Τη δεκαετία του 1970, η Marie-Claire Chevalier ήταν ένα έφηβο κορίτσι που μεγάλωνε με τη μητέρα και τις αδελφές της σε μια περιοχή έξω από το Παρίσι. Σε ηλικία 16 ετών βιάστηκε από έναν 18χρονο μαθητή με τον οποίο πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Έμεινε έγκυος και ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας της, ώστε να προχωρήσει σε άμβλωση. Η χρήση των χαπιών αντισύλληψης είχε νομιμοποιηθεί στη Γαλλία μόλις λίγα χρόνια πριν, όμως η νομοθεσία για τις αμβλώσεις ήταν πάρα πολύ αυστηρή και, όσες γυναίκες τολμούσαν έστω να την προσπαθήσουν με κάποιο τρόπο, διώκονταν με μανία από τις αρχές. H Marie-Claire, ωστόσο, είχε αποφασίσει να επιλέξει εκείνη τι θα έκανε με το σώμα της. Και μαζί με την άμβλωση, έκανε – χωρίς να το γνωρίζει τότε – το ξεκίνημα μιας επανάστασης μέσα σε μια άλλη επανάσταση, που ήδη εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του πλανήτη.
Μόλις ο βιαστής της Chevalier συνελήφθη από την αστυνομία για κάποια άλλη παράβαση, προκειμένου να πέσει στα μαλακά, αποκάλυψε στις αστυνομικές αρχές ότι η Marie-Claire είχε πραγματοποιήσει άμβλωση. Αυτό ήταν εύκολο να διασταυρωθεί, καθώς η ίδια, κατά τη διάρκεια της επέμβασης, είχε τεράστια αιμορραγία και αναγκάστηκε να νοσηλευθεί. Μόλις έγινε γνωστή η πράξη της, συνελήφθη με βάση τις διατάξεις ενός νόμου που ίσχυε από το 1920. Μαζί της συνελήφθησαν η μητέρα της, Michelle, καθώς και τρεις ακόμα γυναίκες, με τις κατηγορίες της συνέργειας στην άμβλωση. Ο βιαστής αφέθηκε ελεύθερος. Τότε, η Michelle αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια της δικηγόρου Gisèle Halimi, μιας ακτιβίστριας που, μαζί με την Simone de Beauvoir, είχαν ιδρύσει την ΜΚΟ Choisir (που σημαίνει «επιλέγειν») και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποποινικοποιήσουν τις αμβλώσεις.
Η Marie-Claire Chevalier παρέμεινε στη φυλακή για κάποιο χρονικό διάστημα και στο μεταξύ η Halimi προετοίμαζε την υπεράσπισή της, έχοντας ήδη μεγάλη εμπειρία από την υπόθεση της Αλγερινής Djamila Boupacha, η οποία είχε βιαστεί και κακοποιηθεί σωματικά από Γάλλους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, για να καταδικαστεί αργότερα σε θάνατο. Έχοντας ήδη καταφέρει να αθωώσει την Boupacha, σε μια υπόθεση με κύρια ομοιότητα την προσπάθεια τιμωρίας του πραγματικού θύματος μιας υπόθεσης, η Halimi ήταν αποφασισμένη να εξασφαλίσει την ελευθερία της Chevalier και των γυναικών που είχαν συνδράμει στην άμβλωσή της. Μετά από μια περίπλοκη διαδικασία, καθώς το θύμα ήταν ανήλικο και έπρεπε να δικαστεί κεκλεισμένων των θυρών, η Halimi κατάφερε να εφαρμόσει τη στρατηγική της. Η ίδια μάλιστα, παραδέχτηκε δημόσια πως είχε κάνει άμβλωση στο παρελθόν, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος του 1920 ήταν απαρχαιωμένος και ότι ήταν ανεφάρμοστος υπό τις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Η Marie-Claire έγινε η ανήλικη – σύμβολο μιας προσπάθειας για το αυτονόητο, τον έλεγχο στο ίδιο μας το σώμα και την επιδίωξη ένα κράτος να διαθέτει νομοθεσία που να διευκολύνει τη ζωή των πολιτών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο δέχτηκε γελοίες ερωτήσεις από το προεδρείο της δίκης, όπως αν έβαλε τον διαστολέα εξέτασης στο στόμα της. Υπέστη για δεύτερη φορά βιασμό, μέσα από την αναπαράσταση των γεγονότων που είχε βιώσει και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τις αρχές. Η δίκη έλαβε πολιτικές διαστάσεις, τόσο εξαιτίας του γεγονότος ότι η Marie-Claire είχε προφυλακιστεί, όσο χάρη στο γεγονός ότι προσωπικότητες όπως η Simone de Beauvoir είχαν αρχίσει να μιλούν ανοιχτά γι’ αυτήν, καταγράφοντας μάλιστα τα πρακτικά της διαδικασίας, χωρίς να παραλείπουν κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να εκθέσει δημόσια το δικαστήριο.
Τελικά, όλες οι κατηγορούμενες αθωώθηκαν, και μόνο η Marie-Claire έπρεπε να πληρώσει ένα διοικητικό πρόστιμο, το οποίο τελικά δεν της πιστώθηκε ποτέ. Η ζωή της, όμως, δεν ήταν ποτέ ίδια μετά από αυτό. Το μετατραυματικό στρες από τον βιασμό, το αιμορραγικό επεισόδιο που σχεδόν τη σκότωσε, αλλά και η ίδια την ακροαματική διαδικασία, τήν κυνηγούσαν σε όλη τη ζωή της. Πραγματοποιήσε απόπειρα αυτοκτονίας, πάσχοντας από βαριά κατάθλιψη. Αναγκάστηκε να αλλάξει μέχρι και το όνομά της μετά το πέρας της δίκης και έζησε όλη της τη ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η ίδια χρειάστηκε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να έχει μια φυσιολογική καθημερινότητα. Η Marie-Claire ήταν η περίπτωση ενός ανθρώπου, και μάλιστα ανηλίκου, που ζητούσε τα αυτονόητα και, χωρίς να το επιδιώξει έμπρακτα η ίδια, σήκωσε μεγάλα κύματα στην εγχώρια ειδησεογραφία: ο Τύπος και οι εκδοτικοί οίκοι της Γαλλίας παρέβησαν την απόφαση του εισαγγελέα της δίκης, που είχε διατάξει τη μη δημοσιοποίηση στοιχείων της και, κυρίως, την αποχή από κάθε γραπτή δημόσια τοποθέτηση περί άμβλωσης. Η de Beauvoir με την Halimi εξέδωσαν, ίσως στον πιο επιδραστικό μέχρι σήμερα γαλλικό εκδοτικό οίκο, ένα βιβλίο για τη δίκη, ενώ άνθρωποι του πνεύματος από όλους τους χώρους της διανόησης τοποθετήθηκαν δημόσια υπέρ της Marie-Claire Chevalier. Όλο αυτό ήταν πάρα πολύ έντονο για ένα νεαρό κορίτσι που άναψε τη φωτιά μιας επανάστασης, η οποία διαδραματίστηκε στο πλαίσιο μιας έτερης επανάστασης, του δεύτερου κύματος φεμινισμού που απλωνόταν τότε στις χώρες του δυτικού κόσμου.
Δύο χρόνια μετά, το 1974, η Υπουργός Υγείας της Γαλλίας Simone Veil ανέλαβε να συντονίσει τις ενέργειες για τη νέα νομοθεσία που θα ψηφιζόταν στη Γαλλία και, αισίως, θα επέτρεπε τις αμβλώσεις. Πρόεδρος της χώρας ήταν τότε ο Valéry Giscard d’Estaing. Η νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 1975. Η Marie-Claire Chevalier μόλις είχε κλείσει τα 20 χρόνια της και ζούσε στην ανωνυμία από επιλογή. Έγινε νοσοκόμα, ασχολήθηκε με τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων και το 1988 απέκτησε μια κόρη. Η κόρη της, το 2022, λίγο μετά το θάνατο της Marie-Claire από όγκο στο κεφάλι, δήλωσε πως «πέθανε χωρίς να ζητήσει ποτέ τίποτα από κανέναν. Χρειαζόταν βοήθεια και ποτέ δε μας ειδοποιούσε». Πράγματι, τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στην Ορλεάνη, σε ένα εξοχικό σπίτι με άλογα και πολλές γάτες, μακριά από την κόρη και την εγγονή της.
Η Marie-Claire Chevalier ήταν η αφανής ηρωίδα ενός κινήματος που πήρε μεγάλες διαστάσεις και προκάλεσε μια σημαντική κοινωνική αλλαγή. Ο βιασμός της και η άμβλωση που επιχείρησε κατόπιν, παρέμειναν αντικείμενο συζήτησης της γαλλικής κοινωνίας για χρόνια. Η ίδια κινδύνεψε να χάσει τα πάντα, ενόσω μάλιστα ήταν ανήλικη, για να διεκδικήσει αυτό που έπρεπε και η μοναδική φορά που μίλησε για το θέμα μετά τη δίκη ήταν κάποια στιγμή το 2006. Τότε σχολίασε το βιβλίο των de Beauvoir και Halimi, λέγοντας ότι ο νόμος της Simone Veil «ήταν κάπως δικός της». «Ήταν ένα μικρό ευχαριστώ προς εμένα το γεγονός ότι ψηφίστηκε», είχε πει η Marie-Claire. Μάλλον ποτέ κανείς δεν κατάφερε να την αποζημιώσει πλήρως για όλα όσα πέρασε. Μάλλον δεν την ενδιέφερε κιόλας. Αυτό που ήθελε, όμως, είχε συμβεί: οι υπόλοιπες γυναίκες στη Γαλλία ήταν πλέον προστατευμένες. Και λίγα χρόνια μετά θα έπαιρναν σειρά και άλλες γυναίκες, σε άλλες χώρες. Εμείς το λιγότερο που οφείλουμε απέναντί της είναι να γνωρίζουμε την ιστορία και το όνομά της.