Η πρόσφατη παραίτηση της Τζασίντα Άρντερν από την πρωθυπουργία της Νέας Ζηλανδίας επανέφερε στο προσκήνιο το πολυκαιρισμένο ντιμπέιτ περί «having it all», κατ’ ουσίαν περί αναίμακτου συνδυασμού οικογένειας και καριέρας υψηλών απαιτήσεων.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το μένος με το οποίο αντιμετωπίστηκε το BBC World που τόλμησε σε ένα tweet να ψελλίσει, με αφορμή την παραίτηση Αρντερν:
«Μπορούν πράγματι οι γυναίκες να τα έχουν όλα;».
Έπειτα από τις κατηγορίες για διπλά στάνταρ και χυδαίο μισογυνισμό, το βρετανικό κανάλι αναγκάστηκε να σβήσει άρον άρον τον απαράδεκτο τίτλο και να τον αντικαταστήσει με τον πολιτικώς ορθό (και εντελώς άοσμο):
«Η αποχώρηση αποκαλύπτει ιδιαίτερες πιέσεις προς την πρωθυπουργό».
«Γιατί οι γυναίκες ακόμα δεν μπορεί να τα έχουν όλα»
Ολοι σπεύδουν στη συνέχεια να επανεστιάσουν τον προβολέα στις πολιτικές και στις ανθρώπινες αρετές της εμποτισμένης ενσυναίσθηση Νεοζηλανδής πρωθυπουργού, της νεότερης (μόλις 37 ετών, όταν ανέλαβε) ηγέτιδος κράτους στην Ιστορία. Πού και τη χώρα της πλοήγησε άψογα για πέντε ολόκληρα χρόνια (μεσούσης μάλιστα της μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης του αιώνα), και την τότε μόλις τριών μηνών κόρη της Νιβ έφερε το 2018 σε Σύνοδο του ΟΗΕ, και μαύρη χιτζάμπ φόρεσε ως ένδειξη σεβασμού προς τους μουσουλμάνους που έχασαν τη ζωή τους στα δύο τζαμιά στο Κράισττσερτς, τον Μάρτιο του 2019.
Και τώρα που παραιτείται από το ύψιστο αξίωμα της χώρας της είναι όχι γιατί δεν μπορεί να τα έχει όλα. Αλλά εξαιτίας μιας εξουθένωσης (κάποιοι θα μιλήσουν για burnout) που την έχει αδειάσει από την απαιτούμενη γι’ αυτό το πόστο ενέργεια.
Ιδιαίτερα σοκαρισμένες εμφανίστηκαν μάλιστα και κάμποσες «superwomen» της παλιάς φρουράς. Από αυτές που παλιά σε ωθούσαν σαν λυσσαμένες -με pencil φούστα για τη σύσκεψη και ring σλινγκ για το μωρό- να «βγεις μπροστά». Από αυτές τις executive πασιονάριες -δεν θυμάμαι τίνος κύματος του φεμινισμού- οι οποίες σε πρόετρεπαν να αφήσεις πίσω σου «αυτό το εγγενές έλλειμμα φιλοδοξίας» που κατατρύχει το φύλο σου (αυτό, θυμήθηκα, το έλεγε η μέχρι πρότινος COO της Meta, Σέριλ Σάντμπεργκ) και να κυνηγήσεις ισόποσα πολλά ροδαλά μωρά και πολλά υψηλά αξιώματα.
Ανάμεσά τους και αυτή η ίδια η Αν-Μαρί Σλότερ, στην οποία ανήκει και η μητρότητα του βδελυρού διλήμματος (στον τίτλο ενός εκτενούς άρθρου της, τον Αύγουστο 2012, στο αμερικανικό περιοδικό Αtlantic, δεν διερωτάται αλλά εξηγεί «Γιατί οι γυναίκες ακόμα δεν μπορεί να τα έχουν όλα»).
«Μα λέγονται τέτοια πράγματα εν έτει 2023;» διερωτήθηκαν και πολλές αρθρογράφοι στον βρετανικό Τύπο, με αφορμή το «ατόπημα» του BBC. Ποιος μπήκε δηλαδή ποτέ στον κόπο να ρωτήσει τον Μπόρις Τζόνσον αν τα έβγαζε πέρα ως πρωθυπουργός της χώρας με μια καινούρια σύζυγο και επτά παιδιά (προφανώς κανείς, γιατί όπως έδειξε η ίδια η Ιστορία δεν τα έβγαζε καθόλου πέρα).
Ρώτησε αλήθεια ποτέ κανείς τον Ελον Μασκ αν η ανατροφή των πολλαπλών τέκνων του από πολλαπλές συντρόφους (ένα μάλιστα το έχει βαφτίσει «X») συνδυάζεται άψογα με την αναδιάρθρωση του Twitter και την αποίκηση του πλανήτη Αρη; Οποιος τολμά να εκφέρει τέτοιες γελοιότητες για γυναίκες σε υψηλές θέσεις στην αμέσως μετά το #MeToo εποχή πρέπει πάραυτα να αλειφθεί με πίσσα και πούπουλα.
Το αφήγημα έχει αλλάξει άρδην
Οπως θα γράψει η Σλότερ σε καινούριο πια άρθρο της, αυτή τη φορά στους Financial Times, με τίτλο «Το να τα έχεις όλα ήταν πάντα μια λάθος μονάδα μέτρησης της επιτυχίας», το αφήγημα έχει αλλάξει άρδην. «Επομένως, εκτός αν είμαστε διατεθειμένοι να υιοθετήσουμε τα ίδια στάνταρ για τους άνδρες, ας καταργήσουμε τη φράση “τα έχω όλα” από το λεξιλόγιό μας. Θα πρέπει να σταματήσουμε να αντιπαραθέτουμε τις καριέρες των γυναικών με την ανατροφή των παιδιών».
«Εχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο», συνεχίζει η ίδια, «στο να προχωρήσουμε σε ένα απείρως πιο ενδιαφέρον ερώτημα: πώς θα αναδιαμορφώσουμε τις μονάδες μέτρησης της επιτυχίας για όλους μας -μεμονωμένους ηγέτες και ολόκληρες οικονομίες- έτσι ώστε να κάνουμε χώρο για τη φροντίδα και την ευεξία δίπλα στον ανταγωνισμό και στη φιλοδοξία».
Οι τύψεις και η παραίτηση – ανατροπή
Ωραία και εύηχα όλα αυτά. Θα είχε ενδιαφέρον όμως στο σημείο αυτό να κάνουμε μια μικρή στάση και να θυμηθούμε τι ήταν αυτό που είχε ωθήσει την Αν-Μαρί Σλότερ, πρώην αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και νυν διευθύνουσα σύμβουλο του think tank New America, να γράψει εκείνο το πύρινο άρθρο της που είχε γίνει φυσικά viral. Γιατί πάλι μια παραίτηση ήταν στη μέση.
Oπως περιέγραφε τότε η ίδια η Σλότερ, μια Τετάρτη βράδυ που έπινε σαμπάνια, επιδιδόμενη σε small talk με ξένους επισήμους σε μια φαντασμαγορική δεξίωση που έδινε το ζεύγος Ομπάμα στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, της ήταν αδύνατο να σταματήσει να σκέπτεται το 14χρονο τότε γιο της.
Ο μικρός περνούσε μια ζόρικη εφηβεία, με κοπάνες από το σχολείο και εκρήξεις οργής. Αυτό ήταν. Δεν άντεξε άλλο. Εγκατέλειψε μια για πάντα τη θέση της στο Λευκό Οίκο, επιβεβαιώνοντας περίτρανα αυτό με το οποίο τόσα χρόνια κονταροχτυπιόταν. Οχι, «οι γυναίκες δεν μπορούν να τα έχουν όλα».
Σε έναν καθαρά απολογητικό τόνο, η Σλότερ ανέφερε τότε ότι φέρει και η ίδια μερίδιο ευθύνης για το παντελώς ανεδαφικό «φεμινιστικό» μάντρα «καριέρα και οικογένεια συνδυάζονται χωρίς απώλειες» που πλασαρίστηκε σε ολόκληρες γενιές γυναικών. Παραδέχτηκε δηλαδή ότι είχε τύψεις για τα φλογερά κηρύγματά της περί ανέφελης ανέλιξης σε αξιώματα που πολλές (ειδικά τότε) ούτε που τολμούσαν να ονειρευτούν, ότι συνέβαλε ώστε «εκατομμύρια γυναίκες να νιώσουν ότι οι ίδιες φταίνε που δεν κατάφεραν να σκαρφαλώσουν τη σκάλα τόσο γρήγορα όσο οι άνδρες, έχοντας ταυτόχρονα οικογένεια και σπίτι».
Σε ποιο βαθμό έχει απελευθερωθεί -στ’ αλήθεια- η εργαζόμενη μητέρα
Πίσω στο σήμερα. Ας αφήσουμε κατά μέρος τις πολιτικώς ορθές ωραιοποιήσεις και τις μεγαλόστομες γενικεύσεις και ας τολμήσουμε να δούμε τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Και η Σλότερ το 2011 και η Αρντερν το 2023 παραιτήθηκαν γιατί κάτι πολύ σάπιο υπήρχε πλέον στο οικιακό τους βασίλειο. Κάτι που δεν κατονομάζεται ακριβώς (burnout;). Κάτι πάντως που είχε κάνει τη δεξαμενή να αδειάσει, όπως δήλωσε η Αρντερν στη διάσημη αποχαιρετιστήρια ομιλία της.
Σύμφωνοι, οι συνθήκες απασχόλησης στις οποίες εκτίθενται εν έτει 2023 οι εργαζόμενες έχουν βελτιωθεί, τα ωράρια έχουν γίνει λιγότερο ανελαστικά για τις μητέρες, το χάσμα των αμοιβών έχει, αν μη τι άλλο, ξεμπροστιαστεί, οι σύντροφοι επωμίζονται πιο πρόθυμα ένα μεγάλο κομμάτι της συνολικής ευθύνης του παιδιού και του νοικοκυριού, ενώ είναι λιγότερο έντονο «το σύνδρομο του impostor» (αυτή η απεχθής εσωτερική φωνή που σου λέει ότι δεν είσαι αντάξια μιας υψηλής θέσης).
Η δε πρόσφατη εργασιακή επανάσταση του Zoom έφερε αβίαστα το σπίτι στο γραφείο (η Αρντερν είχε διακόψει κοτζάμ τηλεδιάσκεψη για την αλλαγή των υγειονομικών μέτρων κατά του κορωνοϊού προκειμένου να πει στην κόρη της να πάει για νάνι).
Ομως, σε ποιο βαθμό έχει απελευθερωθεί -στ’ αλήθεια- η εργαζόμενη μητέρα από τον διαρκώς διογκούμενο όγκο αγγαρειών, ευθυνών και τύψεων; (είτε βρίσκεται στην «πιο προνομιούχο δουλειά που θα μπορούσε να έχει κανείς», όπως η Αρντερν, είτε όχι);
Σε αυτή την υπέροχη εποχή του empowerment, της συμπερίληψης και των πεταλούδων έχει πράγματι σταματήσει να νιώθει εκείνο το τσίμπημα της ενοχής κάθε φορά που αυξάνονται οι ώρες απουσίας από τη ζωή του παιδιού της;
Εχει -στ’ αλήθεια- πάψει να αυτομαστιγώνεται μέχρι τελικής πτώσεως κάθε φορά που κάτι πάει στραβά (όταν, π.χ., η στολή της μικρής για το μπαλέτο έμεινε άπλυτη, η μεσαία κόρη ζει πια μέσα στο Instagram και ο μεγάλος έχει γίνει «ό,τι να ’ναι»);
Είναι -στ’ αλήθεια- ικανή να τα χειριστεί όλα άψογα χωρίς να φτάσει στα όρια της κατάθλιψης και του burnout;
Γνωρίζετε πολλούς άνδρες που παραιτούνται από ηγετικές (ή όχι) θέσεις επειδή «άδειασε η δεξαμενή»;
Το ερώτημα μπορεί, ενδεχομένως, να επαναδιατυπωθεί ως εξής: «Τι ψυχικό κόστος είναι διατεθειμένες να πληρώσουν οι γυναίκες για να τα έχουν όλα;».
Εικονογράφηση: Mαριάννα Bήτου.