Είναι σπουδαίο να έχεις προσήλωση σε στόχους και να αφιερώνεσαι βαθιά. Είναι ωραίο να είσαι έτσι, τόσο αφοσιωμένος σε περίπλοκες έννοιες και σκέψεις που σε ταξιδεύουν σε μέρη κακοτράχαλα αλλά και φωτεινά και πάλι να έχεις χιούμορ εκλεπτυσμένο, να το χρησιμοποιείς και να μην παίρνεις και τόσο σοβαρά τον εαυτό σου, αλλά μόνο τα όσα εκείνος πράττει. Και να απολαμβάνεις τον ρόλο του μπαμπά και του συζύγου και τον (τηλεοπτικό) ρόλο που σε έχει βάλει σε τόσα σπίτια, ώστε να καταφέρνεις να τα βγάζεις εσύ έξω και να τα πηγαίνεις στο θέατρο. Ο Δημήτρης Λάλος είναι αυτός ο τύπος ανθρώπου που καταφέρνει να συγκεράσει με αβίαστη απλότητα την ομηρική παρακαταθήκη και φιλοσοφία με μια καθημερινότητα που χωρά παιχνίδι, διδασκαλία και διάβασμα. Ενα διάβασμα αλλιώτικο: ο Δημήτρης διαβάζει σαν να βλέπει ένα θεατρικό έργο με τον συγγραφέα να του διηγείται τα μύχιά του και παίζει σαν να ξαναγράφει κάτι από την αρχή. Και το «Εκτορος κάθαρσις» είναι το αποτέλεσμα της δικής του πετριάς, όπως χαρακτηρίζει την ενασχόλησή του με κορυφαία κείμενα της ανθρωπότητας.
Από τη Μία Κόλλια Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης (This is not another agency*)
Έχετε μεγαλώσει στο εξωτερικό, στη Γερμανία, ως τα 18 σας χρόνια. Κρίνοντάς το αυτό με απόσταση χρόνου, τι πιστεύετε ότι σας έδωσε ή σας αφαίρεσε ίσως;
Νομίζω ότι όλα στη ζωή είναι εμπειρίες και απ’ όλα έχουμε να κερδίσουμε κάτι, είτε αρνητικό είτε θετικό. Σίγουρα το ότι βρέθηκα σε έναν ξένο τόπο και έζησα με ανθρώπους από άλλες εθνικότητες μόνο κακό δεν μου έκανε. Πήγαινα σε ελληνικό σχολείο και στην τάξη μου ήταν παιδιά από όλα τα μέρη της Ελλάδος, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη. Εκείνη τη στιγμή δεν το συνειδητοποιούσα, αλλά όταν αργότερα το σκέφτηκα, το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Δεν συμβαίνει εύκολα να έχει ένα παιδί συμμαθητές από τόσα διαφορετικά μέρη, δηλαδή να συναναστρέφεται παιδιά με διαφορετικές καταβολές, συνήθειες, ήθη.
Αυτό πάντως είναι κάτι που, αν μη τι άλλο, σε κάνει πιο ανοιχτόμυαλο, έτσι δεν είναι;
Σίγουρα δίνει μια άλλη διάσταση για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για τα πράγματα. Βλέπεις ότι οι κουλτούρες είναι κάτι ρευστό, η μία αγγίζει την άλλη, πολλές φορές αλληλοκαλύπτονται και δημιουργείται τελικά ένα κράμα, μια σύνθεση απόψεων και συνηθειών. Συνειδητοποιείς απολύτως ότι όλοι είμαστε το ίδιο και ένα. Η χώρα μας άλλωστε έχει γίνει προορισμός για ανθρώπους από ολόκληρο τον πλανήτη. Εκτός των μεταναστών, στο τουριστικό κομμάτι ξέρουμε ότι άνθρωποι έρχονται για διακοπές από κάθε άκρο της Γης, για πολλούς είναι όνειρο και μόνο να επισκεφτούν την Ελλάδα. Αλλωστε, δεν έχουν όλοι έναν… Παρθενώνα στο μέρος όπου ζουν. Μπορεί εμείς εδώ να το θεωρούμε δεδομένο, αλλά για κάποιους άλλους είναι στόχος ζωής να τον δουν από κοντά.
Πράγματι! Αυτό δεν ισχύει και για όλα τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα επειδή τα έχουμε, σε ευρύτερο επίπεδο μιλώντας;
Βέβαια, και για να σας δώσω ένα παράδειγμα, εγώ έχω ένα θέατρο και η γυναίκα μου (σ.σ. η εξαιρετική ηθοποιός και σκηνοθέτις Έλενα Μαυρίδου) έχει επίσης ένα άλλο θέατρο (σ.σ. το Θέατρο Χώρος). Η κόρη μου, λοιπόν, φαντάζομαι πως θεωρεί ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα θέατρο. Είχα μια φίλη στο Βερολίνο, η οποία μου έλεγε ότι όταν ήταν μικρή νόμιζε πως όλες οι πόλεις στον κόσμο έχουν ένα τείχος που τις χωρίζει από τις υπόλοιπες.
Μια και αναφερθήκατε στο Βερολίνο, αλήθεια, πώς έχετε τη Γερμανία ως ανάμνηση στο μυαλό σας;
Πρώτα απ’ όλα, κρύα. Όταν πήγαινα σχολείο, το πρωί περνούσα από ένα φαρμακείο που απέξω είχε ένα ηλεκτρονικό θερμόμετρο που έγραφε -16 βαθμούς. Μούδιαζε το πρόσωπό μου από το κρύο – αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έχω βέβαια και πάρα πολύ ωραίες αναμνήσεις, γιατί εκεί πέρασα την εφηβεία μου. Επίσης ζούσα σε μια πόλη απείρου κάλλους: η Νυρεμβέργη είναι μια μεσαιωνική πόλη με το παλιό κάστρο της, έχει το πρώτο τυπογραφείο του Γουτεμβέργιου, είναι ένα ιστορικό σπουδαίο μέρος. Οι εφηβικές εξορμήσεις με τους φίλους μου είχαν ιδιαίτερη γοητεία. Δεν είχαμε την πλατεία και τη γειτονιά, ήμασταν πολλοί και διαφορετικοί ξένοι σε ένα «τρίτο» μέρος, όμως όταν πηγαίναμε στο κάστρο και βρισκόμασταν όλοι μαζί ζούσαμε ιδιαίτερες και πολύτιμες στιγμές.
Όντως όλο αυτό που περιγράφετε είναι ένα ξεχωριστό σκηνικό που σίγουρα κάπως αλλιώτικα σε πλάθει. Η αγάπη σας για το θέατρο μπορεί να έχει τις ρίζες της εκεί;
Ίσως, ποιος μπορεί να ξέρει. Πάντως όταν άρχισα να ασχολούμαι με το θέατρο, πάλεψα πάρα πολύ για να το κατακτήσω. Δεν ήταν όλα στρωμένα με ροδοπέταλα. Δεν πήγα σε σχολή υποκριτικής, αλλά είχα την τύχη να μάθω την τέχνη δίπλα στην Ελένη Σκότη, μια σημαντική δασκάλα. Ακόμη όμως και στα έργα που παίζαμε μαζί της, περνούσαμε πρώτα από οντισιόν. Δεν ήταν τίποτα χαρισμένο εξαρχής. Υπήρχε μια συνεχής αφοσίωση στο ότι οτιδήποτε έκανες, έπρεπε να μοχθήσεις για να το κερδίσεις. Ακόμη και όταν ήμουν ιδρυτικό μέλος του θεάτρου που είχαμε φτιάξει με την ομάδα ΝΑΜΑ, του «Επί Κολωνώ», όφειλα να αποδεικνύω τον εαυτό μου συνεχώς.
Μπήκατε πάντως από νωρίς στα βαθιά. Πώς έγινε αυτό;
Ήταν και οι συγκυρίες τέτοιες που βοήθησαν πολύ αφού γνώρισα εξαρχής την Ελένη Σκότη και τον Γιώργο Χατζηνικολάου, που ήταν τότε οι βασικοί ιδρυτές της ομάδας ΝΑΜΑ. Κάτι είδα σε αυτούς τους ανθρώπους που μου τράβηξε το ενδιαφέρον και προφανώς κάτι είδαν και εκείνοι σε μένα – κι έτσι προχωρήσαμε. Η επιτυχία ή η αποτυχία ενός εγχειρήματος έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Προηγείται η προσπάθεια και το να αγκαλιάσεις αυτό που πας να κάνεις.
Πρέπει να δοκιμάσεις και ας αποτύχεις;
Δεν υπάρχει αρνητική εμπειρία, αυτό αποτελεί φιλοσοφία ζωής για μένα. Ακόμα και η αποτυχία είναι μέρος της διαδρομής, μέρος του κέρδους. Αλίμονο και αν δεν αποτύχεις. Όταν θέλω να ζυγίσω κάποια πράγματα, πάντα ανατρέχω στους μεγάλους δασκάλους. Ο Επίκουρος λέει λοιπόν επ’ αυτού ότι «νίκη είναι να αποδεχτείς την ήττα με υπερηφάνεια».
Υπάρχουν σημαντικοί μεταβατικοί σταθμοί στην πορεία σας;
Ένας σημαντικός σταθμός για μένα ήταν η επιστροφή μου στην Ελλάδα. Ο επόμενος μεγάλος σταθμός ήταν το να «χτίσω» ένα θέατρο, να έχω ένα θεατρικό σπίτι. Την εποχή που ξεκίνησα εγώ να κάνω μαθήματα υποκριτικής, δεν υπήρχαν ούτε social media ούτε κάτι αντίστοιχο. Κάναμε πρόβες σε σκοτεινές αίθουσες, δοκιμάζαμε τι σημαίνει συναίσθημα και τι σημαίνει δράση, ούτε που μας ένοιαζε αν θα το μάθει ποτέ κανένας αυτό. Την πρώτη μου συνέντευξη την έδωσα 28 χρονών, αν και είχα θέατρο από τα 18 μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω καν γιατί ήθελαν συνέντευξη από μένα! Τώρα έχουν γιγαντωθεί τα μέσα προβολής, όπως το Facebook, όλοι φωτογραφίζουν αυτό που κάνουν για να το μοιραστούν. Από τη μια, αυτό το μοίρασμα έχει κάτι πολύ ωραίο μέσα του, από την άλλη, όμως, το να δουλεύεις και λίγο σιωπηλά έχει και αυτό τη γοητεία του. Μέσα σε αυτό το θεατρικό σπίτι που δούλευα τόσα χρόνια, ένιωθα και προστατευμένος – πιο αφοσιωμένος σε αυτό που έκανα. ‘Οταν μάλιστα έμαθα και όλα αυτά που βγήκαν στη φόρα εκ των υστέρων για κάποιους ανθρώπους του θεάτρου, πραγματικά έφριξα. Εμείς με την ομάδα μου προσπαθούσαμε πάντα να προάγουμε το ήθος στο θέατρο, δεν χωρούσε καμία παρέκκλιση σε κανένα επίπεδο ως προς αυτό.
‘Ησασταν πιο προστατευμένος αλλά και πιο ελεύθερος για δημιουργικότητα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω.
Ναι, το γεγονός ότι είχαμε δικό μας χώρο σήμαινε ότι είχαμε και πολύ χρόνο για να πειραματιστούμε και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Αν είσαι πολλές ώρες στο θέατρο, κάποια στιγμή έρχεται αναπόφευκτα και η έμπνευση.
Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα έχουμε καλό θέατρο και καλούς ηθοποιούς;
Είμαστε μια χώρα που έχει τα περισσότερα θέατρα ανά τετραγωνικό, σε όλο τον πλανήτη. Τα θέατρα που έχει η Αθήνα σε σχέση με τον πληθυσμό της δεν υπάρχουν πουθενά αλλού παγκοσμίως. Έχουμε πάνω από 1.200 παραστάσεις το χρόνο – και δεν μιλάω βέβαια για την περίοδο του κορωνοϊού. Ούτε στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί κάποιος να δει τόσες παραστάσεις. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, πάντως σίγουρα είναι μοναδικό.
Μια εξήγηση ίσως είναι ότι το θέατρο υπάρχει στο DNA μας από την αρχαιότητα. Από την άλλη, σίγουρα είναι και μια υπερβολή, που και αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μας ως λαού.
Δεν θέλω να βάλω ένα αρνητικό ή θετικό πρόσημο, γιατί το πρόσημο φτωχαίνει τα πράγματα. Όταν λες ότι κάτι είναι καλό ή κακό το τοποθετείς κάπου, χάνοντας όμως την ουσία του, που μπορεί να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, πέρα από αυτό το δίπολο. Πρέπει να αφήσουμε το μυαλό μας να ξεφύγει από το καλό ή κακό, το πρέπει ή δεν πρέπει.
Αυτή την περίοδο, λόγου χάρη, που ασχολούμαι με τον Έκτορα και τον Όμηρο διακρίνω ότι πολλά πράγματα τα βλέπουμε διαφορετικά, τα αντιμετωπίζουμε ως χριστιανοί. Αν όμως πας με την κουλτούρα του χριστιανού να ανεβάσεις αρχαία τραγωδία, έχεις χάσει το παιχνίδι. Πρέπει να το δεις διαφορετικά. Για να δώσω ένα παράδειγμα, στην Αρχαία Ολυμπία, εκεί που είναι το στάδιο όπου έμπαιναν οι αθλητές για να τρέξουν, υπάρχει μια αψίδα όπου είχαν στημένα αγάλματα του Δία, που στο κάτω μέρος του καθενός γραφόταν το όνομα του χορηγού που είχε συμβάλει για να φτιαχτεί αυτό το άγαλμα. Πρoτού βγουν οι αθλητές για να αγωνιστούν, κοιτούσαν αυτά τα αγάλματα. Αν το πιστεύετε, οι «χορηγοί» αυτών των αγαλμάτων ήταν τα λαμόγια που είχαν κλέψει σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Όποιον είχε κλέψει σε αγώνες τον ανάγκαζαν να πληρώσει για να φτιαχτεί ένα άγαλμα που κάτω θα έγραφε το όνομά του, έτσι ώστε να ρεζιλεύεται στους αιώνες των αιώνων! Ακόμη και τώρα είναι εκεί τα ονόματά τους. Πρόκειται λοιπόν γενικά για μια πολύ διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων, που δεν έχει καμία σχέση με τον χριστιανισμό, σύμφωνα με τον οποίο η τιμωρία μετατίθεται για να επιβληθεί κάποτε και κάπου αλλού. Όπως οι θεοφοβούμενοι δεν κάνουν αυτά που θα ήθελαν να κάνουν και στα οποία ίσως και να διέπρεπαν, και οι αθεόφοβοι κάνουν ασυδοσίες, γιατί, σου λέει… δεν με νοιάζει, όταν πεθάνω, βλέπουμε.
Για να επανέλθω στον ‘Ομηρο, που μελετώ, τα έπη του είναι ένα θεόπνευστο κείμενο για εμάς τους Έλληνες. Επρόκειτο για την εγκυκλοπαίδεια της φυλής των Ιώνων, ήταν δηλαδή το Ίντερνετ της εποχής. Από αυτά μπορούσες να μάθεις πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι απέναντι στους θεούς, στο θάνατο, στον φίλο, στην προδοσία, περιείχαν γνώσεις γεωργίας, ναυσιπλοΐας – με δυο λόγια, η ανθρωπότητα έμαθε μέσα από αυτά τα κείμενα ποια είναι η ίδια.
Εσείς γι’ αυτόν το λόγο ασχολείστε τόσο πολύ με τον Όμηρο;
Η πρώτη απάντηση είναι πώς να μην ασχολούμαι. Από κει και πέρα, όταν ασχολείσαι με την τραγωδία, κάποια στιγμή τα σύγχρονα κείμενα σου φαίνονται λίγα, πολύ μικρά. Πηγαίνοντας λοιπόν προς τα πίσω, έπεσα πάνω στον Όμηρο. Επίσης, σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι μεγάλοι τραγωδοί μας δεν γεννήθηκαν έτσι σπουδαίοι όπως τους έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Κάποτε ήταν κι εκείνοι μικροί και άκουγαν Όμηρο. Ο Όμηρος ήταν το Netflix της εποχής τους. Υπήρχε ο ραψωδός, που σου χτυπούσε την πόρτα και σου διηγούνταν το παραμύθι του. Ο ίδιος ο Αισχύλος λέει ότι «τα έργα μου είναι τα ψίχουλα από τα ομηρικά δείπνα». Έτσι δεν μπορούσα κι εγώ παρά να ασχοληθώ με αυτά τα έπη, τα οποία είναι δυόμισι χιλιάδων ετών. Επειδή μάλιστα είναι προφορική παράδοση και όχι γραπτή, πρέπει να πέρασαν αλλά τόσα χρόνια. Μιλάμε δηλαδή για σκέψεις τουλάχιστον 5.000 ετών. Και το «Εκτορος κάθαρσις» είναι ένα προσωπικό πόνημα με το οποίο καταπιάνομαι εδώ και εννέα χρόνια. Αυτό ίσως λέγεται και «πετριά». Όταν άρχισα να ασχολούμαι, δεν σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή θα το παρουσιάσω σε κοινό. Με τα χρόνια, δουλεύοντάς το με τους μαθητές και με τους συνεργάτες μου, ξεπήδησε η ιδέα να κάνω τον ραψωδό που θα λέει την ιστορία και έτσι καταλήγω να κάνω όλους τους χαρακτήρες, όχι μόνο τον Έκτορα. Με αυτή την παράσταση, προσκαλούμε τον κόσμο να ακούσει την ιστορία, να νιώσει αυτή την προφορική παράδοση, να ακούσει το έπος και όχι να το διαβάσει. Πιστεύω μάλιστα ότι ένα λάθος που γίνεται στα σχολεία είναι ότι μας βάζουν να το διαβάσουμε και έτσι ενεργοποιείται ένα κομμάτι του εγκεφάλου που έχει να κάνει με τον εγγράμματο λόγο. Εγώ θέλω να ενεργοποιήσω το κομμάτι του εγκεφάλου που έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο. Αν δίδασκα Όμηρο σε σχολείο, θα απαγόρευα στα παιδιά να τον διαβάσουν. Θα τους έλεγα «κλείστε τα μάτια σας και ακούστε». Έτσι μέσα από τις λέξεις που θα άκουγαν, θα φαντάζονταν εικόνες πιο ελεύθερα και δεν θα προσπαθούσαν να βρουν το απαρέμφατο, για να το ξεχάσουν μετά από δέκα λεπτά. Τα κείμενα του Ομήρου είναι τεράστια, παγκόσμια. Έχουν εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, χιλιάδες συγγραφείς.
Πώς είναι να ζεις με μια επίσης πολύ καλή ηθοποιό;
Καταπληκτικά. Και σίγουρα δεν μιλάμε συνέχεια για το θέατρο. Επειδή είμαστε και οι δύο δημιουργοί, ο καθένας ασχολείται με τα δικά του πράγματα. Τα συζητάμε βέβαια, αλλά έχουμε βρει μια ισορροπία. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να ζεις με έναν ταλαντούχο άνθρωπο και να μοιράζεστε πράγματα. Επίσης, μεγαλώνουμε και ένα κοριτσάκι και αυτό που έχω να πω είναι ότι το παιδί, εκτός την ευτυχία που σε πλημμυρίζει, σου φέρνει τύχη. Γιατί για να έρθει μια καινούρια ποσότητα ενέργειας στον κόσμο, κάνουν στην άκρη άλλες ενέργειες. Το πιστεύω πολύ αυτό.
Πώς αντιμετωπίζετε την τεράστια ανταπόκριση που έχει ο «Σασμός», η τηλεοπτική σειρά στην οποία πρωταγωνιστείτε;
Αυτό είναι το επάγγελμά μου, δεν σκόνταψα κάπως και βρέθηκα εκεί! Κάθε επιτυχία είναι προϊόν δουλειάς και επιλογών. Είναι λοιπόν πάρα πολύ ωραίο όλο αυτό που γίνεται και επίσης ανοίγει τις πόρτες του θεάτρου σε ένα κοινό που, γνωρίζοντάς μας από την τηλεόραση, ίσως έρθει να μας δει και εκεί. Τις προάλλες κάναμε δύο παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη και ήρθε πάρα πολύς κόσμος. Από αυτούς, κάποιοι ήρθαν να δουν τον Δημήτρη Λάλο, ενώ οι περισσότεροι μπορεί να ήρθαν να δουν τον Μαθιό του «Σασμού», αλλά έφαγαν τον Όμηρο στο κεφάλι! Εκεί, λοιπόν, ο σκοπός και το μέσον ταυτίζονται και αυτό καμιά φορά είναι μια χαρά!
Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Λειβαδίτη Grooming: Enez Manav (Beehive Artists)
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση, Φεβρουάριος 2022.