Προς το τέλος της συνομιλίας μας, που ξεκίνησε με ένα «Pronto, come stai?» με άψογη ιταλική προφορά – από μια κοσμογυρισμένη μούσα που μιλάει τέλεια ένα σωρό γλώσσες (γι’ αυτό και κάνουμε τη συνέντευξη περνώντας από τα ιταλικά στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά), η Μαίρη Ράσελ αποφασίζει να μου κάνει ένα δώρο. «Πήγαινε στο λογαριασμό μου στο Instagram, σε περιμένει μια έκπληξη». Ανοίγω την εφαρμογή και βρίσκω στα μηνύματα μια πανέμορφη φωτογραφία: μια σοφιστικέ λεπτοκαμωμένη κυρία, το πρόσωπο σκιασμένο από τα γυαλιά ηλίου, ξαπλωμένη νωχελικά σε μια ξαπλώστρα πάνω σε ένα γιοτ. Εγώ: «Μα είστε εσείς η ίδια! Δεν υπάρχουν πια online σημερινές φωτογραφίες σας». Εκείνη: «Ήθελα να σας δείξω τι θα μπορούσε να σημαίνει “bohemian” ακόμη και σήμερα. Δεν θα με βρεις στο Διαδίκτυο γιατί δεν είμαι κοινωνικός τύπος, αλλά τη σελίδα του Instagram την έχω ανοιχτή και εξηγεί πολλά για το ποια είμαι. Κι έτσι δεν θα χρειαστεί να μου κάνεις την ερώτηση που ακούω συνήθως, δηλαδή ποιος επινόησε το Bohemian Chic. Ημασταν εμείς, εμείς το διαμορφώσαμε», λέει με έμφαση. Για εμάς, η Μαίρη Ράσελ -μοντέλο, στυλίστρια, ακτιβίστρια, style icon και, πάνω απ’ όλα, φωτογράφος- ταυτίζεται με αυτό ακριβώς το στυλ, που είναι ο υπότιτλος στο βιβλίο της, τα φωτογραφικά απομνημονεύματά της, Entre Nous: Bohemian Chic in the 1960s and 1970s, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Flammarion. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο με φωτογραφίες, πολλές από αυτές δημοσιευμένες ήδη σε αμερικανικές εκδόσεις των περιοδικών Glamour και Vogue, όταν διευθύντρια ήταν η θρυλική Νταϊάνα Βρίλαντ και άλλες αδημοσίευτες μέχρι σήμερα, «διαλεγμένες μόνο και μόνο γιατί μπορούν να σταματήσουν μία στιγμή στο χρόνο και να τη μετατρέψουν σε ανάμνηση, αλλά όχι μια θλιβερή ανάμνηση. Όχι σε κάτι που προκαλεί νοσταλγία». Πάνω από 70 χρόνων (δεν της φαίνεται καθόλου), χρησιμοποιεί iPhone αντί για τη βαριά Nikon με την οποία δούλευε παλιά, χωρίς αυτό το μυστήριο της ομορφιάς των φωτογραφικών μηχανών άλλων εποχών: «Θέλω καταγράψω όλα όσα μου αρέσουν. Το να βγάζω φωτογραφίες είναι για μένα ανάγκη, όχι ένας τρόπος για να βγάλω χρήματα ή να πουλήσω τα έργα μου».
«Μία insider ανάμεσα στους insiders», όπως τη χαρακτήρισαν οι New York Times, η Μαίρη Ράσελ διηγήθηκε με τις φωτογραφίες της την ιστορία μιας μαγικής παρέας δημιουργών, ενός κύκλου μεγαλοφυϊών και τρελών που αποτελούνταν από την ίδια και τους φίλους της: τον Ιβ Σεν Λοράν, τον Καρλ Λάγκερφελντ, τη Λουλού ντε λα Φαλέζ (δεξί χέρι και πλατωνικό έρωτα του Ιβ), την Μπέτι Κατρού (πλατωνικό έρωτα και «μικρή κλέφτρα» του Ιβ), τη Μαρίζα Μπέρενσον, τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, τους συναδέλφους της Χέλμουτ Νιούτον, Πίτερ Μπίαρντ, Χένρι Κλαρκ, τους καλλιτέχνες Ντέιβιντ Χόκνεϊ, Ντιέγκο Τζιακομέτι και Άντι Γουόρχολ και τον «μεγάλο της έρωτα από την Ιταλία», τον Βενετσιάνο καρδιοκατακτητή Τζιοβάνι Βόλπι ντι Μιζουράτα, γιο του ιδρυτή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης, που έδωσε και το όνομά του στο περίφημο Βραβείο Βόλπι. Η Μαίρη Ράσελ, Αμερικανίδα με αυστηρή στρατιωτική εκπαίδευση και φανατική καθολική, μεγαλωμένη στο Παρίσι, όπου και σπούδασε για πολλά χρόνια Ιστορία της Τέχνης, θα μπορούσε να είναι ένα ζωντανό απομεινάρι εκείνου του χρυσού και πάμπλουτου jet set που δεν υπήρχε πια μετά την επέλαση των νεόπλουτων, των influencer, αλλά και την παρακμή της έννοιας της αισθητικής. Είναι εκείνη που ο Σεν Λοράν αποκαλεί «Piggy», εκείνη που φιλοξενεί τη Λουλού και τον αδερφό της σπίτι της, κάνει διακοπές με τους πιο διάσημους σχεδιαστές του κόσμου, γκρεμίζει τα τείχη των ναών του στυλ, θρυμματίζει το απροσπέλαστο συναισθηματικό τείχος του Καρλ, βγάζοντάς του πορτρέτα που εικονίζουν έναν άνδρα ευάλωτο· όλα αυτά που θα μπορούσαν να την κάνουν να καβαλήσει το καλάμι. Κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δουλεύοντας για πολλά αμερικανικά περιοδικά, φωτογραφίζοντας editorial μόδας, η Μαίρη έρχεται σαν καταπέλτης σε έναν κύκλο ανθρώπων της γαλλικής κοινωνίας που, εκεί γύρω στο 1968, αρχίζει να αντιδρά «στη δικτατορία μιας συντηρητικής κοινωνίας χρησιμοποιώντας τα όπλα που διαθέτει». Δηλαδή: τη μόδα, την τέχνη, το κήρυγμα για -ακόμη καλύτερα- την αναζήτηση του ελεύθερου έρωτα και το θάνατο του συστημικού ζευγαριού, την πίστη στη γνώση άλλων πολιτισμών και πεδίων κάθε είδους: γεωγραφικών, μουσικών, αισθητικών, πνευματικών, αισθηματικών, σεξουαλικών. «Είχα εκνευρίσει την Κοκό Σανέλ. Μου την είχε συστήσει ο Τζον Φερτσάιλντ, ο πιο επιδραστικός για τη μόδα Αμερικανός εκδότης. Όταν τη συνάντησα στο δρόμο πριν ανέβω στο ατελιέ της στην οδό Καμπόν, εκείνη δεν έκρυψε τη δυσφορία της καθώς είδε το μίνι του André Courrèges που φόραγα: ήμουν νέα, αδύνατη, είχα μακριές γάμπες και δεν ήμουν καθόλου φοβισμένη».
Τους ένωνε μια εντυπωσιακή χάρη. Εκείνη, ο Καρλ, ο Ιβ, η Μαρίζα, η Λουλού αντάλλαζαν εκείνη τη δεκαετία ρούχα και συντρόφους, φορούσαν τουνίκ από την Ινδία, χάριζαν ο ένας στον άλλο αλυσίδες και κοσμήματα, έπλεκαν πλεξούδες τα μακριά μαλλιά τους. «Ημασταν νέοι, όμορφοι, ηδονιστές, φλεγόμασταν από ζωή και ενθουσιασμό. Το μότο μας ήταν “Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος”. Προβλέψαμε τα πάντα: το άφυλο στυλ, το πανκ, το unisex μακιγιάζ, το βίντατζ, το κάν’ το μόνος σου. Εκείνη η μόδα δεν ήταν μια απλή μορφή διαμαρτυρίας, ήταν κάτι πολύ περισσότερο: μια επανάσταση σε πολιτικό επίπεδο». Ο Μάης του ’68 στο Παρίσι, οι Beatles, οι Rolling Stones, οι ποιητές της μπιτ γενιάς, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Τζέιμς Ντιν και ο Μάρλον Μπράντο και έπειτα η King’s Road στο Λονδίνο και οι Sex Pistols, ο Lou Reed, ο Μορισέι, το ζευγάρι σκάνδαλο Τζέιν Μπίρκιν – Σερζ Γκενσμπούρ… Η Μαίρη Ράσελ μιλάει γι’ αυτούς σαν να είναι οι θεμελιώδεις λίθοι στους οποίους στήριξε τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, που περνά από την εξωτερική της εμφάνιση, τον ελευθεριάζοντα και απελευθερωτικό τρόπο που οι γυναίκες χρησιμοποιούν τον εαυτό τους σαν άλλοι σεισμογράφοι των αισθήσεων. Κάποια στιγμή ο Ιβ Σεν Λοράν, που προέρχεται από το χώρο της υψηλής ραπτικής ως διάδοχος του Ντιόρ και έπειτα αποφασίζει να δημιουργήσει τον δικό του οίκο, λανσάρει τη δική του σειρά prêt-à-porter που την ονομάζει Rive Gauche (Αριστερή Οχθη), από την πιο αντικομφορμιστική και επαναστατική πλευρά του Σηκουάνα. «Φτιάχνει μια συλλογή με τζιν ρούχα που εμείς φοράμε με τη χαρά που συνοδεύει το να σε θαυμάζουν, να σε παρατηρούν, ακόμη και το να σε απορρίπτουν: ρούχα που μαρτυρούν την παρουσία μας στον κόσμο». Ρωτάω τη Μαίρη αν ένας από τους τρόπους που αυτοπροσδιορίζονταν οι γυναίκες της εποχής ήταν και ο φεμινισμός. Η απάντηση συνοδεύεται από ένα χαμόγελο: «Μα όχι! Ημασταν οι ελεύθερες πρωταγωνίστριες μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ίσως δεν νιώθαμε την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούμε ως φεμινίστριες γιατί ήμασταν ήδη χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει. Κι επίσης επειδή είχαμε στο πλάι μας άνδρες που μας υποστήριζαν, συνομήλικούς μας που σκέφτονταν όπως εμείς. Ο κόσμος ήταν πιο μικρός, αλλά τα μυαλά και οι καρδιές πολύ πιο μεγάλες, ανοιχτές σε πειραματισμούς, ακόμη και στους πιο επικίνδυνους, γιατί από τη δεκαετία του ’60 και μετά άρχισε και η αχαλίνωτη χρήση σκληρών ναρκωτικών, με καταστροφικές συνέπειες». Θυμάται μια φωτογραφία του Χέλμουτ Νιούτον με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ σε μια έντονα αισθησιακή πόζα. Ενα πορτρέτο που σήμερα θα φάνταζε απίθανο να το δούμε, αφού κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι «αντικειμενοποιεί τη θηλυκότητα». Μήπως υπερβάλουμε με την πολιτική ορθότητα; «Μπορώ να πω ότι ανάμεσα στον Χέλμουτ και τα μοντέλα του υπήρχε πλήρη σύμπνοια. Δεν μπορούσες να χαρακτηρίσεις τις φωτογραφίες του απλώς σέξι, αφενός γιατί ήταν ένας δάσκαλος και έπειτα επειδή τα μοντέλα του ήταν γυναίκες που ήθελαν να είναι αισθησιακές. Ήταν σέξι, αλλά όχι με την αρνητική έννοια που κουβαλά αυτή η λέξη σήμερα. Γιατί σήμερα η κοινωνία έχει αλλάξει όπως έχει αλλάξει και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι».
Τι σκέφτεται για την αμερικανική λογοκρισία που εκφράστηκε με την άρνηση από τον εκδοτικό οίκο της κυκλοφορίας των απομνημονευμάτων του Γούντι Αλεν, ακόμη και αν αυτός βρήκε στη συνέχεια άλλο εκδότη; «Ήμουν ανέκαθεν κατά της λογοκρισίας. Εξάλλου, σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για συντήρηση, αλλά για πουριτανισμό. Και κανείς δεν πρέπει να φιμώνει εμάς τους καλλιτέχνες». Όσο μιλάει η Μαίρη Ράσελ χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «glamour». Τι σήμαινε τότε αυτή η λέξη και τι σημαίνει σήμερα; «Ειλικρινά, ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε κάτι τέτοιο ούτε εγώ ούτε οι φίλες μου: καθεμιά μας ντυνόταν όπως ήθελε. Η Λουλού με ανδρόγυνα σμόκιν του Σεν Λοράν, η Μαρίζα ήταν πιο χίπι σνομπ, εγώ στρατευμένη στο να είμαι, κάθε μέρα, η σταρ της ζωής μου, μιας ζωής την οποία έβλεπα σαν ταινία που έγραφα και σκηνοθετούσα. Glamour για μένα σημαίνει να βάζεις την προσωπικότητά σου σε αυτό που διαλέγεις να φορέσεις, αλλά και σε αυτό που διαλέγεις να βάλεις μέσα στο κεφάλι σου. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τίποτε άλλο, ούτε με την ηλικία: Η Τζένιφερ Λόπεζ είναι πιο glamorous τώρα, στα 50, απ’ ό,τι ήταν στα 25 της». Και σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα; «Από τη φύση μου δεν είμαι απαισιόδοξη. Βλέπω τα ανίψια μου, που έχουν αρραβωνιαστεί με κορίτσια που θεωρούνται όμορφα λίγο πολύ σύμφωνα με τους κανόνες ομορφιάς, αλλά ντύνονται σύμφωνα με μια δική τους ιδέα περί στυλ. Δεν ακολουθούν τίποτε άλλο πέρα από το προσωπικό τους γούστο». Ναι, αλλά υπάρχουν παραδείγματα που οι νεότεροι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν; «Άκου, βρίσκεις glamorous την Κιμ Καρντάσιαν;». «Όχι». «Ιδού. Απάντησες και μόνος σου».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Marie Claire Αυγούστου που κυκλοφορεί