Το γραφείο μου, εννοώ το έπιπλο που είχα στην εταιρεία όπου εργαζόμουν, ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Στα συρτάρια του βρισκόταν συγυρισμένη όλη μου η ζωή. Νεσεσέρ με είδη μακιγιάζ, τσαντάκι με σερβιέτες, οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα, ζακέτα για το κλιματιστικό, ένα ζευγάρι μπαλαρίνες για ανακούφιση από τα τακούνια, βιταμίνες, ασετόν (δεν είχε εφευρεθεί το ημιμόνιμο), ένα άρωμα, μαχαιροπίρουνα, χαρτοπετσέτες και σνακ: κράκερ, παξιμάδια, ξηροί καρποί, σοκολάτες, τσιπς για τις δύσκολες ώρες. Δεν υπερβάλλω, οι φίλες με τις οποίες δουλεύαμε επί δέκα χρόνια μαζί τα θυμούνται όλα. Επίσης, ό,τι μου έλειπε το είχαν εκείνες στα δικά τους συρτάρια.
Καθώς περνούσα εκεί περισσότερες ώρες απ’ ό,τι στο σπίτι μου, είχα μεταφέρει τη ζωή μου στον χώρο εργασίας όχι μόνο από την άποψη του εξοπλισμού και των προμηθειών, αλλά και σε πνευματικό και συναισθηματικό επίπεδο. Εκεί ικανοποιούσα όλη τη δημιουργικότητά μου με τις ιδέες που έπρεπε συνεχώς να κατεβάζω. Από εκεί αντλούσα την επιβεβαίωση που χρειαζόμουν, εκεί αναζητούσα το μπράβο και τον έπαινο, έκλαιγα όταν απογοητευόμουν ή όταν έπεφτα στη δυσμένεια της διευθύντριας, θριαμβολογούσα όταν πετύχαινα ένα στόχο μου.
Στο γραφείο λέγαμε τα νέα μας, τρώγαμε όλες μαζί το μεσημέρι σε μια κενή αίθουσα συνεδριάσεων που αποκαλούσαμε «τραπεζαρία», παραγγέλναμε σουβλάκια κάθε Παρασκευή, λέγαμε αστεία που μόνο εμείς καταλαβαίναμε, συνασπιζόμασταν για να αντιμετωπίσουμε μαζί τα νεύρα της διοίκησης. Η προσωπική μου ζωή κλείστηκε επίσης πίσω από τις πόρτες με το φωτοκύτταρο. Ακόμα και το φλερτ και το καρδιοχτύπι, όλα τα έβρισκα στο μικρό μου σύμπαν.
Ένα από τα αστεία που καταλαβαίναμε μόνο εμείς ήταν να υποκρινόμαστε ότι το γραφείο ήταν ένα είδος ιδρύματος κι εμείς ήμασταν οι τρόφιμες. Ζούσαμε μια καθημερινότητα σαν τη μέρα της μαρμότας, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε τον ακριβή μηχανισμό της ιδρυματοποίησης. Πέρα από την παραμορφωμένη αίσθηση του κοινόβιου που είχαμε εμείς οι νέες, ωραίες και ελεύθερες κοπέλες, οι οποίες διαθέταμε δικό μας μισθό και σπίτι για να πάμε μετά από 10 ή 12 ώρες δουλειάς, ήταν και η βεβαιότητα ότι εκεί ανήκουμε.
Ότι δεν μπορούμε να φύγουμε και να πάμε σε άλλη δουλειά γιατί δεν το αξίζουμε, γιατί οι άλλες εταιρείες δεν είναι λαμπερές όπως η δική μας, γιατί όπου κι αν πάμε δεν θα ξαναβρούμε την «οικογένεια» που έχει δημιουργηθεί.
Πιστεύω ότι όλα ξεκίνησαν δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν είχα τη ναρκισσιστική ανάγκη να δουλεύω στην εταιρεία με τις περισσότερες πωλήσεις και το πιο αναγνωρίσιμο brand name. Δεν μου έφτανε απλώς να εργάζομαι, ήθελα να είμαι στο άρμα του πρωταθλητή. Είκοσι χρόνια αργότερα και μετά από πολλές κατραπακιές, δεν μπορώ να κατανοήσω το νεαρό εαυτό μου. Προφανώς κάτι ήθελα να αποδείξω. Ότι είμαι η ικανότερη; Ποιος νοιαζόταν;
Με πολύ κόπο, τρέξιμο και ξενύχτι κατάφερα να πείσω τους μελλοντικούς εργοδότες μου για την αξία μου, πήρα την πολυπόθητη θέση και από εκείνη τη στιγμή έπρεπε να χύνω το αίμα μου για να αποδεικνύω κάθε μέρα ότι δικαιούμαι να βρίσκομαι εκεί. Γιατί, αν έχανα τη γωνίτσα μου σε αυτό το συστηματάκι, θα έχανα αυτόματα και την αξία μου. Δεν ήθελα να είμαι η τάδε. Ηθελα να είμαι η τάδε που δουλεύει «εκεί». Κόβοντας το «εκεί» έμενα μόνο εγώ, κι εγώ, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν άξιζα τίποτα.
Είχα ιδρυματοποιηθεί γιατί πίστευα ότι χωρίς αυτή τη δουλειά θα χάσω κάτι από το είναι μου. Ισως φταίει ότι ήμουν νέα, δεν είχα ξαναβρεθεί σε εταιρικό περιβάλλον, είχα καταπιεί το παραμύθι των 90s για την επιτυχία, για να μην πω για τα τραυματικά σχολικά χρόνια μιας κοκαλιάρας έφηβης με κοντά κατσαρά μαλλιά. Η επωνυμία για την οποία εργαζόμουν ήταν αυτό που χρειαζόμουν, γιατί μαζί της έφερνε και μια υπεροψία. Ημασταν ταλαντούχες, είχαμε αστεράτες ιδέες, φέρναμε καλές πωλήσεις. Η διοίκηση μας έκανε να πιστεύουμε ότι επιτελούμε ένα πολύ ξεχωριστό έργο και ότι στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις είναι παρακατιανοί.
Α, και το καλύτερο: πρόσεξε καλά μη χάσεις τη θέση σου γιατί απέξω περιμένουν άλλοι εκατό για να σου την πάρουν!
Με αυτό το οικοδόμημα εκφοβισμού επιτεύχθηκαν τρεις βασικοί στόχοι. Πρώτον, δουλεύαμε αδιαμαρτύρητα αμέτρητες ώρες δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μας και προσπαθώντας διαρκώς να τον ξεπερνάμε. Δεύτερον, δεν τόλμησε κανείς ποτέ να ζητήσει αύξηση. Τρίτον, δεν επιθύμησε κανείς να φύγει να πάει σε ανταγωνιστή.
Η ιδρυματοποίηση που βίωσα, σαν ένα σετ από φυσικούς και ψυχολογικούς περιορισμούς, ήταν στην πραγματικότητα μια αποτελεσματική στρατηγική της εργοδοσίας για να πάρει το μυαλό και την ψυχή μου στο μικρότερο δυνατό κόστος. Ακούγομαι ως υποψήφια στις συνδικαλιστικές εκλογές, αλλά πιστεύω ότι ο απώτερος σκοπός ήταν το κέρδος. Σταμάτησα να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι όταν έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί και οι προτεραιότητές μου άλλαξαν. Τώρα πια, όταν συναντιόμαστε με τις παλιές συναδέλφους, μιλάμε σαν να είχαμε πάει μαζί στρατό. Οι αναμνήσεις δεν είναι καλές, αλλά τουλάχιστον γελάμε.
Διαβάστε ακόμα:
Η GEN Z το ρίχνει έξω – Πώς οι digital νομάδες γκρεμίζουν τους τοίχους του γραφείου.
Θα έχουμε γραφεία σε δέκα χρόνια; Η τεχνητή νοημοσύνη και η εξ αποστάσεως εργασία αλλάζουν το τοπίο
Το άρθρο αποτελεί μέρος του αφιερώματος που δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Νοεμβρίου «Είναι αυτό το τέλος του γραφείου;»: Πώς επηρέασαν την ύπαρξη ή όχι του εργασιακού περιβάλλοντος η digital επανάσταση, ο COVID και η επέλαση της ψηφιακής νοημοσύνης; Πώς διαμορφώνει η νέα γενιά το καθεστώς εργασίας που αμφισβητεί τη σημασία τού να εργάζεσαι μαζί με άλλους σε γραφείο; Αναμνήσεις από έναν κόσμο που χάνεται, γραφειολάτρες, γραφειομάχοι και ιστορίες με χιούμορ γι’ αυτό το δεύτερο σπίτι μας, που ίσως δεν θα υπάρχει για πολύ ακόμη όπως το ξέραμε.
Από τις: Μαρίλη Ευφραιμίδη, Αναστασία Καμβύση, Σοφία Μανδηλαρά, Βιβή Μωραΐτου, Ναταλί Σαϊτάκη, Αλίνα Χατζιδάκι, Δανάη Χριστοπούλου. Creative direction: Λίνα Τσίντζηλα, Εικονογράφηση: Μαριάννα Βήτου