Τη φράση «κιλίββαντας πυροβόλου» νομίζω την γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν υπηρετήσει στον στρατό ξηράς. Και όσοι παρακολουθήσαμε live την κηδεία της Μελίνας Μερκούρη πριν από τριάντα χρόνια.
Η ίδια η Μερκούρη καμία σχέση δεν ήθελε να έχει με όπλα, αλλά η μοίρα τής επεφύλασσε να ταφεί με τιμές εν ενεργεία αρχηγού κράτους, πράγμα που σήμαινε ότι η σoρός της μεταφέρθηκε από τη Μητρόπολη Αθηνών στο Α΄ Νεκροταφείο πάνω σε αυτό το στρατιωτικό όχημα. Όσοι βρισκόμασταν στην επαρχία και το σήμα της τηλεόρασης δεν ήταν ιδανικό, βλέπαμε μια θολή λαοθάλασσα στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών και στη μέση να διαδραματίζεται ένα δρώμενο του οποίου την ένταση δεν μπορούσαμε να απορροφήσουμε.
Η Μελίνα υπήρξε ανέκαθεν την ίδια στιγμή αντικείμενο λατρείας και απαξίωσης, από διάφορες ομάδες ανθρώπων και για ποικίλους λόγους, σε κάθε φάση της ζωής της. Είτε ήσουν φαν, είτε δεν ήθελες να την βλέπεις καθόλου. Δεν υπήρχαν ενδιάμεσες καταστάσεις με εκείνη. Κι αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα.
Δεκάδες είναι οι λεπτομέρειες που ξέρουμε για τη ζωή της, ωστόσο κάποιες ξεχωρίζουν. Ο πρώτος άνδρας που αγάπησε στη ζωή της ήταν ο παππούς της, Σπύρος Μερκούρης, πρώην δήμαρχος Αθηναίων, μια εποχή που αυτό το αξίωμα ήταν σχεδόν το ίδιο σημαντικό με αυτό του πρωθυπουργού. «Τα ελαττώματα που κληρονόμησα από εκείνον με βοήθησαν στη ζωή, τα προσόντα όχι», είχε πει το 1991 σε συνέντευξή της στον Φρέντυ Γερμανό.
Βρισκόταν στο στούντιο του τότε Mega Channel, εκ δεξιών ο Τζούλης, όπως αποκαλούσε τον Ντασέν, εξ ευωνύμων ένας από τους καλύτερους δημοσιογράφους που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα, και με τον χαρακτηριστικό ένρινο τρόπο ομιλίας της δήλωσε φιλοξενούμενη στην πολιτική σκηνή της χώρας. Όχι επειδή είχε χάσει τις δημαρχιακές εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση: Απλά έτσι αισθανόταν.
Διαβάζοντας ένα καλοκαίρι το βιβλίο της, «Γεννήθηκα Ελληνίδα», ένα σχεδόν υποχρεωτικό ανάγνωσμα σε όλα τα «σοσιαλιστικά» σπίτια της μεσαίας τάξης τις δεκαετίες του 1980 και 1990, κατάλαβα ότι ως χαρακτήρας τα πρώτα χρόνια της ζωής της ήταν δύστροπη, ως και ενοχλητική, ακόμα και μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, το οποίο ωστόσο σύμφωνα με την ίδια δεν είχε αποδοθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην ελληνική γλώσσα.
Ένα πρωί των παιδικών της χρόνων, θυμόταν, η μικρή Μελίνα πέρασε μπροστά από το τραπέζι όπου κρύωναν κάτι κρέμες που είχαν φτιάξει οι υπηρέτριες και η ίδια έφτυσε μέσα. Κάποιος παραπονέθηκε στον παππού της για τη συμπεριφορά της: «Ναι, αλλά κοίτα πόσο αριστοκρατικά έφτυσε», ήταν η απάντηση.
Αυτό συνόψιζε λίγο πολύ όλη τη ζωή της Μερκούρη. Όταν έχεις γεννηθεί σε μία πολιτική οικογένεια που σήμερα θα χαρακτηριζόταν «αριστοκρατική», παρά τα αριστερά της ερείσματα, όταν είσαι το αγαπημένο κορίτσι όλων, σε νταντεύουν ακόμα κι όταν περνάς τις τάξεις του σχολείου με παρακάλια, σε αφήνουν να ζήσεις την άγρια εφηβεία σου όπως εσύ θέλεις, όταν είσαι μέλος κοινωνικών κύκλων, όπου ανήκουν ελάχιστοι άνθρωποι, είναι αναμενόμενο να αγαπάς τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις και οτιδήποτε ξεκινάει με την πρόθεση «αντί». Ειδικά αν μέσα σου υπάρχει μια σπίθα που καίει διαρκώς και θέλεις να ανακαλύψεις τον κόσμο με τους δικούς σου όρους.
Ο έρωτάς της με τον πολύ μεγαλύτερό της σε ηλικία ζεν πρεμιέ Γιώργο Παππά, ο γάμος της στα 17 με τον κτηματία Παναγή Χαροκόπο – εκτός Αθηνών, καθώς δεν είχε την έγκριση της οικογένειάς της – και η σχέση της με τον μαυραγορίτη Φειδία (Αλέξη) Γιαδικιάρογλου στη διάρκεια της Κατοχής ήταν μερικά από τα περιστατικά που έδιναν διαρκώς τροφή για σχόλια στο αθηναϊκό κοινό ήδη από τα πρώτα 20 χρόνια της ζωής της. Ο Χαροκόπος της είχε δώσει την άδεια, όπως συνηθιζόταν τότε, να συνεχίσει να ασχολείται με το θέατρο, αλλά ο έρωτάς τους δεν κράτησε για πολύ. Στη διάρκεια της Κατοχής μετακόμισε στο σπίτι του Γιαδικιάρογλου στην οδό Ακαδημίας 4.
Δεν ήταν περήφανη για τη στάση που κράτησε εκείνη την περίοδο. Εξάλλου ο αδελφός της, Σπύρος, ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Το εξομολογήθηκε τόσο στο βιβλίο της, όσο και σε συνέντευξη που έδωσε πριν χρόνια στον Γιώργο Δουατζή. Η ίδια είχε πει ακόμα πως έπαιρνε τα χρήματα του Γιαδικιάρογλου και τα έδινε στον αδελφό της, καθώς και ότι υποστήριζε οικονομικά οικογένειες με ανάγκη, ενώ έκρυβε και αντιστασιακούς. Το faux pas αυτό δεν επρόκειτο να επαναληφθεί.
Η αντιδικτατορική της δράση είναι πασίγνωστη, ωστόσο πολλοί δεν γνωρίζουν τις απόπειρες δολοφονίας που έγιναν σε βάρος της στο πλαίσιο της επτάχρονης εξορίας της. Μία από αυτές έγινε από φασίστες στη Γένοβα, όταν είχε επισκεφτεί την πόλη για να μιλήσει ενάντια στη Χούντα. Οι πρώτες της πράξεις αντίστασης ήταν οι δηλώσεις της ενάντια στη δικτατορία των Συνταγματαρχών την περίοδο που έπαιζε στο Illya, Darling στο Broadway. Εξάλλου, όπως είχε πει και η ίδια «Δεν μπορούσα να παίζω εγώ την Ίλια Ντάρλινγκ και στην Ελλάδα να συμβαίνει αυτό το πράγμα».
Σε συνέντευξή της στην Λιάνα Κανέλλη, στις αρχές των 90s, είχε πει πως τρία ήταν τα πράγματα που της είχαν πει από την οικογένειά της ότι πρέπει πάντα να κάνει: να μη λέει ψέματα, να μην αγαπάει τα λεφτά, και να αγαπάει την Ελλάδα. Πράγματι, έκανε και τα τρία. Παραδεχόταν τα λάθη της σε βαθμό που εξαγρίωνε κάποιο κόσμο με την ειλικρίνειά της και ήταν πιστή στους σκοπούς της. Ποτέ δεν επιδίωξε την απόκτηση πλούτου με ανήθικους τρόπους. Και πάντα αγαπούσε αυτή τη χώρα, στην οποία μπορεί να γεννήθηκε τυχαία, όπως κι όλοι μας, είχε όμως ξεκαθαρίσει μέσα της ποια κομμάτια της έπρεπε να γίνουν γνωστά σε όλο τον κόσμο και ποια χρειαζόντουσαν διόρθωση.
Οκτώ χρόνια στο Υπουργείο Πολιτισμού, η Μερκούρη ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που είχε αντιληφθεί την έννοια της πολιτιστικής διπλωματίας. «Το Υπουργείο Πολιτισμού έπρεπε να ήταν το δεύτερο Υπουργείο Εξωτερικών». Χάρη στην προσωπικότητά της μπορούσε να μιλήσει επί ίσοις όροις με οποιονδήποτε αξιωματούχο, οποιασδήποτε κυβέρνησης,
Με την ίδια ευκολία, βέβαια, μιλούσε και με τους ανθρώπους που την ψήφιζαν στην Β΄Περιφέρεια Πειραιώς. Εκεί ήθελε ο Ανδρέας Παπανδρέου να πολιτευτεί η Μελίνα, όταν της πρότεινε την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές:. Κοντά στα αληθινά παιδιά του Πειραιά, τα οποία είχε κάνει διάσημα στην υφήλιο, όπως της είχε επισημάνει προεκλογικά το 1977 ο ίδιος. «Μπουμπουλίνα» την αποκαλούσαν οι ψηφοφόροι της, για τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε. Την αγαπούσαν σαν να είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί.
Ο καρκίνος τή χτύπησε τη δεκαετία του 1990, κατάφερε να τον νικήσει τη μία φορά, ποτέ όμως δεν έκοψε το τσιγάρο. Σε μία εποχή όπου το κάπνισμα επιτρεπόταν ακόμα παντού, η Μερκούρη κρατούσε την άσπρη κασετίνα Asos και όποτε έβρισκε ευκαιρία άναβε το μεγάλο της πάθος. Φήμες λένε πως όσο νοσηλευόταν στην Νέα Υόρκη, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, έβγαζε τα σωληνάκια μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου για να καπνίσει. Δεν αποκλείουμε τίποτα, με τη συγκεκριμένη γυναίκα όλα ήταν πιθανά. Φοβόταν τον καρκίνο, αλλά, όπως είχε εξομολογηθεί στην Λιάνα Κανέλλη, τον φοβόταν ως Αμαλία – Μαρία, όπως ήταν το βαφτιστικό της όνομα.
Σήμερα μία προσωπικότητα όπως η Μερκούρη ίσως να θεωρείται υπερεκτιμημένη, παρότι κανείς δεν μπορεί να αντιτάξει το οτιδήποτε στον αγώνα της για να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Ίσως να μοιάζει παλιακή, θεοποιημένη χωρίς λόγο ή τέλος πάντων η λάμψη της να έχει φθαρεί για κάποιους, όπως συμβαίνει πάντα με τις τόσο έντονες προσωπικότητες. Η αποκαθήλωση τούς περιμένει στη γωνία, ειδικά αν περάσουν τόσα χρόνια από το θάνατό τους.
Εκτός αν αγαπάς γενικά τους ανθρώπους που είναι έντονοι, έχουν κάτι να πουν, πολλά να κάνουν και δεν μοιάζουν με κανέναν. Όταν η Μερκούρη γύριζε με τον Ντασέν την ταινία Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται στην Κριτσά Λασιθίου, έμεναν μόνιμα στην περιοχή για αρκετό καιρό. Η Μελίνα έπαιζε τάβλι με τους χωριανούς, έπινε ρακές, περνούσε όμορφα, παρά τη δυσκολία του ρόλου της – ήταν η κλασική χήρα που υπάρχει στο έργο του Καζαντζάκη και αποτελεί τον καταλύτη για πολλές δυσάρεστες εξελίξεις της υπόθεσης.
Κάποια στιγμή ο Πιέρ Βανέκ, ο Γάλλος ηθοποιός που υποδυόταν τον Μανωλιό, εμφάνισε ένα πρόβλημα υγείας στο ιγμόριο. Ολόκληρο ελικόπτερο έφτασε στον κάμπο του χωριού για να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Οι Γάλλοι αποκαλούν αυτό το σημείο του προσώπου «το τρίγωνο του θανάτου» εξαιτίας της επικινδυνότητάς του. Τελικά ο Βανέκ ανάρρωσε γρήγορα και επέστρεψε στο χωριό. Μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο, άρχισε να φωνάζει: «Μελίνα, σε ψάχνω». Έτρεξε για λίγα μέτρα, τη βρήκε, την αγκάλιασε.
Όλοι αναζητούμε μια Μελίνα. Αν όχι την ίδια την Μελίνα. Έναν άνθρωπο με πάθος, που, όπως είχε πει κάποτε, της άρεσε να ξεκινάει κάτι και να το φτάνει ως το τέλος, μία αρετή που κατεξοχήν διαθέτουν οι γυναίκες. σύμφωνα πάντα με εκείνην. Όλοι θέλουμε κάποιον για να θαυμάζουμε για τα χαρίσματά του, ακόμα κι αν δεν θα κάναμε τη δική του ζωή, είτε γιατί δεν θα μπορούσαμε, είτε γιατί δεν θα θέλαμε. Όσο κι αν καμιά φορά ξεφτίζουν με τα χρόνια στο συλλογικό υποσυνείδητο κάποια σύμβολα, αυτή η απροσδιόριστη δύναμη και ελκυστικότητά τους παραμένει ζωντανή.
Μπορεί να μη σε ενδιαφέρει καθόλου η φράση της «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα», την οποία είπε όταν η χούντα της αφαίρεσε την ελληνική υπηκοότητα. Όσοι ασπάζονται τις δημοκρατικές αξίες όμως, δεν μπορούν να μην αισθανθούν κάτι μέσα τους όταν διαβάζουν το δεύτερο μέρος αυτής της δήλωσης: «Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας». Καλώς ή κακώς, αυτό είναι ακόμα επίκαιρο.