Μερικούς μήνες πριν, ξενυχτούσα μπροστά από την τηλεόραση πίνοντας ένα σφηνάκι τεκίλα κάθε φορά που κάποιος στην τελετή απονομής των Όσκαρ ξεστόμιζε τον τίτλο της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου με τις 11 υποψηφιότητες: «Poor Things»! Η ενδυματολόγος Χόλι Γουάντινγκτον πήρε με το σπαθί της το Όσκαρ Κοστουμιών παραμερίζοντας το εκτυφλωτικό ροζ της «Barbie», τα ινδιάνικα σχέδια των «Δολοφόνων του ανθισμένου φεγγαριού», τα ιστορικά κοστούμια του «Ναπολέοντα» και τα κομψά σύνολα του «Οπενχάιμερ». Αν εκείνο το βράδυ, ενώ πανηγύριζα τη νίκη της, μου έλεγε κάποιος ότι στις αρχές του καλοκαιριού θα βρισκόμουν απέναντί της σε ένα ξενοδοχείο κάτω από την Ακρόπολη πίνοντας το ένα εσπρεσάκι μετά το άλλο, θα μου φαινόταν απίθανο. Να που συνέβη, όμως, αφού το πολυαγαπημένο μου Μουσείο Μπενάκη φρόντισε να φέρει στην Αθήνα την έκθεση που διοργανώθηκε για πρώτη φορά στο Barbican στο Λονδίνο με τα κοστούμια της ταινίας που της χάρισαν ένα ακόμη μεγάλο βραβείο, το BAFTA.
Η Γουάντινγκτον, που την προηγούμενη μέρα ξενάγησε τους δημοσιογράφους στην έκθεση μιλώντας μας για τους μικρούς θησαυρούς, όπως καρφίτσες και κουμπιά που ανακάλυψε σε μια υπαίθρια αγορά στην Ουγγαρία, αποδεικνύεται ένας από τους πιο ζεστούς και φιλικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Μιλάμε ασταμάτητα για την αγάπη μας για τα περιοδικά και την Κέρκυρα, όπου έχει ήδη βρεθεί για διακοπές, πριν εστιάσουμε στα κοστούμια και τις εργαζόμενες μητέρες στο χώρο της σόουμπιζ. Ειδικά στα περιοδικά, μένουμε λίγο περισσότερο. «Κάποτε τα λάτρευα και τα αγόραζα όλη την ώρα. Λυπάμαι πολύ για όλους τους τίτλους που πέρασαν αμετάκλητα σε ψηφιακό περιβάλλον. Τίποτα δεν συγκρίνεται με την αίσθηση του χαρτιού. Στο Ίντερνετ έχουμε χάσει τη δυνατότητα να συγκεντρωθούμε. Απλώς σκρολάρουμε ατέλειωτες σελίδες με πληροφορίες, ειδοποιήσεις και εικόνες. Χρειαζόμαστε μεγάλη αυτοπειθαρχία για να καταφέρουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε κάτι που είδαμε στο Διαδίκτυο. Προσέξατε, χρησιμοποιώ το ρήμα “είδαμε”, όχι “διαβάσαμε”. Αυτό έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε με τους άλλους», μου λέει με παράπονο.
Τη ρωτάω πώς έγινε μέρος αυτής της μεγάλης βιομηχανίας που διηγείται ιστορίες μέσα από την οθόνη. «Έχει ενδιαφέρον που την αποκαλείς έτσι», απαντά χαμογελώντας. «Σπούδασα Καλές Τέχνες. Είχα αρχίσει να κάνω μια σειρά από πορτρέτα από μια σειρά της βρετανικής τηλεόρασης, το “Coronation Street”, αλλά δεν ήθελα να δουλεύω μόνη μου, μου αρέσουν οι συνεργασίες, μου αρέσουν οι άνθρωποι. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, σχετικά νωρίς ότι αυτό που ήθελα ήταν να συνδυάσω τη ζωγραφική με την αφήγηση μιας ιστορίας, να συνδέσω υφάσματα και ρούχα με εποχές και ανθρώπους. Αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ αν έμενα μόνη μου μέσα σε ένα ατελιέ. Έπρεπε να βγω και να αναζητήσω δουλειά στο θέατρο ή στον κινηματογράφο».
Μετά την αποφοίτησή της έπιασε δουλειά στο Angels Costumes, ίσως το μεγαλύτερο βεστιάριο στο Λονδίνο, όπου κυριολεκτικά σπούδασε στην πράξη ιστορία κοστουμιών. Εκεί βρήκε το σπίτι της οργανώνοντας και βάζοντας χρονολογίες σε κάθε είδους κοστούμια εποχής, μια πολύτιμη μαθητεία που της έδωσε φοβερά εφόδια για τη μελλοντική δουλειά της. «Την ίδια περίοδο έβλεπα πολύ θέατρο στο Λονδίνο και καταστάλαζε μέσα μου η ιδέα ότι θέλω με τη δουλειά μου να λέω ιστορίες. Δεν είμαι δημιουργός των κοστουμιών, δεν έφτιαξα ποτέ κάτι με τα χέρια μου. Η ειδικότητά μου είναι να διαλέγω το ύφασμα, να συνδυάζω διαφορετικά υφάσματα ανάλογα με την εποχή, να μπλέκω τις εποχές, να σχεδιάζω, να δίνω οδηγίες στις μοδίστρες, να τις ακούω προσεκτικά, να αφουγκράζομαι το όραμα ενός σκηνοθέτη, να δουλεύω με μια ομάδα και τον ηθοποιό για να δημιουργήσουμε ένα χαρακτήρα». Ένας ενδυματολόγος δεν ξέρει απαραίτητα να ράβει. Η Γουάντινγκτον όμως ξέρει και να ράβει και να πλέκει «γιατί μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου το ράψιμο και το πλέξιμο θεωρούνταν βασικές δεξιότητες επιβίωσης», δεν βλέπει ωστόσο τον εαυτό της ως κατασκευάστρια κοστουμιών. Συνεργάζεται στενά με τις μοδίστρες για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Προτού φτάσουμε στη συνάντηση με τον Λάνθιμο, μιλάμε για τα κοστούμια εποχής που διάλεξε για την ταινία «Λαίδη Μάκβεθ» (2016), αλλά και το πιλοτικό επεισόδιο της σειράς «The Great», όπου συνεργάστηκε με τον σεναριογράφο Τόνι ΜακΝαμάρα. «Ήταν ένας τεράστιος όγκος δουλειάς. Έπρεπε να σχεδιαστούν εκατοντάδες κοστούμια για τη Μεγάλη Αικατερίνη, τον τσάρο, τον αρχιεπίσκοπο και τη ρωσική αυλή του χρυσού αιώνα της Ρωσίας. Δυστυχώς, μόλις η σειρά πήρε πράσινο φως, εγώ ήμουν έτοιμη να γεννήσω. Ήδη μου ήταν πολύ δύσκολο να πετάγομαι στις 2 το πρωί από το ένα μέρος όπου γυριζόταν η σειρά στο άλλο, για να κάνω fitting σε ένα καπέλο, για παράδειγμα. Ήταν τρέλα αυτό που έκανα, συμπεριφερόμουν στον εαυτό μου σαν να μην ήμουν έγκυος. Είναι πολύ σκληρή η βιομηχανία του θεάματος». Αυτή όμως η δουλειά, που δεν συνεχίστηκε, της έφερε με κάποιον τρόπο το «Poor Things». «Είναι αλήθεια. Μια μέρα ο Τόνι ΜακΝαμάρα μού είπε γι’ αυτή την ταινία με ηρωίδα μια γυναίκα από μια άλλη εποχή. “Δεν ξέρω πώς να σου το περιγράψω… Ας πούμε ότι έχει κάτι από επιστημονική φαντασία”, μου είπε τότε. “Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να μοιάζει, αλλά το συζητάω με τον Γιώργο και ίσως ζητήσει να σε δει”». Πέρασαν μήνες μετά από αυτή τη συζήτηση και η Γουάντιγκτον άρχισε να πιστεύει πως η συνάντηση δεν πρόκειται να συμβεί. «Μιλάμε για τον σκηνοθέτη της “Ευνοούμενης”, όλοι ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του γιατί πίστευαν ότι θα τους δώσει την ευκαιρία να δημιουργήσουν κάτι αληθινά ενδιαφέρον». Ένα απόγευμα Παρασκευής χτύπησε το τηλέφωνό της. Εκείνη την εποχή είχε ένα 3χρονο παιδί και ένα μωρό 9 μηνών.
«Θα μιλήσω πάλι για τα παιδιά μου -και ξέρεις, μου έχουν πει να σταματήσω να μιλάω για τα παιδιά μου στις συνεντεύξεις-, αλλά πιστεύω ότι είναι σχετικό με τη δυνατότητα που έχει ή δεν έχει μια γυναίκα να κάνει αυτή τη δουλειά. Είναι πάρα πάρα πάρα πολύ δύσκολο για μια μητέρα να εργάζεται στη βιομηχανία του θεάματος… Ήταν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, είχα πολλά πάρτι εκείνο το Σαββατοκύριακο, γινόταν χαμός. Τα παράτησα όλα, διάβασα το σενάριο, έτρεξα στο βιβλιοπωλείο και βρήκα το βιβλίο του Άλασντερ Γκρέι, αλλά και ένα βιβλίο για γιαπωνέζικες κούκλες. Τα διάβασα όλα, κάτι, πιστέψτε με, καθόλου εύκολο με δύο μικρά στο σπίτι. Γέμισα το μυαλό μου με εικόνες και τη Δευτέρα συνάντησα τον Λάνθιμο».
Τη ρωτάω τους λόγους για τους οποίους ο Έλληνας σκηνοθέτης τη συναρπάζει. «Η δουλειά του είναι τόσο ενδιαφέρουσα γιατί ο Γιώργος Λάνθιμος έχει μια μοναδική κινηματογραφική γραφή. Φτιάχνει αλλόκοτες, σουρεαλιστικές, παράλογες ταινίες. Μιλάνε για τον κόσμο μας, αλλά δεν είναι νατουραλιστικές. Είναι ένας πολύ κλειστός τύπος, λιγομίλητος, επιβλητικός, αποπνέει δύναμη, αλλά μπορεί να γίνει και πολύ αστείος. Στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να τον περιγράψω, αλλά σίγουρα όταν βρίσκεσαι απέναντί του, ξέρεις ότι έχεις να κάνεις με κάποιον που είναι πολύ οργανωμένος και πολύ σοβαρός σε αυτό που κάνει». Την προηγούμενη μέρα, μέσα στο ασανσέρ στο Μουσείο Μπενάκη, την είχα ρωτήσει πώς θα έντυνε τον Γιώργο Λάνθιμο αν της το ζητούσαν. «Ντύνεται πολύ ωραία, δεν χρειάζεται τη βοήθειά μου. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που τον συνάντησα φορούσε μια πλεκτή ζακέτα με φερμουάρ. Είναι ένας πολύ κομψός άνδρας. Ξέρει να φορέσει πολύ ωραία κοστούμια, δεν χρειάζεται tips από μένα, τα καταφέρνει πολύ καλά μόνος του», λέει γελώντας.
Στον ευχαριστήριο λόγο της στα Όσκαρ ευχαρίστησε τον σύντροφό της, Άντριου, που φροντίζει τα παιδιά ενώ εκείνη πάει στη δουλειά. Πριν την αποχαιρετήσω, τη ρωτάω τι μπορούν να κάνουν οι γυναίκες γύρω της για να αλλάξουν τα πράγματα για τις εργαζόμενες μητέρες. «Χρειαζόμαστε ένα κίνημα σαν το #metoo, αλλά για τις γυναίκες πίσω από τις κάμερες. Πρέπει να μας αναγνωρίσουν ότι το να είσαι μητέρα είναι ήδη κάτι πολύ πιο δύσκολο από το να δουλεύεις οπουδήποτε. Πρέπει να διεκδικήσουμε καλύτερες συνθήκες, ωράρια και αμοιβές».
H έκθεση «Poor Things. Τα κοστούμια», με δώδεκα από τα πρωτότυπα χειροποίητα κοστούμια από την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, συνεχίζεται στο Μουσείο Μπενάκη έως τις 29 Σεπτεμβρίου.