Από τη Σοφία Μανδηλαρά

Ίντρα Κέιν

Κάνει θέατρο, ραδιόφωνο, τραγουδάει, αυτοσαρκάζεται, γεμίζει τη σκηνή με τη χειμαρρώδη προσωπικότητά της και δεν φοβάται. Η Ιντρα Κέιν μάς δείχνει τον υπέροχο κόσμο του αύριο. Με δύναμη.

Δεν θεωρεί ότι το χρώμα της αποτέλεσε εμπόδιο στην καριέρα της, γιατί «όποιας φυλής ή καταγωγής και να είσαι στην Ελλάδα, εάν ασχολείσαι με την τέχνη, είναι δύσκολα. Θέλει πάρα πολλή δουλειά, πάρα πολλή προσπάθεια και αφοσίωση», λέει στο Marie Claire. Ωστόσο, σε πολλές άλλες πτυχές της ζωής της έχει βιώσει το ρατσισμό, σε τέτοιο βαθμό που ίσως μια άλλη γυναίκα στη θέση της να είχε σπάσει. Η Ιντρα Κέιν, όμως, μεταβόλισε κάθε πρόκληση σε χιούμορ και δράση.

Πρόσφατα ενόχλησε γιατί είπε το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι Αφροέλληνες και οι Αφροελληνίδες υπάρχουν και δικαιούνται μια ίση θέση στην κοινωνία. Αρνείται να αποδεχτεί τη δυσκολία στην αφομοίωση του όρου. «Λέω συνέχεια ότι είναι μια σύνθετη λέξη που απλώς δηλώνει την καταγωγή κάποιου. Εγώ, για παράδειγμα, είμαι κατά το ήμισυ Ελληνίδα, όσον αφορά τους γονείς μου, έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει εδώ. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα. Πάντα Ελληνίδα δήλωνα. Μου απαντούσαν “ναι, αλλά το χρώμα σου είναι αυτό”. Τώρα λέω Αφροελληνίδα, για να μη με ζαλίζουν με την ερώτηση “ναι, αλλά από πού;”. Πάλι δεν αρέσει», σχολιάζει καυστικά, προσθέτοντας: «Το πρόβλημα είναι ο ρατσισμός. Ομως, αν το πεις αυτό σε κάποιον που λέει ότι δεν υπάρχουν Αφροέλληνες, θα σου απαντήσει: “Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…”».

Η Ιντρα πιστεύει ότι είναι ζήτημα «κοινής λογικής». «Αυτό με σοκάρει περισσότερο. Πρέπει να πείσω κάποιον ότι υπάρχω; Είναι κάτι που δεν το χωράει ο νους μου!». Ευτυχώς, μετά την τελευταία ρατσιστική επίθεση που δέχτηκε, έλαβε πολλά μηνύματα συμπαράστασης και στήριξης. «Είδα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου καταλαβαίνουν και είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, οπότε το πρόσημο, τελικά, είναι θετικό». Ωστόσο, η συνολική της εκτίμηση είναι ότι «είμαστε στάσιμοι». «Το μόνο βήμα που μπορώ να αναγνωρίσω ως εξέλιξη είναι ότι γίνεται η συζήτηση. Θίγουμε αυτό το θέμα, όσο άβολο κι αν είναι. Παλαιότερα δεν θα το ανοίγαμε καν».

Ο μπαμπάς της είναι από την Ουγκάντα και ήρθε στην Ελλάδα για σπουδές. Ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη μητέρα της τη δεκαετία του ’70. Η Ιντρα ενηλικιώθηκε στην Κυψέλη, απ’ όπου ανασύρει τα πρώτα της τραυματικά βιώματα. Πώς μπορούμε να αλλάξουμε μυαλά; «Ας μιλήσουμε για αποδοχή, ορατότητα, αμοιβαίο σεβασμό. Ας μάθουμε να χρησιμοποιούμε σωστά τις λέξεις. Να κάνουμε μια δεύτερη σκέψη μήπως κάτι είναι προσβλητικό. Baby steps», λέει χαρακτηριστικά. «Πρόσφατα έπρεπε να μπω σε μια σελίδα για να εξηγήσω ότι η λέξη “μαύρος” δεν είναι βρισιά, δεν είναι ρατσιστική. Μας καλύπτει όλους, γιατί είμαστε πολλές αποχρώσεις, Αλλος είναι πιο σοκολάτα γάλακτος, κάποιος είναι μπίτερ», αναφέρει και γελάει. Απότομα αλλάζει τόνο και συνεχίζει: «Ας πούμε, το “έγχρωμος”, για όνομα του Θεού, πρέπει να σταματήσουμε να το χρησιμοποιούμε! Εγχρωμες είναι οι τηλεοράσεις. Το “νέγρος”, επίσης. Το “αράπης”, όσο γλυκά και να το πεις, σε υποκοριστικό, χαριτωμένα, είναι τεράστιο όχι».

Στην ερώτηση αν η ελληνική Πολιτεία εργάζεται για τη θεσμική αντιμετώπιση του ρατσισμού γελάει. Αναγνωρίζει ότι και η ίδια η κοινότητα των Αφροελλήνων δεν έχει λύσει ακόμα όλους τους γόρδιους δεσμούς της, αλλά «προσπαθούμε», επισημαίνει. Θέλει να πει σε όσες μαύρες γυναίκες δουν το εξώφυλλο της αφροελληνικής ομορφιάς: «Κορίτσια, είμαστε εδώ! Μας βλέπουν επιτέλους! Μας βλέπουν!».

Κατά τη διάρκεια του Πάσχα η Ιντρα Κέιν πηγαίνει στην εκκλησία, στον Επιτάφιο, τρώει «αρνάκι και κοκορετσάκι», αν και θέλει να προσπαθήσει να γίνει vegan. «Δεν μας διαχωρίζει τίποτα εκτός από την απόχρωση του δέρματος και, ίσως, τη διαφορετική υφή μαλλιών. Δεν υπάρχει κάτι άλλο», τονίζει και ξεκαθαρίζει «για άλλη μία φορά» ότι φαντάζεται μια Ελλάδα όπου το να βλέπεις «Αφροέλληνες, Ασιατοέλληνες, ανθρώπους άλλης καταγωγής, άλλου χρώματος, άλλων χαρακτηριστικών, που όμως ζουν, αισθάνονται Ελληνες και το λένε με υπερηφάνεια θα είναι φυσιολογικό, δεν θα είναι μια περίεργη εικόνα». «Στην τελική, άσε με να αυτοπροσδιορίζομαι όπως γουστάρω. Δεν έρχομαι να διεκδικήσω εδάφη της Ελλάδας, αν και μου ανήκουν κάποια από κληρονομιά της γιαγιάς και του παππού, που ήταν, επίσης, Ελληνες!» λέει και ξαναγελάει.

Παλαιότερα ένιωθε «αγανάκτηση με εξάντληση» κάθε φορά που έπρεπε να αναλύσει από το μηδέν «από πού κρατάει η σκούφια» της. Πλέον το έχει αποδεχτεί, αλλά μαζί με την ευθύνη του δημόσιου λόγου της. «Θεωρώ ότι είναι χρέος μου να μιλάω. Οι άνθρωποι που ξεφεύγουν από το στερεότυπο έρχονται να προσθέσουν και όχι να αφαιρέσουν σε αυτό που ήδη έχουμε. Οταν δηλώνουν Ελληνες, το λένε με αγάπη. Δεν καταλαβαίνω γιατί προκαλεί αυτό θυμό και έκρηξη. Πάμε να εξελιχθούμε, να γίνουμε καλύτεροι, να ζούμε αρμονικά, χωρίς να ενοχλούμε ο ένας τον άλλον, τουλάχιστον», καταλήγει.

Έλενα Καζαμπλάνκα

Οι απαντήσεις βρίσκονται στην αγάπη και μέσα μας, ξεκινώντας από την οικογένεια και το σχολείο. Η Ελενα Καζαμπλάνκα θέλει να δει «κινητοποίηση και πράξεις», γιατί έχει φτάσει επιτέλους η στιγμή.

«Σύμφωνα με τον Ισοκράτη, οι μετέχοντες ελληνικής παιδείας είναι Ελληνες», θυμίζει η Ελενα Καζαμπλάνκα, μοντέλο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα έχοντας καταγωγή από την Κένυα και την Ουγκάντα. Οι γονείς της συναντήθηκαν στην Αθήνα ως φοιτητές τη δεκαετία του ’70, αγαπήθηκαν και διάλεξαν να την κάνουν πατρίδα τους. Η ίδια φαντάζεται το μέλλον πιο φωτεινό. «Αν είχα κάποιο όραμα ή ελπίδα, θα ήταν με γνώμονα τους ανθρώπους-κατοίκους της Ελλάδας. Να είναι πιο δεκτικοί και να αντιλαμβάνονται τα πράγματα με αγάπη. Η αγάπη θα σώσει τον κόσμο», λέει στο Marie Claire.

Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησε δύο πράγματα: ότι το χρώμα της θα την κάνει πιο ευάλωτη σε διακρίσεις, αλλά και ότι η ίδια δεν μειονεκτεί σε τίποτα. Αντιθέτως, όσοι είναι ρατσιστές στερούνται παιδείας και αντίληψης της πραγματικότητας γύρω τους. Συχνά της τίθεται το ερώτημα σχετικά με σκληρές στιγμές που έχει ζήσει επειδή είναι Αφροελληνίδα. Ομως, παρόλο που έχει βιώσει το bullying από μικρή ηλικία, έχει προ πολλού προχωρήσει παρακάτω. «Το να αναμασώ και να αναπαράγω σκηνικά λεκτικού ρατσισμού ή περιθωριοποίησης δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στην καταπόνηση της ψυχικής μου υγείας και ηρεμίας. Κερδισμένη δεν βγαίνω. Δεν θα τους κάνω τη χάρη. Πέρασαν και δεν ακούμπησαν».

Το όνομά της φέρνει στη σκέψη τη μαγευτική ταινία του 1942 με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, η φιγούρα της είναι αέρινη, σαν να ταξιδεύει στο χρόνο. «Το επέλεξα εγώ για μένα. Δεν είναι ψευδώνυμο, είναι το όνομά μου. Ηθελα να έχω κάτι δικό μου, κάτι που να το έχω διαλέξει εγώ», εξηγεί. Παίρνει τον έλεγχο στα χέρια της και βρίσκει τη δύναμη για την πρόοδο. «Με τη σωστή διαπαιδαγώγηση από το σπίτι, ένα εποικοδομητικό εκπαιδευτικό σύστημα και, μετέπειτα, την προσωπική ευθύνη καθενός και καθεμιάς» θα αλλάξει ο κόσμος μας προς το καλύτερο, υπογραμμίζει και προσθέτει: «Πρέπει να πάψουμε να επιρρίπτουμε ευθύνες στην κοινωνία ως σύνολο, όταν οι βάσεις είναι σαθρές».

«Μπορεί, παρ’ όλα αυτά, ένας μετανάστης ή ένα παιδί μεταναστών να μη νιώσει πλήρως αφομοιωμένος. Η προσπάθεια δεν πρέπει να είναι μονομερής. Η συμμετοχή στα κοινά, στα ήθη και τα έθιμα, λαμβάνοντας ελληνική παιδεία, δίνουν αίσθημα εθνικής ταυτότητας και ανήκειν», σχολιάζει η Έλενα, όμως «προς Θεού, αυτό δεν αποσκοπεί στην αλλοίωση του ελληνικού πολιτισμού και της ιστορίας, αλλά στην ομαλή συνύπαρξη και καθημερινότητα». Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, η ελληνική κουλτούρα, που χώρεσε ανά τους αιώνες ιδέες και ομορφιά από παντού, να αλλοιωθεί τώρα από ανθρώπους που την πλησιάζουν με την επιθυμία να γίνουν μέρος της;

Κάθε φορά που προκύπτει ένα θέμα συμπερίληψης ή αναδύεται στην επικαιρότητα κάποιο περιστατικό ρατσισμού, τα μέσα ενημέρωσης της χτυπούν την πόρτα. Ακόμα και γι’ αυτή τη συνέντευξη ήταν διστακτική προτού μάθει ότι πρόκειται για αφιέρωμα, δουλεμένο προσεκτικά και εκτενώς. «Εχει γίνει κάπως κλισέ να ασχολούμαστε με το θέμα του ρατσισμού είτε γιατί πουλάει, είτε γιατί πρέπει να γεμίσουμε μια κενή στήλη», αναφέρει. Ωστόσο, δεν νιώθει θυμό, νιώθει «μπουχτισμένη». «Επί της ουσίας, θα ήθελα να δω κινητοποίηση, πράξεις. Την ελληνική μόδα πιο συμπεριληπτική και όχι επιλεκτική με τα μαύρα μοντέλα», τονίζει.

Η μόδα εφευρίσκει και αναπαριστά το άμεσο μέλλον. Την επόμενη τάση, το επόμενο χρώμα, σε μια συνεχή ροή. Μπορεί να παίξει ρόλο στην αλλαγή της κοινωνικής νοοτροπίας; «Καλώς ή κακώς, η μόδα έχει να κάνει με το καλαίσθητο, το εύμορφο, και αυτό είναι υποκειμενικό. Σίγουρα ο χώρος καταβάλλει τα τελευταία χρόνια προσπάθειες. Επιδέχεται βέβαια βελτιώσεις. Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια», λέει η Ελενα Καζαμπλάνκα, που βρίσκεται στο μόντελινγκ σχεδόν 15 χρόνια και το 2022 πρωταγωνίστησε στην ταινία μικρού μήκους «I’ve always wanted to see a Martian» υποδυόμενη μια αστροναύτισσα που αναζητά την ταυτότητά της στην αφιλόξενη επιφάνεια ενός ξένου πλανήτη.

Η πιο αισιόδοξη, πρόσφατη στιγμή που μπορεί να ανακαλέσει έρχεται ως αντίδραση σε δύο σκοτεινά γεγονότα της Αμερικανικής Ιστορίας, αφού ένιωσε να παίρνει βαθιά ανάσα «το 2020 με την έντονη αντίδραση και τον προβληματισμό των ανθρώπων ανά τον κόσμο μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας των συνανθρώπων μας, της Μπριόνα Τέιλορ και, με αποκορύφωμα, του Τζορτζ Φλόιντ». Η Μπριόνα Τέιλορ, σε ηλικία 26 ετών, δολοφονήθηκε μέσα στο ίδιο της το σπίτι από αστυνομικούς, ενώ ο Τζορτζ Φλόιντ πέθανε από ασφυξία όταν αστυνομικοί γονάτισαν πάνω του για 9 λεπτά και 29 δευτερόλεπτα. Η τελευταία του φράση ήταν «δεν μπορώ να αναπνεύσω». Και οι δύο ήταν αθώοι. «Μέχρι πρότινος επικρατούσε ένας στρουθοκαμηλισμός όσον αφορά το θέμα των φυλετικών διακρίσεων. Επιτέλους, έχει ξεκινήσει μια γενική αφύπνιση», καταλήγει η Ελενα. Ας κρατήσουμε τα λόγια της «η αγάπη θα σώσει τον κόσμο».

Ξένια Ντάνια

Συνήθως, όταν τη γνωρίζουν, της μιλούν στα αγγλικά. Γιατί δεν ξέρουν ότι το αγαπημένο της αρχαίο κείμενο είναι η «Μήδεια» και μπορεί να την απαγγείλει απέξω. Η Ξένια Ντάνια διαρκώς μαθαίνει, και εκεί κρύβεται το φως.

Μεγάλωσε με τα τραγούδια του Πασχάλη Τερζή και του Μπομπ Μάρλεϊ, γιατί η μαμά της, που ήρθε πολύ νέα από την Τζαμάικα, αγαπούσε τη μουσική και των δύο χωρών. Ο Ελληνας μπαμπάς προσέθετε την όπερα και τα μιούζικαλ, κι έτσι η ταλαντούχα Ξένια Ντάνια ισορροπεί σε πολλούς κόσμους. «Ηταν κάτι πολύ πηγαίο. Δεν μου άρεσε τίποτε άλλο. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσα τραγουδώντας και διαβάζοντας αρχαία κείμενα, τα οποία μάθαινα απέξω», λέει στο Marie Claire σχετικά με την πορεία της προς την ηθοποιία και το τραγούδι.

Ξεχωρίζει τις τραγωδίες «Αντιγόνη» και «Μήδεια». Η πρώτη γιατί της κέντρισε το ενδιαφέρον το μυστήριο της πρότασης «Ω, τάφε μου, κρεβάτι νυφικό!». Η Μήδεια, όμως, τη συγκλονίζει. «Πώς η ζήλια μπορεί να σε τυφλώσει τόσο πολύ που να σκοτώσεις τα παιδιά σου για να πληγώσεις τον άνδρα σου; Μου φαίνεται υπερβατικό αυτό. Δηλαδή, πώς παίζεις τη Μήδεια; Ποια αναλογία βρίσκεις μέσα σου για να μπορέσεις να καταλάβεις αυτή τη γυναίκα και να τη δικαιολογήσεις; Γιατί αυτή είναι η δουλειά σου», εξηγεί.

Η Ξένια είναι Αφροελληνίδα, αλλά όταν την πρωτοσυναντούν της μιλάνε στα αγγλικά. «Απαντώ “ευχαριστώ πολύ” και μου λένε “μιλάς ελληνικά;”. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Και συνεχίζουν: “Πάντως μιλάς πολύ καλά ελληνικά”. Μα, μόλις σου είπα ότι εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, πώς να μη μιλάω ελληνικά;» τονίζει και στη φωνή της ηχεί η απογοήτευση. «Η εικόνα είναι πάντα πολύ πιο μπροστά από την ουσία. Δεν μπορούν να δεχτούν ότι μια Ελληνίδα μπορεί να έχει τη δική μου μορφή. Ο ρατσισμός ξεκινάει στο σημείο που δηλώνεις την ταυτότητά σου και ο άλλος είναι δύσπιστος απέναντί σου, δεν θέλει να δεχτεί ότι αυτό που του λες αυτό ισχύει, αυτό είσαι», επισημαίνει η Ξένια.

Το κοινό τη γνώρισε στην ταινία «Amerika Square» του Γιάννη Σακαρίδη. Ήδη από τότε στη δουλειά της ψηλαφεί τις πολλές ταυτότητες της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, όπως αναφέρει η ίδια, «πολύ μετά συνειδητοποίησα τη δύναμη που έχει η τέχνη σε όλες τις μορφές της. Είναι σημαντικό για τους ανθρώπους να βλέπουν τον εαυτό τους στην οθόνη. Νιώθεις λιγότερο μόνος. Βλέπεις ότι υπάρχουν και άλλοι σαν εσένα. Ειδικά στις πιο μικρές ηλικίες, παιδάκια, εφήβους, που ακόμα η εικόνα σου για τον εαυτό σου πλάθεται».

Γι’ αυτό η Ξένια ίδρυσε τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Human Cast», που προωθεί τη συμπερίληψη και τη διαφορετικότητα στις καλλιτεχνικές παραγωγές. «Η κινούμενη εικόνα έχει τεράστια δύναμη στο να επηρεάσει την κοινή γνώμη», υπογραμμίζει προσθέτοντας: «Δυστυχώς ή ευτυχώς, η τηλεόραση δημιουργεί συνειδήσεις. Δηλαδή, το να υπάρχει σε μια ελληνική σειρά ένας μαύρος άνθρωπος που να είναι γιατρός, δικηγόρος, να έχει ένα επάγγελμα υψηλού κύρους, σε κάνει να σκέφτεσαι διαφορετικά. Δεν τον κατατάσσεις αυτόματα σε ένα στερεότυπο. Και δεν το έχουμε δει, ακόμα, σχεδόν ποτέ αυτό» στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη. Η ίδια ως παιδί δεν είχε αυτή την ευκαιρία και «ήταν πολύ, πολύ μοναχικά», λέει.

Πάντως, εκτιμά ότι «την τελευταία πενταετία τα πράγματα πάνε πολύ καλύτερα. Δηλαδή έχω παίξει ρόλους που δεν εστιάζουν στο χρώμα. Απλώς πας και κάνεις το ρόλο σου, όπως οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Γίνονται συζητήσεις, ακόμα και αυτό που κάνουμε τώρα εμείς. Είναι ένα βήμα». Το 2022 η Ξένια συμπαρουσίασε στην ΕΡΤ την εκπομπή «Κυψέλη». Η πρόοδος αυτή «δεν μου φαίνεται δεδομένη. Από τους βασικούς λόγους που το έκανα ήταν αυτός: στην Ελλάδα του 2000 που άρχισα να έχω περισσότερη επίγνωση του τι γίνεται, δεν έβλεπα κανέναν σαν εμένα σε ρόλους ευθύνης, δημοσιότητας, έκθεσης», σχολιάζει.

Χαρακτηρίζει το εξώφυλλο του Marie Claire «επαναστατικό», γιατί «σίγουρα κάποιους θα τους ενοχλήσει. Ακόμα και ο όρος “Αφροέλληνας/Αφροελληνίδα” τούς ενοχλεί πάρα πολύ». Το μήνυμα της Ξένιας είναι να κοιτάζουμε πέρα από τον εαυτό μας: «Ας δούμε τι άλλο υπάρχει εκεί έξω, ας μάθουμε για άλλους ανθρώπους, ας ανοίξουμε κάνα βιβλίο, με κάποιον τρόπο ας μορφωθούμε!». Τονίζει ότι «πάντα φτάνουμε στην παιδεία. Ο πυρήνας είναι η γνώση, γιατί έτσι ανοίγουν τα μάτια σου, βλέπεις πού κάνεις λάθος. Ο χρόνος τρέχει, οι εποχές αλλάζουν και δεν γίνεται να μένουμε μόνο σε αυτά που ξέρουμε ήδη, γιατί δεν ξέρουμε αρκετά και ποτέ δεν θα μάθουμε αρκετά. Πάντα πρέπει να μαθαίνουμε».

Θεωρεί ότι θα έχουμε κερδίσει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, «όταν δεις ένα μαύρο άνθρωπο στο δρόμο και δεν θα αναρωτηθείς αν μιλάει ελληνικά. Γιατί πλέον θα μπορεί να είναι ο δάσκαλος, ο γιατρός σου, ο λογιστής σου. Πρέπει να γίνουμε πιο ανθρώπινοι και ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράγμα, είναι πάρα, πάρα πολλά. Καθένας κάτι άλλο», καταλήγει.

 

 

Φωτογραφίες: Yiorgos Kaplanidis (This Is Not Another Agency).

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below