Ο πρώτος μου μισθός στην εφημερίδα δεν έφτανε ούτε για τα μεσημεριανά σάντουιτς. Η μητέρα μου μου αγόρασε μια μαύρη τύπου κροκό τσάντα για την αρχή της καριέρας μου και συχνά δανειζόμουν τα δικά της πουκάμισα ή γόβες για να είμαι ευπαρουσίαστη στο γραφείο. Είχα συνηθίσει στη λιτή ζωή. Τον τελευταίο χρόνο του μεταπτυχιακού στην Ουαλία ζούσα με μακαρόνια και αγορές των 99 p, προσπαθώντας το έμβασμα του πατέρα μου για μένα και τον αδελφό μου να φτάσει για τα δίδακτρα, τους λογαριασμούς και δύο pints μπίρα το Σάββατο.
Η μόδα ήταν κάτι που μπορούσες να εφαρμόσεις περίπου με ό,τι διέθετες ήδη, υιοθετώντας ενίοτε μια λεπτομέρεια που έδειχνε ότι είσαι μέσα στα πράγματα: το 1999 αυτό ήταν το να κυκλοφορείς χωρίς καλσόν το χειμώνα, όπως έκαναν ήδη οι Αγγλίδες και η Κάρι Μπράντσο στο Sex and the City που μόλις είχε ξεκινήσει στο Channel 4.
H high end μόδα δεν ήταν κάτι στο οποίο επιτρεπόταν να «ακουμπήσεις τα μάτια σου». Ένα άρωμα ή ένα κραγιόν ήταν ό,τι πλησιέστερο διαθέταμε σε ηχηρά brands και ήμαστε χαρούμενες. Ακόμα και στις πιο άνετες οικονομικά εποχές της εφηβείας μου ή των πρώτων φοιτητικών χρόνων, όταν ένα παχυλό χαρτζιλίκι από την πολυαγαπημένη γιαγιά μπορούσε να μου αγοράσει άλλο ένα σωστά ξεβαμμένο τζιν και oversize πόλο μπλουζάκι για την ανοιξιάτικη εκδρομή της σχολής, υπήρχε ένα νοητό όριο στο ποσό που φαινόταν λογικό να ξοδέψεις.
Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα που αυτό άλλαξε. Όλες θυμούνται εκείνη την πρώτη εξωφρενική αγορά που ανοίγει την πόρτα σε περισσότερα μεγαλειώδη έξοδα και αλλάζει τον τρόπο που ψωνίζεις για πάντα. Θυμάμαι την αίσθηση του να πατώ το πόδι μου στην μπουτίκ του διάσημου ιταλικού οίκου σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Μιλάνο, να με οδηγούν στο τμήμα με τα παπούτσια και να ζητάω με αυτοπεποίθηση το νούμερό μου σ’ εκείνες τις μαύρες λουστρινένιες στιλέτο γόβες της βιτρίνας. Είχα τη δουλειά των ονείρων μου, τo μικρό κομψό νοικιασμένο διαμέρισμα στο κέντρο, έντονη κοινωνική ζωή. Φυσικά και χρειαζόμουν αυτές τις Gucci γόβες.
Έδωσα την πιστωτική μου κι έτσι τόσο απλά βρέθηκα στον κόσμο όπου ήταν ok να ξοδεύεις το ενοίκιο για παπούτσια. Σαν να ξεκλείδωσε κάτι στον εγκέφαλό μου, ξαφνικά τα πολυτελή αγαθά έγιναν ένα είδος νορμαλιτέ. Τα καρτελάκια των τιμών με τους τριψήφιους και τετραψήφιους αριθμούς κάτι που μπορούσες να καταπιείς και όχι να αφήσεις κάτω με τρόμο όπως άλλοτε, ως κάτι που «δεν είναι για σένα». Ακολούθησαν και άλλες, στo πλαίσιo του δικού μου μπάτζετ πάντα, λαχταριστές αγορές: τα Louis Vuitton τσαντάκια, oι Prada μπότες, τα Missoni φορέματα, οι Lanvin μπαλαρίνες. Είχαν μια υπερφυσική δύναμη όλα αυτά τα όμορφα πολύτιμα αποκτήματα. «Οπλισμένη» με την τσάντα-σύμβολο ένιωθα με έναν τρόπο πιο έτοιμη να αντιμετωπίσω διάφορα. Επιπλέον, ας μην κρυβόμαστε, τα όμορφα ρούχα εμπνέουν το θαυμασμό των άλλων (συχνά και σεβασμό) και, ειλικρινά, συγχαρητήρια εάν αυτό είναι κάτι που δεν σας χρειάζεται καθόλου, όμως οι περισσότεροι αδύναμοι θνητοί το θέλουμε ανελέητα από την αρχή του κόσμου.
Διευκρίνιση: δεν μιλάω για την πρόσκαιρη ευδαιμονία του κατά συρροήν shopping. Μιλάω για την αίσθηση ότι η ζωή είναι τακτοποιημένη, περίπου όπως όταν παίρνεις το πρώτο σου αυτοκίνητο και πηγαίνεις παντού με αυτό. Έτσι κι εγώ πήγα παντού μ’ εκείνα τα μαύρα στιλέτο, για χρόνια. Οι σχέσεις, οι δουλειές και τα σπίτια άλλαξαν αλλά η κατηγορία καταναλωτή δεν γύριζε πίσω. Αυτό συμβαίνει με την πρώτη ακριβή αγορά σου. Ακόμα και αν αργότερα σταματήσεις να το κάνεις (είτε επειδή αναγκάστηκες είτε επειδή άλλαξαν οι προτεραιότητές σου), το γεγονός ότι κάποτε αποφάσισες να δαπανήσεις το χ ποσό για ένα ρούχο σε διαχωρίζει για πάντα από τους (σίγουρα πιο πρακτικούς) συνανθρώπους μας που αν και διαθέτουν τα χρήματα το θεωρούν καθαρή τρέλα.
Ο σύζυγός μου με κατακρίνει συχνά για έξοδα τα οποία, ας πούμε, δεν συνηθίζονται στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του, όμως ταυτόχρονα έχει από την πρώτη μέρα αποδεχτεί (θα ακουστεί αλαζονικό αναπόφευκτα) ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία κόστους. Έχω μάλιστα την υποψία ότι τα Manolo Blahnik πέδιλα που μου έκανε δώρο στα γενέθλιά μου τον πρώτο καιρό της σχέσης μας πρέπει να ήταν μια παρθενική του εξτραβαγκάντζα στην ιστορία των δώρων σε γυναίκες. Ακόμα και σήμερα που οι δύο κόρες μας και οι δύσκολοι οικονομικά καιροί έχουν απαγορεύσει αυτές τις μεταξύ μας αβρότητες γνωρίζει ότι τα όμορφα ακριβά πράγματα θα μου αρέσουν πάντα. Θα τα κοιτάζω, θα τα θαυμάζω και κρυφά θα διατηρώ την αυταπάτη ότι κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα ξαναγίνουν δικά μου.
Μια ολόκληρη βιομηχανία ειδών πολυτελείας εργάζεται σκληρά κάθε μέρα για να με κάνει να το πιστεύω. Αντίθετα με τα ήθη της γενιάς της μητέρας μου, όταν για να ξεχωρίζεις από το πλήθος αρκούσε ένα καλοραμμένο φόρεμα από οργαντίνα σε ένα από τα πατρόν της μόδας και κανείς δεν αναγνώριζε τι μάρκα είναι η τσάντα μιας κυρίας, η δική μας γενιά τολμά να απλώσει τα χέρια της, στο μέτρο που μπορεί, σε κάτι που παλιότερα ήταν προνόμιο μιας ελάχιστης ελίτ.
Θα έλεγα φυσικά ψέματα αν δεν ομολογούσα ότι τα 300, 500 και 1.000 ευρώ δεν δημιούργησαν σύντομα ένα μικρό χρέος με το οποίο θα πάλευα πολλές φορές τα επόμενα χρόνια. Ή αν δεν παραδεχόμουν ότι μεταξύ των δήθεν επενδύσεων υπήρξαν ουκ ολίγα πεταμένα λεφτά με τη μορφή ενός trendy τακουνιού που δεν περπατιέται με τίποτα ή μιας επώνυμης τσάντας τόσο αστραφτερής που τυφλώνει ακόμα και τον εμίρη του Ντουμπάι (βασικά εκεί την είχα αγοράσει).
Μιλώντας ωστόσο με γυναίκες που έχουν παρόμοιο καταναλωτικό ιστορικό κατάλαβα ότι με έναν περίεργο τρόπο οι μεγάλες σπατάλες μας εκπαίδευσαν να ξοδεύουμε λιγότερα, ίσως και σωστότερα. Ακόμα και αν πρόκειται για τους οικονομικούς πειρασμούς της high street μόδας, στους οποίους ενδίδαμε κάποια στιγμή εβδομαδιαίως, προσέχεις λίγο περισσότερο την ποιότητα, σκέφτεσαι παραπάνω πριν από κάθε αγορά, όχι επειδή πρόκειται για μια ζωτικής σημασίας απόφαση αλλά γιατί θέλεις να πάρεις πίσω την αξία των χρημάτων που δίνεις, έστω και αν πρόκειται για ένα απλό μαύρο πουλόβερ στις εκπτώσεις. Είναι ευγενικό να δωρίζεις κάθε χρόνο το μισό περιεχόμενο των συρταριών σου σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς όμως μπορεί τελικά να αποδειχτεί πολύ πιο ασύμφορο από εκείνες τις γόβες.