Υπερταλαντούχος με ψυχή μικρού παιδιού και πνεύμα αφιερωμένο στον κόσμο των anime και των manga, ο Έλληνας κομίστας Βασίλης Λώλος, που έζησε την ωμή πραγματικότητα της Αθήνας του 90′, δεν σταματά να μας εντυπωσιάζει με τις εντυπωσιακές συνεργασίες και τις διεθνείς διακρίσεις του. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τον Olivier Rousteing, του γαλλικού οίκου Balmain, για τον οποίο σχεδίασε ένα βιβλίο/artwork αφορμώμενος από τα δέκατα γενέθλια του στο τιμόνι του οίκου, ενώ πρόσφατα τον είδαμε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του στη νέα συλλογή H&M x Iris Apfel, μέσα από μία σειρά artworks που εμπνέονται από τον κόσμο των λουλουδιών. Όταν τον ρωτάμε ποια είναι η σημασία της μόδας στη ζωή του, μας απαντά πως προτεραιότητά του είναι να ασχολείται με όσα τον εκφράζουν και διεγείρουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του.
Ποια ήταν η στιγμή που αντιλήφθηκες ότι έχεις πάθος για το σχέδιο και τη συγγραφή κόμικς; Ποιες ήταν οι αναφορές σου μεγαλώνοντας; Από πού πήρες την πρώτη σου έμπνευση; Ποια κόμικς-anime σε εξέφραζαν/διαμόρφωσαν;
Μεγάλωσα κυρίως με βιντεοκασέτες από ιαπωνικά animation. Από μικρός παρακολουθούσα τα πάντα, από διαστημικά μέχρι ρομάντζο και fantasy. Οι βασικές μου αναφορές ως παιδί προήλθαν κυρίως από εκεί, δηλαδή δεν έπαιρνα κόμικς του αμερικάνικου τύπου με σούπερ ήρωες. Εκεί στις αρχές του 80′ με ενδιέφεραν περισσότερο τα ευρωπαϊκά κόμικς, τα οποία ήταν διαθέσιμα μέσα από τις εκδόσεις της Βαβέλ, το Παρά Πέντε κτλ., επειδή ασχολoύνταν με πιο ενήλικα θέματα. Ο ρεαλιστικός κόσμος τους και η ωμή -πολλές φορές- θεματολογία τους, μου κέντριζε το ενδιαφέρον κι ας ήμουν παιδάκι.
Η πρόσβαση ήταν εύκολη;
Και ναι και καθόλου. Τη δεκαετία του 80′ είχε περισσότερα βίντεο κλαμπ παρά περίπτερα και κατά κάποιον περίεργο τρόπο έφερναν στην Ελλάδα μερικά πολύ ιδιαίτερα και περίεργα animation, τα οποία δεν ήταν τα κλασικά καρτούν, είχαν πολύ ενήλικα θέματα και μεγάλο σχεδιαστικό ενδιαφέρον. Οι πηγές από τις οποίες τραβούσαν υλικό οι δημιουργοί ήταν πιο ώριμα θέματα. Θυμάμαι σ’ ένα από τα πρώτα, ανακάλυψα πως ο Ιάπωνας ο οποίος το σχεδίαζε είχε σαν θεό του τον Tony Viramontes, έναν σχεδιαστή μόδας/fashion illustrator και ξαφνικά ένιωσα μία σύνδεση, γιατί τα σχέδια και τα ρούχα που σχεδίαζε στο animation ήταν τελείως διαφορετικά από το συνηθισμένο.
Έζησες την Αθήνα τη δεκαετία του 90’, ως ανερχόμενος καλλιτέχνης, μία περίοδο με πολλή πληροφορία κι έντονες εναλλαγές. Πώς τη βίωσες (αυτή τη δεκαετία), έχεις δημιουργήσει κι ένα έργο/κόμικς άλμπουμ αναφορικά με αυτή την περίοδο.
Ναι, έχω κάνει το «ΑΘΗΝΑ», ένα κόμικ που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2019. Εκεί μέσα συναντά κανείς, ό,τι πρόλαβα να ζήσω από την Αθήνα των 90s. Να φοράς ας πούμε μία μπλούζα συγκροτήματος ή κολλητό παντελόνι σε καθιστούσε κινούμενο στόχο. Μία κατάσταση που συνεχίστηκε επειδή έκανα πάρα πολύ skate, το οποίο δεν ήταν καθόλου cool εκείνη την εποχή. Φαντάσου μας έδιωχναν, καλούσαν την αστυνομία και υπήρχε η αντίληψη ότι είμαστε περίεργοι επειδή κάνουμε κάτι παιδικό και τους χαλάμε τα πεζοδρόμια και τη δημόσια περιουσία. Γενικά υπήρχε ένα πολύ περίεργο κυνηγητό μέσα στη τσιμεντένια ζούγκλα και επειδή έτυχε ν’ αλλάξω πάρα πολλά σχολεία έχω δει διάφορα περίεργα πράγματα. Σκέψου πως από διάφορα συνοικιακά σχολεία κατέληξα σ’ ένα που βρισκόταν σε κάποιο στενό στην Βικτώρια, το οποίο δεν υπάρχει πια και μετά βρέθηκα από το Παλαιό Φάληρο στα Πατήσια. Με άλλα λόγια, παιδί του κέντρου.
Το 2004 φεύγεις για Αμερική, συγκεκριμένα για τη Νέα Υόρκη. Ένιωες πως σου ανοίγεται ένας νέος κόσμος; Από άποψη ευκαιριών, γνωριμιών κι έμπνευσης.
Βρήκα την ησυχία μου, το καλύτερο πράγμα με τη Νέα Υόρκη είναι ότι δεν ενδιαφέρεται κανένας. Πηγαίνεις εκεί και ό τι και να κάνεις, ό,τι και να είσαι, ακόμη κι ένα φορτηγό να βάλεις στο κεφάλι σου, δεν θ’ ασχοληθεί κανείς και αυτό είναι ένα από τα πιο ήσυχα και λυτρωτικά συναισθήματα που μπορεί να βιώσει κανείς. Όσο καιρό ήμουν Αμερική την έκανα τουρ όλη γιατί πήγαινα στα συνέδρια, σαν περιοδεία. Είδα πολλά πράγματα και έζησα ακραία σκηνικά, σαν αυτά που θα μπορούσε να δει κάποιος ξένος για παράδειγμα αν ερχόταν εδώ και ζούσε μέσα στο κέντρο ή ταξίδευε σε κάποιο χωριό.
Πώς αποφάσισες να φύγεις;
Στην αρχή προετοιμαζόμουν να πάω Ιαπωνία, είχα κάνει και ένα χρόνο μαθήματα αλλά αρχίσαμε να μιλάμε με έναν συγγραφέα και έτσι προέκυψε μία ενδιαφέρουσα επαγγελματική πρόταση μέσω ίντερνετ. Ύστερα από διάφορες συζητήσεις και εφόσον είχα καταφέρει να συγκεντρώσω και κάποια χρήματα από δουλειές που είχα στην Ελλάδα και την Ελευθεροτυπία, όπου δούλευα εκείνη την περίοδο, σκέφτηκα και είπα στον εαυτό μου «Δεν έχεις να χάσεις κάτι» και αποφάσισα να πάω.
Πιστεύεις ότι στην Αθήνα και γενικότερα στην Ελλάδα υπάρχει χώρος και διάθεση για τις νέες/σύγχρονες μορφές τέχνης, οι οποίες σχετίζονται όλο και περισσότερο με την τεχνολογία; Κοινώς, για την τέχνη του διαδικτύου.
Βλέπω πολύ νέο κόσμο που μπαίνει μέσα στην σκηνή. Έχω δει και μερικούς πραγματικά καλούς, ας πούμε ο δικός μου σκοπός ήταν να είμαι καλός, ώστε να ξεφύγω από το για «ελληνικό καλό είναι», και βλέπω κι άλλους Έλληνες καλλιτέχνες που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Πάντως πιστεύω πως στη συγκεκριμένη φάση δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές. Η αλλόκοτη αύξηση στα τυπογραφικά το καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο για κάποιον ο οποίος δεν έχει την οικονομική άνεση ή είναι μόνος του να εκδώσει κάτι. Φυσικά δεν λέω πως είναι ακατόρθωτο αλλά και πάλι είναι δύσκολο. Άλλο να τυπώσεις κάποιο μικρής κυκλοφορίας μίνι περιοδικό ή κάποια ανθολογία και άλλο να τυπώσεις offset. Παλιά τυπώναμε κανονικά offset με αρκετά λίγα χρήματα, μαζευόμασταν πέντε-έξι άτομα βάζαμε ο καθένας από 100 ή 200 ευρώ και τυπώναμε 1000 κομμάτια. Τώρα πια αυτές οι εποχές αποτελούν μακρινό παρελθόν.
Το 2021, έρχεται η συνεργασία σου με τον Balmain και τον Olivier Rousteing. Τι ενέπνευσε τον τίτλο της σειράς/βιβλίου; Ποια ήταν η κεντρική ιδέα πίσω από τα artworks; Πώς ήταν η συνεργασία με τον οίκο; Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο αίτημα από τον Olivier, με αφορμή τον εορτασμό των 10 χρόνων του στο τιμόνι του οίκου;
Το δικό μου το κομμάτι είναι βασισμένο σ’ ένα σουρεαλιστικό κόμικ των αρχών του 20ου αιώνα του Winsor McCay, που ονομάζεται “Little Nemo in a Slumberland”. Αποτελεί μέρος ενός κόμικς τριπ του 1900 (1905-1927) που αποτελούνταν από ολόκληρες φιλοτεχνημένες σελίδες της εποχής και ακολουθεί τις ιστορίες ενός παιδιού που κοιμάται και ταξιδεύει στην υπνοχώρα απ’ όπου μετά επιστρέφει. Αντίστοιχη είναι και η φιλοσοφία στο δικό μου μέρος του βιβλίου για τον Balmain, το οποίο παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της Εβδομάδας Μόδας του Παρισιού 2021 στο Balmain Festival. Σαφώς, η ιδέα προήλθε και από τον ίδιο τον Oλιβιέ, ο οποίος έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι αντλεί έμπνευση για τα σχέδια και τις συλλογές του από τα όνειρά του. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα και κάπως έτσι έγινε η σύνδεση και προέκυψε ο τίτλος της σειράς.
Στη συλλογή ενυπάρχει έντονα το galaxy στοιχείο. Για πες μας λίγα λόγια για αυτό.
Υποθέτω πως από τις πρώτες ιστορίες που δειγματίστηκαν, ήταν της ζωγράφου Νorzine Lama, η οποία έδωσε ένα story με βασική θεματολογία τη διεξαγωγή ενός διαγαλαξιακού γκαλά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το galaxy στοιχείο, να γίνει το κεντρικό concept και στη συνέχεια να δοθεί σαν σημείο αναφοράς και στους υπόλοιπους artists. Κάτι τέτοιο δεν τυχαίνει βέβαια πάντα, αλλά πολύ συχνά χρειάζεται κάποιος να κάνει την αρχή, ώστε να οριστούν οι κατευθυντήριες γραμμές σχεδιαστικά και θεματικά.
Σε ποια στοιχεία της Iris Apfel στάθηκες, ώστε να δημιουργήσεις το συγκεκριμένο έργο;
Περισσότερο στην άνθιση και συγκεκριμένα στο τριαντάφυλλο, καθώς είναι το πιο αναγνωρίσιμο σχήμα λουλουδιού παγκοσμίως. Αποτελεί ένα σύμβολο το οποίο όταν το δεις ανθισμένο μπορείς να το συνδυάσεις απευθείας με κάτι δικό του και θεώρησα ότι είναι μία καλή ιδέα για να εκπροσωπήσω την άνθιση μιας τόσο εκκεντρικής προσωπικότητας του κόσμου της μόδας όσο η Iris. Το κεντρικό artwork είναι στην ουσία βασισμένο στο πρώτο ψηφιακό πορτραίτο του Andy Warhol για τη Debbie Harry (1981) και αφηγηματικά έχει ένα pop art στήσιμο, το οποίο θα μπορούσε οριακά να χαρακτηριστεί art deco. Μία ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι πως το τελικό αποτέλεσμα ταίριαξε σχεδιαστικά με το κύριο θεματικό ρούχο, το μοβ σακάκι, δίχως να έχει προηγηθεί κάποια συνεννόηση.
Πιστεύεις ότι θα έπρεπε να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες σε Έλληνες δημιουργούς σαν αυτή που προέκυψε με την H&M;
Άμα το αξίζουν. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον να υπάρχει το λεγόμενο cross-pollination με διαφορετικές εικαστικές γωνίες, δεδομένου ότι η μόδα εμπνέεται από την τέχνη και το αντίστροφο. Τα όρια γίνονται πολλές φορές δυσδιάκριτα/ρευστά, δηλαδή και στη συγκεκριμένη περίπτωση αρχίσαμε να μιλάμε για το κόμικ και στην πορεία εμένα μου ήρθε η αναφορά στον Andy Warhol και το πρώτο digital portrait του και μετά προέκυψε η σύνδεση.
Πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει ο κόσμος της μόδας στη ζωή σου;
Πολύ. Έχω σχεδιάσει τα κοστούμια του συγκροτήματος “My Chemical Romance” για τα βίντεο κλιπ του άλμπουμ “Danger Days: The True Lives of the Fabulous Killjoys”. Η βασική έμπνευση προήλθε ξεκάθαρα από το Akira, ένα εμβληματικό στάνταρ κόμικ και animation του 1984, το tank girl που σίγουρα είχε να κάνει με τον Jamie Hewlett, τον δημιουργό του artwork των Gorillaz, και στοιχεία από τον κόσμο του Madmax. Ασχολούμαι με όσα με εκφράζουν και αρέσουν πρωτίστως σ’ εμένα. Κοινώς, μου αρέσει να τα ψάχνω όλα και να είμαι σούπερ ενημερωμένος σε ό, τι αφορά τους οίκους και τις προτάσεις τους. Όταν κάναμε την σχεδιαστική πρόταση στον RZA τo ιδρυτικό μέλος των Wu-tang, πέρα από τα βασικά σχέδια που είχα προετοιμάσει να του δείξω, αυτό που ξεχώρισε και του κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν η ανδρική S/S 22 συλλογή της Louis Vuitton, η οποία διαβολικά συνέπεσε να είναι ακριβώς το ίδιο στυλ με αυτό που ψάχναμε. Μία θεατρική συλλογή γεμάτη χρώματα και headgear, η οποία γέμισε την πασαρέλα με εντυπωσιακές μάσκες και φαρδιές παντελόνες. Τεχνικά δηλαδή όλοι εστιάσαμε στη νέο-ψυχεδέλεια και την αυστηρότητα της ιαπωνικής γραμμής, αντλώντας στοιχεία από την Ιαπωνική σειρά κόμικ “Lone wolf and cub”, αλλά και τα ευρωπαϊκά κόμικς επιστημονικής φαντασίας του Moebius από τις δεκαετίες του 70′ και του 80′.
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Η συνεργασία με την Balmain συνεχίζεται και μάλιστα έχουν προκύψει κάποια νέα projects, τα οποία δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη. Κάνω το graphic novel για τον front man των Wu-tang, το οποίο θα βγει μαζί με δίσκο για το alter ego του, τον Bobby Digital, έναν χαρακτήρα βγαλμένο από κόμικς σούπερ ηρώων.