O Claude Montana, ο Γάλλος σχεδιαστής που καθόρισε το power-woman ντύσιμο τη δεκαετία του 1980, πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 76 ετών.
Σχεδιαστές, στελέχη του χώρου της μόδας, μοντέλα, αλλά και ο κόσμος που αγάπησε τα ρούχα του, θα τον θυμούνται τόσο για τα αριστοτεχνικά του κοψίματα και τη φετιχιστική του προσέγγιση στις καμπύλες όσο και για τους προσωπικούς δαίμονες που κατέστρεψαν την καριέρα του στο απόγειο των δυνάμεών του.
Θεωρείται ιδιοφυΐα στον χώρο της μόδας, και πολλά από όσα αγαπάμε περισσότερο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σχετίζονται άμεσα με το έργο του.
Αν και ήταν κυρίως γνωστός για τις έντονες σιλουέτες που του χάρισαν το παρατσούκλι «Βασιλιάς της βάτας», ο Montana ξεχώρισε, επίσης, για τη δεξιοτεχνία του με το δέρμα, καθώς και για την εξαίσια χρήση του χρώματος – από το κομψό ναυτικό μπλε και το μαύρο μέχρι τις λαμπρές αποχρώσεις του φούξια, του πράσινου και του χαρακτηριστικού μπλε του κοβαλτίου.
Γεννήθηκε το 1947 στο Παρίσι, από μια σχετικά εύπορη οικογένεια, ως Claude Montamat. Ο πατέρας του ήταν Ισπανός και η μητέρα του Γερμανίδα. Είχε μια περίπλοκη οικογενειακή ζωή. Ο ίδιος είχε δηλώσει στον Τύπο ότι «η μητέρα μας υπέφερε πραγματικά… [και] στο σπίτι μιλούσαμε μόνο γαλλικά».
Οι επιδείξεις που προκαλούσαν φρενίτιδα και οι συνεργασίες με τον Dior και τον Lanvin
Μετά την πρώιμη εκπαίδευσή του στο Lycée Condorcet, ο Montana είχε ένα σύντομο πέρασμα από την Όπερα του Παρισιού και, στη συνέχεια, στα 17 του, μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου χρησιμοποίησε χαρτί υγείας και στρας για να φτιάξει κοσμήματα από χαρτί. Το 1970 επέστρεψε στο Παρίσι και εργάστηκε στην McDouglas, μια γαλλική εταιρεία δερμάτινων ειδών, όπου κατέκτησε την κατασκευή και την κοπή πατρόν.
Το 1973 σχεδίασε μια ready-to-wear δερμάτινη συλλογή. Το 1979, έπειτα από μια δεκαετία ανάμεσα σε Λονδίνο και Παρίσι, ίδρυσε τελικά την εταιρεία του. Ο έπαινος που έλαβε για την αρχική συλλογή του House of Montana ήταν τέτοιος που αμέσως κατέκτησε το δικό του, φανατικό κοινό.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 είχε γίνει γνωστός ως “enfant terrible”, δηλαδή ένα παιδί ατίθασο, που προκαλούσε, αλλά και για τα show του που γίνονταν πάντα θέμα συζήτησης.
Ήταν προσηλωμένος στις αρχές του σχεδιασμού της μόδας, ενώ έπρεπε να προσπαθήσεις πολύ για να καταφέρεις να βρεις θέση σε μία από τις επιδείξεις του.
Η τόση απότομη και μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, τον επηρεάσε αρνητικά. Η συμπεριφορά του γινόταν αλλοπρόσαλλη και υπήρχαν φήμες για πιθανό πρόβλημα με τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Ανεξάρτητα από αυτό, οι επιδείξεις που έστηνε συνέχιζαν να συγκεντρώνουν αξιοσημείωτους αριθμούς κοινού και θετικών σχολίων, ακόμη και όταν ξεκινούσαν πολύ αργότερα από την προγραμματισμένη έναρξη. Υπάρχουν αναφορές για μέλη του κοινού που κυριολεκτικά συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων από το έργο του.
Το 1989 του προτάθηκε η θέση του Marc Bohan ως Creative Director στον Dior, κάτι που ήταν μεγάλη υπόθεση τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Όμως, κάτι πήγε στραβά στις διαπραγματεύσεις και αντ’ αυτού υπέγραψε συμβόλαιο με τον Lanvin. Έφυγε από αυτή τη θέση το 1992, έπειτα από σχόλια για υπερβολικά και εξωφρενικά, αλλά όμορφα σχέδια. Πριν αποχωρήσει του του απονεμήθηκαν δύο Dés d’or, Χρυσές δαχτυλήθρες, ένα από τα πιο σημαντικά βραβεία που απονέμονται για τις καλύτερες και πιο δημιουργικές συλλογές υψηλής ραπτικής.
O γάμος, τα οικονομικά προβλήματα και η εξαφάνιση
Το 1993 παντρεύτηκε τη μούσα του, το μοντέλο Wallis Franken. Οι επόμενες συλλογές του απέσπασαν σχεδόν καθολική επιδοκιμασία, και ανεξάρτητα από οτιδήποτε αρνητικό ειπώθηκε στον Τύπο, κανείς δεν μπορούσε ποτέ να βρει ψεγάδι στην ραπτική του Montana.
H σύντροφός του αυτοκτόνησε το 1996, την ίδια εποχή που οι νομικές διαφορές του Montana άρχισαν να συσσωρεύονται και έγινε σαφές ότι η διαχείριση των επιχειρήσεών του δεν ήταν σωστή. Ήταν η πραγματική αρχή της πτώσης του, καθώς οι οικονομικές δυσκολίες του αυξήθηκαν, μέχρι που αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.
Πούλησε την εταιρεία του το 1997, η τελική συμφωνία του επέτρεψε για μια δεκαετία να σχεδιάζει με το δικό του όνομα πριν χάσει το δικαίωμα να το κάνει. Κατά κάποιο τρόπο η απόφαση αυτή τον απελευθέρωσε και βρήκε μια νεότερη πελατεία με τη νέα του σειρά, Montana Blu.
Με την αυγή του νέου αιώνα, έγινε ένας ερημίτης – τόσο σπάνια τον έβλεπαν δημοσίως που έγινε γνωστός ως το «Φάντασμα του Palais-Royal».