Ο όρος «Brat Pack» ξυπνά έντονα συναισθήματα νοσταλγίας και ξετυλίγει πολύχρωμες (παστέλ και φλουό) αποχρώσεις μιας αιώνιας 80s εφηβείας, ειδικά για όσους την έζησαν τότε που έβγαιναν στα σινεμά οι ταινίες του νεανικού (και αθάνατου) αυτού υπο-είδους. Δεν ήταν πάντα τέτοιοι οι συνειρμοί. Η ταμπέλα αποτελεί εφεύρημα ενός δημοσιογράφου του περιοδικού New York ο οποίος κατέγραψε την εμπειρία που είχε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1985 στο Λος Αντζελες παρέα με κάποιους από τους σταρ των νεανικών ταινιών της εποχής. Το άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς είχε τίτλο «Hollywood’s Brat Pack» και δεν ήταν και τόσο κολακευτικό για κάποια μέλη τουλάχιστον της φουρνιάς αυτής – η κυριολεκτική μετάφραση του «brat pack», άλλωστε, είναι «αγέλη κακομαθημένων».
«Αυτό είναι το “Brat Pack” του Χόλιγουντ», ξεκινούσε το άρθρο. «Είναι για τα 80s ό,τι ήταν το Rat Pack για τα 60s – ένας περιπλανώμενος θίασος διάσημων νεαρών σταρ που θέλουν να πηγαίνουν σε πάρτυ, να κυνηγάνε γυναίκες και να περνάνε καλά». Ιδιαίτερη (κακο)μεταχείριση επεφύλασσε ο αρθρογράφος σε έναν από τους «πρίγκιπες» του «Brat Pack», τον Εμίλιο Εστέβεζ, γιο του Μάρτιν Σιν και μεγαλύτερο αδελφό του Τσάρλι Σιν, που τότε ακόμα δεν είχε μπει γερά στην πιάτσα. «Ο Εστέβεζ, ο οποίος είναι μόλις 1,65 μ., αποτελεί υποδειγματική φιγούρα του “Brat Pack”. Λίγο προτού κλείσει τα 23, ήδη είναι συνηθισμένος στα προνόμια και φαίνεται να απολαμβάνει με θέρμη την προσοχή που κερδίζει όπου κι αν πάει σχεδόν. Στο Χόλιγουντ έχει τη φήμη του επιβήτορα: βραχύβιες σχέσεις, αναρίθμητες φιλενάδες, πολλές από τις οποίες γκρούπι. Και ένα on–off ειδύλλιο με την Ντέμι Μουρ…».
Η αλήθεια είναι ότι υφέρπει μια κάποια κακοήθεια στο άρθρο εκ μέρους του συντάκτη και η ταμπέλα που εισήγαγε τσουβαλιάζοντας μια γενιά νεαρών ηθοποιών εξελίχθηκε σε ευχή και κατάρα για αρκετούς από τους φιλόδοξους πρωταγωνιστές ταινιών όπως το «Μπαράκι του Σαν Ελμο» (St. Elmo’s Fire) , «Η κουκλίτσα με τα ροζ» (Pretty in Pink) και το απόγειο του είδους, το «Breakfast Club», που γνωρίζει σήμερα νέες δόξες στο Netflix – οι δύο τελευταίες σε σενάριο του Τζον Χιουζ, ο οποίος συνδέθηκε όσο κανείς άλλος δημιουργός με το «Brat Pack» ιδίωμα, παρά την πολυσχιδή φιλμογραφία του. Η ευχή ήταν η δημοσιότητα (έστω και αμφίσημη) που κέρδισαν οι νεαροί ηθοποιοί και κατάρα το γεγονός ότι οι πιο χαρακτηριστικοί πρωταγωνιστές εκείνων των ταινιών, εκείνοι και εκείνες που συνδέθηκαν περισσότερο με το είδος, σταδιακά έσβησαν στο χολιγουντιανό στερέωμα.
Οπως η Αλι Σίντι, που στο ρόλο της βαθιά σκοταδόψυχης Αλισον στο «Breakfast Club» ξεστομίζει την ατάκα που έγινε αιώνιο σλόγκαν εφηβικής μοιρολατρίας: «When you grow up, your heart dies» (όταν μεγαλώνεις, η καρδιά σου πεθαίνει). Ή η απόλυτη «πριγκίπισσα» του «Brat Pack», η Μόλι Ρίνγκουολντ, η οποία το 2018, στην κόψη του #MeToo και στο πλαίσιο μιας συζήτησης που είχε συμπαρασύρει και τις ανάρμοστες και σεξιστικές πτυχές που μπορεί εκ των υστέρων να διακρίνει κανείς ακόμα και στις ταινίες που την έκαναν διάσημη, είχε γράψει ένα σχετικό άρθρο στο New Yorker, όπου, μεταξύ άλλων, έλεγε και τα εξής:
«Οι ταινίες του Τζον (σ.σ.: Χιουζ) μεταφέρουν το θυμό και το φόβο της απομόνωσης που νιώθουν οι έφηβοι, και το να βλέπεις στην οθόνη ότι και άλλοι συνομήλικοί σου νιώθουν το ίδιο με σένα είναι ένα βάλσαμο για το τραύμα που μπορεί να βιώνεις. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αρκετό για να αντισταθμίσει τα όποια ανάρμοστα στοιχεία αυτών των ταινιών. Κρίνοντάς τις όμως εκ των υστέρων νιώθω σαν να στερώ από μια ολόκληρη γενιά μερικές από τις πιο όμορφες αναμνήσεις της ή σαν να είμαι αχάριστη από τη στιγμή που συνέβαλαν τόσο πολύ στην καριέρα μου. Ο Τζον ήθελε ο κόσμος να πάρει στα σοβαρά τους εφήβους, και το κατάφερε. Νομίζω ότι αυτή είναι τελικά η μεγαλύτερη αξία αυτών των ταινιών, και γι’ αυτό ελπίζω ότι θα διαρκέσουν. Η συζήτηση γι’ αυτές θα αλλάξει, και θα πρέπει να αλλάξει. Εναπόκειται στις επόμενες γενιές να βρουν τον τρόπο να συνεχίσουν αυτή τη συζήτηση και να την κάνουν δική τους».
Προσωπικά, δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Μεγάλωσα λίγο πολύ με αυτές τις ταινίες. Θα έλεγα πάντως ότι στις πιο μελοδραματικές ταινίες του, όπως το «Sixteen Candles» και το «Pretty in Pink», ο Τζον Χιουζ έδειχνε να υποδηλώνει απλώς ότι η εφηβεία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση.
Ωστόσο, το ρομαντικό φινάλε και η εμμονή στην ισχύ της φιλίας προσέδιδαν στις ταινίες αυτές μια νοσταλγική, ονειρική ποιότητα ακόμη και την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησαν. Σε αυτό βοηθούσαν και τα σάουντρακ των ταινιών, γεμάτα new wave εφηβικούς καημούς.
Επρεπε να φτάσει το τέλος της δεκαετίας του ’80 για να υπεισέλθουν ο σαρκασμός, ο μηδενισμός και η έντονη αμφισβήτηση στην εφηβική αφήγηση με ταινίες όπως το «Heathers» (με τον Κρίστιαν Σλέιτερ και τη Γουίνονα Ράιντερ).
Ισως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση πρώην επιφανούς μέλους του «Brat Pack» είναι αυτή του Άντριου ΜακΚάρθι, ο οποίος μετά από μια ριζική θεραπεία αποτοξίνωσης, εγκατέλειψε το Χόλιγουντ και έγινε (επιτυχημένος) ταξιδιωτικός συγγραφέας, για να επιστρέψει και πάλι, αυτή τη φορά από τη θέση του σκηνοθέτη, με μόνο κάποιες σποραδικές εμφανίσεις μπροστά από την κάμερα. Σε εκείνο το άρθρο του New York το όνομά του είχε αναφερθεί μόνο μία φορά, όταν ο αρθρογράφος σημειώνει πως κάποιος από την ομήγυρη τον οποίο δεν κατονομάζει (δηλαδή ή ο Τζαντ Νέλσον ή ο Ρομπ Λόου ή ο Εμίλιο Εστέβεζ) λέει για τον ΜακΚάρθι: «Παίζει όλους τους ρόλους του με την ίδια μονότονη ένταση. Δε νομίζω να κάνει τίποτα».
«Μου έμοιαζε πολύ», γράφει ο Αντριου ΜακΚάρθι στο περσινό βιβλίο απομνημονευμάτων του με το χαρακτηριστικό τίτλο Brat: An ’80s Story για τον Κέβιν, τον ντροπαλό και ευαίσθητο χαρακτήρα που υποδύθηκε στο «Μπαράκι του Σαν Ελμο». Απαλλαγμένος εδώ και πολλά χρόνια από τη λάμψη της διασημότητας, τονίζει ότι ακόμα κι εκείνη η καταραμένη ταμπέλα δεν τον ενοχλεί πια: «Η ετικέτα “Brat Pack” έχει μεγαλώσει κι εκείνη με τα χρόνια και πλέον εκπέμπει μια ζεστή νοσταλγία. Ηταν ένα στίγμα που τελικά μετατράπηκε σε έναν όρο που σημαίνει μια τρυφερότητα που αντέχει στο χρόνο. Εκείνες οι ταινίες με τοποθέτησαν σταθερά στον κόσμο της γενιάς μου με τρόπο μοναδικό και συλλογικό. Σε ποιο ιδανικότερο μέρος θα μπορούσα να έχω προσγειωθεί;».