Μια νέα γενιά ανδρών ζητά να μοιραστεί την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών μετά το διαζύγιο. Ακούγεται σαν την απόλυτη εκπλήρωση της ισότητας. Τότε γιατί διαζευγμένες μητέρες και φεμινιστικές οργανώσεις διαφωνούν με το νομοσχέδιο που κάνει τη συνεπιμέλεια κανόνα; Προσπαθήσαμε να ακούσουμε με ευαισθησία όλες τις ανησυχίες πάνω σε ένα θέμα που κρύβει πολύ πόνο για χιλιάδες οικογένειες.

Όταν ένας χωρισμένος πατέρας ζητά περισσότερο χρόνο με το παιδί του και μια μεταρρύθμιση του νόμου έρχεται να τον βοηθήσει, αυτό είναι καλό πράγμα, σωστά; Η καθιέρωση της συνεπιμέλειας των τέκνων μετά το διαζύγιο μοιάζει όχι μόνο με ανθρωπιστικό αίτημα, αλλά και με τη φεμινιστική Γη της Επαγγελίας: μπαμπάδες ενεργοί, που δεν αρκούνται στο να βλέπουν τα παιδιά κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, που φαίνονται έτοιμοι να αναλάβουν τα μισά βάρη και να ανακουφίσουν τους ώμους των γυναικών από το αποκλειστικό μέχρι σήμερα φορτίο της καθημερινής ανατροφής και φροντίδας των παιδιών στη διάρκεια αυτής της τόσο επώδυνης φάσης της ζωής μιας οικογένειας.
Ωστόσο, η ιδέα του υπουργείου Δικαιοσύνης να αλλάξει το Οικογενειακό Δίκαιο υπέρ των μπαμπάδων ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων: φεμινιστικές οργανώσεις, δικηγόροι, ακαδημαϊκοί, ψυχολόγοι και πολιτικοί το ονομάζουν στην καλύτερη περίπτωση «αχρείαστο» και στη χειρότερη «αναχρονιστικό» και «συντηρητικό» που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει. Γιατί όμως ένα δίκαιο αίτημα, το δικαίωμα του πατέρα να περνά περισσότερες ημέρες με το παιδί του και να συμμετέχει ισότιμα στις αποφάσεις που αφορούν την ανατροφή και το μέλλον του έχει τόσες αντιδράσεις;
Τι είναι αυτό που φοβούνται οι μητέρες; Γιατί το θέμα έχει πάρει πολεμικές διαστάσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, αλλά και ανάμεσα σε δύο λόμπι επιρροής που διχάζουν ακόμη και το Μέγαρο Μαξίμου (με εκπροσώπους και στις δύο πλευρές, των διαζευγμένων «μπαμπάδων» και των «μαμάδων», πολλες εκ των οποίων είναι γυναίκες νυν και πρώην βουλευτές);
Όλα ξεκίνησαν όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας έδειξε αποφασισμένος να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου, ώστε να βρεθούν λύσεις για εκείνες τις περιπτώσεις που αδικούνται και ταλαιπωρούνται παιδιά και πατεράδες. Η συνέχεια ήταν ένα μπρος-πίσω του κειμένου, καθώς υπήρξαν πιέσεις ακόμη και στο εσωτερικό της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και στον νομικό κόσμο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τελικά το κείμενο του υπουργείου αναρτήθηκε στο opengov.gr και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση. Πέρα από το πολιτικό και δικαστικό «λόμπινγκ» το θέμα αγγίζει και πληγώνει καθημερινά μια ολόκληρη κοινωνία: Στα κοινωνικά δίκτυα αλλά και στα 27.986 σχόλια που έχουν δημοσιευτεί κάτω από το αναρτημένο νομοσχέδιο, η πίκρα και η αγανάκτηση είναι το κυρίαρχο μοτίβο, που συνοψίζεται στα δύο άκρα: πατεράδες εξαντλημένοι και ψυχολογικά ράκη από τη χρόνια διαμάχη με εκδικητικές πρώην συζύγους για να βλέπουν το παιδί τους και μητέρες που τρέμουν ότι ο ούτως ή άλλως αδιάφορος και «εξαφανισμένος» (ή και βίαιος) πατέρας του παιδιού, τον οποίο με ανακούφιση έχουν βγάλει από τη ζωή τους, θα έχει τώρα λόγο σε κάθε τους απόφαση.

Γιατί, μπαμπά;
Το 2015, την εποχή της κρίσης όπου πολύς κόσμος έψαχνε μια δουλειά στο εξωτερικό, ο Γιώργος Καραμανώλης βρήκε με κόπο μία θέση μόνιμου καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, 4 χρονών ο μεγάλος και λίγων μηνών η μικρή, μετακόμισαν στη Βιέννη, εγκαταστάθηκαν σε ένα μεγάλο σπίτι και έκαναν σχέδια για τη ζωή τους στην Αυστρία. Τον Ιούνιο του 2016 η μητέρα γύρισε με τα παιδιά για διακοπές στην Ελλάδα, με την προοπτική να ακολουθήσει και ο Γιώργος μετά από τρεις εβδομάδες. «Όταν όμως ήρθα στην Ελλάδα, αντιλήφθηκα ότι εκείνη δεν είχε κανένα σκοπό να κάνουμε διακοπές μαζί, ούτε να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί. Τον Οκτώβριο του ’16 έκανε αίτηση διαζυγίου κι εγώ επέστρεψα μόνος μου σε ένα άδειο σπίτι στη Βιέννη. Τα ρούχα και τα παιχνίδια των παιδιών ήταν παντού, οι πιτζάμες κρέμονταν στο δωμάτιό τους, στο πάτωμα ήταν ακόμα οι κηλίδες από το γάλα, ζούσα έναν εφιάλτη. Αρχικά πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα για να βλέπω τα παιδιά όσο μου επέτρεπε, αλλά από τον Φεβρουάριο του ’17 μου απαγόρευσε εντελώς την επικοινωνία μαζί τους, ούτε καν τηλεφώνημα. Η μόνη μου δυνατότητα ήταν να έρχομαι από τη Βιέννη την Παρασκευή το απόγευμα για να πηγαίνω το Σάββατο το πρωί στο γηπεδάκι όπου έκανε προπόνηση ο γιος μου, να κρύβομαι στις φυλλωσιές για να τον βλέπω και να τον παίρνω μια αγκαλιά μετά το τέλος της προπόνησης. Το καλοκαίρι αναγκάστηκα να κάνω ασφαλιστικά μέτρα για να τα πάρω για θερινές διακοπές και εκεί φάνηκε η μεροληψία των δικαστών προς τον πατέρα. Μου επέτρεψαν να τα βλέπω από 5 μέρες τον Αύγουστο για λίγες ώρες. Μάλιστα ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε τη μητέρα σε ποια παραλία να τα πηγαίνω για μπάνιο. Οπότε πήγα στην Πρέβεζα, νοίκιασα ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και τα απογεύματα 5 με 9 βγαίναμε με τα παιδιά στην παραλία που είχε ορίσει το δικαστήριο. Τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς με τα οποία ζητούσε πλήρη αποκλεισμό της επικοινωνίας με τα παιδιά ήταν αστεία: είπαν ότι μια φορά που ήμασταν στη θάλασσα ήρθε ένα κύμα και τα σκέπασε, ότι κόλλησαν σταφυλόκοκκο, ότι επέστρεφαν λερωμένα ή ότι τους έδωσα μόνο τοστ να φάνε. Αλλά όταν μια μητέρα ζητάει αποκλεισμό του πατέρα, το δικαστήριο μαγεύεται. Στα πολιτισμένα κράτη, ο πλήρης αποκλεισμός ενός γονιού δεν προτείνεται ούτε καν αν κάποιος είναι χρήστης ουσιών και ζητήθηκε για μένα που είμαι κανονικός άνθρωπος, που δεν άσκησα ποτέ βία και έχω αθωωθεί από φανταστικές κατηγορίες σε όλα τα δικαστήρια. Τελικά αγόρασα σπίτι στην Αθήνα και αυτοκίνητο και έτσι κατάφερα να έχω τα παιδιά κάθε δύο βδομάδες από Παρασκευή έως Κυριακή, μαζί με κάποιες μέρες στις σχολικές διακοπές. Ομως με τη νέα απόφαση έχασα την τηλεφωνική επικοινωνία. Ενώ με την προηγούμενη τηλεφωνούσα κάθε μέρα στις 8, τώρα μου επέτρεπε μόνο κάθε Τρίτη. Εκανα ξανά ασφαλιστικά για να πάρω καλύτερη τηλεφωνική επικοινωνία, αλλά τίποτα. Πήγα στη δικαστή και της είπα: «Για το Θεό, εσείς μπορείτε να μιλάτε στα παιδιά σας μόνο μία φορά την εβδομάδα;». Οταν κατάφερα να ανακτήσω την επικοινωνία, η κόρη μου ήταν δύο χρονών και πλέον μιλούσε. Την πρώτη φορά που την ξαναείδα μου είπε: «Μπαμπά, σε βρήκα». Μια φορά σ’ ένα πάρτυ που ένα κοριτσάκι έκλαιγε για άσχετο λόγο, η κόρη μου μού είπε “ξέρω γιατί κλαίει, της λείπει ο μπαμπάς της”. Αυτός που κακοποιεί τα παιδιά μας είναι η ελληνική Δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορές και να μην αντιλαμβάνονται το καλό των παιδιών τους, αλλά η Δικαιοσύνη οφείλει να το αντιλαμβάνεται και να προστατεύει τα παιδιά».

Δεν διεκδικούμε, προσφέρουμε
Ιστορίες σαν αυτή, σε διάφορες παραλλαγές, υπάρχουν αμέτρητες, είτε εκτυλίσσονται ανάμεσα σε δύο χώρες είτε ανάμεσα σε δύο διαμερίσματα που απέχουν μερικά στενά το ένα από το άλλο στη γειτονιά σου. Μπορεί τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και οι φορολογικές δηλώσεις να κυμαίνονται από τα πιο χαμηλά ως τα πιο υψηλά επίπεδα, όμως η ουσία παραμένει ίδια: ανατρέπουν το κλισέ του αποστασιοποιημένου γονιού, δεν αρκούνται στην επικοινωνία, ονειρεύονται το παιδί τους να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο.

«Δεν διεκδικούμε τίποτε. Προσφέρουμε ό,τι καλύτερο έχουμε, δηλαδή τον εαυτό μας, στα παιδιά», μας λέει ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, δικηγόρος, πρόεδρος του συλλόγου «Συνεπιμέλεια» και ιδρυτικό μέλος του διεθνούς συμβουλίου International Council on Shared Parenting (twohomes.org). «Μέχρι τώρα ο νόμος έλεγε ότι “σε περίπτωση λύσης του γάμου, τη ρύθμιση της άσκησης γονικής μέριμνας αποφασίζει το δικαστήριο”. Η διατήρηση της κοινής επιμέλειας ήταν μία από τις επιλογές του. Στην πράξη, όμως, το δικαστήριο με αποφάσεις που επικαλούνταν τη “βιοκοινωνική κατωτερότητα του πατέρα” και ότι το συμφέρον του παιδιού ήταν να μεγαλώνει με τη μητέρα του, έδινε κατά κανόνα την επιμέλεια στη μητέρα, η οποία αποφάσιζε σχεδόν για τα πάντα. Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια οι δικαστές. Ο νομοθέτης του νόμου του 1983 (που ίσχυε μέχρι σήμερα), ενώ συνέθεσε ένα σπουδαίο και αξεπέραστο έργο, καλύτερο από το Δίκαιο που πάμε να κάνουμε εμείς τώρα, δημιούργησε ένα πρόβλημα: περίμενε ότι σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων θα επέμβει το δικαστήριο και θα πει στους γονείς πώς θα μεγαλώσουν το παιδί τους. Σιγά μην κάτσει ο Ελληνας δικαστής, και δεν πρέπει κιόλας να το κάνει γιατί δεν έχει ούτε τις γνώσεις ούτε το χρόνο, να ασχοληθεί αν θα πάει ο Γιωργάκης γαλλικά ή γερμανικά. Και τι κάνει; Δίνει την επιμέλεια στη μητέρα και “μη σας ξαναδώ μπροστά μου”. Η επιμέλεια πηγαίνει στη μητέρα και δεν ξανασχολούνται. Αυτό πάμε να αλλάξουμε σήμερα».

Οι οργανωμένοι μπαμπάδες ζητούν ακριβώς τον μισό χρόνο. Για τον κ. Παπαρρηγόπουλο η ιδανική λύση είναι τα δύο σπίτια στον ίδιο δήμο ή σε κοντινό. «Εχω κάνει πολλά τέτοια συμφωνητικά ανάμεσα σε πρώην συζύγους και όλα έχουν λειτουργήσει». Και πώς ζει ένα παιδί με δύο σπίτια, δύο δωμάτια, δύο κρεβάτια; «Αυτό που επηρεάζει ψυχολογικά το παιδί είναι να χάσει από την καθημερινότητά του έναν από τους γονείς του. Οταν λέει ο ψυχολόγος “σταθερό περιβάλλον” δεν εννοεί τα ίδια έπιπλα, τους ίδιους ανθρώπους εννοεί. Τα δύο σπίτια είναι ο μόνος τρόπος για να μη χάσει κανέναν, ούτε τους γονείς, ούτε τους παππούδες ή άλλους συγγενείς και φίλους. Είναι μία διαφορετική ρουτίνα, αλλά σε δύο βδομάδες συνηθίζεται. Εχουν γίνει μελέτες για την ικανοποίηση από την εναλλασσόμενη κατοικία, όπως αυτή του σουηδικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα, που έκανε μετρήσεις σε όλα τα παιδιά της χώρας και βρήκε ότι οι δείκτες ευημερίας για αυτά που είχαν δύο σπίτια ήταν σχεδόν ίδιοι με εκείνους που είχαν τα παιδιά των παραδοσιακών οικογενειών».

Δύο αγάπες
Η Χριστίνα Δάλλα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, πρόεδρος της Μεσογειακής Εταιρείας για τις Νευροεπιστήμες και μητέρα μιας εντεκάχρονης κόρης η οποία μεγαλώνει σε εναλλασσόμενα σπίτια. «”Οταν ανακοινώσαμε μαζί με τον πατέρα της στη Διώνη ότι θα χωρίσουμε, ακολουθώντας τη συμβουλή της παιδοψυχολόγου που μας εξήγησε ότι έπρεπε να το κάνουμε από κοινού, δεν το κατάλαβε πολύ καλά. Ήταν μόνο 5 χρονών, όμως μας είπε: “Εμένα με νοιάζει να μη μου λείπει η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου”. Το καταφέραμε μένοντας σε δύο σπίτια και μοιράζοντας τις μέρες. Ο πατέρας της έχει κάνει ένα πρόγραμμα όπου γράφουμε τι υποχρεώσεις έχει κάθε μέρα η μικρή και πού θα βρίσκεται, οπότε δεν χρειάζεται καν να μιλάμε. Νομίζω ότι έχουμε πετύχει να μη βιώσει άσχημα η Διώνη το χωρισμό. Αν τύχει να δούμε σε κάποια ταινία ένα παιδάκι που ταλαιπωρείται από το διαζύγιο των γονιών του, εκείνη μου λέει: “Μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βλέπουν τον μπαμπά τους, αφού πάλι ο μπαμπάς τους είναι κι ας έχει χωρίσει με τη μαμά τους”. ‘Οταν ήρθε το θέμα στην επικαιρότητα τον περασμένο Νοέμβριο, συνειδητοποίησα ότι ενώ εμείς ασκούμε συνεπιμέλεια, αυτό δεν είναι αυτονόητο για άλλες οικογένειες. Βλέπω γονείς που πραγματικά υποφέρουν και καταλαβαίνω ότι το κυρίως πρόβλημα είναι οι δικαστικές αποφάσεις. Δεν ευθύνονται μόνο οι διαπροσωπικές σχέσεις του ζευγαριού, αυτά μπορεί να συμβούν ανάμεσα στους ανθρώπους. Το κράτος, ο νόμος, τα δικαστήρια πρέπει να προστατεύσουν τα παιδιά από τέτοιες καταστάσεις, πρέπει να δίνουν επαρκή χρόνο επιμέλειας και στους δύο γονείς. Μιλάμε πλέον για δύο γονείς στην ανατροφή, δεν τους διαχωρίζουμε ανάλογα με το φύλο, καθώς το επιχείρημα της υπεροχής της μητέρας έχει καταρριφθεί βιολογικά – και αυτό το λέω και ως ειδικός στις Νευροεπιστήμες. Η κόρη μου πηγαίνει τη μία μέρα στο ένα σπίτι και την άλλη στο άλλο. Με προσβάλλει να μου λένε ότι την έχω κάνει “βαλιτσάκι” γιατί το ζητάει και η ίδια να πάει στον μπαμπά ή τη μαμά. Είναι δικαίωμα του παιδιού να έχει και τους δύο. Για εμάς δεν είναι δικαίωμα, είναι υποχρέωση να το μεγαλώνουμε με συνεπιμέλεια. Από την άλλη, δεν θα είχα μπορέσει να κάνω και την καριέρα που έχω αν δεν με υποστήριζε το καθεστώς της κοινής επιμέλειας».

Δύο πραγματικότητες
Ωστόσο, σε ένα διαζύγιο οι σχέσεις δεν είναι πάντα ομαλές. Η Νάντια Λαδοπούλου, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, είναι συντονίστρια διευθύντρια στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» και στο Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών & Εφήβων Αθηνών, θέσεις από τις οποίες έχει έρθει σε επαφή με μεγάλο αριθμό οικογενειών και έχει πλούσια εμπειρία σχετικά με το τι συμβαίνει στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. «Η χρονική συνεπιμέλεια και άρα εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να αποβεί καταστροφική για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη και υγεία των παιδιών. Αν δεν έχουν σταθερά σημεία αναφοράς, αν τα βρέφη και τα νήπια δεν αναπτύξουν τον απαραίτητο ασφαλή δεσμό με τη μητέρα, βιώνουν έναν κόσμο απρόβλεπτο, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε σύγχυση. Δεν μπορούν να αναπτύξουν το βασικό συναίσθημα εμπιστοσύνης προς τον κόσμο, με συνέπεια να αποκτούν δυσκολίες στη δημιουργία σχέσεων με τους άλλους. Ευρισκόμενα σε μία σύγκρουση αφοσίωσης ανάμεσα στους δύο γονείς, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, κάνουν έναν διαρκή αγώνα τροποποίησης της συμπεριφοράς τους σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Γίνονται αγχωμένα παιδιά που δυσκολεύονται στην ανάπτυξη της αίσθησης εαυτού, την απόκτηση ταυτότητας και τη δόμηση του ψυχισμού τους».

Υποχρέωση, όχι δικαίωμα
Ο καινούριος νόμος ορίζει ότι σε περίπτωση διαζυγίου ή λύσης του συμφώνου συμβίωσης οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα: όπως διαβάζουμε, «ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό. Ο χρόνος επικοινωνίας με φυσική παρουσία τεκμαίρεται στο ένα τρίτο του συνολικού χρόνου επικοινωνίας». Οι πρώην σύζυγοι δεν έχουν μόνο το δικαίωμα, αλλά πλέον και την υποχρέωση να βλέπουν τα παιδιά τους – και αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί όλοι έχουμε ακούσει για έναν χωρισμένο μπαμπά που αντί για Σάββατο πρωί έρχεται Κυριακή μεσημέρι.
Η Αλκυόνη Πίσσαρη είναι γραφίστρια, διαζευγμένη και μητέρα του 13χρονου Παναγιώτη, για τον οποίο έχει την αποκλειστική επιμέλεια. Θα ήθελε να είχαν αλλιώς τα πράγματα, να τη μοιραζόταν με τον πατέρα του, αλλά εκείνος είναι ουσιαστικά απών. «Εχω δυστυχώς να αντιμετωπίσω την αδιαφορία και την καθημερινή απόρριψη που βιώνει ο γιος μου από τη λιγοστή επικοινωνία που έχει αποφασίσει ο μπαμπάς του να διατηρεί μαζί του. Παρότι εδώ και μια πενταετία έχω προσπαθήσει με κάθε τρόπο, με τη βοήθεια του δικηγόρου, ακόμα και με γραπτή σύσταση από τον ψυχολόγο που παρακολουθεί το παιδί μου. Ο γιος μου βρίσκεται να παρακαλάει μέχρι σήμερα ακόμη και για ένα τηλεφώνημα καθώς είναι πια 13 ετών και επιδιώκει από μόνος του, χωρίς να ανακατευτώ εγώ, τη μεταξύ τους επικοινωνία. Ομως δεν έχει καν τον αριθμό του πατέρα του, εκείνος αρνείται να του τον δώσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να περιμένει από εκείνον να του τηλεφωνήσει. Οι διανυκτερεύσεις του μικρού στο σπίτι του πρώην συζύγου μου γίνονται ένα Σάββατο το μήνα, αλλά όχι κάθε μήνα. Είναι πολύ μεγάλος ο δικός του αγώνας για επικοινωνία και ο δικός μου που προσπαθώ να απαλύνω τον πόνο του και ουσιαστικά και πρακτικά τον μεγαλώνω μόνη μου. Η συνεπιμέλεια δεν πρέπει να αποτελεί δικαίωμα, αλλά υποχρέωση και για τους δύο γονείς. Να μοιράζονται εξίσου και τις ευθύνες και τις χαρές της ανατροφής. Οσο καθυστερεί να νομοθετηθεί, τόσο παρατείνεται το μαρτύριο των παιδιών».
Οι μαμάδες που είναι συγχρόνως και μπαμπάδες είναι μία πραγματικότητα που δεν μας σοκάρει πια γιατί έχουμε σκληρύνει και είναι και ένας από τους λόγους ύπαρξης του φεμινισμού. «Το γυναικείο κίνημα αγωνίζεται εδώ και πολλές δεκαετίες για να υπάρξει ίση κατανομή στις υποχρεώσεις στην οικογένεια και μεγαλύτερη συμμετοχή του πατέρα στο μεγάλωμα των παιδιών. Δυστυχώς, παρά τα βήματα προόδου σε σχέση με το παρελθόν, οι γυναίκες εξακολουθούν να επωμίζονται τις περισσότερες ευθύνες, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην επαγγελματική εξέλιξή τους», μας λέει η Ειρήνη Φερέτη, κοινωνιολόγος-εγκληματολόγος, πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, της ιστορικής οργάνωσης από το 1920. «Τα παιδιά δεν είναι αντικείμενα σε ιδιοκτησιακό καθεστώς, τα παιδιά είναι άνθρωποι με δικαιώματα και έχουν ανάγκη από ένα σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον για να νιώθουν ασφάλεια. Ακούγεται πολύ συχνά ότι οι δικαστές δίνουν κατά 98% τα παιδιά στις μαμάδες. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή μεροληπτούν, αλλά γιατί στην πραγματικότητα οι περισσότεροι μπαμπάδες δεν τα διεκδικούν. Δεν θέλουν την επιμέλεια, θέλουν μόνο την επικοινωνία. Ετσι, δεν χρειάζεται να τρέχουν, να αγωνιούν, να ξενυχτάνε ή να λείπουν από τη δουλειά τους. Τα βλέπουν το Σαββατοκύριακο, στις διακοπές, κι αυτό είναι πιο εύκολο».

Και συνεχίζει: «Σαφώς τα παιδιά έχουν ανάγκη από δύο γονείς. Είναι και προς όφελος των πατεράδων να ζήσουν αυτή τη μοναδική εμπειρία. Η συνεπιμέλεια είναι η ιδανική λύση, αρκεί να μην εφαρμόζεται οριζοντίως, χωρίς ο νόμος να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε οικογένειας και το συμφέρον του κάθε παιδιού. Πολλά ζευγάρια που καταλήγουν στο διαζύγιο έχουν περάσει από δύσκολες καταστάσεις, όπως ανεργία, οικονομική δυσχέρεια, συγκρούσεις, ενδοοικογενειακή βία. Ολα αυτά έχουν αντίκτυπο στα παιδιά, που νιώθουν ιδιαίτερα ευάλωτα. Σε κάθε περίπτωση, η εκ του νόμου αυτόματη υποχρεωτική συνεπιμέλεια στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων -και είναι πάρα πολλές αυτές-, όπου οι γονείς δεν συμφωνούν και μεταξύ τους κυριαρχούν η εκδικητικότητα, η αντιπαλότητα, οι συνεχείς διαφωνίες και ένα κλίμα εχθρότητας, θα έχει ολέθριες συνέπειες για τα παιδιά. Αυτό που λείπει και χρειάζεται άμεσα βελτίωση είναι η στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών με εξειδικευμένους στην παιδική προστασία κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους και παιδοψυχιάτρους. Ο δικαστής πρέπει να αποφασίζει με βάση τη δική τους αξιολόγηση για τις ανάγκες του κάθε παιδιού, με ποιον γονέα θα μείνει, όποιος κι αν είναι αυτός, καθώς και για τα θέματα επικοινωνίας και τη στήριξη της οικογένειας συνολικά. Το παιδί έχει δικαίωμα επαφής και με τους δύο γονείς, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στο συμφέρον του. Ακόμα, χρειάζεται προσοχή γιατί η διαδικασία της διαμεσολάβησης προκειμένου να συμφωνήσουν οι γονείς για την επιμέλεια εμπεριέχει τον κίνδυνο υποχώρησης του ασθενέστερου μέρους που συχνά είναι η μητέρα – κυρίως για οικονομικούς λόγους».

Να μη φτάνουμε στο δικαστήριο
«Ο,τι σχετίζεται με το παιδί θα πρέπει να αποφασίζεται με ένα και μόνο κριτήριο: το βέλτιστο συμφέρον του», μας λέει η δικηγόρος Μαρία Γαβουνέλη, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τη γέφυρα ανάμεσα στις μεγάλες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και το κράτος. «Οχι τι συμφέρει τον μπαμπά ή τη μαμά, αλλά μόνο το παιδί. Από την υποχρεωτική συνεπιμέλεια προκύπτουν διάφορα ερωτηματικά. Οταν οι μπαμπάδες ζητούν να έχουν το 50% του χρόνου, το κάνουν πραγματικά επειδή θέλουν να μείνουν μαζί με το παιδί ή για να το αφήσουν στους παππούδες ή με μια babysitter στο σπίτι; Το παιδί δεν πρέπει να γίνεται εργαλείο εκδίκησης ή εκβιασμού. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από τον ένα γονιό για να τιμωρεί τον άλλον».
Καβγά για την επιμέλεια κάνουν τα ζευγάρια που έχουν μεταξύ τους διαμάχη. «Και με τον προηγούμενο και με τον νέο νόμο για την επίλυση θα καταλήξουν στη Δικαιοσύνη. Πιστεύω ότι είναι απόλυτη προτεραιότητα να μη φτάνει αυτή η σύγκρουση στο δικαστήριο, καθώς είναι μία επώδυνη διαδικασία για όλους τους εμπλεκόμενους που κοστίζει ψυχικά και οικονομικά. Για να μην μπαίνουμε στη λογική της αντιδικίας υπάρχει η διαδικασία της διαμεσολάβησης που είναι πολύ πιο ομαλή και φιλική προς το χρήστη».
Όχι μόνο διαμεσολαβητή δικηγόρο, αλλά και διαμεσολαβητή ψυχικής υγείας προτείνει η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος. «Οι αντιδικούντες γονείς πρέπει να παρακολουθούν υποχρεωτικά, πριν την προσφυγή στο δικαστήριο, συνεδρίες οικογενειακής διαμεσολάβησης από εκπαιδευμένους ειδικούς ψυχικής υγείας. Επειδή κάθε περίπτωση παιδιού και γονέων είναι διαφορετική, και ιδίως επειδή στα συγκρουσιακά διαζύγια υπάρχουν πολύπλοκα ψυχικά θέματα, θεωρούμε ότι οι “σολομώντειες λύσεις” δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού, γι’ αυτό και η μορφή της επιμέλειας δεν πρέπει να ρυθμίζεται άκαμπτα και οριζόντια».

«Όπως υπάρχουν γυναίκες που έχουν “βολευτεί” με τη διατροφή, δεν εργάζονται και έχουν περιοριστεί οικειοθελώς στο ρόλο της μητέρας, έτσι υπάρχουν και διαζευγμένοι άνδρες, ίσως οι περισσότεροι μάλιστα, που βολεύονται με το να παραμείνει η εφαρμογή του νόμου ως έχει, να αναλαμβάνει δηλαδή η πρώην τους τα παιδιά ώστε εκείνοι να συνεχίζουν τη ζωή τους, να βγαίνουν, να φλερτάρουν, να δουλεύουν», λέει ένας χωρισμένος φίλος. «Γιατί όταν έχεις το παιδί τον μισό χρόνο πρέπει να βρεις και τι θα το κάνεις. Η συνεπιμέλεια μας ωφελεί όλους γιατί θα μας ξεβολέψει. Θα ξυπνήσει πατρικά ένστικτα στους άνδρες και θα ωθήσει τις γυναίκες να βγουν από το σπίτι και να αρχίσουν ίσως μια νέα καριέρα».

Οι μπαμπάδες που μοιράζονται το συναισθηματικό αλλά και το πρακτικό φορτίο της καθημερινότητας είναι το «Αγιο Δισκοπότηρο» των διαζυγίων και μοιάζει πιο ρεαλιστικό από ποτέ. Μπαμπάδες ενεργοί, παρόντες, ευαίσθητοι, που θα λείψουν από τη δουλειά τους, θα αλλάξουν πάνες και θα περιμένουν κουρασμένοι και νηστικοί στις κερκίδες να τελειώσει η προπόνηση. Πατεράδες που είναι αποφασισμένοι να θέσουν τα παιδιά ως απόλυτη προτεραιότητα, όπως δηλαδή λειτουργούν οι μάνες (ριζωμένο κοινωνικό στερεότυπο, αν όχι βιολογικό ένστικτο). Οι μπαμπάδες που θυμόμαστε από το δικό μας παρελθόν δεν είχαν αναπτύξει τέτοιες δεξιότητες. Η νέα γενιά δείχνει αποφασισμένη να απολαύσει την πατρότητα – κι αυτό είναι προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας.

Τι άλλο μπορείτε να διαβάσετε

  1. Τις προτάσεις του Συνήγορου του Πολίτη  για το οικογενειακό δίκαιο. Στο κείμενο γίνεται μια καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης,
    μια επισκόπηση καλών πρακτικών που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τέλος προτείνονται στον νομοθέτη δράσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί το δικαίωμα του παιδιού σε από κοινού ανατροφή μετά το διαζύγιο. synigoros.gr
  2. Το ψήφισμα 2079/2015 του Συμβουλίου της Ευρώπηςπερί ισότητας των γονικών ευθυνών, το οποίο προτείνει στα κράτη-μέλη να εισάγουν νομοθεσία που να διασφαλίζει ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, κοινή γονική μέριμνα και εναλλασσόμενη κατοικία μετά τη διάσπαση του γάμου. http://assembly.coe.int/(the role of fathers)
  3. Τη Διεθνή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού(σύμβαση με υπερνομοθετική ισχύ), ιδίως το άρθρο 9. Υπάρχει και σε child friendly version. Synigoros.gr/paidi-dikaiomata

Το δόγμα βιοκοινωνικής υπεροχής
Οι αντιδράσεις κατά της μεταρρύθμισης προέρχονται από ένα μέρος του νομικού κόσμου (δικαστές, καθηγητές νομικής και δικηγόρους) με βασικό πρωταγωνιστή την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου. Η Εταιρεία αυτή ιδρύθηκε από τον καθηγητή Μιχάλη Σταθόπουλο και τη Μιλένα Αποστολάκη. Πρόεδρος της ΕΟΔ είναι τώρα ο Ιωάννης Τέντες, πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επί της θητείας του οποίου θεσπίστηκε το διαβόητο «δόγμα βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας», δηλαδή «η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων […] μόνο για τη νηπιακή ηλικία για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για τον μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου». Το δόγμα αυτό υποτίθεται ότι αφορά μόνο παιδιά νηπιακής ηλικίας, αλλά επειδή προέρχεται από απόφαση του Αρείου Πάγου επηρεάζει τους δικαστές, οι οποίοι το χρησιμοποιούν και σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Διαβάζουμε ότι οι περιπτώσεις καταστρατήγησης των δικαστικών αποφάσεων έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία επτά χρόνια. Συγκεκριμένα, το 2013 στην Αττική, η Αστυνομία έλαβε 2.400 κλήσεις για παραβίαση δικαστικής απόφασης επικοινωνίας εντός Αττικής. Το 2017 το νούμερο των κλήσεων έφτασε τις 4.300 σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΑΔΑ και το 2018, το νούμερο αυτό έφτασε τις 4.576 κλήσεις. Τι από τα δύο συμβαίνει όμως: έγιναν οι μητέρες ξαφνικά πιο παραβατικές ή οι μπαμπάδες πιο τυπικοί και ενεργοί στον χρόνο που περνούν με τα παιδιά τους, ώστε να φτάνουν στην Αστυνομία για να μη χάσουν ούτε μία ώρα από όσες δικαιούνται;
Η εμπειρία δείχνει σαφώς το δεύτερο.

ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΤΩΡΑ
Το Οικογενειακό Δίκαιο που ισχύει στη χώρα μας από το 1983 εξακολουθεί να είναι από τα πιο προοδευτικά στην Ευρώπη, παιδοκεντρικό και απόλυτα σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο. Προβλέπει κοινή γονική μέριμνα, αλλά όχι κοινή επιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία. 

Οι γυναικείες οργανώσεις
«Υπάρχουν προβλήματα, δεν οφείλονται στον νόμο, αλλά στην εφαρμογή του», λένε 16 γυναικείες οργανώσεις που θεωρούν πως όταν η συνεπιμέλεια επιβάλλεται σε αντιδικούντες γονείς, δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του παιδιού. Τουναντίον, το βλάπτει. Eπισημαίνουν ακόμη ότι το νέο κείμενο δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και κίνδυνο απαλλαγής του πατέρα από την υποχρέωση της διατροφής αφήνοντας το αδύναμο συνήθως οικονομικά μέλος, τη μητέρα, αβοήθητο.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below