Μπορεί στη χώρα μας να θεσπίστηκε και η άδεια πατρότητας, που προσφέρει σε άντρες που έγιναν πρόσφατα μπαμπάδες άδεια 14 ημέρων και να ισχύει η γονική άδεια με αποδοχες, δεν συμβαίνει το ίδιο και στις ΗΠΑ – σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο δυνατά οικονομικά κράτη του κόσμου.
Εκεί σε αντίθεση με τις Ευρωπαϊκές χώρες, δεν είναι βέβαιο πως οι νέοι γονείς θα πάρουν γονική άδεια και θα λάβουν και το αντίστοιχο επιδοτούμενο ποσό, καθώς οι όροι και οι προϋποθεσείς είναι πολύ συγκεκριμένοι. Μέχρι και το καλοκαίρι του 2021, μόλις το 21% των εργαζόμενων είχε το δικαίωμα σε γονική άδεια, παρά το γεγονός ότι στο 50% των αμερικανικών οικογενειών εργάζονται και οι δύο γονείς με πλήρη απασχόληση.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον νόμο για την απαγόρευση των αμβλώσεων, αναδεικνύουν τη σημασία εκλογής γυναικών -και δη μαμάδων με μικρά παιδιά- σε θέσεις λήψης αποφάσεων. To άρθρο της Rebecca Gale στο Marie Claire, επισημαίνει το γιατί είναι τόσο σημαντικό οι μαμάδες να εκλέγονται σε καίριες, για την αλλαγή της πολιτικής και της κοινωνίας, θέσεις.
Η Becca Balint, πρόεδρος της Γερουσίας στην πολιτεία Vermont, θυμάται τη στιγμή που έφτασε για πρώτη φορά στο γραφείο της υπηρεσίας της το 2015. Η μητέρα δύο μικρών παιδιών σοκαρίστηκε όταν είδε τους συνεργάτες της: κατά κύριο λόγο άνδρες, άνω των 60 και πολύ μακριά από τη φάση του «εργάζομαι και έχω μικρά παιδιά στο σπίτι». Έκτοτε έχει εργαστεί πολύ σκληρά, ώστε να γίνει το Vermont πόλη που οι γονείς θα θέλουν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και που θα παρέχει διευκολύνσεις και στήριξη σε νέους γονείς.
«Δεν είχαν σκεφτεί το θέμα να έχουν δύο [γονείς] στο εργατικό δυναμικό», λέει η Balint, της οποίας η σύζυγος εργαζόταν επίσης. Όταν άρχισε να θέτει το ζήτημα της φροντίδας των παιδιών με την υποστήριξη του κράτους της έλεγαν πως αυτό είναι ένα «αυστηρά προσωπικό ζήτημα» ή πως «κάποιος πρέπει να μένει στο σπίτι με τα παιδιά». Αυτές οι απόψεις (τις οποίες ακούμε συχνά και σε χώρες της Ευρώπης, αλλά και στη χώρα μας) μπορούν εύκολα να εξηγήσουν το γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μία από τις πλουσιότερες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, δεν παρέχουν ομοσπονδιακή άδεια μετ’ αποδοχών ή επιδοτούμενη παιδική φροντίδα.
Το Vote Mama Foundation στην Αμερική αποτελεί την κύρια πηγή έρευνας και ανάλυσης της συμμετοχής των μαμάδων στην πολιτική. Πρόσφατα, εξέδωσε μία αναφορά, στην οποία καταγράφονται πόσοι από τους νομοθέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι μητέρες με παιδιά κάτω των 18 ετών. Όπως διαπιστώθηκε από τους 7,383 νομοθέτες σε όλη τη χώρα, μόνο το 5,3% είναι μητέρες με μικρά παιδιά. Αντίστοιχα, οι μητέρες με παιδιά κάτω των 18 ετών καταλαμβάνουν το 17,6% του ενήλικου πληθυσμού, σύμφωνα με στοιχεία του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Ερευνών.
Τα νομοθετικά σώματα κάθε πολιτείας έχουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο αφού μεγάλο μέρος της αλλαγής σε σοβαρά ζητήματα, που αφορούν και τις οικογένειες, ξεκινά από αυτά.
Πριν από 20 χρόνια μια ριζοσπαστική ιδέα εφαρμόστηκε στην Καλιφόρνια και αφορούσε στην πρώτη πολιτική αμειβόμενης, οικογενειακής άδειας για τους κατοίκους της. Σήμερα συνεχίζει να ωφελεί άτομα όλων των φύλων που φροντίζουν παιδιά ή μέλη της οικογένειάς τους με προβλήματα υγείας.
Η συγκεκριμένη ενέργεια έθεσε τις βάσεις και για άλλες 10 πολιτείες που ακολούθησαν παρόμοιες πολιτικές. Η παιδική φροντίδα έχει επίσης αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα, πρόσφατα, και σε άλλες πολιτείες, όπως το Νέο Μεξικό και το Μίσιγκαν, αλλά το θέμα εξακολουθεί να απαιτεί περισσότερες λύσεις, χρηματοδότηση και μεγαλύτερη προσοχή σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Αυτό το 5,3 τοις εκατό που αναφέρθηκε προηγουμένως είναι ένας συγκεντρωτικός μέσος όρος, κατανεμημένος στις 50 πολιτείες. Υπάρχουν έως και 17 τοις εκατό των νομοθετών που είναι μητέρες με μικρά παιδιά στο Όρεγκον και μόλις μηδέν στην Αλαμπάμα. Το Όρεγκον ξεπερνά τα όρια. Σε κάθε άλλη πολιτειά, ο αριθμός των γυναικών που μεγαλώνουν παιδιά και εργάζονται στο νομοθετικό σώμα, είναι πολύ πιο χαμηλός από αυτό που ονομάζουμε «πλήρη εκπροσώπηση».
Το να είσαι γυναίκα με ένα μικρό παιδί δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε πολιτικές προτιμήσεις ή ποσοστά αλλαγής, αλλά υπογραμμίζει πως για να γίνουν μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν την ευμάρεια των πολιτών, πρέπει να υπάρξει αρχικά κατανόηση της ανάγκης. Οι γονείς μικρών παιδιών – κατά κύριο λόγο οι μητέρες – είναι πολύ πιθανό να μοιράζονται το άγχος της φροντίδας των παιδιών τους, την ανάγκη άδειας επ’ αμοιβή για να αποκτήσουν παιδί ή να φροντίσουν ένα άρρωστο μέλος της οικογένειάς τους, δίχως, όμως, να φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους.
Το να βρίσκονται νέες μητέρες στο σημείο που παίρνονται οι αποφάσεις «μπορεί να αυξήσει τη συζήτηση γύρω από το θέμα», λέει η Kelly Dittmar, αναπληρώτρια καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο Rutgers Camden και διεθύντρια στο Κέντρο Αμερικανικής Πολιτικής και Γυναικών. Η Kelly Dittmar εξηγεί ότι η ιδεολογία ή το πολιτικό κόμμα μπορεί να είναι μεγαλύτερος παράγοντας προγνωστικών, αλλά η ύπαρξη περισσότερων γυναικών στην εξουσία έχει συσχετιστεί με συζητήσεις και αλλαγές στην πολιτική ατζέντα. Τονίζει μάλιστα, ότι:
«Ακόμα και οι γυναίκες που ανήκουν σε πιο συντηρητικές ιδεολογίες, μπορεί να γίνουν πιο δεκτικές, καθώς και να σκεφτούν λύσεις, αφού αντιλαμβάνονται και κατανοούν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μαμάδες με μικρά παιδιά».
Παραδοσιακά, οι γυναίκες και δη οι νεαρές μητέρες, αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια μέχρι να καταφέρουν να ανέλθουν σε κάποιο αιρετό αξίωμα. Η Kelly Dittmar παρατηρεί μία αλλαγή μέσα στα χρόνια στο πώς οι γυναίκες με παιδιά επικοινωνούν την εμπειρία τους με τη μητρότητα, όταν βάζουν υποψηφιότητα. Αντί να «αποκρύπτουν» αυτό το κομμάτι της ζωή τους, βασίζονται πάνω του. Η Dittmar φέρνει ως παράδειγμα πολλές καμπάνιες υποψηφίων γυναικών στις οποίες τις βλέπουμε να θηλάζουν, να κάνουν υπερήχους ακόμα και να βρίσκονται στη διάρκεια του τοκετού.
Καθώς όλο και περισσότερες μητέρες με μικρά παιδιά αναλαμβάνουν αξιώματα, οι υπόλοιπες γυναίκες έχουν την ευκαιρία να τις δουν ως πρότυπα και να αποφασίσουν αν με τη σειρά τους θα αναλάβουν δράση. Μετά τις εκλογές του 2016, ένας πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών με μικρά παιδιά εγγράφηκε στα μητρώα, ώστε να μπορεί να θέσει υποψηφιότητα.
«Δεν ήθελαν οι ίδιες ή τα παιδιά τους να μείνουν “έξω” από τη συζήτηση», σημειώνει η Dittar. «Ξέρουν τι διακυβεύεται και δεν θέλουν να περιμένουν».