Οι Post Lovers είναι το προσωπικό project της Ελένης Καραγεώργου και κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους στα τέλη του 2018. Ο δεύτερος δίσκος τους περιλαμβάνει 10 τραγούδια που γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν από τον χειμώνα του 2019 ως το καλοκαίρι του 2020 σε δική τους παραγωγή και μίξη του Σταύρου Γεωργιόπουλου. Μας άρεσαν πολύ και αναζητήσαμε τη δημιουργό τους για να μάθουμε περισσότερα για τους Post Lovers και τα τραγούδια του Drive.
To 1997, όταν αγόρασα την πρώτη μου ακουστική κιθάρα, στην ελληνική ροκ σκηνή μεσουρανούσαν οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά. Η ανεξάρτητη αγγλόφωνη σκηνή της Ελλάδας των 90s ήταν άγνωστη σε εμένα. Πρόσφατα άκουσα επανακυκλοφορίες ελληνικών indie συγκροτημάτων της εποχής, όπως οι One Night Suzan και Crooner και ενθουσιάστηκα. Την ίδια εποχή στη διεθνή μουσική σκηνή, σχεδόν κάθε μήνα έβγαινε ένας δίσκος που σήμερα θεωρείται κλασικός. Η grunge σκηνή ήταν στα καλύτερά της, ταυτόχρονα αναπτυσσόταν η ηλεκτρονική μουσική, ενώ ενδιαφέρον είχαν ακόμη και ποπ αλλά και ραπ άλμπουμ. Τότε άρχισε να διαμορφώνεται η μουσική μου ταυτότητα, σε ένα πολύ πυκνό μουσικό περιβάλλον, στο οποίο προστίθενται μέσα στα χρόνια ακούσματα από παλαιότερες και νεότερες δεκαετίες.
Το όνομα προέκυψε σε μια συζήτηση με φίλους σχετικά με τα είδη της μουσικής, post rock, post punk κ.λπ., όταν μια φίλη είπε ξαφνικά «post love» κι εγώ το πήρα και το έκανα Post Lovers.
Δεδομένων των συνθηκών, το «drive» ως ρήμα ακούγεται αν όχι επαναστατικό, τουλάχιστον λυτρωτικό. Ένα road trip μετά από τόσο καιρό εγκλεισμού φαντάζει ονειρικό! Για τον τίτλο του δεύτερου άλμπουμ μας, το «Drive», χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό. Αυτή η εσωτερική ώθηση για να ικανοποιηθεί μια ανάγκη, αποτελεί για μένα το κοινό συστατικό των 10 τραγουδιών του άλμπουμ. Σε κάθε περίπτωση είναι μια έννοια που εμπεριέχει το στοιχείο της κίνησης, απλά σε εσωτερικό επίπεδο.
Το «Drive» είναι φτιαγμένο από αλλεπάλληλες στρώσεις ήχων, υφών, εικόνων και λέξεων που έχουν εντυπωθεί σε συνειδητά και λιγότερο συνειδητά μέρη του μυαλού μου. Στα τραγούδια του θα βρεις αγανάκτηση, συνείδηση, αισιοδοξία, θάνατο, έρωτα, αρρώστια, φίλους, τη ζωή στην πόλη, όλα μοιρασμένα σε δύο πλευρές βινυλίου, μια ενεργητική και αιχμηρή, και μια πιο σκοτεινή και συναισθηματική.
Νομίζω πως μετά την εποχή του cd, το βινύλιο είναι ο μοναδικός τρόπος να υπάρξει ξανά η μουσική σε αναλογική μορφή. Να αποκτήσει δηλαδή υλική υπόσταση. Συνεπώς δεν το συνδέω καθόλου με τη νοσταλγία αλλά με τις ανάγκες της εποχής. Στη μουσική μας υπάρχουν σίγουρα επιρροές από παλαιότερα ακούσματά μας, όμως δεν είναι ζητούμενο να εκφράζει νοσταλγία. Προσπαθώ να γράφω με ερεθίσματα που παίρνω από το παρόν προσαρμόζοντας την όποια επιρροή στα δικά μου μέτρα.
Ήταν εύκολο να κάνω το πρώτο βήμα στη δισκογραφία. Μπήκα στο site της Inner Ear και ακολούθησα τις οδηγίες που προορίζονται για αυτούς που ενδιαφέρονται να στείλουν υλικό. Έστειλα ένα email με 3 τραγούδια και από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Πιστεύω πως η στήριξη, η εμπιστοσύνη και η δυνατότητα που δίνει η Inner Ear σε μουσικούς από την ανεξάρτητη σκηνή να κυκλοφορήσουν τη δουλειά τους έχει δράσει καταλυτικά στην ίδια την ύπαρξη της σκηνής, στην άνθισή της, αλλά και στην απαραίτητη καταγραφή της μουσική αυτής στην ελληνική δισκογραφία τα τελευταία 14 χρόνια.
Η μουσική όπως και όλοι οι κλάδοι των τεχνών επηρεάστηκαν πολύ από τους περιορισμούς της πανδημίας. Υπήρξε σε αυτό το διάστημα κάποιας μορφής αντίδραση με live streaming ορισμένων συναυλιών. Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο υβρίδιο δεν ήταν πολύ πετυχημένο, ίσως γιατί χρειάζεται άλλου είδους προετοιμασία από τεχνική και τεχνολογική άποψη για να λειτουργήσει καλύτερα. Εκ των πραγμάτων υπάρχουν κάποιες διαστάσεις τις οποίες ένα ψηφιακό live δεν μπορεί να έχει. Η ένταση του ήχου από μεγάλα ηχεία, το μπάσο που νιώθεις να περνάει από το σώμα σου, η μυρωδιά της μπίρας που έχει ποτίσει τους τοίχους, η φίλη σου που χαίρεται όσο κι εσύ που θα δείτε το live μαζί, ο κλασικός τύπος που σε σκουντάει περνώντας με την τσάντα του λέγοντας “σόρυ”, τα ζεστά χαμόγελα, το χειροκρότημα, η ανθρώπινη εν ολίγοις ατμόσφαιρα, είναι όλα στοιχεία που λείπουν από τον ψηφιακό τρόπο μετάδοσης.
Δεν κάνω τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι ότι παρουσιάζω το Drive live στο κοινό! Νιώθω πως είναι ελλιπής μια κυκλοφορία εν μέσω πανδημίας, χωρίς τη δυνατότητα να παίζεις live. Τόσο για τους μουσικούς όσο και για το κοινό τα live έχουν ένα πιο προσωπικό χαρακτήρα, είναι ένα είδος επικοινωνίας που επιτυγχάνεται ανάμεσα στους συγκεκριμένους ανθρώπους, στον συγκεκριμένο χώρο, τη συγκεκριμένη βραδιά. Η ένταση, η προσπάθεια και το συναίσθημα μπλέκονται με τα φώτα, τα σώματα, τους γνωστούς και τους αγνώστους και γίνονται το live που παίξαμε χτες βράδυ.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Marie Claire Μαΐου που κυκλοφορεί.