Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι από τις γυναίκες που ξεφεύγουν από τις εύκολες περιγραφές και τον ορισμό της γυναίκας συγγραφέως αφού με κάθε βιβλίο της μπορεί να ανοίξει έναν δρόμο που δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε οδηγήσει. Τόλμησε, άλλωστε, να μιλήσει για τη «Γυναίκα του θεού», στο ομώνυμο βιβλίο της, να σκοτώσει την καλύτερή της φίλη σε ένα άλλο, να αναποδογυρίσει δεδομένα και ταυτότητες αποσπώντας, μέσα στα χρόνια, θερμές κριτικές και βραβεία. Στη συζήτησή μας μιλάει για την ανάγκη που είχε στην αρχή να κρύβει την ιδιότητά της, για τη γυναικεία επιθυμία αλλά και για την αρρώστια της που την έκανε να νιώθει σήμερα πιο δυνατή και με πιο ανοιχτό βλέμμα. Ενα τέτοιο βιβλίο ακραίας ευαισθησίας και δύναμης είναι το Η Μεταμόρφωσή της (εκδ. Καστανιώτη), για ένα κορίτσι που μεταμορφώθηκε σε αγόρι και έζησε έναν μεγάλο έρωτα, ένα βράδυ κατακλυσμιαίας καταστροφής.
Συναντήσαμε την Αμάντα Μιχαλοπούλου ένα απόγευμα δίπλα στη θάλασσα με τον αέρα να φυσάει το κιμονό της, που είμαι σίγουρη ότι αγόρασε σε ένα από τα μακρινά ταξίδια της σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσω. Ημουν απλώς σίγουρη.
Εχει κανείς την αίσθηση ότι το τελευταίο βιβλίο σου “Η μεταμόρφωσή της” είναι ένα βιβλίο για το τέλος του κόσμου και των ταυτοτήτων όπως τις ξέρουμε. Είναι έτσι;
Ναι. Προσωπικά μιλώντας, με έχουν καταδυναστεύσει τα φύλα και ο κόσμος όπως τον ξέρουμε. Αισθάνομαι ότι αυτό το βιβλίο ήταν ένας τρόπος να ξαναζήσω την εφηβεία μου, όπως θα ήθελα να την έχω ζήσει: όχι ως καταπιεσμένη σε ένα οριοθετημένο και αφόρητο σχήμα που υπαγόρευε τι σημαίνει γυναίκα και τι άνδρας και πώς παίζεται το παιχνίδι της γοητείας με συγκεκριμένο τρόπο. Μου άρεσε πολύ αυτή η επανεφεύρεση της μετεφηβείας, σε έναν ελεύθερο πλέον κόσμο, όπου αυτό που ονομάζουμε καταστροφή μπορεί να είναι η αρχή ενός νέου πράγματος.
Εχεις δει την καταστροφή ως αρχή ενός νέου πράγματος;
Είμαι ένας άνθρωπος που φοβόμουν την καταστροφή και ένιωθα ότι όλα πρέπει να λειτουργούν με τον τρόπο μιας αμερικανικής ταινίας για να είναι κανείς ευτυχισμένος: ότι πρέπει να ανεβαίνεις τα σκαλιά, ενώ στην πραγματικότητα όταν τα κατεβαίνεις, μπορείς μετά να τα ανέβεις με μεγαλύτερη δύναμη, με νόημα και με στόχο. Προσωπικά μιλώντας, νομίζω ότι μου αναλογούν οι καταστροφές που αντιστοιχούν σε κάθε άνθρωπο: θάνατοι, απογοητεύσεις, απώλειες στην προσωπική ζωή αλλά και παντού. Είμαι όμως άνθρωπος που δεν το έβαζε κάτω. Ποτέ δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι πρέπει να σταματήσω εδώ.
Στα βιβλία σου φαίνεται ότι αναζητάς το βάθος των πραγμάτων, δεν λες απλώς μια ιστορία. Ειδικά στο Μπαρόκ, που μοιάζει με αυτοβιογραφία, φαίνεται να επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου.
Είναι δύσκολο να επαναπροσδιορίζει κανείς τον εαυτό του, όπως το λες, αλλά αν δεν το κάνεις ποιο είναι τότε το νόημα; Γιατί να αφηγείσαι μια τσιμεντωμένη ιστορία και όχι μια δύσκολη, που σε βάζει σε δοκιμασία; Δεν είναι αυτή η ζωή που αξίζει να ζεις. Μπορεί σε μεταβατικές καταστάσεις να ένιωσα ότι κάποιος ούρλιαζε στο αυτί μου «πρέπει να αλλάξεις, κουνήσου», αλλά τελικά άξιζε τον κόπο. Γιατί αν δεν αλλάξεις εσύ, δεν αλλάζει τίποτα, όπως αυτό που λένε οι συστημικοί ψυχολόγοι ότι αρκεί μια μικρή αλλαγή για να μετακινηθεί το σύμπαν. Γι’ αυτό έχω αλλάξει τόσο πολύ στο πέρας των χρόνων.
Σε σχέση με τι;
Είμαι πολύ πιο απόλυτη σε σχέση με τι μου αρέσει και τι όχι. Αν με γνώριζες στα είκοσι, δεν τολμούσα να πω τι θέλω στον εαυτό μου, σαν να υπήρχαν δύο Αμάντες μέσα μου, η εξωτερική ήταν πειθαρχημένη και πειθήνια, ενώ μέσα κρυβόταν μια άλλη που δεν ήξερε τι να κάνει την οργή και τον θυμό της. Εμένα με έσωσε το γράψιμο, κάποιαν άλλη ο χορός ή τα ταξίδια. Στη γραφή βγήκε το αφηνιασμένο άλογο που έκρυβα μέσα μου.
Ευτυχώς, όμως, που το τόλμησες, αφού από το πρώτο σου βιβλίο δεν φοβήθηκες να πεις τα πράγματα με το όνομά τους, ειδικά όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Πόσο εύκολο ήταν;
Κάποια πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για μένα να τα χειριστώ. Θυμάμαι ότι είχα γράψει τα κεφάλαια του Μπαρόκ σε διάφορα post-it και τα είχα κρεμάσει απέναντί μου γιατί κάποια από αυτά μού προκαλούσαν μεγάλη αντίσταση. Λες και αν τα κοίταζα θα γράφονταν από μόνα τους. Σίγουρα ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια ήταν αυτό που μιλούσε για τη γυναικεία αυτοϊκανοποίηση. Αλλά αναρωτιόμουν γιατί να μη μιλάω γι’ αυτό από τη στιγμή που η ανδρική λογοτεχνία είναι γεμάτη από σκηνές με άνδρες που παίζουν με το πουλί τους ενώ για μια γυναίκα αυτό θεωρείται απαγορευμένο. Σάμπως η γυναικεία σεξουαλικότητα να είναι κάτι περίκλειστο και το σώμα να είναι ένας κλειστός υποδοχέας, μια σπηλιά που πρέπει να κατακτηθεί. Ενιωθα ένα αίσθημα αδικίας σε αυτή τη σκέψη και ως εκ τούτου θεώρησα ότι αυτό το κεφάλαιο πρέπει να γραφτεί.
Συγκριτικά μιλώντας, τι σημαίνει να είσαι σήμερα γυναίκα συγγραφέας και τι όταν ξεκίνησες;
Σαν να είμαι σε άλλον πλανήτη. Θυμάμαι ότι στην αρχή σχεδόν ήθελα να το κρύψω ότι γράφω. Ξεκίνησα, μάλιστα, επιλέγοντας ένα ανδρικό όνομα για ψευδώνυμο, πολύ αριστοκρατικό, το Δημήτρης Ρωμανός, και για πολλά χρόνια έβαζα άνδρες να παρουσιάζουν τα βιβλία μου γιατί θεωρούσα την επιτυχία γένους αρσενικού. Είχα την εντύπωση πως μόνο αν παρουσίαζαν άνδρες τα βιβλία μου, θα αναγνωριζόμουν στο σινάφι. Υπήρχε, μάλιστα, τότε η παρανόηση ότι η γυναικεία λογοτεχνία είναι μόνο ροζ, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα. Και αυτό είναι κάτι που με έκανε να το αντιληφθώ η κόρη μου, η οποία έχει εντελώς άλλη αίσθηση, δεν μπορεί να καταλάβει αυτή τη λογική. Αλλά εμείς το ζήσαμε και ήταν εντελώς ταπεινωτικό. Σήμερα, ευτυχώς, υπάρχει αλλαγή παραδείγματος και αυτό μπορεί να μας πάει παρακάτω, να μας βοηθήσει ώστε να βρούμε μια ισορροπία και να διαβάσουμε ξανά τη γυναικεία λογοτεχνία με ένα ευρύτερο πνεύμα. Επίσης να αποκαταστήσουμε γυναίκες συγγραφείς που έχουμε ξεχάσει, όπως η Αφροαμερικανίδα Γκέιλ Τζόουνς που ξεπερνάει ακόμα και την Τόνι Μόρισον. Να μη χάσουμε, δηλαδή, τη χαρά της ανακάλυψης νέων συγγραφέων.
Διατηρείς ζωντανή τη χαρά της ανακάλυψης; Ξέρω ότι ταξιδεύεις πολύ.
Αυτό το ξέπλυμα του βλέμματος είναι πολύ σημαντικό. Το νερό που χρησιμοποιώ και στη Μεταμόρφωσή της μέσα από τον κατακλυσμό βοηθάει να ξεπλύνουμε τα μάτια μας και να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Μερικές φορές βλέπω ανθρώπους στην ηλικία μου με νεκρό το βλέμμα, που μοιάζουν σαν γέροι. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι το παν είναι να είναι ανοιχτό το βλέμμα.
Σε ποιο βαθμό τα βιβλία και το γράψιμο σε βοήθησαν να απελευθερωθείς σε προσωπικό επίπεδο;
Για πολλά χρόνια η προσωπική μου ζωή δεν συμβάδιζε με τη συγγραφική. Νομίζω βέβαια ότι όταν αρρώστησα αυτό άλλαξε, γιατί κατάλαβα ότι η ζωή είναι κάτι πεπερασμένο. Τότε ήταν που είπα ότι πρέπει να αγαπήσω τον εαυτό μου και είναι εδώ και επτά χρόνια, δηλαδή από τη χρονιά της αρρώστιας μου, που άρχισα να κάνω πράγματα πραγματικά για εμένα. Πρώτη φορά, μάλιστα, πριν από πέντε χρόνια, επέτρεψα στον εαυτό μου να πάω διακοπές μόνη μου και μάλιστα ήταν από τις πιο ωραίες στη ζωή μου. Πήγα στην Ηρακλειά και ήταν μοναδική εμπειρία. Τυγχάνει, βέβαια, να μπορώ να το κάνω, αφού είμαι τυχερή που ο άνδρας μου αναγνωρίζει την ανάγκη της ελευθερίας μου. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει σε διαφορετική περίπτωση. Ισως αν δεν είχα βρει έναν τέτοιον άνθρωπο, να ήμουν σήμερα μόνη μου. Γενικότερα αυτό που θέλω να πω είναι ότι με τα χρόνια υπάρχει μεταμόρφωση μέσα μου και σε αυτό έχουν συμβάλει, μεταξύ άλλων, όλα αυτά τα διαφορετικά μέρη που έχω επισκεφθεί για να γράψω ως συγγραφέας: είναι εκεί που έχεις τη δυνατότητα να επινοείς τον εαυτό σου από την αρχή, αφού βλέπεις τα πράγματα απ’ έξω, καταλαβαίνεις τι σε θυμώνει, τι σε κάνει ανυπόμονη. Αν τα κοιτάς και έχεις τη διάθεση να τα δεις απ’ έξω είναι πολύ ενδιαφέρων ο νέος κόσμος που αποκαλύπτεται μπροστά σου.
Τελικά, για να κρατήσω κάτι ως κατακλείδα του τελευταίου σου βιβλίου -και όχι μόνο- αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους είναι η αγάπη;
Για μένα δεν υπάρχει κάτι άλλο, νομίζω ότι οι πραγματικά μεταμορφωτικές στιγμές της ζωής μου ήταν οι στιγμές της μεγάλης αγάπης, που αγάπησα, που με αγάπησαν, που μου δώρισαν την αγάπη. Τι περίεργο στη λογοτεχνία να μην μπορείς να μιλήσεις εύκολα για την αγάπη ενώ μπορείς να μιλήσεις για τον πόνο, την αδυναμία, για πιο δυσάρεστα πράγματα, αλλά αυτή την πιο λαμπερή και ευφρόσυνη στιγμή της ζωής του να μπορείς να τη ζήσεις παρά να την περιγράψεις. Θυμάμαι τον Τσβάιχ να περιγράφει αυτού του είδους την ευτυχία σαν τον ήλιο που πέφτει σε κάτι ροδάκινα, ως μια τρομερή στιγμή αληθοφάνειας και σκέφτηκα «κοίταξε πόσο λίγο μιλάμε για όλα αυτά που κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη»! Τι ωραίο που θα ήταν ως πείραμα λογοτεχνικό να ψάξουμε να βρούμε ανθρώπους να μιλήσουν για την αγάπη όχι ως κλισέ αλλά για την αστείρευτη μεταμορφωτική δύναμη.
επιμέλεια: Κωνσταντίνα Λειβαδίτη.
Μακιγιάζ/χτένισμα: Σοφία Σαρηγιαννίδου (this is not another agency*).