Η Μία Κόλλια γράφει σε πρώτο πρόσωπο για το πώς είναι να κάνεις μωρό στα 50 σε μια κοινωνία που σε αυτή την ηλικία σε θέλει γιαγιά.
Ο ευγενικός και νεαρός υπάλληλος καταστήματος της γειτονιάς μου:
– Εγγονάκι σας;
– Όχι. Γιος μου.
– Αμάν! Κι εμένα ο πατέρας μου στα 51 με έκανε και δεν ξέρετε τι καζούρα έτρωγα στο σχολείο όταν ερχόταν να με πάρει. Ούτε ξέρετε τι σας περιμένει. Αν επιτρέπετε, πόσο είστε;
– 52.
– Ο σύζυγος είναι νεότερος τουλάχιστον;
– Είναι.
– Πάλι καλά.
Αν δεν ήταν χαμογελαστός και ευγενικός, όλο αυτό θα το ονόμαζα «μπούλινγκ». Η αδιακρισία και αναισθησία, φυσικά, είναι ένα θέμα. Δεν το δημοσιεύω όλο αυτό για να γραφτούν σχόλια που θα με ανακουφίσουν, αλλά μόνο για να εστιάσω την προσοχή όλων σε όσα μπορεί να πουν εύκολα, χωρίς να τα διυλίσουν, και μπορεί να καταρρακώσουν τον άλλον. Αλλωστε και στην «Cookoovaya» όπου ήμουν χθες βράδυ και είδα μια γνωστή μου, το πρώτο που μου είπε, μετά το «να σου ζήσει», ήταν το σχόλιο του πρώην άνδρα της και πρώτης μου παιδικής σχέσης: «Έλα τώρα, γιαγιά έπρεπε να είναι η Μία».
ΥΓ.: Εγώ στενοχωρήθηκα λίγο γιατί δεν έχω και καλές μέρες αυτή την περίοδο. Ίσως άλλοτε να γελούσα. Μια άλλη γυναίκα όμως μπορεί να πληγωθεί πολύ. Ας προσπαθήσουμε να βουτάμε λίγο τη γλώσσα μας στο μυαλό μας προτού γκαζώσει.
Αυτό ανέβασα στο Facebook στις 25 Ιουνίου. Δεν συνηθίζω να ανεβάζω τόσο προσωπικά πράγματα εκεί. Τα social media τα χρησιμοποιώ κατά κύριο λόγο για τη δουλειά μου, που είναι τα social media και η δημοσιογραφία πάντα. Καμιά φορά αναρτώ και κάτι που μου έχει κάνει θετική εντύπωση ή με έχει σοκάρει αναπάντεχα και θεωρώ ότι θα είναι καλό να το έχει κάποιος υπόψη του. Σαν προστασία δηλαδή ή και σαν ξεκαθάρισμα θέσεων – τις προάλλες, ας πούμε, συνειδητοποίησα πως αρκετοί «φίλοι» μου ήταν «φίλοι» με έναν απροκάλυπτο φασίστα, οπότε θεώρησα καλό να τους ειδοποιήσω και να επισημάνω την προσοχή μας όταν απαντάμε σε αιτήματα φιλίας.
Μετά το παραπάνω post, το οποίο είχε τη μεγαλύτερη ανταπόκριση σε post που έχω αναρτήσει ever, μπήκα σε πολύ βαθιές σκέψεις για το πόσο τελικά συνειδητοποιούμε τι συμβαίνει γύρω μας και πόσο ο καθένας μας είναι στον κόσμο του και ζει μόνο με τον κόσμο του. Δεν το λέω άσχημα, ούτε επικριτικά, η ζωή συμβαίνει εκεί έξω και κάπως έτσι συμβαίνει στη ζωή του καθενός. Θέλω να πω ότι όταν συνάδελφος δημοσιογράφος μού ομολόγησε σε μήνυμα πως στα 47 της έκρυβε την εγκυμοσύνη της από ντροπή και για να αποφύγει σχόλια, μεταφέρθηκα στην ελληνική επαρχία του 1960, ενώ έπρεπε να περιμένω ότι αυτά συμβαίνουν δίπλα μας το 2020.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το εξομολογητικό κείμενο που δίνω με πολλή αγάπη στo Marie Claire, ευχαριστώντας τo για την πρόσκληση, γράφεται μόνο για να αφυπνιστούμε και να μιλάμε. Να μιλάμε πολύ, παντού και άμεσα για τις αδιακρισίες και τις προσβολές, τις κακίες και τις απρόσκλητες παρεμβάσεις, τις σπόντες, τις idées fixes, τα απωθημένα του καθενός. Και να απαντάμε.
Kαι πάνω απ’ όλα, να σεβόμαστε τους άλλους, τις επιλογές τους και τα κέφια τους, τα γούστα τους, που λέει και ο λαός.
Ναι, ζούμε σε μια εποχή νεότητας. Όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας δίνονται χωρίς δισταγμό σε νέους ανθρώπους (και μπράβο!), ενώ εταιρείες καλλυντικών που χρησιμοποιούν μεγαλύτερες γυναίκες γίνονται πρωτοσέλιδο θέμα. Ναι, ζούμε σε εποχή νεότητας και αυτό, σε έναν βαθμό, δεν μου αρέσει. Γιατί με αναζητώ και δεν με βλέπω. Περνούν μπροστά από τα μάτια μου δεκάδες διαφημίσεις και δεν με αφορά τίποτα. Ενώ θέλω… Τα χρόνια που προστίθενται, γενικώς, σε καθιστούν κάποιον που περνά πιο απαρατήρητος. Όλα τούτα, τα ηττοπαθή, ισοσταθμίζονται φυσικά από τα κεκτημένα της εμπειρίας και πολλά άλλα που δεν είναι της παρούσης. Εγώ, πάντως, σε αντίθεση με αρκετές φίλες μου, θα ήθελα να ήμουν νεότερη. Ακόμη και να έδινα Πανελλήνιες.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, λοιπόν, και καθώς μεγάλωνα, ήρθε μια σφαλιάρα και αναγκάστηκα να αλλάξω δουλειά στα 42 μου. Μάλλον, για να το θέσω πιο σωστά, άλλαξα τομέα κατά κάποιον τρόπο αφού μετά από πολλά χρόνια στα έντυπα έμεινα άνεργη. Η τελευταία μου δουλειά ήταν διευθύντρια Σύνταξης στη Γυναίκα (στην «Καθημερινή») ενώ πριν ήμουν αρχισυντάκτρια του ΒΗΜΑmen. Για όποιον γνωρίζει λίγο, ήταν φανερό ότι δύσκολα θα έβρισκα δουλειά εφάμιλλη των ετών προϋπηρεσίας μου στο χώρο μου.
Και έτσι δημιουργήσαμε μαζί με τον άνδρα μου (το νεότερο, απ’ ό,τι θυμάστε) μία εταιρεία επικοινωνίας και social media, τη WeRpress. Στην αρχή αντιδρούσα πολύ. «Τι είναι αυτό; Δεν είναι η δουλειά μου. Ένα παιχνιδάκι είναι…», και τέτοια που ευτυχώς δεν εισακούστηκαν. Ένιωθα προφανώς μεγάλη για το αντικείμενο. Και φοβόμουν. Σήμερα, είμαι πολύ χαρούμενη που τα καταφέραμε τόσο καλά και έκανα σαν μικρό παιδί όταν κλείσαμε συνεργασία με το ΕΜΣΤ -κάτι που δεν περίμενα ποτέ-, ενώ εξακολουθώ να γράφω συνεντεύξεις (στο andro.gr), που είναι το πάθος μου. Θέλω να πω με δυο λόγια πως στα 45-50 μου έζησα μια άλλη επαγγελματική νιότη. Υποχρεωτική και ενδιαφέρουσα, δύσκολη και επίπονη.
Και κάπως έτσι, καθώς πλησίαζε η 24η Αυγούστου του 2018, όταν και θα έκλεινα τα 50 έτη, και μετά δεν θα μπορούσα να προχωρήσω σε εξωσωματική γιατί απαγορεύεται, είπα: «Δεν κάνω, μωρέ, και μια προσπάθεια; Αφού δεν θα πιάσει, ας το έχω προσπαθήσει τουλάχιστον». Για χρόνια πριν και για διάφορους λόγους που δεν έχουν καμία σημασία, παιδί δεν είχε έρθει. Οπότε φτάσαμε εκεί, με μένα να πειραματίζομαι στο… μη περαιτέρω.
Όταν η κοπέλα στη Βιοϊατρική μου έδωσε το χαρτί των αποτελεσμάτων με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά λέγοντας «Συγχαρητήρια! Είστε έγκυος», της επανέλαβα το όνομά μου, ούσα σίγουρη ότι έχει κάνει λάθος. Δεν είχε κάνει όμως.
Μετά τις πρώτες δικές μου υστεριούλες, που επίσης δεν σας αφορούν, ξεκίνησε η μάχη με τον κόσμο. Οι πρώτες κρούσεις αφορούσαν τη δουλειά (γιατί δεν θα σταματούσα να δουλεύω) και το θηλασμό. «Θα θηλάσεις;». «Όχι». «Γιατίίί;;; Μα είναι δυνατόν;».
Εσύ να μου πεις αν είναι δυνατόν να ρωτάς κάποιον άνθρωπο που έχεις δει δύο φορές και συναντάς σε χριστουγεννιάτικο δείπνο αν θα θηλάσει. Και αν είναι δυνατόν, δευτερευόντως, να του κάνεις και παρατήρηση. Ειλικρινά, στο δικό μου νοητικό και συναισθηματικό σύμπαν αυτό δεν υπάρχει. Απλά, δεν υπάρχει. Δεν θα μου ερχόταν ποτέ να ρωτήσω μια γυναίκα κάτι τόσο προσωπικό. Γιατί δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν θα θηλάσει μια γυναίκα, δεν με ενδιαφέρει αν θα αφήσει τη δουλειά της ή όχι, δεν με ενδιαφέρουν οι ζωές των άλλων όσο δεν ενοχλούν τις ζωές των άλλων. Επόμενη πίστα, γιατί θα έχω γυναίκα. «Ε, βέβαια, στα 50 σου, άμα δουλεύεις κιόλας, τη χρειάζεσαι τη γυναίκα». Και συνεχή μικροσχόλια, πικρόχολα, τύπου αστειάκια.
Γενικά, το 50 και μωρό άρχισε να γίνεται λίγο θέμα. Θέλω να πω πως όσο και να αδιαφορείς, να νιώθεις αυτοπεποίθηση, να έχεις καταξιωθεί επαγγελματικά, να έχεις λάβει φιλοφρονήσεις από γυναίκες και άνδρες, όταν στο πάρκο είσαι η μεγαλύτερη και κάποιοι σε κοιτούν σαν παράξενο πουλί το πράγμα δυσκολεύει.
Θέλει συγκέντρωση και focus. Πρέπει συνεχώς να είσαι alert, να είσαι παρούσα απέναντι στον εαυτό σου για να είσαι όπως πρέπει παρούσα απέναντι στο παιδί σου. Σε αυτή την κοινωνία όπου ο άνδρας είναι μάγκας αν έχει γκόμενα ή παιδί στα 65 και η γυναίκα είναι γιαγιά στα 50, εσύ πρέπει να πατάς γερά στη γη.
Για να αντιμετωπίσεις, κατά κύριο λόγο, τις γυναίκες. Μην κοιτάς που εμένα στο «Περίπτερο» το σχόλιο μού το έκανε άνδρας. Οι γυναίκες, δυστυχώς με κεφαλαία, έχουν το θέμα. Ειδικά όσες υπάρχουν επειδή γέννησαν. Όσες βρήκαν ρόλο μέσα στη μητρότητα. Όσες δεν είχαν ζωή πριν. Όσες δεν αποτίναξαν την κακή ελληνική επαρχία από πάνω τους – επιτρέψτε το μου αυτό γιατί ισχύει.
Πόσο κρίμα να ανάγεις σε εργαλείο δύναμης το πλάσμα που θα έπρεπε, όσο κανέναν άλλον στον κόσμο, να απαλλάξεις από οποιοδήποτε δικό σου συναισθηματικό βάρος. Κάθε κακία που ακούω είναι για την ψυχή του παιδιού εκείνης/εκείνου που την ξεστομίζει μια μικρή πληγούλα. Είμαι σίγουρη πως όσοι τολμούν να αποδέχονται τις επιλογές των γύρω τους μεγαλώνουν χαρούμενα και ανάλαφρα παιδιά. Και είμαι σίγουρη πως όσοι δίνουν τη μάχη σε γραφεία ψυχοθεραπευτών, όπως έκανα κι εγώ για πολλά χρόνια, έχουν μια μεγαλύτερη ευκαιρία στην προσωπική ευτυχία. Και των παιδιών τους. Η ηλικία είναι χαρά και βάρος, όπως όλα στη ζωή. Αρκεί να μπορείς να τα κοιτάς κατάματα και να μη σκεπάζεις τα βλέφαρά σου.