Σαν να είναι φτιαγμένο από τα υλικά του ονείρου, το ζιβάγκο δεν χάνει ποτέ τη γοητεία του. Ακόμα κι αν ξεχειλώσει λίγο, απλώς του προστίθεται μια χαλαρή αίσθηση. Από πού προέρχεται όμως και πώς κατάφερε να παραμείνει διαχρονικό; Κοιτώντας πίσω, το ζιβάγκο έχει μια μακρά ιστορία, εξελισσόμενη από ένα χρηστικό ρούχο σε αγαπημένο κομμάτι για It-girls και επαναστάτες.
Πριν γίνει η επιτομή της κομψότητας, το ζιβάγκο ήταν απλώς ένα ζεστό, πρακτικό ρούχο για αθλητές. Πρώτοι το φόρεσαν στα μέσα του 1800, οι Βρετανοί παίκτες του πόλο ως πουλόβερ που έφτανε μέχρι ψηλά στο λαιμό. Και παρόλο που σήμερα είναι γνωστό ως ζιβάγκο, κατά το διάστημα εκείνο λεγόταν “polo neck”, ένας όρος που χρησιμοποιείται ακόμα στη μόδα.
Στην αρχή ήταν ένα χρηστικό κομμάτι που απευθυνόταν κυρίως σε άνδρες. Τα χαρακτηριστικά του το έκαναν ιδανικό για τους στρατιωτικούς, οι οποίοι τα ενσωμάτωσαν στις στολές τους στα τέλη του 1800, ενώ ναυτικοί και ψαράδες ανά τον κόσμο, το επέλεγαν λόγω της ζεστασιάς που μπορούσε να προσφέρει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 το ζιβάγκο μετατράπηκε σε μια τεράστια τάση όταν φορέματα και μπλούζες με ψηλό λαιμό ξαφνικά έγιναν μόδα. Στο στυλ των γυναικών που ήταν γνωστές ως ” Gibson Girls”, οι οποίες ήταν στην πραγματικότητα εικονογραφήσεις που προσωποποιούσαν το θηλυκό ιδεώδες, η υψηλή λαιμόκοψη αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι.
Αν και η δεκαετία του 1920 και του 1930 έφερε μαζί της μεγαλύτερη τόλμη στη μόδα, το ζιβάγκο παρέμεινε δημοφιλές χάρη στον Άγγλο συγγραφέα και σεναριογράφο Noël Coward, που τα φορούσε σε έντονα χρώματα σαν υποκατάστατο του πουκάμισου και της γραβάτας.
Tα τέλη της δεκαετίας του 1950 έφεραν και πάλι δημοτικότητα στο ζιβάγκο, αυτή τη φορά όμως ήρθε από μια πολύ διαφορετική ομάδα ανθρώπων: τους beatniks και τα It-Girls της εποχής. Σε αυτό υποστηρίζεται ότι συνέβαλε κατά πολύ η τραγουδίστρια Juliette Greco που εκείνη την εποχή ήταν δημοφιλής για το στυλ της και μασκότ των Υπαρξιστών της αριστεράς. Οποτε λοιπόν εκείνη φωτογραφιζόταν φορώντας ζιβάγκο δείχνοντας πολύ κομψή, η εικόνα της έμενε.
Το ζιβάγκο έγινε συνώνυμο του edgy καλλιτέχνη γεγονός που ενισχύθηκε περαιτέρω στο μυαλό των ανθρώπων όταν η Audrey Hepburn πρωταγωνίστησε στην ταινία Funny Face το 1957, φορώντας ένα cigarette παντελόνι, ένα ζευγάρι loafers και ένα στενό μαύρο πουλόβερ με ζιβάγκο. Άλλες οπαδοί του από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 ήταν η Marilyn Monroe, η Lauren Bacall, η Eartha Kitt και η Jayne Mansfield.
Εάν το ζιβάγκο δεν ήταν αντιπροσωπευτικό κομμάτι μιας κομψής, υπέροχης και ανεξάρτητης γυναίκας στη δεκαετία του 60, σίγουρα θα γινόταν θα τη δεκαετία του ’70. Το κίνημα για την ισότητα των γυναικών ήταν σε πλήρη εξέλιξη, και το ζιβάγκο έγινε η στολή της σοφιστικέ και ευφυούς φεμινίστριας.
Kατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αποσύρθηκε για λίγο από το προσκήνιο, αλλά ήταν το στυλ της δεκαετίας του ’90 ήταν εκείνο που πραγματικά τα επανέφερε δυναμικά. Ως ένα βασικό κομμάτι συχνά φορεμένο μέσα από φούτερ ή πιο φαρδιά πουλόβερ και συνδυασμένο με jeans .
Σήμερα βλέπουμε τα ζιβάγκο στις πασαρέλες, στη σκηνή του street-style, στο κόκκινο χαλί, σε άνδρες και γυναίκες. Κι ενώ παραμένει κλασικό στυλ, αλλάζει συχνά ο τρόπος που φοριέται με τη φόρμουλα επιτυχίας του για το φθινόπωρο του 2019 να περιλαμβάνει ζιβάγκο φορεμένο μέσα από πουκάμισο, φόρεμα και ο,τιδήποτε άλλο.