Για μεγάλο μέρος του συλλογικού ασυνείδητου οι πριγκίπισσες έχουν θέση μόνο στα παραμύθια, μαζί με τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες και τον παπουτσωμένο γάτο.
Αλλά για την Πριγκίπισσα Νταϊάνα της Ουαλίας κάνουν όλοι μια εξαίρεση και της δίνουν μια θέση στην καρδιά τους.

Αυτό συμβαίνει όταν ένα μοναχικό κορίτσι με μεγάλη καρδιά που μεγαλώνει με όλες τις ανέσεις αλλά χωρίς μητέρα βρίσκεται στο κατώφλι της ενηλικίωσης (καθόλου ώριμη στην πραγματικότητα) στην αγκαλιά (για άλλους στα νύχια) της πιο κορακοζώητης βασιλικής οικογένειας της Ευρώπης. Η νεαρή λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ, βγαλμένη σχεδόν από μυθιστόρημα της Τζέιν Οστιν, περνάει από το διαμέρισμα που μοιράζεται με τις φίλες της στο Κένσινγκτον και τη γειτονιά του Πίμλικο, όπου ημιαπασχολείται ως βοηθός νηπιαγωγού, στο Παλάτι και σε μια ζωή ως δημόσιο πρόσωπο για την οποία καθόλου δεν ήταν προετοιμασμένη.

 

Ξεκινά έτσι μια τρομακτική για την ίδια δημόσια ενηλικίωση που φέρνει τη βασιλική οικογένεια σε αμηχανία. Η Νταϊάνα ενηλικιώθηκε μπροστά στις κάμερες των παπαράτσι που την κατέτρεχαν μέχρι τον τραγικό της θάνατο. Δεν ήταν όμως μόνο αυτός ο θάνατος το τραγικό τέλος του πριγκιπικού ρομάντζου και η κατάρρευση της παραμυθένιας ιστορίας που της χάρισε τη σημερινή της θέση στη μνήμη της παγκόσμιας κοινότητας. Ηταν ο ίδιος της ο χαρακτήρας, αυτό το κράμα ομορφιάς και απλότητας, καλοσύνης και ανασφάλειας, αθωότητας και πονηριάς: η Νταϊάνα δεν υπήρξε ποτέ «αγία», ούτε καν προσπάθησε να πλασαριστεί ως τέτοια. Ο κόσμος την αγάπησε γιατί, αν και «πολύ» γαλαζοαίματη (οι Σπένσερ είναι τόσο παλιά αριστοκρατία ώστε μπορούσαν να βλέπουν σχεδόν αφ’ υψηλού τη βασιλική οικογένεια), έδειχνε μία από αυτούς, συμπεριφερόταν σαν κοινή θνητή, ένα ντροπαλό κορίτσι της διπλανής πόρτας, με τις ανασφάλειες και τα πάθη του, αυτά τα πάθη που έγιναν καύσιμο για μια αγάπη στο πρόσωπό της που καίει με δυνατή φλόγα 23 χρόνια μετά το θάνατό της.

Ενας γάμος για τρεις
«Εκπλήσσομαι που είχε το θάρρος να με διαλέξει», δηλώνει στις 24 Φεβρουαρίου 1981, την ημέρα ανακοίνωσης του αρραβώνα τους, ο πρίγκιπας Κάρολος, για να συμπληρώσει όταν ο δημοσιογράφος σχολίασε «και βέβαια είστε ερωτευμένοι»: «Ο,τι κι αν σημαίνει η αγάπη».

Από την πρώτη επίσημη εμφάνιση φάνηκε ότι η Νταϊάνα ήταν απαίδευτη και αυθόρμητη: διάλεξε ένα έξωμο (faux pas η μέλλουσα βασίλισσα να δείχνει το πλούσιο στήθος της) μαύρο (χρώμα που η βασιλική οικογένεια φοράει μόνο σε κηδείες) φόρεμα.

Δεν ήξερε πώς να ποζάρει για τους φωτογράφους, ούτε σε ποιο χέρι να κρατήσει το τσαντάκι της. Και κυρίως, δεν ήξερε να κάνει τα στραβά μάτια στο γεγονός ότι ο μέλλων σύζυγός της είχε ήδη ερωμένη. «Ημουν τόσο ερωτευμένη με τον άντρα μου που δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Ημουν το πιο τυχερό κορίτσι στον κόσμο που είχα εκείνον να με προσέχει», λέει η ίδια στο ντοκιμαντέρ «Diana: Ιn her own words», που όλοι (ξανα)είδαν αφού καταβρόχθισαν την τελευταία σεζόν του «The Crown». «Στην πραγματικότητα οδηγήθηκα ως αμνός στη σφαγή σε ένα γάμο χωρίς αγάπη».

The love of the common people
Η Νταϊάνα ήταν ένα απλό κορίτσι («Τη μέρα που αρραβωνιάστηκα είχα ένα μακρύ φόρεμα, ένα μεταξωτό πουκάμισο, ένα κομψό ζευγάρι παπούτσια, αυτό ήταν όλο»), μια πριγκίπισσα που στεναχωριόταν με την κατάσταση που επικρατούσε στα γηροκομεία της χώρας, που δεν έκανε επισκέψεις σε νοσοκομεία και πτωχοκομεία για τα μάτια του κόσμου, αλλά καθόταν πλάι στους τρόφιμους, απίστευτα κοντά τους για γαλαζοαίματη, άκουγε υπομονετικά τα προβλήματά τους και έκανε χιούμορ μαζί τους.

 

Σταθμός στις εμφανίσεις της, η επίσκεψή της στο νοσοκομείο του Μίντλσεξ το 1987 όταν μπήκε χωρίς γάντια στην πτέρυγα με τους ασθενείς του AIDS, την ασθένεια-ταμπού της εποχής, χαιρέτησε με χειραψία το προσωπικό και αγκάλιασε έναν πολύ άρρωστο άνδρα. Η αγάπη της Νταϊάνα για τους απλούς ανθρώπους ήταν αληθινή και αμοιβαία.

 

Η κληρονομιά της στην πολιτική σκηνή
«Εχω συνηθίσει να είμαι εκτεθειμένος σε κάμερες έτοιμες να καταγράψουν την παραμικρή μου κίνηση από κάθε πιθανή γωνία και έχω δεχτεί πως αυτό αποτελεί μέρος της ζωής μου. Αν δεν βρεις μέσα σου έναν τρόπο να υπάρχεις και να επιβιώνεις σε αυτές τις συνθήκες, θα τρελαθείς», είχε πει λίγο πριν από το γάμο τους ο πρίγκιπας Κάρολος. Η Νταϊάνα κατάφερε όχι μόνο να μην τρελαθεί, να ξεπεράσει τη βουλιμία, να νικήσει τους δαίμονές της έναν-έναν, αλλά και να αφήσει το δικό της αποτύπω
μα στην πολιτική της χώρας. Οπως γράφτηκε πρόσφατα στον Economist, «παρόλο που η Νταϊάνα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική σκηνή, η δική της πολιτική κληρονομιά, όπως και εκείνη της Μάργκαρετ Θάτσερ, ρίχνει ακόμη τη βαριά σκιά της στη Βρετανία.

«Η πριγκίπισσα Νταϊάνα είχε την εξυπνάδα να συνδυάσει τις δύο πιο μεγάλες δυνάμεις της μοντέρνας πολιτικής -το συναίσθημα και την άρνηση του ελιτισμού- σε ένα δυνατό, δημοφιλές κοκτέιλ. Ηταν μία σύγχρονη μαέστρος της πολιτικής που έκανε έκκληση στο συναίσθημα: συνέπασχε με το λαό, όπως κι εκείνος μοιραζόταν τον πόνο της.  Και γι’ αυτό στον πόλεμο του πριγκιπικού ζεύγους, κέρδισε τις περισσότερες μάχες με τον Κάρολο ξεγυμνώνοντας την ψυχή της δημόσια.

Από το θάνατο της Νταϊάνα και μετά, η δημοτικότητά της είχε ως αποτέλεσμα πολιτικούς που ήθελαν να της μοιάσουν. Ο Τόνι Μπλερ πλάσαρε τον εαυτό του ως πρωθυπουργό του λαού, προέταξε την “Cool Britannia”, φρόντισε να περιτριγυρίζεται από αστέρες της ποπ και ήθελε οι άνθρωποι του γραφείου του να τον αποκαλούν Τόνι», υποστηρίζει ο Economist. Η διαφορά του με την Νταϊάνα παραμένει, ωστόσο, αγεφύρωτη: εκείνη δεν είχε ανάγκη τους pop star γύρω της. Ηταν και παραμένει η αξεπέραστη pop star της πολιτικής σκηνής παγκοσμίως.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below