Μπαίνοντας στο στούντιο όπου φωτογραφιζόταν για να κάνουμε την κουβέντα μας, με κέρδισαν τα εκφραστικά και φωτεινά της μάτια, που έρχονται σε αντίθεση με τα σκοτεινά χρόνια που έζησε μεγαλώνοντας. Τις μεγαλύτερες μάχες της ζωής της τις έδωσε στην παιδική της ηλικία, ενώ ήρθε αντιμέτωπη με το σοβαρό πρόβλημα υγείας που ξεκίνησε μόλις στα 14. Αφού αποδείχθηκε, επτά χρόνια μετά, ότι πρόκειται για το Σύνδρομο Δύσκαμπτου Ανθρώπου, όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω, αλλά ανακάλυψε το ταλέντο της στην κολύμβηση και κατάλαβε ότι η μόνη που μπορεί να θέσει όρια στα «θέλω» της είναι η ίδια. Η Αλεξάνδρα Σταματοπούλου, χάλκινη Ολυμπιονίκης, πανευρωπαϊκή και πανελλήνια πρωταθλήτρια στις κατηγορίες S3 & S4, μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τη σκληρή πλευρά των ανθρώπων, αλλά και την ψυχική δύναμη που κρύβεται μέσα μας ώστε να αντιμετωπίζουμε τα πάντα.
Επέστρεψες από το Τόκιο έχοντας το χάλκινο μετάλλιο στη βαλίτσα σου. Ήταν κάτι που το περίμενες;
«Είχα προετοιμαστεί να πάρω καλή θέση. Στην αρχή λέγαμε ότι πάμε σίγουρα για μετάλλιο. Οταν όμως είδαμε τις άλλες αθλήτριες, κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί συμμετείχαν νέες ηλικίες (σ.σ.: η ίδια είναι 35). Με άγχωσε το ότι είχα τάξει ένα μετάλλιο σε δικούς μου ανθρώπους, αλλά τελικά τα κατάφερα».
Συνειδητοποίησες αμέσως τι συνέβη;
«Όταν ξεκίνησε ο αγώνας, για κάποιο λόγο ένιωθα βαριά. Ηταν ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Σαν να κουβαλούσα πολλά τούβλα. Οταν τερμάτισα, δεν ήξερα αν ήμουν τρίτη ή τέταρτη. Περίμενα ότι θα ήμουν τέταρτη, για να πω την αλήθεια, και με το που είδα στον τεράστιο πίνακα την κατάταξή μου, χοροπηδούσα μες στο νερό. “Έφυγαν” τα τούβλα, έφυγαν όλα».
Γιατί πιστεύεις ότι ένιωθες αυτό το βάρος;
«Έχεις τεράστια ευθύνη. Θέλεις να τα πας καλά κυρίως για τον εαυτό σου, αλλά νιώθεις ευθύνη και για όσους έχουν επενδύσει σε σένα, έχουν στηρίξει την προσπάθεια και την προετοιμασία σου, έχουν πιστέψει στα όνειρά σου».
Ποιοι είναι αυτοί οι έμπρακτοι υποστηρικτές σου;
«Αρχικά, οι άνθρωποι της Lenovo, οι οποίοι μπορεί να είδαν ότι είμαι χαμηλών τόνων, αλλά εντόπισαν και την έμφυτη δυναμικότητά μου και πίστεψαν σε αυτήν. Δεν ήθελα να τους βγάλω ψεύτες. Δεν απαίτησαν ποτέ κάτι. Αυτό που μου είπαν όταν ετοιμαζόμουν να φύγω για Τόκιο ήταν: “Φρόντισε να το ευχαριστηθείς εσύ η ίδια”. Θεωρώ ότι η εμπιστοσύνη τους μου έκανε πολύ καλό. Αυτό είναι συνηθισμένο για τους αρτιμελείς αθλητές, αλλά για μένα ήταν κάτι σπάνιο. Θέλησα λοιπόν να τους το ανταποδώσω με κάποιον τρόπο. Γι’ αυτό και τους αφιερώνω το μετάλλιο, όπως και σε όλους όσοι πίστεψαν σε μένα: τον προπονητή μου Μιχάλη Νικόπουλο, τη φυσικοθεραπεύτριά μου Ανθη Σουμπλιού, που είναι μαζί μου σε όλες τις αποστολές, τον μάνατζέρ μου Ηλία Πάνου, που δεν περίμενα ποτέ να έχω σε αυτή την ηλικία».
Η προετοιμασία σου πώς ήταν; Ο παραολυμπιακός αθλητισμός έχει προβλήματα στην Ελλάδα;
«Αρκετά προβλήματα. Εξαρχής δεν είχαμε καλές υποδομές. Μόλις τους τελευταίους πέντε μήνες κάναμε καλή προετοιμασία. Με τις νέες υποδομές στο ΟΑΚΑ ξεκινήσαμε κι εμείς, οι άνθρωποι με αναπηρία, να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως επαγγελματίες και να προσπαθούμε για ένα καλύτερο αποτέλεσμα».
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει ένα άτομο με αναπηρία στην Ελλάδα;
«Παρεμποδίζεται ακόμη και η μετακίνησή μας στο χώρο της προπόνησης. Μπορεί να είναι ό,τι πιο κλασικό ακούει κανείς, αλλά δεν υπάρχουν ράμπες. Αυτή είναι η πραγματικότητά μας. Όποιος κι αν είναι ο προορισμός, από τη στιγμή που θα βγούμε από το σπίτι, δεν έχουμε εύκολη πρόσβαση. Για όλα καταβάλλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια. Τα “θέλω” μας είναι μεγαλύτερα από αυτά των αρτιμελών ανθρώπων, γιατί θέλουμε να αποδείξουμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους ότι τίποτα δεν μας εμποδίζει. Αλλά τελικά μας εμποδίζει. Οτιδήποτε θέλουμε να κάνουμε το σκεφτόμαστε διπλά, κι ας έχουμε θέληση».
Αναδεικνύουν σωστά τα ΜΜΕ τον παραολυμπιακό αθλητισμό και τα προβλήματα που έχουν να λύσουν τα άτομα με αναπηρία;
«Η μέριμνα για την αναπηρία συζητιέται σε συγκεκριμένες στιγμές, όπως όταν έχουμε εκλογές. Η άποψη των ατόμων με αναπηρία πρέπει να ακούγεται διαρκώς. Όλοι μας έχουμε κάποιο ταλέντο, κάποιοι τα καταφέρουν στον αθλητισμό. Τα ΜΜΕ όμως δεν εστιάζουν στο ταλέντο που έχει κανείς, αλλά στο αμαξίδιο, όπου ενδεχομένως κάθεται, και στα προβλήματα που το συνοδεύουν. Δεν βλέπω όμως αλλαγές και αναρωτιέμαι για ποιο λόγο επαναλαμβάνεται κάτι το οποίο δεν αλλάζει. Γι’ αυτό θέλω να δώσω βάση στις ικανότητες και στο τι μπορεί να πετύχει κάποιος. Δεν υπάρχει η κατάλληλη στήριξη, τα ΜΜΕ ποντάρουν κυρίως στα “δεν μπορώ”, στις αδυναμίες των ανθρώπων και όχι στο πώς θα ενισχυθούν τα “μπορώ”».
«Τα “θέλω” μας είναι μεγαλύτερα από αυτά των αρτιμελών ανθρώπων, γιατί θέλουμε να αποδείξουμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους ότι τίποτα δεν μας εμποδίζει. Αλλά τελικά μας εμποδίζει. Οτιδήποτε θέλουμε να κάνουμε το σκεφτόμαστε διπλά»
Σε τι θα ήθελες να δοθεί αξία και πώς θα μπορούσες να βοηθηθείς επί της ουσίας;
«Βλέποντας εικόνες από το εξωτερικό -τη νοοτροπία, το πώς λειτουργούν- θα ήθελα να αντιμετωπίζομαι ως επαγγελματίας αθλήτρια. Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα θεωρεί ότι το μόνο διαφορετικό που μπορεί καταφέρει ένα άτομο με αναπηρία είναι να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Δεν μας φαντάζονται, για παράδειγμα, σε έναν εργασιακό χώρο. Δεν δίνεται σημασία στις απόψεις μας και υπάρχει μία περιθωριοποίηση, την οποία δεν κατανοώ».
Πότε έγινε η διάγνωσή σου με Σύνδρομο Δύσκαμπτου Ανθρώπου;
«Το 2011, όταν ήμουν 21».
Οι γιατροί σού εξήγησαν ποτέ τι ακριβώς σου συμβαίνει;
«Όχι. Πολλές φορές με παρέπεμπαν αποκλειστικά σε ψυχολόγο, από την παιδική μου ηλικία μάλιστα. Κανένα παιδί δεν θέλει να νιώθει μουδιάσματα, καψίματα ή να πέφτει στη μέση του δρόμου χωρίς να κατανοεί γιατί του συμβαίνει αυτό ή ότι οφείλεται σε αυτοάνοσο. Ηταν πολύ σκληρό για μένα το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να βρουν το πρόβλημα και να καταλάβουν το μέγεθός του».
Και τα παιδικά σου χρόνια ήταν δύσκολα. Υιοθετήθηκες όταν ήσουν 5 ετών.
«Ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για μένα κι ευχαριστώ τη μητέρα μου -την οποία έχασα πριν από πέντε μήνες- γι’ αυτό που είμαι τώρα. Γεννήθηκα στη Ρουμανία και μέχρι τα 5 μου ζούσα σε ίδρυμα. Θυμάμαι πολλά από εκείνη την αέναα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Η διαδικασία της υιοθεσίας ήταν πολύ ευχάριστη για μένα. Επιλέχθηκα ανάμεσα σε πολλά άλλα παιδιά, γεννημένα το 1986 και την εποχή του Τσερνόμπιλ. Μπορεί το ατύχημα να έγινε στην Ουκρανία, αλλά είχαν επηρεαστεί όλες οι γειτονικές χώρες».
Πιστεύεις πως συνδέεται το Τσερνόμπιλ με αυτή τη δύσκολη απόφαση των βιολογικών γονιών σου;
«Υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Ακόμη και οι πιο πλούσιοι δεν είχαν στα ράφια τους φαγητό. Οποιος προλάβαινε… Οπότε, ναι, ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Υιοθετηθήκαμε τρία παιδιά του ιδρύματος από την ίδια οικογένεια. Θυμάμαι όλες τις εικόνες εκείνης της ημέρας, όπως ότι ήμουν πολύ χαρούμενη και ταυτόχρονα φοβισμένη. Έφευγα από ένα μέρος όπου υπήρχε ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα και δεν ήξερα πού πηγαίνω. Επίσης, θυμάμαι έντονα το φόβο να μην κάνω κάτι λάθος και βρεθώ ξανά στο ίδρυμα. Φυσικά οι θετοί γονείς μου προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν εξηγώντας μου πως είμαι δικό τους παιδί και πως δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο».
«Θυμάμαι έντονα το φόβο να μην κάνω κάτι λάθος και βρεθώ ξανά στο ίδρυμα. Φυσικά οι θετοί γονείς μου προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν εξηγώντας μου πως είμαι δικό τους παιδί και πως δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο».
Έχεις θυμό μέσα σου για εκείνα τα παιδικά χρόνια;
«Ίσως για τα χρόνια προσαρμογής. Είχα ΔΑΔ (Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή), με αποτέλεσμα να έχω και αναπτυξιακή διαταραχή λόγου. Έτσι, άργησα να μιλήσω, δεν έλεγα λέξη μέχρι τα 5 μου. Με την κατάλληλη θεραπεία και υποστήριξη ξεκίνησα να μιλάω, αλλά έχοντας την αγωνία να ανήκω κι εγώ σε ένα κοινωνικό σύνολο εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής μου. Ήταν Γολγοθάς για μένα το να προσπαθώ να φτάσω τα παιδιά της ηλικίας μου. Να μπορώ να προσαρμόζομαι και να αφομοιώνομαι από κάθε ομάδα. Νομίζω ότι έκανα τεράστια βήματα για να φτάσω εδώ που είμαι».
Βίωσες και bullying;
«Nαι, βίωσα. Στην αρχή δεν το κατανοούσα, γιατί δεν μιλούσα. Τα πρώτα χρόνια στο σχολείο υπήρχε και συνοδός, που το περιόριζε, κι έτσι άργησα να το καταλάβω. Στο Γυμνάσιο, όπου δεν είχα καμία στήριξη από κανέναν, είδα την ωμή αλήθεια. Μετά τον εκφοβισμό και τη λεκτική επίθεση μεταπηδήσαμε στη σωματική βία. Υπήρχαν σπρωξίματα, κανονικό ξύλο, κι εγώ δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ακριβώς συμβαίνει. Η δικαιολογία ήταν ότι ήμουν ανοιχτόχρωμη και φαινόμουν ότι δεν είμαι από την Ελλάδα, ότι δεν έλεγα σωστά όλες τις λέξεις. Υπήρχε κυρίως φυλετικός ρατσισμός. Δεν έβαζα σε κανέναν όρια, απλώς προσπαθούσα να το αποφύγω όλο αυτό. Ισως φαινόμουν περίεργη στα παιδιά, αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να φερόμαστε βίαια στο διαφορετικό. Τώρα ίσως πηγαίνει να αλλάξει κάτι, να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα, και πολύ το χαίρομαι».
Τι θα συμβούλευες τους υποψήφιους θετούς γονείς;
«Θα έλεγα ό,τι κάνουν να το κάνουν συνειδητά και όχι γιατί θέλουν να καλύψουν κάποιο κενό τους ή επειδή επιβάλλεται από την κοινωνία να έχουν παιδιά. Να δίνουν όλη τους την αγάπη στα παιδιά που την έχουν ανάγκη, δίχως να τα πνίγουν. Να μη στέκονται σε χρώμα, φύλο… Και να γίνουν πιο εύκολα τα πράγματα με τις υιοθεσίες. Κάποιοι υποψήφιοι θετοί γονείς δείχνουν ενδιαφέρον, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί η υιοθεσία τα παιδιά δεν τους αναγνωρίζουν πλέον. Έτσι, βιώνουν την απόρριψη καθημερινά από τα παιδιά, αφού αυτά τελικά έχουν μεγαλώσει στο ίδρυμα. Oπότε οι νέοι γονείς να έχουν υπομονή, θέληση κι από τη στιγμή που αποφασίσουν να υιοθετήσουν να μην αφήνουν τίποτα και κανέναν να τους σταματήσει».
«Κάποιοι υποψήφιοι θετοί γονείς δείχνουν ενδιαφέρον, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί η υιοθεσία τα παιδιά δεν τους αναγνωρίζουν πλέον. Ετσι, βιώνουν την απόρριψη καθημερινά από τα παιδιά, αφού αυτά τελικά έχουν μεγαλώσει στο ίδρυμα».
Από πού αντλεί δύναμη μια γυναίκα 21 ετών που μαθαίνει ότι έχει Σύνδρομο Δύσκαμπτου Ανθρώπου και αναγκάζεται να βάλει το αμαξίδιο στη ζωή της; Πώς ξυπνά εκείνη την ημέρα που το συνειδητοποιεί για πρώτη φορά;
«Αρχικά, επειδή ήμουν για αρκετό διάστημα στο νοσοκομείο, κατανοούσα πού βρισκόμουν και για ποιο λόγο βρισκόμουν εκεί. Πάλευα και για τη ζωή μου, επειδή ήμουν σε μονάδα τεχνητού νεφρού για πλασμαφαιρέσεις. Έλεγα, η ιδανική κατάσταση είναι να φύγω από το κρεβάτι. Για μένα ήταν τεράστιο επίτευγμα ότι μπόρεσα να καθίσω στο αμαξίδιο. Κατόπιν αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσα να σηκωθώ από το αμαξίδιο. Άρχισα να περπατάω με ψηλούς νάρθηκες, κάτι σαν εκείνους με τους οποίους κάνουν ξυλοπόδαρα. Ήθελα να το παλέψω, να νιώσω ότι δεν τα έχω παρατήσει. Εφόσον όμως μου εξήγησαν ότι δεν είναι κακό να είσαι χρήστης αμαξιδίου, αυτό μπήκε στην καθημερινότητά μου και άρχισα να σκέφτομαι ποια πράγματα από αυτά που μου αρέσουν μπορώ να τα κάνω σε καθιστή θέση».
Τι θα συμβούλευες τις γυναίκες με ανάλογο πρόβλημα υγείας;
«Δεν είμαι ικανή να δώσω συμβουλή γιατί κι εγώ κάθε χρόνο ανακαλύπτω κάτι διαφορετικό. Θα τις προέτρεπα, από τις δικές μου εμπειρίες, όταν μπαίνει κάτι καινούριο στη ζωή τους που μοιάζει αρνητικό -μπορεί να μην είναι απαραίτητα το αμαξίδιο- να μην τα παρατάνε. Να μην ακούν τους άλλους όταν τους λένε ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι. Να δοκιμάζουν. Το “δεν μπορώ” δεν υπάρχει. Υπάρχει το “δεν έχω προσπαθήσει”. Οταν δεν έχουμε δοκιμάσει, δεν ξέρουμε τα όριά μας. Εγώ λέω: “Κανείς δεν βάζει στοπ στα όνειρά μου και τα “θέλω” μου”. Μπορούμε να μεγαλουργήσουμε ακόμα κι αν δεν έχουμε τη φυσική κατάσταση που θα θέλαμε».
Έτσι μπήκε η θεραπευτική κολύμβηση στη ζωή σου κι έφτασες στον πρωταθλητισμό.
«Στην αρχή το πήρα τελείως παιδικά. Ως κάτι που θα με βοηθήσει να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση. Έπειτα, αφού είδαν ότι μπορώ να φτάσω πιο ψηλά, μου είπαν να συνεχίσω. Και πάλι δεν είχα αντιληφθεί ότι έχω δυνατότητες, ταλέντο. Σκεφτόμουν: “Βάλε ένα μπλε μαγιό και όπου σε βγάλει”, ενώ όλοι με προέτρεπαν να κυνηγήσω τους πρώτους αγώνες. Όταν έγιναν πιο σοβαρά τα πράγματα, τότε με είδα ως αθλήτρια και κατάλαβα ότι είχα μια ευθύνη. Ήθελα να δείξω και στον εαυτό μου ότι μπορώ. Ενώ άκουγα συστηματικά ότι, λόγω ηλικίας, θα μπορούσα να φτάσω μόνο ως το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, να μην πετύχω κάτι παραπάνω, εγώ ήξερα τον εαυτό μου και ότι θα ήταν άδικο να μην το παλέψω».
«Σκεφτόμουν: “Βάλε ένα μπλε μαγιό και όπου σε βγάλει”, ενώ όλοι με προέτρεπαν να κυνηγήσω τους πρώτους αγώνες. Όταν έγιναν πιο σοβαρά τα πράγματα, τότε με είδα ως αθλήτρια και κατάλαβα ότι είχα μια ευθύνη».
Ποια είναι η σημασία των στόχων;
«Είναι πολύ σημαντικό να θέτεις στόχους καθημερινά, με το που ξυπνάς. Οι δικοί μου στόχοι είναι να γίνομαι όλο και καλύτερος άνθρωπος, να βελτιώνομαι εσωτερικά, πνευματικά και σωματικά, ώστε να μπορώ να σημειώνω επιτυχίες για τη χώρα μου».
Αν ξυπνούσες αύριο και δεν υπήρχε κανένας περιορισμός σε τίποτα, τι θα ήταν αυτό που θα έκανες;
«Θα ήθελα να μπορώ να μεγαλουργήσω και σε ένα άλλο κομμάτι πέραν του αθλητισμού. Οι αθλητές, αρτιμελείς και ανάπηροι, μετά το τέλος της καριέρας μας δεν ξέρουμε πού ανήκουμε. Θα ήθελα να μπορώ να ανήκω παντού».
Ποιο είναι το μότο που χαρακτηρίζει την προσωπικότητά σου;
«Κανείς δεν μπορεί να περιορίσει τα “θέλω” μου και τίποτα απ’ όσα κάνω δεν θέλω να περιορίζει τους άλλους».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Νοεμβρίου 2021.