Μια κουβέντα με τον Γιάννη Μπέζο είναι από τα καλύτερα πράγματα που μπορούν να συμβούν σε έναν δημοσιογράφο.Ο λόγος ρέει, οι αλήθειες λέγονται χωρίς φτιασίδια, οι κακές ερωτήσεις πέφτουν στο κενό, η δύναμη του χαρακτήρα βγαίνει στην επιφάνεια. Και από τις χαραμάδες, η αγάπη για τη μουσική, τους νέους ανθρώπους και το θέατρο μπαίνει σαν φως και τα κάνει όλα πιο συναρπαστικά.
Ο Γιάννης Μπέζος είναι για λίγους μήνες ο Οθέλλος, σε μια παράσταση που σκηνοθέτησαν ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας και θα κάνει δύο στάσεις στο Ηρώδειο στις 26 και 27 Αυγούστου.
Αυτή δεν είναι μία κανονική συνέντευξη γιατί ποτέ δεν μπορείς να κάνεις μία κανονική συνέντευξη με κάποιον που θαυμάζεις υπερβολικά. Με τον Γιάννη Μπέζο μιλάμε στον ενικό, συνεργαστήκαμε εξάλλου με έναν τρόπο πρόσφατα, αλλά όλες τις φορές που του απευθύνω το λόγο, μέσα μου του μιλάω στον πληθυντικό. «Αλήθεια, ρε συ Γιάννη», είπα στον κύριο Μπέζο (αληθινό θράσσος, όχι αστεία), εκείνο το ζεστό μεσημέρι στις αρχές του καλοκαιριού, «εξαιτίας σου σήμερα νιώθω πάλι όπως την πρώτη φορά που σε συνάντησα για μία συνέντευξη στα καμαρίνια του Κοτοπούλη – Rex, πριν από μία παράσταση της τεράστιας επιτυχίας του Εθνικού θεάτρου, «Βίρα τις άγκυρες». Αισθάνομαι, δηλαδή, πάλι 27». «Που ήσουν τότε;» με ρωτάει υπομονετικά. «Στην εφημερίδα Εξουσία, τη θυμάσαι;». Γελάει θεατρικά. «Πολύ καλό είναι αυτό, που αισθάνεσαι πάλι 27», λέει κι εγώ έχω ξεχάσει ήδη τις ερωτήσεις μου.
Ας αρπαχτώ από τον Αιμίλιο Χειλάκη, ο οποίος τον σκηνοθετεί και συμπρωταγωνιστεί στη σαιξπηρική τραγωδία ως Ιάγος.
Με τον Αιμίλιο Χειλάκη σάς χωρίζει μία γενιά περίπου. Πού συναντιέστε, ποιος είναι ο κοινός σας τόπος;
Στην τέχνη γενικά δεν υπάρχουν αυτά. Στην τέχνη υπάρχει ή πρέπει να υπάρχει μία αλυσίδα που σε δένει με το παρελθόν, για να μπορείς να πορεύεσαι στο παρόν και να οδηγείσαι στο μέλλον. Δεν πιστεύω μόνο στις συνεργασίες ανθρώπων της ίδιας γενιάς. Στο θέατρο είναι απαραίτητο, είναι υποχρέωση να υπάρχει πρόσμειξη των ηλικιών. Κάνω πολύ παρέα με νέους ανθρώπους, συνεργάζομαι, συνομιλώ κοινωνικά. Δεν μου λέει κάτι η διαφορά ηλικίας, δεν με απασχολεί καθόλου. Θεωρώ ότι ανεξαρτήτως της βιολογικής ηλικίας μπορεί να παραμένει η ανησυχία σου πολύ νεανική. Πολλά είναι τα κοινά μας με τον Αιμίλιο, αλλά είναι παραλειπόμενα. Το ζήτημα είναι ότι επικοινωνούμε με τον κόσμο κάνοντας τα έργα να «σκάσουν στην πλατεία», να μην είναι εσωτερικής καύσεως. Κάνουμε λαϊκό θέατρο, ανοίγουμε ταμείο και περιμένουμε. Με καλό θέατρο, όχι λαϊκίστικο ή ψευτο-λαϊκό.
Μα είναι κατεξοχήν λαϊκός ο Σαίξπηρ. Και τον απασχολούν το ίδιο τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα και τα κοινωνικά παράδοξα όπως η παρουσία ενός Μαυριτανού πολεμιστή στη βενετσιάνικη Αυλή των ευγενών.
Το φυλετικό, το ρατσιστικό ζήτημα απασχολεί πάρα πολύ έντονα το έργο, που διαδραματίζεται στη Βενετία και στην Κύπρο, σε μία εκστρατεία των Βενετσιάνων. Η Βενετία είναι τότε η μητρόπολη του πλανήτη, η Νέα Υόρκη εκείνης της εποχής, όλα συμβαίνουν εκεί. Ο Οθέλλος είναι ένας άνθρωπος άλλης θρησκείας και φυλής, Άραβας. Βρίσκεται σε ένα χώρο λευκών, πλούσιων, σκληρών και αριστοκρατών. Έχει όμως κάτι που λείπει από τους άλλους: είναι ένας εξαιρετικός στρατηγός και τον έχουν ανάγκη γι’ αυτή την ικανότητά του να ηγείται. Όταν όμως αυτά μπλέκονται με τα ερωτικά, όταν δηλαδή ερωτεύεται την κόρη ενός επιφανούς άνδρα της Βενετίας, την πολύ μικρότερή του και ευγενικής καταγωγής Δυσδαιμόνα, η ιστορία παίρνει άλλη τροπή… Το πρόβλημα της διαφορετικότητας μας ταλανίζει ακόμη και σήμερα. Δεν έχουμε κυριαρχήσει μέσα μας -ακόμη κι όσοι το λέμε και φωνάζουμε γι’ αυτό- ώστε να μη βλέπουμε το διαφορετικό με συμπάθεια, αλλά να το βλέπουμε ισότιμα. Στα λόγια είμαστε όλοι καλοί, χρειάζεται όμως να τα κάνουμε και πράξη. Ενώ λοιπόν στο έργο τίθεται το ρατσιστικό ζήτημα, έρχεται και το χρησιμοποιεί ένας βαθύτατα συμπλεγματικός άνθρωπος, που τον υποδύεται ο Αιμίλιος Χειλάκης, ο Ιάγος, που είναι μοχθηρός αλλά και πάρα πολύ γοητευτικός – γι’ αυτό και καταφέρνει να τους ξεγελάσει όλους. Σχεδόν όλοι οι ήρωες του έργου έχουν συμβολικό χαρακτήρα, δεν βλέπεις εύκολα στο δρόμο έναν Οθέλλο ή έναν Ιάγο. Έργα σαν τον «Οθέλλο», ανεξαρτήτως από το πότε παίζονται, σε ποιο χώρο, ανοιχτό ή κλειστό, σε ποια γλώσσα, δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Μας υπερβαίνουν πνευματικά. Και είμαστε υποχρεωμένοι να το επικοινωνήσουμε αυτό χωρίς να του συμπεριφερόμαστε αλαζονικά.
Οταν αναλάβατε το ρόλο του Οθέλλου, τι σκέψεις κάνατε;
Ο Οθέλλος δεν υπάρχει, είναι στο κείμενο. Άρα θα ζωντανέψει από μένα, είναι ευθύνη δική μου, για φέτος το καλοκαίρι ο Οθέλλος είμαι εγώ, του χρόνου θα είναι κάποιος άλλος συνάδελφος. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον, γι’ αυτό βλέπουμε και ξαναβλέπουμε αυτά τα έργα. Δεν υπάρχει ένας Οθέλλος. Υπάρχει κάθε φορά αυτό που αποκαλύπτει στον ηθοποιό αυτός ο ρόλος, εφόσον βεβαίως τον μελετήσει προσεκτικά. Να πω κάτι που είναι η ευλογία και η κατάρα της δουλειάς μας: δεν γίνεται μεμονωμένα αυτό, είναι ομαδική η δουλειά. Δεν μπορείς να πεις εγώ θα κάνω το ρόλο μου και θα παίξω όπως θέλω. Πρέπει το γήπεδο να είναι ενιαίο, πρέπει να υπάρχει το κατάλληλο κλίμα. Και αυτή είναι η ευθύνη της σκηνοθεσίας. Προσπαθώ να αντλήσω από το προσωπικό μου οπλοστάσιο της φαντασίας, της έρευνας, του εσωτερικό μου κόσμου.
Μια στιγμή που μου αρέσει πολύ στο έργο είναι η επανασύνδεση του ζευγαριού στην Κύπρο, όταν ο Οθέλλος χαιρετά τη Δυσδαιμόνα προσφωνώντας τη «Ωραίε μου πολεμιστή». Μου αρέσει η ιδέα του ζευγαριού ως συμπολεμιστές.
Την αποκαλεί έτσι, πάνω στον οίστρο του έρωτά του, επειδή τον ακολουθεί στην Κύπρο αντί να μείνει στην ασφάλεια της Βενετίας. Τη θαυμάζει σαν πολεμιστή. Σε ένα μονόλογο του έργου που αποχαιρετά το παρελθόν του, όταν τα χάνει όλα, το σημείο αναφοράς του είναι ο στρατός, κάνει έναν αποχαιρετισμό στα όπλα. Οι στρατιωτικοί είναι ένας κόσμος ιδιαίτερος που σκέφτεται διαφορετικά και αντιλαμβάνεται τα πράγματα με άλλο τρόπο. Όταν χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του λέει: «Έχετε γεια πάθος και μεγαλοπρέπεια, στρατεύματα, αλόγων χρεμετίσματα». Έχει πολύ μεγάλη σημασία ο χαιρετισμός του. Είναι και ο ίδιος πολεμιστής, ένα λιοντάρι, ένας ήρωας, που όμως θα καταρρεύσει και θα φτάσει στο φόνο.
Η ελληνική κοινωνία απαρτίζεται πλέον (και) από μετανάστες δεύτερης γενιάς, αντιμετωπίζει προσφυγικό ζήτημα ως χώρα υποδοχής και βέβαια συγκλονίζεται σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση από κακοποιητικές συμπεριφορές με αποδέκτες γυναίκες. Ο Οθέλλος φαντάζει τρομακτικά επίκαιρος.
Είναι όλα αυτά ζητήματα του έργου, αναντίρρητα. Αλλά εμείς υπηρετούμε το έργο και το έργο ασχολείται με το πώς ένας χειριστικός άνθρωπος, ο Ιάγος, οδηγεί τους υπόλοιπους στην καταστροφή. Κι ύστερα υπάρχει η γυναικεία χειραφέτηση στο έργο. Η Αιμιλία, η γυναίκα του Ιάγου (στην παράστασή μας η Μυρτώ Αλικάκη), κατακεραυνώνει με το μονόλογό της τους άνδρες. Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα, αλλά ο Σαίξπηρ τα είπε αυτά σε μια εποχή που δεν λεγόντουσαν.
Πρόσφατα το ελληνικό θέατρο βίωσε δύο μεγάλες κρίσεις ξεκινώντας από την πανδημία. Πολλοί παραπονέθηκαν ότι η Πολιτεία δεν στάθηκε στο πλάι του καλλιτεχνικού κόσμου.
Η Πολιτεία δεν είναι εδώ για να βοηθήσει το θέατρο. Το θέατρο είναι αιρετική δουλειά. Αν περιμένει από την Πολιτεία να το βοηθήσει, δεν πρέπει να υπάρχει. Το έχω ξαναπεί κάθε φορά που ακούω «τι έκανε το κράτος για το θέατρο». Τίποτα δεν έκανε το κράτος. H φύση του κράτους είναι αυτή, κράτος σημαίνει δύναμη, παράδοση, συντήρηση. Οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να περιμένουν τίποτα από τα υπουργεία, δεν γίνεται από τα υπουργεία ο πολιτισμός, γίνεται από το υστέρημα και από την προσωπική προσπάθεια. Αλλά έχουμε αυτή την εφηβική συνήθεια, να γκρινιάζουμε. Δεν έχει νόημα να περιμένεις από το κράτος με το χέρι απλωμένο. Όλοι δοκιμαστήκαμε, αλλά δεν έχει νόημα να γκρινιάζουμε. Τίποτα δεν θα κάνει, όχι το δικό μας κράτος, κανένα κράτος. Αυτό μου θυμίζει κάποιους που λένε «είμαι αντισυστημικός καλλιτέχνης» και είναι όλη την ώρα στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Γελοία πράγματα για να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας.
Πιστεύετε ότι ξεπεράστηκε η κρίση του θεάτρου, που συγκλονίστηκε από καταγγελίες για κακοποιητικές συμπεριφορές;
Το θέατρο δεν παθαίνει τίποτα. Πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία κρίνονται τώρα κοινωνικά και νομικά. Δεν έχει τίποτα να ξεπεράσει το θέατρο. Πάντα υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Δεν ξέρω αν υπήρχαν σε αυτή την έκταση. Αυτά που καταγγέλθηκαν είναι ακρότητες τις οποίες κανείς δεν ήξερε και πήραν το δρόμο της Δικαιοσύνης. Αλλά ότι υπήρχαν συγκεκριμένες συμπεριφορές από κάποιους ανθρώπους, το γνωρίζουν όλοι. Παλιότερα ήταν και χειρότερα. Και φοβάμαι πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές. Γιατί οι άνθρωποι έχουν ένα σκοτεινό κομμάτι μέσα τους που είναι δύσκολο να το ελέγξουν. Και στο χώρο της τέχνης αυτά ανθίζουν. Όπως ανθίζει το μεγαλείο ανθίζει και η μικροπρέπεια, το σκοτεινό κομμάτι. Είναι δύσκολο και σύνθετο το θέμα. Είμαστε πάρα πολλοί άνθρωποι στο θέατρο: υπάρχουν άνθρωποι που είναι «διαθέσιμοι» και άλλοι που δημιουργούν αυλές, οι εργασιακές σχέσεις είναι ανύπαρκτες, γίνονται πολλά πράγματα σε ερασιτεχνικό επίπεδο και οι νεότεροι είναι έρμαιο των διαθέσεων ορισμένων. Πρέπει να το δούμε όλο από την αρχή.
Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είχε πει κάποτε ότι σε αυτή τη δουλειά αξίζεις όσο και οι τελευταίες φωτογραφίες σου που κυκλοφορούν. Δυσκολεύτηκα να σας πείσω να φωτογραφηθείτε. Γιατί έχετε αυτή την άρνηση για τις φωτογραφήσεις;
Δεν μου άρεσε ποτέ να φωτογραφίζομαι, ούτε να φωτογραφίζω. Δεν θέλω. Γίνεται βέβαια, έτσι κι αλλιώς, για την προώθηση μιας παράστασης, ενός σίριαλ, ακόμη και κοινωνικά.
Λίγο πριν, την ώρα της φωτογράφησης ακούστηκε από το ραδιόφωνο το «Song on the sand» από το μιούζικαλ το «Κλουβί με τις τρελές», την πολύ επιτυχημένη παράσταση στο Παλλάς. Είναι γνωστή η αγάπη σας για τη μουσική. Υπάρχουν τραγούδια στα οποία καταφεύγετε για να ηρεμήσετε, να σας φτιάξουν το κέφι;
Ήταν ένα τραγούδι που λέγαμε στην παράσταση με τον Σταμάτη Φασουλή… Υπάρχουν πάρα πολλοί μουσικοί που παρακολουθώ, δεν με ενδιαφέρουν οι σχολές, τα είδη, το λαϊκό, το ελαφρύ. Θα ακούσω ένα τραγούδι του Σινάτρα, της Έλα Φιτζέρλαντ και του Ρέι Τσαρλς που μου αρέσει πολύ, αλλά και του Δεληβοριά ή του Ζαμπέτα, εξαρτάται κάθε φορά από τη διάθεσή μου. Με ενδιαφέρουν οι γνήσιοι καλλιτέχνες. Δεν με νοιάζει αν είναι τζαζ ή λαϊκοί. Θέλω η μουσική να μου θυμίζει ένα κομμάτι από μένα και να αφήνει τη φαντασία μου να τρέχει.
Είστε ρομαντικός;
Όχι με την έννοια αυτού που κάνει καντάδες. Ρομαντισμός είναι μία αντίληψη ζωής που φεύγει από τα στερεότυπα. Με αυτή την έννοια, ναι.
Αυτές τις μέρες περιοδεύετε στην Ελλάδα. Τι σας στεναχωρεί και τι σας δίνει χαρά στην ελληνική επαρχία;
Καμιά φορά με στεναχωρεί όταν λείπουν οι υποδομές. Είναι ασέβεια προς τον θεατή που έρχεται να σε δει να παίζεις αν δεν λειτουργούν όλα σωστά σε έναν χώρο που φιλοξενεί παρατάσεις. Μου αρέσει όμως να πηγαίνω στην επαρχία. Οι άνθρωποι εκεί, επειδή δεν έχουν συχνή επαφή με το θέατρο, αυτό τους φορτίζει λίγο διαφορετικά. Βλέπεις την προσπάθειά τους να επικοινωνήσουν και τα καταφέρνουν περίφημα. Κάθε φορά που πάμε σε μια πόλη είναι σαν να δίνουμε στο κοινό ένα ραντεβού και είναι εκεί.
Στη χώρα σήμερα τι σας ενοχλεί;
Έχουμε μία τάση στην ακινησία. Έχεις την εντύπωση ότι δεν ξεκολλάμε. Όσα ζήσαμε με την οικονομική κρίση δημιούργησαν κραδασμούς, μας τάραξαν, αλλά δεν μας κινητοποίησαν. Η μεγάλη ακινησία συνοδεύεται από γκρίνια και φασαρία. Είμαστε σαν ένα έλος με τα κουνούπια να βουίζουν από πάνω. Αυτό δεν μας οδηγεί κάπου. Αντιθέτως, αν ξεκινούσαμε να αλλάξουμε, μέσα μας πρώτα και μετά έξω τα πράγματα, είμαι βέβαιος ότι θα καταφέρναμε κάτι. Είμαστε λαός με μυαλό, φαντασία και ζεστή καρδιά, οι Έλληνες. Θα μπορούσαμε να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Περίμενα ότι η μεγάλη κρίση θα πυροδοτούσε κάτι, αντίθετα μας πιστοποίησε ότι είμαστε αντάξιοί της. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι υπερβολικός και ότι τη δεκαετία που έρχεται, οι νέοι που έχουν βαρεθεί με όλα τα δικά μας, με ό,τι παλιό, θα επαναστατήσουν ουσιαστικά. Όχι σπάζοντας βιτρίνες, αλλά κάνοντας μία αναδόμηση ξεκινώντας από μέσα μας.
Ποια στερεότυπα θα θέλατε να αλλάξετε;
Της οικογένειας και της παιδείας. Θα ήθελα να τελειώσουμε με το στερεότυπο της ελληνικής οικογένειας που, από την πολλή αγάπη, δεν αφήνει τους ανθρώπους να αναπνεύσουν, να ονειρευτούν. Το θέμα της παιδείας, το πρώτο που θα έπρεπε να μας απασχολεί. Το σχολείο πρέπει να γίνει γοητευτικό. Δεν μιλάω για τις σπουδές στο πανεπιστήμιο, μιλάω για το δημοτικό, το γυμνάσιο το λύκειο. Είναι για γέλια να γίνεται πολιτική αντιπαράθεση με αφορμή την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γιατί, έχουμε λύσει τι θα γίνει με την Πρωτοβάθμια; Από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε, από τη ρίζα.
Θα δοκιμάζατε να ασχοληθείτε με θεσμικά θέματα πιο συστηματικά, να εμπλακείτε με την πολιτική;
Είμαι ακατάλληλος για την πολιτική. Πρώτα απ’ όλα, αν ενταχθώ σε ένα κόμμα, θα μειοψηφήσω αμέσως. Θα μου πεις, και τι πρέπει να γίνει; Πρέπει να μιλάμε. Εγώ μιλώ με θάρρος. Και να μην ταυτίζουμε την ελευθερία με την ανυπακοή. Η ελευθερία είναι φτιαγμένη από χρέος, συνυπάρχει με την ευθύνη.
Επιμέλια: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Grooming: ΑΝΝΑ ΜΠΑΚΑΤΣΑΚΗ (BEEHIVE ARTISTS) Βοηθός Στυλίστα: JAY ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ