Aνάμεσα σε αυτούς που περίμεναν για να μπουν στα show της, συναντούσες τον Alexander McQueen και την αφρόκρεμα της λονδρέζικης μόδας. Ήταν «εκείνο το indie κορίτσι από την Ελλάδα». H Σοφία Κοκοσαλάκη, όπως την θυμούνται οι φίλοι της αποκλειστικά για το Marie Claire.
Η συνάντησή μας με ανθρώπους της μόδας και της τέχνης που γνώριζαν τη Σοφία Κοκοσαλάκη από τα πρώτα της βήματα στην Αθήνα ως το τέλος ήταν για εμάς ο πιο ουσιαστικός τρόπος να τιμήσουμε το έργο και τη μνήμη της. Ήταν ένα ρεπορτάζ που ξεκίνησε με την αναδρομή στο αρχείο μόδας του Marie Claire, από την εποχή που η Σοφία εργάστηκε για λίγο ως βοηθός της fashion editor της Λένας Νάιτ – εκεί όπου συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πόσο λατρεύει τη μόδα. Και συνεχίστηκε με τις εξομολογήσεις τριών ανθρώπων που έγιναν μάρτυρες αυτού του αυθεντικού ταλέντου, που ταυτόχρονα δούλευε σκληρά, κυνηγούσε πολύ τους στόχους της και δεν δεχόταν το «όχι» εύκολα για απάντηση. Οι ιστορίες τους και το φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησε αποκλειστικά ο φωτογράφος μόδας, συνεργάτης μας και σύντροφός της στα νεανικά χρόνια Μπιλ Γεωργούσης, καταφέρνουν όχι μόνο να εξηγήσουν το φαινόμενο Κοκοσαλάκη, αλλά και να μας θυμίσουν την ορμή και το πάθος μιας ολόκληρης αβάν γκαρντ εποχής για τη μόδα.
Γιώργος Βαμβακίδης, Συνιδρυτής της γκαλερί The Breeder
«Γνώρισα τη Σοφία το 1992-1993 μέσω του Αγγελου Φρέντζου σ’ ένα ταξίδι πίσω στην Αθήνα. Έμενα ήδη στο Λονδίνο όπου σπούδαζα, και η Σοφία ήθελε να μετακομίσει εκεί, να μεταπηδήσει στη μόδα, παρόλο που τότε σπούδαζε ακόμα στη Φιλοσοφική. Ήταν πολύ συνειδητοποιημένη και το έκανε. Ηρθε, μαζί με τον φωτογράφο Μπιλ Γεωργούση με τον οποίο αργότερα ξεκίνησαν το brand της μόλις αποφοίτησε από το Central Saint Martins. Οι τρεις μας κάναμε πάρα πολλή παρέα, η Σοφία ήταν τρομερός χαρακτήρας. Ήταν πολύ έξυπνη, πολύ πρόσχαρη και πολύ προσηλωμένη στους στόχους της. Ήξερε τι ήθελε να πετύχει. Όταν έκανε το πρώτο της σόου, ήξερε ότι ήθελε να έχει για στυλίστρια την Καμίλ Μπιντό-Γουάντινγκτον και τα κατάφερε. Ήθελε να ενταχθεί στη σκηνή του London Fashion Week και τα κατάφερε. Η γνωριμία τους ήταν μια μαγική στιγμή, από αυτές που συμβαίνουν σπάνια. Ο χαρακτήρας και το καυστικό χιούμορ της Σοφίας έφεραν την Καμίλ λίγο πιο κοντά της. Η Καμίλ είδε εξαρχής στη Σοφία κάτι ιδιαίτερο, και μετά, μόλις είδε τις δημιουργίες της, οποιαδήποτε αμφιβολία εξαφανίστηκε. Σε αυτό το χώρο παίζουν ρόλο πολλά, όχι μόνο το ταλέντο, δεν σε ανακαλύπτει ξαφνικά κάποιος επειδή έκανες ένα ωραίο φόρεμα. Η Σοφία ήταν ροκ στη συμπεριφορά, της άρεσε πολύ η Courtney Love. H Καμίλ επίσης είχε μια αντικομφορμιστική τάση και γι’ αυτό ήρθαν κοντά. Γενικά στη δουλειά της έσπαγε τους κανόνες. Είχε όμως την παιδεία και τις σωστές αναφορές ώστε να μπορεί να το κάνει. Τα πατρόν της ήταν μια καινούρια σχεδιαστική γλώσσα την οποία η Καμίλ μιλούσε. Με το που αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο ήξερε ότι ήθελε να ξεκινήσει το δικό της label. Τότε έμενε στην περιοχή Covent Garden, σε ένα σπίτι-ατελιέ: παντού στους τοίχους υπήρχαν σελίδες με περιοδικά, πατρόν πεταμένα κάτω και μέσα σ’ αυτό τον καλλιτεχνικό χαμό πηγαίναμε κι εμείς τα βράδια και μιλάγαμε με τις ώρες για περιοδικά, στυλίστες, φωτογράφους, τη μόδα, για το τι συμβαίνει… Η Ann Demeulemeester ήταν η αγαπημένη της σχεδιάστρια, όπως επίσης και η Rei Kawakubo.
Η Σοφία εκμεταλλευόταν τα όπλα της, την παιδεία, την κριτική της οξυδέρκεια και το αίσθημα του μέτρου, κάτι που έχουμε ως Ελληνες. Δεν προσπάθησε να μιμηθεί κάποιον ξένο σχεδιαστή, ούτε να απορρίψει τα ελληνικά στοιχεία. Έχτισε αβίαστα πάνω στην κληρονομιά της χωρίς να είναι φολκλόρ ή παρωχημένος ο τρόπος που δούλευε.
Το θέμα της υγείας της το αντιμετώπισε με διακριτικότητα. Στους κοντινούς της φίλους είχε αναφέρει κάποια πράγματα, αλλά χωρίς πολλές λεπτομέρειες… Το τελευταίο μήνυμα που ανταλλάξαμε ήταν όταν πήγαινα στο Λονδίνο και εκείνη βρισκόταν στο νοσοκομείο, κάτι που δεν το γνώριζα, γιατί δεν μου το είχε πει. Της ζήτησα να βγούμε για φαγητό και μου απάντησε ότι δεν ένιωθε καλά εκείνη τη μέρα και ότι δεν θα έβγαινε. Τελευταία φορά που την είχα δει ήταν τον περασμένο Ιούνιο στην Υδρα, όπου βρεθήκαμε σε μια έκθεση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ και μετά είχαμε βγει και περάσαμε τέλεια.
Για μένα η Σοφία αποτέλεσε πρότυπο ανθρώπου. Η καριέρα της με έχει εμπνεύσει πάρα πολύ και με έχει κάνει να θέτω κι εγώ στόχους δυνατούς και να θεωρώ ότι όλα μπορούν να γίνουν. Ξεκινώντας μόνη της από το μηδέν κατάφερε να χτίσει ένα δυνατό όνομα. Θυμάμαι το γέλιο της και το πόσο προσηλωμένη ήταν σε αυτό που ήθελε να πετύχει. Είχε έξυπνο χιούμορ ενώ αυτοσαρκαζόταν πολύ».
Μπιλ Γεωργούσης, φωτογράφος μόδας
«Με τη Σοφία γνωριστήκαμε γύρω στο 1994-1995, ήταν βοηθός της fashion editor του Marie Claire Λένας Νάιτ, με την οποία συνεργαζόμουν εκείνη την περίοδο. Μετά από λίγο καιρό οι δυο τους πήγαν μαζί στο περιοδικό Γυναίκα. Φωτογραφίσαμε μαζί δυο-τρία editorial – εκεί ξεκίνησε η ιστορία μας, εγώ σκόπευα να μετακομίσω στο Λονδίνο και την ίδια εποχή δέχτηκαν τη Σοφία στο Saint Martins και αποφασίσαμε να φύγουμε μαζί. Η Σοφία ήταν 22-23 κι εγώ 29-30. Το καλοκαίρι προτού φύγουμε για Λονδίνο γίναμε ζευγάρι. Εγώ ακόμα πηγαινοερχόμουν στη Νέα Υόρκη. Πήγαμε στη Μύκονο και μετά από 20 μέρες πακετάραμε και φύγαμε. To πρώτο μας σπίτι ήταν στην περιοχή Earl’s Court. Εκεί μείναμε περίπου για ένα χρόνο και μετά βρήκαμε το σπίτι στο Covent Garden, στο οποίο μείναμε αρκετά χρόνια και είχαμε και το ατελιέ της Σοφίας. Το 1998, τότε που εκείνη τελείωνε το Saint Martins, ήταν για μένα μια μεταβατική περίοδος. Μετά τη Νέα Υόρκη είχα ξεκινήσει να συνεργάζομαι με ένα πρακτορείο στο Λονδίνο. Το όνειρό μου ήταν να δουλέψω για το περιοδικό The Face, το αγαπημένο όλης της παρέας: της Σοφίας, του Πέτρου Πετρόχειλου και του Γιώργου Βαμβακίδη, ο οποίος είναι πολύ καλός φωτογράφος τέχνης και αγαπάει τη μόδα τρελά, αν και δεν το παραδέχεται ο ίδιος τώρα. Μάλιστα προτού η Breeder γίνει γκαλερί, ξεκίνησε ως περιοδικό και όλοι κάναμε δουλειές εκεί, συμπεριλαμβανομένης και της στυλίστριας Βένιας Πολυχρονάκη.
Η κυρία Βάνα (Κωνσταντινίδη, η ιδιοκτήτρια της “Bettina”, της μπουτίκ-σύμβολο που διαμόρφωσε τα δεδομένα στον χάρτη του αθηναϊκού shopping στα 90s) μάς στήριξε όλους και ειδικά τη Σοφία. Μας έπαιρνε από το χέρι και μας πήγαινε στο Παρίσι, τρέχαμε στα showrooms μαζί της για να βλέπουμε τα ρούχα – η ίδια πήγαινε συχνά εκεί γιατί ψώνιζε για την “Bettina”. Μας έβγαζε πάντα για καλό φαγητό και μετά μας έλεγε: “Eχω να δω τη Rei Kawakubo, ελάτε μαζί μoυ”, και πηγαίναμε κι εμείς! Τη Σοφία την αγαπούσε πάρα πολύ, της έδινε όλη την πληροφορία: από πού να αγοράζει υφάσματα στην Ιταλία, από ποια εργοστάσια…
Μετά την αποφοίτηση από το Saint Martins γνωρίσαμε την Ιζαμπέλα Μπλόου, φημισμένη fashion editor, και μας ζήτησε να κάνουμε ένα editorial για το περιοδικό των Sunday Times. Η Σοφία επιμελήθηκε το styling και κάναμε το εξώφυλλο με δικό της ρούχο από τη συλλογή της αποφοίτησης και μοντέλο την Ντέβον Αόκι. Τηλεφωνούσα στο περιοδικό γιατί ήθελα από καιρό να γνωρίσω την Μπλόου, να της δείξω τη δουλειά μου και όταν τη βρήκα μου είπε: “Αγαπώ τους Ελληνες και την ελληνική κουλτούρα. ΟΚ, έλα”. Πήγα στο περιοδικό, έδειξα το book μου, της άρεσε και λέει: “OΚ, θα το κάνουμε. Εχεις projects, δεν μπορώ να κάνω εγώ το styling, αλλά εσύ θα επιλέξεις τον στυλίστα σου”. Επειδή στις περισσότερες φωτογραφίες μου τα ρούχα ήταν της Σοφίας, πρότεινα να το αναλάβει η ίδια και στη συνέχεια όταν τη γνώρισε από κοντά τη συμπάθησε πάρα πολύ.
Μετά από αυτή τη συλλογή παρουσιάστηκε στο πρώτο της σόου με στυλίστρια την Καμίλ Μπιντό-Γουάντινγκτον. Την είδαμε σε ένα σόου του Antonio Berardi και καθόμασταν δίπλα της στο μπαρ μετά το σόου, μήπως παρατηρήσει το εντυπωσιακό μπλε δερμάτινο boiler suit που φορούσε η Σοφία. Ξέραμε ότι θα ήταν εκεί και βλέπαμε που κοιτούσε τη Σοφία και το ρούχο, το οποίο είχε σχεδιάσει, αλλά δεν είπε τίποτα και κάποια στιγμή σκέφτομαι: “ΟΚ, θα πάω να της μιλήσω”. “Ουάου! Είστε η Καμίλ Μπιντό-Γουάντινγκτον! Πώς είστε; Xαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω!” – έτσι άνοιξα τη συζήτηση μαζί της και συνέχισα: “Θα ήθελα να σας γνωρίσω την κοπέλα μου, τη Σοφία”. Γυρίζει εκείνη στη Σοφία και της λέει: “Μου αρέσει πολύ το jumpsuit που φοράς, ήθελα να σε ρωτήσω ποιανού είναι, αλλά ντρεπόμουν λίγο”. Μέσα σε δέκα λεπτά τής είχαμε ζητήσει να επιμεληθεί το styling του πρώτου σόου της Σοφίας. Ηρθε από το σπίτι, είδε τη συλλογή και της άρεσε πάρα πολύ. Η Σοφία κυνηγούσε πολύ τους στόχους της, είχε σκοπό και δεν δεχόταν εύκολα για απάντηση το “όχι”. Το πρώτο σόου ήταν σε έναν εγκαταλειμμένο βιομηχανικό χώρο και ήμασταν εκεί τρεις συνεχόμενες ημέρες με φίλους και τον αδελφό της για να τον καθαρίσουμε, να τον στήσουμε, να βάλουμε ηχεία. Το 90% κάθε σόου ήταν homemade. Καλέσαμε όλους τους underground τύπους που ξέραμε, ενώ προς έκπληξή μας βρέθηκαν και συντάκτες του περιοδικού Dazed & Confused, καθώς και από διάφορα άλλα περιοδικά επειδή άκουσαν για την Καμίλ Μπιντό-Γουάντινγκτον. Τη μουσική την είχε επιμεληθεί ένας φίλος μου, o Ντάνιελ Πέμπερτον, ο οποίος σήμερα είναι ο No1 μουσικός συνθέτης στο Χόλιγουντ. Αν βάλω κάτω τα ονόματα των ανθρώπων που μας βοήθησαν στο πρώτο σόου, σήμερα όλοι έχουν χαράξει τη δική τους επιτυχημένη επαγγελματική πορεία. Ημασταν όλοι φίλοι και οικογένεια, όλο το σόου κόστισε μόνο 200 λίρες γιατί τα στήναμε τα πάντα με τα χέρια μας. Εγώ ανέλαβα το art direction και την παραγωγή – αυτό το έκανα για περίπου δέκα χρόνια, ακόμα και μετά το χωρισμό μας (ήμασταν μαζί για 6 χρόνια).
Τότε ήταν εποχές concept για τις φωτογραφήσεις και τα σόου, είχαμε όλοι εμπνευστεί από τον Margiela και τη βέλγικη σχολή μόδας. Λίγοι ήξεραν ποιος ήταν ο Raf Simons ή η Véronique Branquinho και το όνειρό μας ήταν να δουλέψουμε για περιοδικά όπως το Purple και το Self Service. Μας πήρε κάποια χρόνια, αλλά σιγά-σιγά τα καταφέραμε. Η αρχή έγινε μετά το δεύτερο σόου, το οποίο είχε επιμεληθεί στυλιστικά ο Πάνος Γιαπάνης (fashion director σήμερα του πετυχημένου βρετανικού περιοδικού Love). Έγινε σε πολύ ζεστό κλίμα γιατί ήμασταν όλοι Ελληνες, μια παρέα, και υποστηρίζαμε ο ένας τον άλλον, ενώ προσπαθούσαμε να δουλέψουμε με ξένους για να ανοίξουμε τον κύκλο μας. Σύστησα στη Σοφία τη Σάρα Ρίτσαρντσον, που σήμερα είναι μία από τις πιο καταξιωμένες στυλίστριες, και μαζί έπιασαν part-time δουλειά κάθε Σάββατο πρωί σε λουλουδάδικο. Η Σάρα τη γνώρισε στη συνέχεια στη μετέπειτα PR manager της Τζαστίν Φέαργκριβ, η οποία τότε δούλευε στο κατάστημα “Brown’s” και κατάφερε να βάλει ρούχα της Σοφίας στην μπουτίκ. Εκεί την ανακάλυψαν οι Ruffo Research, μια κολεκτίβα ανατρεπτικών σχεδιαστών που ανάμεσά τους βρέθηκαν ο Raf Simons και οι A.F. Vandevorst. Εκείνη την περίοδο η Σοφία δούλευε αρκετά με δέρμα, επηρεασμένη από την post punk μουσική σκηνή. Από εκεί την ανακάλυψε ο CΕΟ του ομίλου Prada και σύζυγος της Μιούτσια, Πατρίτσιο Μπερτέλι. Χτύπησε το τηλέφωνο μια μέρα και ήταν ο Μπερτέλι.“Θέλω να σε γνωρίσω”, λέει στη Σοφία, “μπορείς να έρθεις αύριο στο Μιλάνο; Θέλω να μιλήσουμε για ένα project”. Εγώ τότε ήμουν σε μια φωτογράφηση για το περιοδικό i-D, την πρώτη μου δουλειά σε αυτό, και μου τηλεφώνησε η Σοφία να μου το πει. Πήγαμε σπίτι, ήπιαμε ένα μπουκάλι ουίσκι και το πρωί έφυγε για Μιλάνο. Ηθελε να της δώσει την καλλιτεχνική διεύθυνση ενός οίκου. Συζητούσαν για Jil Sander, αλλά αφού ο οίκος είχε ήδη άλλον καλλιτεχνικό διευθυντή την κάλεσε πίσω την επόμενη μέρα προτείνοντάς της να ξεκινήσουν άλλο project. Είχε να κάνει με τον οίκο Fendi. O Καρλ Λάγκερφελντ ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και ερχόταν πάντα τελευταία στιγμή λέγοντας “OΚ, έχω αυτά τα σχέδια”, και όλοι έτρεχαν σαν τρελοί να ετοιμάσουν αυτά που ζητούσε. Της πρότεινε να γίνει o σχεδιαστής-φάντασμα που θα αναλάμβανε τη γενική εποπτεία της σχεδιαστικής του ομάδας και να προσθέτει κάποια σχέδια στη δική του συλλογή χωρίς κανένας να γνωρίζει γι’ αυτή τη θέση, και έτσι έγινε για κάποιες σεζόν. Δεν το έμαθε ποτέ κανείς – ειδικά ο Καρλ! Θυμάμαι πώς έτρεχε τότε o βοηθός της, ο Theo, ήταν το δεξί της χέρι από την αρχή μέχρι που σταμάτησε να κάνει prêt-à-porter. Ο Theo δουλεύει σήμερα ως head designer στη Marni για τη γυναικεία resort συλλογή.
Η Σοφία ξεκίνησε συνεργασία με τον όμιλο Diesel, ο οποίος εξαγόρασε την εταιρεία της και μετά έγινε ζευγάρι με τον Άντονι Μπέικερ που ήταν φίλος μας (και ατζέντης μου για λίγο καιρό) και ιδρυτής του πρακτορείου Untitled. Δυστυχώς, η Diesel δεν κατάφερε να πάει μπροστά την εταιρεία. Οι μοδίστρες της γνώριζαν ακριβώς την τεχνική της Σοφίας, αλλά στο εργοστάσιο δεν κατάφεραν να διατηρήσουν αυτή την αριστοτεχνία. Με την ένταξη στον όμιλο της Diesel το κόστος παραγωγής κάθε σόου εκτοξεύτηκε. Η Σοφία και ο Άντονι έβλεπαν ότι αυτό δεν ήταν βιώσιμο για το brand. Με τα χρήματα που πήρε μετά την ολοκλήρωση της θητείας της ως καλλιτεχνική διευθύντρια της σειράς Black Gold, κατάφερε να πάρει πίσω την εταιρεία. Ήταν η στιγμή που αποφάσισε να ρίξει τους ρυθμούς και να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, κρατώντας μόνο τις κατά παραγγελία δημιουργίες της. Τότε καλλιεργήθηκε και η ιδέα της συλλογής κοσμημάτων.
Στο Λονδίνο όλοι προσπαθούσαν να βρουν το next big thing, και αυτό που έκανε η Σοφία ήταν κάτι το μοναδικό. Προτιμούσε να σχεδιάζει ένα ρούχο – και αυτό όπως το ήθελε. Πάντα είχε ιδέες. Θυμάμαι, για τη συλλογή της αποφοίτησης είχε εμπνευστεί από ένα σωφρονιστικό ίδρυμα. Είχε διαβάσει ένα βιβλίο στο οποίο η πρωταγωνίστρια νοσηλευόταν σε ψυχιατρείο και έραβε πάνω στα ρούχα της μηνύματα. Η Σοφία εντυπωσιάστηκε και αποφάσισε να κάνει την πρώτη συλλογή βασισμένη σε αυτό. Επί έξι μήνες έγραφε κάθε βράδυ μηνύματα και σκέψεις από το παρελθόν της, τα οποία κέντησε σ’ ένα υφασμάτινο τζάκετ. Μετά, για τη δεύτερη συλλογή, πήρε το ίδιο ρούχο, το γύρισε μέσα έξω και το κάλυψε με ύφασμα χωρίς να μπορεί να το ξαναδιαβάσει ποτέ κανείς – αυτή ήταν η εξέλιξη της πρώτης συλλογής, όπως ένας συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο, το δίνει σε κάποιους ανθρώπους να το διαβάσουν και μετά το καίει.
Αρρώστησε πρώτη φορά όταν ήταν 11 ετών – είχε πάει στο Λονδίνο για θεραπείες. Στη συνέχεια, όταν ανέλαβε το project των Ολυμπιακών Αγώνων και ξεκίνησε να σχεδιάζει, ένα πρωί που ήμασταν στο γραφείο στο Covent Garden -είχαμε χωρίσει λίγο καιρό πριν- ψηλάφισε κάτι στο λαιμό λέγοντάς μου: “Πιάσε λίγο, τι έχω εδώ;”. Η πρώτη μου σκέψη ήταν “όχι πάλι…”.
Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν περίπου πριν από έξι μήνες. Ακόμα και στον κολλητό της, τον Πάτρικ, δεν είχε πει τίποτα. Ηταν πάντα πολύ ρεαλίστρια, έλεγε: “Fuck it! Αυτό που πρέπει να γίνει θα γίνει”, και αυτό το χαρακτηριστικό της ήταν μέρος της επιτυχίας της. Ήταν πολύ γενναιόδωρη με τους ανθρώπους που αγαπούσε, και αυτό που δεν έκανε ποτέ ήταν να κυνηγήσει τα λεφτά. Ο Μπερτέλι τής πρόσφερε πολλά, αλλά η ίδια ήξερε πως αν έμπαινε σε αυτό το σύστημα δεν θα έβγαινε ποτέ. Τουλάχιστον για τα δέκα χρόνια που το έκανε, έπαιξε με τους δικούς της κανόνες. Ηταν cool και έτσι θα τη θυμούνται όλοι!».
Μαρία Καστάνη, fashion entrepreneur
«Γνώρισα τη Σοφία στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1993 μέσω του Γιώργου Βαμβακίδη και του Αγγελου Φρέντζου. Ηταν η εποχή που πηγαίναμε σε κλαμπ, χορεύαμε μέχρι τελικής πτώσης, συζητούσαμε για μόδα, και με τον Αγγελο είχαν δημιουργήσει τη δική τους σειρά ρούχων, το Visionaires· το φούξια one-shoulder φόρεμά της σε μίνιμαλ γραμμή, που κάποτε φορούσα στις πιο σημαντικές περιστάσεις της ζωής μου, πλέον κρέμεται στην γκαρνταρόμπα μου σαν έκθεμα μουσείου.
Η Σοφία άλλαξε τη σκηνή της μόδας στην Αγγλία. Ηταν η περίοδος όπου οι μεγαλύτεροι Αγγλοι σχεδιαστές όπως ο John Galliano και η Vivienne Westwood είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι. Η Σοφία και ο Alexander McQueen ήταν αυτοί που έστρεψαν τα φώτα πίσω στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου – ο McQueen βρέθηκε μάλιστα σε δύο από τα σόου της. Στο πρώτο της σόου μουρμουρίζαμε μεταξύ μας: “Τι θα κάνουμε; Ποιους θα φέρουμε;”. Πήρα όποιον ήξερα και τον έσυρα στο venue. Η Σοφία είχε τον ενθουσιασμό του newcomer. Το δυνατό της όπλο ήταν ότι δεν σκεφτόταν, απλώς έπραττε αβίαστα, ασταμάτητα, μετατρέποντας ό,τι έπιανε σε χρυσό. Η αγαπημένη της Κρήτη ήταν το λιμάνι της, η έμπνευσή της και η δύναμή της. Στα Λευκά Ορη κατοικούν οι αετοί. Η Σοφία διέθετε την ίδια περηφάνεια και εσωτερική δύναμη με τους αετούς. Ήταν στωική προσωπικότητα και η σκέψη της είχε βαρύτητα, ήταν σοφή, όπως δηλώνει και το όνομά της. Αγαπούσε πολύ τους φίλους της και σεβόταν την ιδιωτικότητά τους. Ήταν εκπληκτική μαμά, μία από τις καλύτερες που έχω γνωρίσει. Πήγαινε την κόρη της Στέλλι σε εκθέσεις. Η Στέλλι έχει πάρει τη δύναμη και τη σοφία της μαμάς της. Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε ήταν τον περασμένο Ιούλιο: είχαμε πάει τις κόρες μας βόλτα στο Hyde Park.
Μετά από μια γεμάτη και ευχάριστη μέρα κάναμε brainstorming για το brand της. Η ίδια σκεφτόταν πάντα μεγαλεπήβολα, χωρίς να διακατέχεται από το “εγώ” που τόσο συχνά συναντάμε στη βιομηχανία της μόδας. Το “εγώ” της λειτουργούσε μόνο ως κινητήριος δύναμη. Ήταν μαχήτρια και διεκδικούσε τα πάντα στη ζωή. Αυτή τη δύναμη την κληρονόμησε από τη μητέρα της, την κυρία Στέλλα, μια δυναμική και λαμπερή γυναίκα. Θα θυμάμαι τη Σοφία αγέρωχη, δυνατή, μια υπέροχη μαμά. Είχε απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Το γέλιο της έβγαινε γάργαρο και ήταν μεταδοτικό. Θυμάμαι τα βράδια που μαζευόμασταν σπίτι και γελούσαμε με την καρδιά μας σαν μικρά παιδιά. Αγκάλιασε τη ζωή μέχρι τελικής πτώσης. Αυτό ήθελε τελικά».