεότερη Ντανστ είπε στον μάνατζέρ της: «Αισθάνομαι ότι με προσλαμβάνουν επειδή είμαι κάποια με την οποία μπορεί να θέλουν να κοιμηθούν», έστω και θεωρητικά. Ηταν, στην πραγματικότητα, το κορίτσι των ονείρων μιας γενιάς ανδρών (καθώς και το είδωλο για πολλά κορίτσια που ήθελαν να αντιγράψουν το ατελές, φουντωτό pixie κούρεμά της).
Αισθάνομαι ανασφαλής όπως μια φυσιολογική γυναίκα, αλλά έχω επίσης και μια σχετικά καλή εικόνα για τον εαυτό μου.
«Νομίζω ότι αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο στράφηκα σε τόσες πολλές σκηνοθέτιδες σε νεότερη ηλικία», λέει, «γιατί δεν ήθελα να νιώθω έτσι». Τώρα αντιμετωπίζει διαφορετικές ανησυχίες για την καριέρα της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 «κανείς δεν ενδιαφέρεται» για την εμφάνισή της, λέει γελώντας. Και μπορεί η ίδια να αστειεύεται, αλλά ίσως όχι εντελώς.
Δεν είναι μόνο το θέμα της θλιμμένης μαμάς, αλλά και άλλες νύξεις ηλικιακού ρατσισμού στους ρόλους που έρχονται προς το μέρος της. Δυσκολεύομαι να θυμηθώ ποια 30άρα ηθοποιός είπε στο παρελθόν ότι θεωρήθηκε πολύ μεγάλη για να παίξει τη φίλη ενός 55χρονου άντρα (γκουγκλάροντας αργότερα, ήταν η συμπρωταγωνίστρια της Ντανστ στο «Χαμόγελο της Μόνα Λίζα», Μάγκι Τζίλενχαλ, αδελφή του πρώην της Ντανστ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, Τζέικ).
«Μου έχουν προσφερθεί πολλοί τέτοιοι ρόλοι. Ειλικρινά, είναι ελαφρώς προσβλητικό». Παρ’ όλα αυτά είναι αποφασισμένη να μεγαλώσει με χάρη σε μια βιομηχανία που το κάνει να φαίνεται αδύνατο. «Αισθάνομαι ανασφαλής όπως μια φυσιολογική γυναίκα, αλλά έχω επίσης και μια σχετικά καλή εικόνα για τον εαυτό μου», λέει χαρακτηριστικά. Πλοηγείται σε αυτή τη νέα φάση της καριέρας της, ενώ παράλληλα εμβαθύνει στη ζωή της μητέρας. Οι προτεραιότητές της έχουν αλλάξει: τώρα που ο Ενις πηγαίνει στο Νηπιαγωγείο είναι πιο δύσκολο για την Ντανστ να μεταφέρει, για παράδειγμα, την οικογένεια στη Νέα Ζηλανδία για μια φωτογράφιση, όπως έκαναν εκείνη και ο Πλέμονς για τα γυρίσματα της ταινίας «The Power of the Dog».
«Δεν θέλω να πάρω το παιδί μου από το σχολείο για έναν ρόλο, εκτός αν δεν μπορώ να πω όχι και είναι τόσο απίστευτο», λέει. Στα γυρίσματα του «Εμφυλίου πολέμου» οι γιοι της, που τότε ήταν ακόμα στο Προνήπιο, τη συνόδευσαν στην Τζόρτζια, όπου μια «φυλή», που περιελάμβανε τον Πλέμονς και τις δύο γιαγιάδες, βοήθησε στη φροντίδα τους.
Το σημερινό της όνειρο είναι να καταφέρει να βρει μια μεγάλη τηλεοπτική σειρά που θα γυρίζεται στο Λος Αντζελες.
Θα έκανε ποτέ άλλη μια ταινία με υπερήρωες; «Ναι», λέει η Ντανστ με αναζωογονητική ειλικρίνεια, «γιατί πληρώνεσαι πολλά χρήματα και έχω να φροντίσω δύο παιδιά και τη μητέρα μου». Σε μια προσπάθεια να κάνει κάτι για τον εαυτό της πέρα από την υποκριτική, η Ντανστ επέστρεψε στο τένις, το οποίο παίζει από παιδί. Στόχος της είναι να παίζουν τένις οικογενειακώς, εξ ου και ο Ενις βρίσκεται στο πρώτο του μάθημα αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Εχει επίσης αρχίσει να ζωγραφίζει, αφού η τέχνη είναι μία άλλη μεγάλη αγάπη της στην οποία δεν έχει αφοσωθεί όσο θα ήθελε.
Έχω πολύ καλούς ανθρώπους γύρω μου. Εχω καλές φίλες και η μαμά μου έχει πολλή πλάκα και έρχεται κάθε μέρα.
Η απουσία εγωισμού ή σκανδάλων έπειτα από μια ολόκληρη ζωή στο Χόλιγουντ θα έπρεπε να αποτελεί από μόνη της ένα κατόρθωμα που αξίζει βραβείο: το βραβείο της ανατριχιαστικής ικανότητας να είναι φυσιολογική κάτω από μη φυσιολογικές συνθήκες!
Το γεγονός ότι μεγάλωσε εδώ θα μπορούσε να την έχει μπερδέψει, αλλά, αντίθετα, φαίνεται ότι την έχει ριζώσει στο τι είναι αληθινό – τι χρειάζεται για να αντέξει τόσο πολύ όσο έχει αντέξει.
«Απλώς έχω πολύ καλούς ανθρώπους γύρω μου. Εχω καλές φίλες και η μαμά μου έχει πολλή πλάκα και έρχεται κάθε μέρα. Είμαι πολύ δεμένη με την οικογένειά μου και έχω έναν υπέροχο σύζυγο». Πήγε σε ένα Γυμνάσιο που δεν ήταν για ηθοποιούς και από τότε έχει τον ίδιο πυρήνα φίλων. «Δύο από τις φίλες μου σε αυτή τη βιομηχανία είναι η Ντακότα και η Ελ Φάνινγκ, αλλά είναι σαν εμένα», λέει. «Είναι πολύ φυσιολογικά, αληθινά κορίτσια».
Το γεγονός ότι τα ίχνη της δεν καταγράφονται διαρκώς από παπαράτσι ή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να αποδεικνύει τη θεωρία ότι οι διάσημοι ηθοποιοί μπορούν, στην πραγματικότητα, να διατηρήσουν μια επίφαση ιδιωτικότητας, αν το θέλουν πραγματικά.
Η κουζίνα κλείνει στο «Angelini» και η ηθοποιός έχει επιζήσει από την πρώτη της συνέντευξη ύστερα από δύο χρόνια. «Το να μιλάω για τον εαυτό μου είναι βασανιστήριο», ισχυρίζεται χαμογελώντας. Καθώς επιστρέφει στο στο Volvo SUV της, κάνει αρκετά βλέμματα να γυρίσουν διακριτικά προς το μέρος της. Το πού θα πάει στη συνέχεια η πολυσχιδής ηθοποιός και μητέρα δύο παιδιών μένει να το δούμε.
Ο «Εμφύλιος πόλεμος» είναι το μόνο καινούριο πρότζεκτ σύμφωνα με τη σελίδα της στο IMDb, αλλά η ίδια οραματίζεται ήδη να μεγαλώνει τη μακρά καριέρα της, να εκτείνεται ακόμη περισσότερο. Αυτό απαιτεί πίστη και μια ήρεμη αυτοπεποίθηση. Η Ντανστ προβλέπει ότι μπορεί να πάρει αυτό το Οσκαρ κάποια μέρα – ίσως με τη μορφή βραβείου για το έργο της ζωής της. «Θα είμαι μεγάλη», λέει, «και θα πουν: “Ας της δώσουμε επιτέλους ένα”».
Φωτογράφος: Johnny Marlow
Styling: Rebecca Ramsey